Της Ευγενίας Τσομπανοπούλου
Τελείωνε το σχολείο μ΄ ένα πανηγυρικό μπουγέλο. Μπουγέλωμα με σακούλες, μπουκάλια μέχρι και κουβάδες. Γυρνούσαμε στα σπίτια μας παπιά. Τα ρούχα μας δέκα κιλά και τα παπούτσια μας βάρκες. Φώναζαν οι μαμάδες μας ότι θα αρρωστήσουμε.
Ξυπνούσαμε αργά το πρωί και βλέπαμε τις επαναλήψεις των παιδικών σειρών στα κρατικά κανάλια. Του κουτιού τα παραμύθια με το Ρούχλα και το Φιόγκο, Νιλς Χόλγκερσον και Κάντυ Κάντυ. Όλα τα κορίτσια ήταν ερωτευμένα με τον Άντονυ και τα αγόρια με την Κάντυ, αλλά δεν το ομολογούσαν ποτέ. Παίρναμε αγκαλιά τις συλλογές μας από αυτοκόλλητα, σκαλιστά αγγελάκια, γυάλινους βόλους και χαρτοπετσέτες. Είχα μια χαρτοπετσέτα ξεχωριστή, φερμένη από Σουηδία. Ακόμα την έχω…
Τρίβαμε φρέσκια ντομάτα, βάζαμε λάδι και ρίγανη και φέρναμε τούμπα χοντρές φέτες ψωμί. Μοσχοβολούσε όλο το σπίτι μπαξέ και κήπο. Σπάζαμε το καρπούζι και μαλώναμε ποιος θα φάει την καρδιά. Χώναμε τα μούτρα μας στην ολόδροση, ροδοκόκκινη φέτα και φτύναμε παντού κουκούτσια. Πέφταν κάτω και τα πατούσαμε με τις γυμνές πατούσες μας.
Βγαίναμε τα απογεύματα στις αλάνες και στο ζωοπάζαρο και παίζαμε ψείρες, μήλα, κρυφτό και κυνηγητό. Ατέλειωτο παιχνίδι, ανέμελο με τις ώρες. Τα γόνατα μας γεμάτα μελανιές και γδαρσίματα από το ποδήλατο. Ανεβαίναμε στις κούνιες, παίρναμε φόρα και πηδούσαμε. Όποιος έφτανε πιο μακριά κέρδιζε την εκτίμηση των άλλων. Γυρνούσαμε σπίτι όταν βράδιαζε. Ακούγαμε τους γονείς μας να μας ψάχνουν, φωνάζοντας τα ονόματα μας από τα μπαλκόνια. Τα πόδια μας πρησμένα απ’ τα τσιμπήματα των κουνουπιών. Τα ξύναμε μέχρι να ματώσουν. Βάζαμε πάνω ξίδι για να μη μας φαγουρίζουν.
Για βραδινό τρώγαμε μακαρονάδες και για γλυκό παγωτό πατούσα ή γρανίτα φράουλα λεμόνι. Έλιωναν στα χέρια μας και τα φανελάκια μας από άσπρα, αδιάφορα γίνονταν χρωματιστά και ενδιαφέροντα. Βλέπαμε ελληνικές ταινίες και ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια με το Βέγγο και τον Κωνσταντάρα. Κοιμόμασταν αργά, όταν πια η γλυκιά κούραση της μέρας, έβγαινε στα βλέφαρα μας,
Σαν τους φυλακισμένους, μετρούσαμε τις ημέρες τις ώρες και τα λεπτά για να φύγουμε θάλασσα. Όταν όμως ερχόταν η μεγάλη ημέρα της αναχώρησης, κλαίγαμε που θα χανόμασταν έστω και για λίγο καιρό με τους φίλους μας.
Νοσταλγώ αυτά τα καλοκαίρια. Νοσταλγώ την ομορφιά τους, την απλότητα τους, την αθωότητα τους. Τα νοσταλγώ…
Ξυπνούσαμε αργά το πρωί και βλέπαμε τις επαναλήψεις των παιδικών σειρών στα κρατικά κανάλια. Του κουτιού τα παραμύθια με το Ρούχλα και το Φιόγκο, Νιλς Χόλγκερσον και Κάντυ Κάντυ. Όλα τα κορίτσια ήταν ερωτευμένα με τον Άντονυ και τα αγόρια με την Κάντυ, αλλά δεν το ομολογούσαν ποτέ. Παίρναμε αγκαλιά τις συλλογές μας από αυτοκόλλητα, σκαλιστά αγγελάκια, γυάλινους βόλους και χαρτοπετσέτες. Είχα μια χαρτοπετσέτα ξεχωριστή, φερμένη από Σουηδία. Ακόμα την έχω…
Τρίβαμε φρέσκια ντομάτα, βάζαμε λάδι και ρίγανη και φέρναμε τούμπα χοντρές φέτες ψωμί. Μοσχοβολούσε όλο το σπίτι μπαξέ και κήπο. Σπάζαμε το καρπούζι και μαλώναμε ποιος θα φάει την καρδιά. Χώναμε τα μούτρα μας στην ολόδροση, ροδοκόκκινη φέτα και φτύναμε παντού κουκούτσια. Πέφταν κάτω και τα πατούσαμε με τις γυμνές πατούσες μας.
Βγαίναμε τα απογεύματα στις αλάνες και στο ζωοπάζαρο και παίζαμε ψείρες, μήλα, κρυφτό και κυνηγητό. Ατέλειωτο παιχνίδι, ανέμελο με τις ώρες. Τα γόνατα μας γεμάτα μελανιές και γδαρσίματα από το ποδήλατο. Ανεβαίναμε στις κούνιες, παίρναμε φόρα και πηδούσαμε. Όποιος έφτανε πιο μακριά κέρδιζε την εκτίμηση των άλλων. Γυρνούσαμε σπίτι όταν βράδιαζε. Ακούγαμε τους γονείς μας να μας ψάχνουν, φωνάζοντας τα ονόματα μας από τα μπαλκόνια. Τα πόδια μας πρησμένα απ’ τα τσιμπήματα των κουνουπιών. Τα ξύναμε μέχρι να ματώσουν. Βάζαμε πάνω ξίδι για να μη μας φαγουρίζουν.
Για βραδινό τρώγαμε μακαρονάδες και για γλυκό παγωτό πατούσα ή γρανίτα φράουλα λεμόνι. Έλιωναν στα χέρια μας και τα φανελάκια μας από άσπρα, αδιάφορα γίνονταν χρωματιστά και ενδιαφέροντα. Βλέπαμε ελληνικές ταινίες και ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια με το Βέγγο και τον Κωνσταντάρα. Κοιμόμασταν αργά, όταν πια η γλυκιά κούραση της μέρας, έβγαινε στα βλέφαρα μας,
Σαν τους φυλακισμένους, μετρούσαμε τις ημέρες τις ώρες και τα λεπτά για να φύγουμε θάλασσα. Όταν όμως ερχόταν η μεγάλη ημέρα της αναχώρησης, κλαίγαμε που θα χανόμασταν έστω και για λίγο καιρό με τους φίλους μας.
Νοσταλγώ αυτά τα καλοκαίρια. Νοσταλγώ την ομορφιά τους, την απλότητα τους, την αθωότητα τους. Τα νοσταλγώ…
ΠΟΛΎ ΒΡΑΙΟ ΑΡΘΡΟ ΜΑΣ ΓΥΡΙΣΕΣ ΑΡΚΕΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΙΣΩ. ΘΥΜΑΜΑΙ ΕΠΙΣΗΣ ΠΟΥ ΜΕΤΡΟΥΣΑΜΕ ΠΟΣΑ ΠΑΓΩΤΑ ΦΑΓΑΜΕ ΚΑΙ ΠΟΣΑ ΜΠΑΝΙΑ ΚΑΝΑΜΕ;
ΑπάντησηΔιαγραφή