Της Ευγενίας Τσομπανοπούλου
Συναντάς την άλλη πρωινιάτικο, μες στην καλή χαρά! «Α, γυρίσατε από τις διακοπές σας; Πώς περάσατε; Άντε, και του χρόνου, καλό χειμ…!».
(Μη! Μη τολμήσεις και το ξεστομίσεις, τρισκατάρατη, που μη σώσεις!), σκέφτεσαι… αλλά απλά λες, πολύ ευγενικά και μελιστάλαχτα, πριν καταφέρει και ολοκληρώσει, «Χωρίς πανηγύρι, καλό χειμώνα, δεν λέμε!» και συνεχίζεις τη σκέψη σου από ’κει που την άφησες. (Φάγαμε κυρά μου, τον λουκουμά μας; Τα σουβλάκια μας; Αγοράσαμε τα 4 βρακιά ένα πεντάευρω, τις βαμβακερές κάλτσες μας; Ποδοπατηθήκαμε, μαλλιοτραβηχτήκαμε με τα κορίτσια για τα ορίτζιναλ σουτιέν τριούμφ; Παζαρέψαμε με τον γύφτο το χαλί; Τι καλό χειμώνα μου τσαμπουνάς; ‘Ελεος!)
Μα πόσο περίεργος γίνεται ο κόσμος καμιά φορά, βουρλίζομαι! Αχ, η εμποροπανήγυρη του Κιλκίς! Ένας θεσμός που φέρνει σε όλους μας, πολλές, γλυκές αναμνήσεις, με γεύση σιροπιού και άρωμα τσίκνας, και λίγο ξινές… γιατί η λήξη της σήμαινε, πρωινά ξυπνήματα, κουδούνια να χτυπούν και καλοκαίρια να δύουν! Υπέροχα χρόνια, αλησμόνητα!
Ποιος δεν θυμάται, τον γύρο του θανάτου, με τους τρελούς τυπάδες με τα δερμάτινα, τις μηχανές με τις πειραγμένες εξατμίσεις και τα καμένα λάστιχα, που με τα ακροβατικά τους πάνω στις ξύλινες εξέδρες, μας έκοβαν τα ήπατα! Ήταν οικογενειακή τους υπόθεση! Όλοι για το μεροκάματο! Μπαμπάς, μαμά, το 14χρονο αγόρι, το 6χρονο κορίτσι, η 75χρονη γιαγιά!
Μα πόσο περίεργος γίνεται ο κόσμος καμιά φορά, βουρλίζομαι! Αχ, η εμποροπανήγυρη του Κιλκίς! Ένας θεσμός που φέρνει σε όλους μας, πολλές, γλυκές αναμνήσεις, με γεύση σιροπιού και άρωμα τσίκνας, και λίγο ξινές… γιατί η λήξη της σήμαινε, πρωινά ξυπνήματα, κουδούνια να χτυπούν και καλοκαίρια να δύουν! Υπέροχα χρόνια, αλησμόνητα!
Ποιος δεν θυμάται, τον γύρο του θανάτου, με τους τρελούς τυπάδες με τα δερμάτινα, τις μηχανές με τις πειραγμένες εξατμίσεις και τα καμένα λάστιχα, που με τα ακροβατικά τους πάνω στις ξύλινες εξέδρες, μας έκοβαν τα ήπατα! Ήταν οικογενειακή τους υπόθεση! Όλοι για το μεροκάματο! Μπαμπάς, μαμά, το 14χρονο αγόρι, το 6χρονο κορίτσι, η 75χρονη γιαγιά!
Όλοι καβάλα στο μηχανάκι και σβούρες πέρα – δώθε στο βαρέλι, για το salto mortale! Ήταν από τα αγαπημένα του μπαμπά μου, κάθε χρόνο βλέπαμε την παράσταση. Αυτή και τον γορίλα, γορίλα, θα μου κλείσεις το τσαντίρι, γορίλα!
Και σε αυτό το σημείο, θέτω επί τάπητος, την εξής ερώτηση! Είδε ποτέ κανείς σας τον γορίλα; Όχι, θέλω να ξέρω! Ήταν όντως υπαρκτό πρόσωπο; Κόβαμε εκστασιασμένοι εισιτήρια, να συναντήσουμε τον Κινγκ Κονγκ από κοντά, να βγάλουμε μία φωτογραφία μαζί του, να πάρουμε ένα αυτόγραφο βρε αδελφέ, να ‘χουμε να δείχνουμε, να κοκορευόμαστε στους συμμαθητές, και κάθε χρόνο βγαίναμε έξω κακήν κακώς από τις υστερικές τσιρίδες του κόσμου και δεν βλέπαμε τίποτα!
Με αυτό το παράπονο θα φύγω, από τον μάταιο τούτο κόσμο! Ευτυχώς, υπήρχαν και άλλα ζώα της ζούγκλας, που μπορούσε κανείς να επισκεφτεί στην εξωτική εμποροπανήγυρη του Κιλκίς, για να του φύγει λίγο η καΐλα. Όπως, το λεωφορείο με τα φίδια και τις αράχνες!
Δεν σας το κρύβω! Ακόμα έχω εφιάλτες με εκείνον τον τεράστιο πύθωνα, που τον είχε αγκαλιά ένας θρασύς κύριος και χάιδευε το καραφλό, σιχαμένο του κεφάλι, και είχε την απαίτηση να το χαϊδέψουμε κι εμείς. «Τι λες ρε μπάρμπα, πας καλά;» του είπα μία μέρα πάνω στην αφέλεια της παιδικής μου ηλικίας. Και με μάλωσε η μαμά μου, που του μίλησα με αναίδεια.
Η μαμά μου, κεφάλαιο από μόνη της! Σπυριά έβγαζε με το πανηγύρι, δεν το χώνευε γρι… αλλά ερχόταν μαζί μας, κάθε χρόνο, να βάζει πόστα στον μπαμπά μου, μην τυχόν και μας αγοράσει τίποτα βρωμιάρικα σάντουιτς από τους πλανόδιους ή κανένα μαλλί της γριάς ή Θεός φυλάξοι, καραμελωμένο μήλο και δηλητηριαστούμε αν το φάμε, σαν τη Χιονάτη του παραμυθιού!
Δεν είχε χειρότερο από το καραμελωμένο μήλο, ήταν ο απαγορευμένος καρπός του σπιτιού μας! Είχε δει, λέει, κάπου, κάπως, κάποτε.. με τα ίδια της τα μάτια, πως το παιδί αυτουνού που τα πουλούσε, άνοιγε το σακουλάκι, κρυφά από τον μπαμπά του, έγλυφε την καραμέλα από τα μήλα και το ξαναέκλεινε και τα πουλούσε και ούτε γάτα, ούτε ζημιά! Είχε ισχυρό, εμπεριστατωμένο επιχείρημα, δεν λέω!
Πάραυτα, θα ήμουν 15 κοντά, που έκανα κι εγώ σαν έφηβη, την επανάστασή μου! Με δικό μου χαρτζιλίκι πλέον και χωρίς το άγρυπνο μάτι της μάνας μου δίπλα, πήγα και ξεσήκωσα τα φαγιά όλου του πανηγυριού! Πήρα λουκουμάδες στο xl κεσεδάκι με μπόλικο μέλι και καρύδι, μαλλιά της γριάς, ένα στο δεξί χέρι, ένα στο αριστερό, να ‘χω να πηγαινοέρχονται να κολλάνε παντού και 2 μήλα καραμελωμένα για μετά τα λουκάνικα Τζουμαγιάς, να μου φύγει η κρεμμυδίλα.
Τα έφαγα όλα, αχχχχ… πολύ τα ευχαριστήθηκα! Ανέβηκα και στην μπαλαρίνα, 3,4 φορές, έκανα και τα ταψιά μου και γύρισα σπίτι και ξερνοβολούσα σαν το γατί, όλο το βράδυ! Μία ζωή, γκαντέμο! Φανταστείτε σκηνή! Εμένα να έχω ασπρίσει από τους εμετούς και την μάνα μου να μουρμουράει πάνω από το κεφάλι μου, που στράφι πήγαν οι συμβουλές της, τόσα χρόνια! Που έφαγα τα μικρόβια και αρρώστησα! Πως χλαπάκιασα τον αγλέουρα, δεν της πέρασε καν απ’ το μυαλό! Τι με έπιασε και τα θυμήθηκα τώρα όλα αυτά… είναι που ξεκινάει το πανηγύρι μας!
«Μάνα, την Τετάρτη θα πάω με τα παιδιά στο πανηγύρι, δώσε κανένα ευρώ, για σουβλάκια»,
«Να σου δώσω, αγόρι μου! Μακριά από τα καραμελωμένα μήλα, μακριά! Ξέρεις, τώρα, ανοίγουν από τα μήλα τα σακουλάκια, γλύφουν την καραμέλα και τα ξανακλ… Έλα εδώ, μη φεύγεις, εμπεριστατωμένο σου λέω… Μην λες μετά πως δεν σου τα ’λεγα…».
Και σε αυτό το σημείο, θέτω επί τάπητος, την εξής ερώτηση! Είδε ποτέ κανείς σας τον γορίλα; Όχι, θέλω να ξέρω! Ήταν όντως υπαρκτό πρόσωπο; Κόβαμε εκστασιασμένοι εισιτήρια, να συναντήσουμε τον Κινγκ Κονγκ από κοντά, να βγάλουμε μία φωτογραφία μαζί του, να πάρουμε ένα αυτόγραφο βρε αδελφέ, να ‘χουμε να δείχνουμε, να κοκορευόμαστε στους συμμαθητές, και κάθε χρόνο βγαίναμε έξω κακήν κακώς από τις υστερικές τσιρίδες του κόσμου και δεν βλέπαμε τίποτα!
Με αυτό το παράπονο θα φύγω, από τον μάταιο τούτο κόσμο! Ευτυχώς, υπήρχαν και άλλα ζώα της ζούγκλας, που μπορούσε κανείς να επισκεφτεί στην εξωτική εμποροπανήγυρη του Κιλκίς, για να του φύγει λίγο η καΐλα. Όπως, το λεωφορείο με τα φίδια και τις αράχνες!
Δεν σας το κρύβω! Ακόμα έχω εφιάλτες με εκείνον τον τεράστιο πύθωνα, που τον είχε αγκαλιά ένας θρασύς κύριος και χάιδευε το καραφλό, σιχαμένο του κεφάλι, και είχε την απαίτηση να το χαϊδέψουμε κι εμείς. «Τι λες ρε μπάρμπα, πας καλά;» του είπα μία μέρα πάνω στην αφέλεια της παιδικής μου ηλικίας. Και με μάλωσε η μαμά μου, που του μίλησα με αναίδεια.
Η μαμά μου, κεφάλαιο από μόνη της! Σπυριά έβγαζε με το πανηγύρι, δεν το χώνευε γρι… αλλά ερχόταν μαζί μας, κάθε χρόνο, να βάζει πόστα στον μπαμπά μου, μην τυχόν και μας αγοράσει τίποτα βρωμιάρικα σάντουιτς από τους πλανόδιους ή κανένα μαλλί της γριάς ή Θεός φυλάξοι, καραμελωμένο μήλο και δηλητηριαστούμε αν το φάμε, σαν τη Χιονάτη του παραμυθιού!
Δεν είχε χειρότερο από το καραμελωμένο μήλο, ήταν ο απαγορευμένος καρπός του σπιτιού μας! Είχε δει, λέει, κάπου, κάπως, κάποτε.. με τα ίδια της τα μάτια, πως το παιδί αυτουνού που τα πουλούσε, άνοιγε το σακουλάκι, κρυφά από τον μπαμπά του, έγλυφε την καραμέλα από τα μήλα και το ξαναέκλεινε και τα πουλούσε και ούτε γάτα, ούτε ζημιά! Είχε ισχυρό, εμπεριστατωμένο επιχείρημα, δεν λέω!
Πάραυτα, θα ήμουν 15 κοντά, που έκανα κι εγώ σαν έφηβη, την επανάστασή μου! Με δικό μου χαρτζιλίκι πλέον και χωρίς το άγρυπνο μάτι της μάνας μου δίπλα, πήγα και ξεσήκωσα τα φαγιά όλου του πανηγυριού! Πήρα λουκουμάδες στο xl κεσεδάκι με μπόλικο μέλι και καρύδι, μαλλιά της γριάς, ένα στο δεξί χέρι, ένα στο αριστερό, να ‘χω να πηγαινοέρχονται να κολλάνε παντού και 2 μήλα καραμελωμένα για μετά τα λουκάνικα Τζουμαγιάς, να μου φύγει η κρεμμυδίλα.
Τα έφαγα όλα, αχχχχ… πολύ τα ευχαριστήθηκα! Ανέβηκα και στην μπαλαρίνα, 3,4 φορές, έκανα και τα ταψιά μου και γύρισα σπίτι και ξερνοβολούσα σαν το γατί, όλο το βράδυ! Μία ζωή, γκαντέμο! Φανταστείτε σκηνή! Εμένα να έχω ασπρίσει από τους εμετούς και την μάνα μου να μουρμουράει πάνω από το κεφάλι μου, που στράφι πήγαν οι συμβουλές της, τόσα χρόνια! Που έφαγα τα μικρόβια και αρρώστησα! Πως χλαπάκιασα τον αγλέουρα, δεν της πέρασε καν απ’ το μυαλό! Τι με έπιασε και τα θυμήθηκα τώρα όλα αυτά… είναι που ξεκινάει το πανηγύρι μας!
«Μάνα, την Τετάρτη θα πάω με τα παιδιά στο πανηγύρι, δώσε κανένα ευρώ, για σουβλάκια»,
«Να σου δώσω, αγόρι μου! Μακριά από τα καραμελωμένα μήλα, μακριά! Ξέρεις, τώρα, ανοίγουν από τα μήλα τα σακουλάκια, γλύφουν την καραμέλα και τα ξανακλ… Έλα εδώ, μη φεύγεις, εμπεριστατωμένο σου λέω… Μην λες μετά πως δεν σου τα ’λεγα…».
Ο γορίλας στον οποίο αναφέρεσαι στο πανηγύρι, πράγματι υπήρχε μέσα στο κλουβί και φυσικά δεν ήταν παρά ο γύφτος που μέσα στο σκοτάδι φορούσε στα γρήγορα τη...στολή του γορίλα....Χρόνια μετά, εμφανίστηκε ένα ιταλικό τσίρκο στην πόλη όπου ανάμεσα σε άλλα οι ωραίοι Ιταλοί παρουσίασαν και τον γορίλα που στηριζόταν σε τρυκ με καθρέφτες και εφέ, ήταν πραγματική εξαφάνιση και... μεταμόρφωση. Έτσι λοιπόν καταλάβαμε πως οι συμπαθεις αθίγγανοι είχαν ξεπατικωσει το νούμερο από ιταλιανους αλλά μια και δεν είχαν τη δυνατότητα ....εφέ (!!!) με καθρέφτες, απλώς έσβηναν το φως, φώναζαν και μουγκριζαν κι όποιος προλάβει να σωθεί! Τέλος, σε παραπέμπω στο διήγημα μου ο γορίλας
ΑπάντησηΔιαγραφήαπό συλλογή διηγημάτων για το Κιλκίς, στο οποίο αναφέρομαι σε προσωπικές εμπειρίες μου γύρω από το όλο θέμα στη δεκαετία του '70. Αυτά. Με εκτίμηση, τσιτσιμης γιαννης