Φώτης Μισόπουλος, Arte bruta
Φουαγιέ του Συνεδριακού Κέντρου του Δήμου Κιλκίς, 20 Απριλίου - 1 Μαΐου 2017
Υπογράφει η Καίτη Στεφανάκη
Φουαγιέ του Συνεδριακού Κέντρου του Δήμου Κιλκίς, 20 Απριλίου - 1 Μαΐου 2017
Υπογράφει η Καίτη Στεφανάκη
Ιστορικός της τέχνης
Δεν είναι πάντα η τέχνη ευχάριστη και διασκεδαστική˙ όποιος τολμά να ψηλαφήσει την ουσία της, πρέπει και να την αντέχει. Η τέχνη δεν είναι πάντα εύληπτη, συχνά έχει τους κώδικες, τα μυστικά της. Έχει αλφάβητα δικά της, σύμβολα, εργαλεία και υλικά προσωπικά.
Τα αναφέρω όλα αυτά, γιατί αυτά αποτελούν κοινό τόπο στις δημιουργίες του Φώτη Μισόπουλου και αυτά συναντάμε ως ευδιάκριτα χαρακτηριστικά σε όλες τις έως τώρα εκθέσεις αυτού του τόσο πολύπλευρου, πολυτάλαντου και αναγεννησιακού, με την κυριολεκτική έννοια του όρου, καλλιτέχνη, του Φώτη Μισόπουλου.
Ο Φ. Μ. συνεχίζει με αυτή την έκθεση-εγκατάσταση να συνταράσσει τα μάτια και τον νου μας, την ψυχή και τη φαντασία μας, να συνομιλεί αριστοτεχνικά και να θέτει επίκαιρα ερωτήματα σχετικά με την τέχνη και το μήνυμά της.
Υπερβαίνει τα όρια των παραδοσιακών εικαστικών τρόπων και τεχνοτροπιών για να φτάσει βαθύτερα˙ υπερβαίνει την παράσταση˙ δεν σταματά στην αναγνωρίσιμη μορφή, στην ιστορία μιας σκηνής, σε μια αφήγηση. Φτάνει σε τέτοιο βαθμό συμπύκνωσης και εκφραστικής λιτότητας, ώστε οι μορφές του και όλα τα παρελκόμενα γύρω-τριγύρω να μετουσιώνονται σε ένα πολύ βαθύ συναίσθημα, συναίσθημα που γίνεται πόνος και κραυγή.
Ένας άντρας και μια γυναίκα, ο ένας δίπλα στον άλλο, γυμνοί και οι δυο τους. Είναι άραγε ζευγάρι; Η γυναίκα με το κεφάλι κάτω, στέκεται αντίστροφα παραπέμποντας αφιερωματικά στον Georg Baselitz. Μπροστά τους, σε κάποια απόσταση και ιδιαίτερα φωτισμένο, αυτόνομα μα και μαζί, ένα αναπηρικό αμαξίδιο˙ μήπως σημασιολογεί την ανάπηρη σχέση τους;
Ο Φ. Μ. συνεχίζει με αυτή την έκθεση-εγκατάσταση να συνταράσσει τα μάτια και τον νου μας, την ψυχή και τη φαντασία μας, να συνομιλεί αριστοτεχνικά και να θέτει επίκαιρα ερωτήματα σχετικά με την τέχνη και το μήνυμά της.
Υπερβαίνει τα όρια των παραδοσιακών εικαστικών τρόπων και τεχνοτροπιών για να φτάσει βαθύτερα˙ υπερβαίνει την παράσταση˙ δεν σταματά στην αναγνωρίσιμη μορφή, στην ιστορία μιας σκηνής, σε μια αφήγηση. Φτάνει σε τέτοιο βαθμό συμπύκνωσης και εκφραστικής λιτότητας, ώστε οι μορφές του και όλα τα παρελκόμενα γύρω-τριγύρω να μετουσιώνονται σε ένα πολύ βαθύ συναίσθημα, συναίσθημα που γίνεται πόνος και κραυγή.
Ένας άντρας και μια γυναίκα, ο ένας δίπλα στον άλλο, γυμνοί και οι δυο τους. Είναι άραγε ζευγάρι; Η γυναίκα με το κεφάλι κάτω, στέκεται αντίστροφα παραπέμποντας αφιερωματικά στον Georg Baselitz. Μπροστά τους, σε κάποια απόσταση και ιδιαίτερα φωτισμένο, αυτόνομα μα και μαζί, ένα αναπηρικό αμαξίδιο˙ μήπως σημασιολογεί την ανάπηρη σχέση τους;
Αν ισχύει αυτό, αβίαστα τίθεται το ερώτημα: είναι δυνατόν να υπάρξει σχέση ανάμεσά τους; Και πώς αυτή θα συντελεσθεί; Θα οδηγήσουν τα εντός τους στοιχεία -τα θηλυκά του αντρός, τα αρσενικά της γυναίκας- σε συνύπαρξη ή θα παραμείνει μια μη-σχέση; Οι δυο μορφές εικονίζονται γυμνές κι απαλλαγμένες από εξατομικευμένα χαρακτηριστικά, παραπέμποντας άμεσα στα αρχέτυπα του άνδρα και της γυναίκας.
Η γυμνότητα απαλλάσσει από τον καταναγκασμό των ρόλων. Προσέρχονται χωρίς ενδύματα, χωρίς ελπίδα, με κοινές ψευδαισθήσεις για ανθρώπινη επαφή και σχέση. Σχέση που προσπαθεί να γεννηθεί μέσα απ’ τα σώματα, μα κρημνίζεται στο χάος της διαφορετικότητας του καθενός.
Από τον άνδρα λείπει ένας βραχίονας, σαν να έχει χάσει ένα κομμάτι από την εξουσία του. Η γυναίκα παριστάνεται ανάποδα. Μήπως, μόνο έτσι μπορεί η γυναίκα να προσεγγίσει τον άνδρα; Δηλαδή με τα ανδρικά χαρακτηριστικά της σε ύφεση, ως μια ηττημένη φαλλική γυναίκα; Μήπως και ο ηγέτης άνδρας, μισός και ακρωτηριασμένος, μόνον έτσι μπορεί να προσεγγίσει τη γυναίκα; Ίσως. Ποιος ξέρει;
Το «οριζόντιο πορτρέτο και αντικείμενα» κείτεται στο δάπεδο. Το ανοιχτό απειλητικό στόμα με τα αραιά δόντια, ανάπηρα κι αυτά κι αρρωστημένα, αυτό το στόμα άλλοτε έτρεφε, απολάμβανε, μιλούσε κι επικοινωνούσε. Τώρα, ίσως δηλώνει μια φρίκη-κραυγή και βέβαια μια βαθιά οδύνη και έναν πόνο ανείπωτο. Σε άμεση επαφή με το «οριζόντιο πορτρέτο και αντικείμενα» κομμάτια αυτοκινήτου πενθούν μια ματαιωμένη κι ανέφικτη δυνατότητα απομάκρυνσης και διαφυγής.
Από τον άνδρα λείπει ένας βραχίονας, σαν να έχει χάσει ένα κομμάτι από την εξουσία του. Η γυναίκα παριστάνεται ανάποδα. Μήπως, μόνο έτσι μπορεί η γυναίκα να προσεγγίσει τον άνδρα; Δηλαδή με τα ανδρικά χαρακτηριστικά της σε ύφεση, ως μια ηττημένη φαλλική γυναίκα; Μήπως και ο ηγέτης άνδρας, μισός και ακρωτηριασμένος, μόνον έτσι μπορεί να προσεγγίσει τη γυναίκα; Ίσως. Ποιος ξέρει;
Το «οριζόντιο πορτρέτο και αντικείμενα» κείτεται στο δάπεδο. Το ανοιχτό απειλητικό στόμα με τα αραιά δόντια, ανάπηρα κι αυτά κι αρρωστημένα, αυτό το στόμα άλλοτε έτρεφε, απολάμβανε, μιλούσε κι επικοινωνούσε. Τώρα, ίσως δηλώνει μια φρίκη-κραυγή και βέβαια μια βαθιά οδύνη και έναν πόνο ανείπωτο. Σε άμεση επαφή με το «οριζόντιο πορτρέτο και αντικείμενα» κομμάτια αυτοκινήτου πενθούν μια ματαιωμένη κι ανέφικτη δυνατότητα απομάκρυνσης και διαφυγής.
Τη σύνθεση συμπληρώνει, ολοκληρώνει η ουρά ενός πιάνου ως ενδεχόμενο μελωδικής και αρμονικής συνύπαρξης και ταυτόχρονα ως μια παράφωνη κραυγή αποτυχίας, μοναξιάς και θλίψης. Εύγλωττα συνδιαλέγονται εδώ οι έννοιες με τα αντικείμενα, ο εξπρεσιονισμός με την arte povera.
Την τέχνη του στην έκθεση αυτή ο Φώτης Μισόπουλος την επιγράφει Bruta, «Arte Bruta- Άσχημη Τέχνη»,υποδηλώνοντας μια τέχνη πρωτόγονη, ακατέργαστη και τραχιά˙ εγώ τη λέω αρχέγονη, αφτιασίδωτη και δωρική. Εκείνος τη λέει volgare και brutale, χυδαία δηλαδή και βίαιη˙ εγώ τη λέω άμεση, ορμέμφυτη και αυθεντική.
Ο ίδιος, αδυσώπητος απέναντι στις μορφές του, αποδεικνύεται ο πιο αυστηρός κριτής τους, σαν να θέλει να προκαταλάβει τη δυσκολία του θεατή να κατανοήσει, καθώς και τη δυσφορία του για το ζόφερό κομμάτι της ύπαρξης μας. Από τον επισκέπτη της έκθεσης προσμένει να προσλάβει τα έργα του αισθαντικά, να απορρίψει κρίσεις επιπόλαιες και βιαστικούς χαρακτηρισμούς.
Όμως, εγώ, από τη θέση του θεατή βλέπω και διαβάζω μιαν απέραντη ειλικρίνεια, αισθάνομαι την ευθύτητα και τον πόνο του καλλιτέχνη που τολμά να αναδείξει την πληγή σε εικαστικό θέμα, να εξεικονίσει την ανάπηρη σχέση ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα, τη σχέση που αδυνατεί να συσταθεί και να υπάρξει, υπαινισσόμενος τραύματα, αθεράπευτες πληγές, ματαιώσεις, εφιάλτες
Μέσα από τα ζωγραφικά έργα και τον συνδυασμό τους με αυτά τα αντικείμενα -σπαράγματα και σύμβολα μαζί- αναδύεται σχεδόν ολόκληρο το εικαστικό παρελθόν του Φώτη Μισόπουλου: Εδώ, στα τρία αυτά πελώρια τελάρα και στις προκείμενες εγκαταστάσεις ενυπάρχουν και αναπνέουν ακόμα ζωτικά τόσο οι Νέοι Άγριοι, που βίωσε ο Φώτης το 1988 στο Βερολίνο, το κίνημα Νταντά, ο ορμητικός, συμβολικός εξπρεσιονισμός, όσο και τα βιώματα των ιταλικών του χρόνων. Συγχρόνως ως εκλεκτική συγγένεια πάλλονται συνειδητά και έντονα η arte povera και η arte bruta της ωριμότητάς του.
Αυτή η έκθεση συνομιλεί μαζί μας με ό,τι παρευρίσκεται εδώ μπροστά στα μάτια μας, μα πιο πολύ μιλά με ό,τι απουσιάζει, με το «άδειο», με τις «σκιές», με το «ανάποδο» ως την άκρα παραμόρφωση. Και το πιο ενδιαφέρον: πώς με τόσο λιτά εκφραστικά μέσα αποκτά μορφή η τραγικότητα του Είναι!
Η τέχνη η αληθινή δεν έχει ανάγκη τα πολλά και φλύαρα διακοσμητικά στοιχεία! Θέλει αλήθεια μοναχά και τόλμη! Και αυτά ενυπάρχουν γενναιόδωρα στην τέχνη του Φώτη Μισόπουλου!
Την τέχνη του στην έκθεση αυτή ο Φώτης Μισόπουλος την επιγράφει Bruta, «Arte Bruta- Άσχημη Τέχνη»,υποδηλώνοντας μια τέχνη πρωτόγονη, ακατέργαστη και τραχιά˙ εγώ τη λέω αρχέγονη, αφτιασίδωτη και δωρική. Εκείνος τη λέει volgare και brutale, χυδαία δηλαδή και βίαιη˙ εγώ τη λέω άμεση, ορμέμφυτη και αυθεντική.
Ο ίδιος, αδυσώπητος απέναντι στις μορφές του, αποδεικνύεται ο πιο αυστηρός κριτής τους, σαν να θέλει να προκαταλάβει τη δυσκολία του θεατή να κατανοήσει, καθώς και τη δυσφορία του για το ζόφερό κομμάτι της ύπαρξης μας. Από τον επισκέπτη της έκθεσης προσμένει να προσλάβει τα έργα του αισθαντικά, να απορρίψει κρίσεις επιπόλαιες και βιαστικούς χαρακτηρισμούς.
Όμως, εγώ, από τη θέση του θεατή βλέπω και διαβάζω μιαν απέραντη ειλικρίνεια, αισθάνομαι την ευθύτητα και τον πόνο του καλλιτέχνη που τολμά να αναδείξει την πληγή σε εικαστικό θέμα, να εξεικονίσει την ανάπηρη σχέση ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα, τη σχέση που αδυνατεί να συσταθεί και να υπάρξει, υπαινισσόμενος τραύματα, αθεράπευτες πληγές, ματαιώσεις, εφιάλτες
Μέσα από τα ζωγραφικά έργα και τον συνδυασμό τους με αυτά τα αντικείμενα -σπαράγματα και σύμβολα μαζί- αναδύεται σχεδόν ολόκληρο το εικαστικό παρελθόν του Φώτη Μισόπουλου: Εδώ, στα τρία αυτά πελώρια τελάρα και στις προκείμενες εγκαταστάσεις ενυπάρχουν και αναπνέουν ακόμα ζωτικά τόσο οι Νέοι Άγριοι, που βίωσε ο Φώτης το 1988 στο Βερολίνο, το κίνημα Νταντά, ο ορμητικός, συμβολικός εξπρεσιονισμός, όσο και τα βιώματα των ιταλικών του χρόνων. Συγχρόνως ως εκλεκτική συγγένεια πάλλονται συνειδητά και έντονα η arte povera και η arte bruta της ωριμότητάς του.
Αυτή η έκθεση συνομιλεί μαζί μας με ό,τι παρευρίσκεται εδώ μπροστά στα μάτια μας, μα πιο πολύ μιλά με ό,τι απουσιάζει, με το «άδειο», με τις «σκιές», με το «ανάποδο» ως την άκρα παραμόρφωση. Και το πιο ενδιαφέρον: πώς με τόσο λιτά εκφραστικά μέσα αποκτά μορφή η τραγικότητα του Είναι!
Η τέχνη η αληθινή δεν έχει ανάγκη τα πολλά και φλύαρα διακοσμητικά στοιχεία! Θέλει αλήθεια μοναχά και τόλμη! Και αυτά ενυπάρχουν γενναιόδωρα στην τέχνη του Φώτη Μισόπουλου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.