Του Γιάννη Λιναρδάκη*
Δραματικά είναι τα στοιχεία έκθεσης του ΟΟΣΑ αναφορικά με την ανεργία στη χώρα μας και πιο ειδικά την ανεργία που μαστίζει τους πτυχιούχους. Σύμφωνα με την έκθεση οι Έλληνες εξακολουθούμε να επενδύουμε στην εκπαίδευση, παρά το γεγονός ότι οι σπουδές δεν αποτελούν πλέον ένα ασφαλές εισιτήριο για την αγορά εργασίας.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να παράγει τους περισσότερους άνεργους πτυχιούχους ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ, όπως προκύπτει από την ετήσια έκθεση «Μια ματιά στην εκπαίδευση» του διεθνούς οργανισμού που δόθηκε στη αυτήν την εβδομάδα στη δημοσιότητα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, η Ελλάδα έχει από τα υψηλότερα ποσοστά σπουδών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Τα ποσοστά αυτά μάλιστα παρουσιάζουν αύξηση σε σχέση με το 2000 όταν πανεπιστημιακούς τίτλους διέθετε το 18% του εργατικού δυναμικού (25-64 ετών). Το 2014 πτυχίο είχε το 28%, ενώ στις ηλικίες 25-34 η διαφορά είναι ακόμη μεγαλύτερη: από το 24% το 2000 πέρασε στο 26% το 2005 για να ανεβεί στο 31% το 2010 και στο 39% σήμερα. Αντίστοιχα είναι τα ποσοστά σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία (44%), η Φινλανδία (40%) και η Ισπανία (40%), αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες (42%).
Δύσκολη η έξοδος στην αγορά εργασίας
Ωστόσο, η έξοδος στην αγορά εργασίας γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη. Η Ελλάδα μετράει τους περισσότερους άνεργους πτυχιούχους όχι μόνο σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και με άλλες χώρες του κόσμου. Την ίδια ώρα που μετράει και τους περισσότερους ανέργους ανάμεσα σε εκείνους που έχουν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή έχουν διπλώματα από μεταλυκειακά προγράμματα.
Κοντά στα ποσοστά ανεργίας της Ελλάδας βρίσκεται μόνο η Ισπανία, ενώ είναι χαρακτηριστικό ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι υποτετραπλάσιος.
Εξίσου υψηλά είναι τα ποσοστά στους νέους (25-34 ετών) που αγγίζουν περίπου το 35%. Ακολουθούν οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία).
Ο κύριος παράγοντας αυτής της εξέλιξης είναι η οικονομική κρίση. Το 2000 η ανεργία στην Ελλάδα ήταν 11,2%, το 2005 ήταν 9,6%, το 2010 12,5%, ενώ το 2014 είχε εκτοξευθεί στο 27,6% (36% στις ηλικίες 25-34).
Απογοητευτικά τα ποσοστά στις ηλικίες 20 - 24 ετών
Απογοητευτικά είναι και τα ποσοστά των ΝΕΕΤ, όπως χαρακτηρίζονται διεθνώς οι νέοι από 20 έως 24 ετών που ούτε σπουδάζουν ούτε εργάζονται (από τα αρχικά των λέξεων Not in Education, Employment, or Training). Οι «ούτε ούτε» στην Ελλάδα φτάνουν το 30%, ποσοστό που ξεπερνούν μόνο η Ισπανία και η Τουρκία.
Ως προς την κατανομή των φύλων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η Ελλάδα ακολουθεί τον γενικό κανόνα: οι γυναίκες που σπουδάζουν είναι περισσότερες από τους άνδρες. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η Ιαπωνία όπου υπερτερούν οι άνδρες και (πολύ οριακά) η Τουρκία. Οι γυναίκες, πάντως, δεν παύουν να πλήττονται περισσότερο από τους άνδρες στην Ελλάδα από την ανεργία παρά το γεγονός ότι διαθέτουν περισσότερα τυπικά προσόντα.
Η έκθεση: https://data.oecd.org/unemp/unemployment-rates-by-education-level.htm
* M.Sc., Ιωάννης Κ. Λιναρδάκης,
Υπεύθυνος Γραφείου Καινοτόμων Σχολικών Δραστηριοτήτων,
Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Κιλκίς,
Αν. Αιρετός ΠΥΣΔΕ Κιλκίς.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να παράγει τους περισσότερους άνεργους πτυχιούχους ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ, όπως προκύπτει από την ετήσια έκθεση «Μια ματιά στην εκπαίδευση» του διεθνούς οργανισμού που δόθηκε στη αυτήν την εβδομάδα στη δημοσιότητα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, η Ελλάδα έχει από τα υψηλότερα ποσοστά σπουδών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Τα ποσοστά αυτά μάλιστα παρουσιάζουν αύξηση σε σχέση με το 2000 όταν πανεπιστημιακούς τίτλους διέθετε το 18% του εργατικού δυναμικού (25-64 ετών). Το 2014 πτυχίο είχε το 28%, ενώ στις ηλικίες 25-34 η διαφορά είναι ακόμη μεγαλύτερη: από το 24% το 2000 πέρασε στο 26% το 2005 για να ανεβεί στο 31% το 2010 και στο 39% σήμερα. Αντίστοιχα είναι τα ποσοστά σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία (44%), η Φινλανδία (40%) και η Ισπανία (40%), αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες (42%).
Δύσκολη η έξοδος στην αγορά εργασίας
Ωστόσο, η έξοδος στην αγορά εργασίας γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη. Η Ελλάδα μετράει τους περισσότερους άνεργους πτυχιούχους όχι μόνο σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και με άλλες χώρες του κόσμου. Την ίδια ώρα που μετράει και τους περισσότερους ανέργους ανάμεσα σε εκείνους που έχουν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή έχουν διπλώματα από μεταλυκειακά προγράμματα.
Κοντά στα ποσοστά ανεργίας της Ελλάδας βρίσκεται μόνο η Ισπανία, ενώ είναι χαρακτηριστικό ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι υποτετραπλάσιος.
Εξίσου υψηλά είναι τα ποσοστά στους νέους (25-34 ετών) που αγγίζουν περίπου το 35%. Ακολουθούν οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία).
Ο κύριος παράγοντας αυτής της εξέλιξης είναι η οικονομική κρίση. Το 2000 η ανεργία στην Ελλάδα ήταν 11,2%, το 2005 ήταν 9,6%, το 2010 12,5%, ενώ το 2014 είχε εκτοξευθεί στο 27,6% (36% στις ηλικίες 25-34).
Απογοητευτικά τα ποσοστά στις ηλικίες 20 - 24 ετών
Απογοητευτικά είναι και τα ποσοστά των ΝΕΕΤ, όπως χαρακτηρίζονται διεθνώς οι νέοι από 20 έως 24 ετών που ούτε σπουδάζουν ούτε εργάζονται (από τα αρχικά των λέξεων Not in Education, Employment, or Training). Οι «ούτε ούτε» στην Ελλάδα φτάνουν το 30%, ποσοστό που ξεπερνούν μόνο η Ισπανία και η Τουρκία.
Ως προς την κατανομή των φύλων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η Ελλάδα ακολουθεί τον γενικό κανόνα: οι γυναίκες που σπουδάζουν είναι περισσότερες από τους άνδρες. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η Ιαπωνία όπου υπερτερούν οι άνδρες και (πολύ οριακά) η Τουρκία. Οι γυναίκες, πάντως, δεν παύουν να πλήττονται περισσότερο από τους άνδρες στην Ελλάδα από την ανεργία παρά το γεγονός ότι διαθέτουν περισσότερα τυπικά προσόντα.
Η έκθεση: https://data.oecd.org/unemp/unemployment-rates-by-education-level.htm
* M.Sc., Ιωάννης Κ. Λιναρδάκης,
Υπεύθυνος Γραφείου Καινοτόμων Σχολικών Δραστηριοτήτων,
Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Κιλκίς,
Αν. Αιρετός ΠΥΣΔΕ Κιλκίς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.