Της Ειρήνης Αγαθοπούλου
Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Κιλκίς
Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Κιλκίς
Άλλο ένα πλήγμα δέχτηκε αυτές τις μέρες ο αγροτικός κόσμος – και συγκεκριμένα οι κτηνοτρόφοι – που είδαν τους λογαριασμούς τους να μην ενισχύονται από τις πολυαναμενόμενες και πολλά υποσχόμενες εξισωτικές ενισχύσεις. Πολλοί έμειναν εντελώς απλήρωτοι και άλλοι πήραν πολύ μικρότερα ποσά από άλλες χρονιές.
Μόλις ανακοινώθηκαν τα μειωμένα ποσά, η Κυβέρνηση, φοβούμενη ισχυρό κύμα αντιδράσεων, προσπάθησε με καθησυχαστικές δηλώσεις να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα. Μάλιστα, κυβερνητικοί εκπρόσωποι και τοπικοί βουλευτές διαβεβαιώνουν για «πολιτική λύση» που στη δική τους γλώσσα όμως δε σημαίνει γενναίες πολιτικές αποφάσεις για την ενίσχυση της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής, αλλά πρόσκαιρα μπαλώματα για να ηρεμήσουν τους – δικαίως – εξαγριωμένους αγρότες. Με λίγα λόγια « με εντολή Σαμαρά» θα λυθεί και αυτό το πρόβλημα, που – ποιοι άραγε; – δημιούργησαν. Έτσι κυβερνά αυτή η Κυβέρνηση εδώ και 2,5 χρόνια: Από τη μια ψηφίζει τον έναν αντιλαϊκό νόμο πίσω από τον άλλο και από την άλλη πετάει ξεροκόμματα, κατόπιν εορτής, πάντα με εντολή Σαμαρά, για να θολώσει τα νερά.
Αν δούμε όμως τη μεγάλη εικόνα, θα δούμε ότι επί θητείας αυτής της Κυβέρνησης θεσπίστηκαν τα πιο βάναυσα και βίαια μέτρα συγκεκριμένα για την αγροτοκτηνοτροφική οικονομία, εκτός όλων των άλλων.
Πριν από περίπου ένα χρόνο, η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου χώρισε την Αγροτική Τράπεζα σε «καλή» και «κακή» και πούλησε –έναντι ευτελούς τιμήματος – την καλή στην Τράπεζα Πειραιώς, ενώ στην κακή περιήλθαν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και οι μετοχές των θυγατρικών επιχειρήσεων της ΑΤΕ (ΕΒΖ, ΔΩΔΩΝΗ, ΣΕΚΑΠ). Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αλλάξει δραματικά το περιβάλλον της χρηματοδότησης των παραγωγών και της στήριξης του μεταποιητικού τομέα του αγροτικού χώρου. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, αλλά εκ του αποτελέσματος φάνηκε ότι τότε ο αγροτικός κόσμος δεν το αξιολόγησε όσο έπρεπε.
Την ίδια περίοδο που ξεπουλιόταν η Αγροτική, το Υπουργείο αποφάσισε αιφνιδιαστικά και μάλιστα παραμονές των δηλώσεων ΟΣΔΕ να καθορίσει ποιοι βοσκότοποι ήταν επιλέξιμοι και ποιοι όχι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, βοσκότοποι που τα προηγούμενα χρόνια το Υπουργείο αναγνώριζε και αποδέχονταν ως επιλέξιμους, να εμφανίζονται, ένα χρόνο πριν, ως μη επιλέξιμοι και οι κτηνοτρόφοι να κινδυνεύουν με περικοπές των ενισχύσεων που δικαιούνταν. Το ΥΠΑΑΤ τότε, μετά από ερώτηση βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, απάντησε ότι ο καθορισμός αυτός έπρεπε να γίνει βάσει Κοινοτικής Οδηγίας, που εάν δεν εφαρμοζόταν θα είχε σαν αποτέλεσμα μεγάλες κυρώσεις για τη χώρα μας, δεσμεύτηκε όμως, ότι σε συνεργασία με το Υπουργείο Περιβάλλοντος, θα σχεδίαζαν ένα «διαφανές, αντικειμενικό και αποτελεσματικό πλαίσιο για τη διανομή και διαχείριση των βοσκοτόπων αναφορικά με τις άμεσες ενισχύσεις καθώς επίσης και ένα νέο ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με την οριοθέτηση και διαχείριση των βοσκοτόπων». (Αρ. ερ. 12085/20-6-2-13).
Μόλις ανακοινώθηκαν τα μειωμένα ποσά, η Κυβέρνηση, φοβούμενη ισχυρό κύμα αντιδράσεων, προσπάθησε με καθησυχαστικές δηλώσεις να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα. Μάλιστα, κυβερνητικοί εκπρόσωποι και τοπικοί βουλευτές διαβεβαιώνουν για «πολιτική λύση» που στη δική τους γλώσσα όμως δε σημαίνει γενναίες πολιτικές αποφάσεις για την ενίσχυση της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής, αλλά πρόσκαιρα μπαλώματα για να ηρεμήσουν τους – δικαίως – εξαγριωμένους αγρότες. Με λίγα λόγια « με εντολή Σαμαρά» θα λυθεί και αυτό το πρόβλημα, που – ποιοι άραγε; – δημιούργησαν. Έτσι κυβερνά αυτή η Κυβέρνηση εδώ και 2,5 χρόνια: Από τη μια ψηφίζει τον έναν αντιλαϊκό νόμο πίσω από τον άλλο και από την άλλη πετάει ξεροκόμματα, κατόπιν εορτής, πάντα με εντολή Σαμαρά, για να θολώσει τα νερά.
Αν δούμε όμως τη μεγάλη εικόνα, θα δούμε ότι επί θητείας αυτής της Κυβέρνησης θεσπίστηκαν τα πιο βάναυσα και βίαια μέτρα συγκεκριμένα για την αγροτοκτηνοτροφική οικονομία, εκτός όλων των άλλων.
Πριν από περίπου ένα χρόνο, η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου χώρισε την Αγροτική Τράπεζα σε «καλή» και «κακή» και πούλησε –έναντι ευτελούς τιμήματος – την καλή στην Τράπεζα Πειραιώς, ενώ στην κακή περιήλθαν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και οι μετοχές των θυγατρικών επιχειρήσεων της ΑΤΕ (ΕΒΖ, ΔΩΔΩΝΗ, ΣΕΚΑΠ). Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αλλάξει δραματικά το περιβάλλον της χρηματοδότησης των παραγωγών και της στήριξης του μεταποιητικού τομέα του αγροτικού χώρου. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, αλλά εκ του αποτελέσματος φάνηκε ότι τότε ο αγροτικός κόσμος δεν το αξιολόγησε όσο έπρεπε.
Την ίδια περίοδο που ξεπουλιόταν η Αγροτική, το Υπουργείο αποφάσισε αιφνιδιαστικά και μάλιστα παραμονές των δηλώσεων ΟΣΔΕ να καθορίσει ποιοι βοσκότοποι ήταν επιλέξιμοι και ποιοι όχι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, βοσκότοποι που τα προηγούμενα χρόνια το Υπουργείο αναγνώριζε και αποδέχονταν ως επιλέξιμους, να εμφανίζονται, ένα χρόνο πριν, ως μη επιλέξιμοι και οι κτηνοτρόφοι να κινδυνεύουν με περικοπές των ενισχύσεων που δικαιούνταν. Το ΥΠΑΑΤ τότε, μετά από ερώτηση βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, απάντησε ότι ο καθορισμός αυτός έπρεπε να γίνει βάσει Κοινοτικής Οδηγίας, που εάν δεν εφαρμοζόταν θα είχε σαν αποτέλεσμα μεγάλες κυρώσεις για τη χώρα μας, δεσμεύτηκε όμως, ότι σε συνεργασία με το Υπουργείο Περιβάλλοντος, θα σχεδίαζαν ένα «διαφανές, αντικειμενικό και αποτελεσματικό πλαίσιο για τη διανομή και διαχείριση των βοσκοτόπων αναφορικά με τις άμεσες ενισχύσεις καθώς επίσης και ένα νέο ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με την οριοθέτηση και διαχείριση των βοσκοτόπων». (Αρ. ερ. 12085/20-6-2-13).
Αντί αυτού, το Μάιο του 2014 οι βουλευτές της συγκυβέρνησης ψήφισαν αναιτιολόγητη και αποσπασματική τροπολογία περί «βοσκοτόπων» σε άσχετο νομοσχέδιο και λίγο αργότερα ψήφισαν το σχέδιο νόμου για τις ρυθμίσεις της δασικής νομοθεσίας , οι οποίες βάζουν ταφόπλακα στην ελληνική κτηνοτροφία!
Στη συνέχεια η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου επεφύλασσε άλλο ένα (αλλά όχι έσχατο) πλήγμα για τον αγροτικό κόσμο, τον ΕΝΦΙΑ, ο οποίος συνιστά φόρο δήμευσης της περιουσίας των αγροτών και έρχεται να προστεθεί στις ήδη σημαντικές επιβαρύνσεις του αγροτικού τομέα. Οι αυξήσεις του κόστους παραγωγής, ο φόρος σε σπίτια και χωράφια και το νέο φορολογικό, επιφέρουν συντριπτικό χτύπημα στην αγροτική οικονομία και υπονομεύουν πλήρως την ανάγκη για παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Και σα να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, η μονόπλευρη, κοντόφθαλμη και τυχοδιωκτική στάση της Κυβέρνησης στην κλιμακούμενη ένταση στην Ουκρανία, οδήγησε σε εμπάργκο της Ρωσίας στα ελληνικά αγροτικά προϊόντα, με καταστροφικές συνέπειες για τους παραγωγούς, τη μεταποιητική και εξαγωγική βιομηχανία της χώρας μας. Στην πραγματικότητα ανέδειξε περίτρανα ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν είναι μόνο υπάκουη στις απαιτήσεις των δανειστών μας, αλλά και παντελώς ανέτοιμη και ανίκανη να προστατεύσει τη χώρα και τους ανθρώπους της απέναντι σε οποιαδήποτε διεθνή πρόκληση.
Πώς μπορούν οι αγρότες, μετά από όλα αυτά, να συνεχίσουν να δείχνουν εμπιστοσύνη σε μια Κυβέρνηση, η οποία δείχνει με κάθε ευκαιρία ότι δεν είναι πρόθυμη να στηρίξει και να βοηθήσει τον αναπτυξιακό πυλώνα αυτής της χώρας, την αγροτοκτηνοτροφική παραγωγή; Αναπάντητη παραμένει ακόμη η ερώτηση βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ από τις 4/6/2014, που ρωτά τα Υπουργεία Αγροτικής Ανάπτυξης και Οικονομικών για το αναπτυξιακό σχέδιο που κατέθεσαν στο Eurogroup για έγκριση, το οποίο βασίστηκε σε πρότασητης εταιρείας McKinsey, που χρηματοδοτήθηκε από τον ΣΕΒ και την Εθνική Τράπεζα, και προβλέπει τα επόμενα χρόνια ολόκληρη η γεωργική παραγωγή να ελέγχεται από πέντε με έξι μεγάλες εταιρείες. Το απαράδεκτο αυτό σχέδιο που η κυβέρνηση το απέκρυψε από τον ελληνικό λαό λόγω των αυτοδιοικητικών και ευρωπαϊκών εκλογών, βασίζεται σε μελέτες οι οποίες υπαγορεύτηκαν από πολυεθνικές εταιρείες και θα χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα εξόδου από την κρίση στο μέλλον.
Στη συνέχεια η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου επεφύλασσε άλλο ένα (αλλά όχι έσχατο) πλήγμα για τον αγροτικό κόσμο, τον ΕΝΦΙΑ, ο οποίος συνιστά φόρο δήμευσης της περιουσίας των αγροτών και έρχεται να προστεθεί στις ήδη σημαντικές επιβαρύνσεις του αγροτικού τομέα. Οι αυξήσεις του κόστους παραγωγής, ο φόρος σε σπίτια και χωράφια και το νέο φορολογικό, επιφέρουν συντριπτικό χτύπημα στην αγροτική οικονομία και υπονομεύουν πλήρως την ανάγκη για παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Και σα να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, η μονόπλευρη, κοντόφθαλμη και τυχοδιωκτική στάση της Κυβέρνησης στην κλιμακούμενη ένταση στην Ουκρανία, οδήγησε σε εμπάργκο της Ρωσίας στα ελληνικά αγροτικά προϊόντα, με καταστροφικές συνέπειες για τους παραγωγούς, τη μεταποιητική και εξαγωγική βιομηχανία της χώρας μας. Στην πραγματικότητα ανέδειξε περίτρανα ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν είναι μόνο υπάκουη στις απαιτήσεις των δανειστών μας, αλλά και παντελώς ανέτοιμη και ανίκανη να προστατεύσει τη χώρα και τους ανθρώπους της απέναντι σε οποιαδήποτε διεθνή πρόκληση.
Πώς μπορούν οι αγρότες, μετά από όλα αυτά, να συνεχίσουν να δείχνουν εμπιστοσύνη σε μια Κυβέρνηση, η οποία δείχνει με κάθε ευκαιρία ότι δεν είναι πρόθυμη να στηρίξει και να βοηθήσει τον αναπτυξιακό πυλώνα αυτής της χώρας, την αγροτοκτηνοτροφική παραγωγή; Αναπάντητη παραμένει ακόμη η ερώτηση βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ από τις 4/6/2014, που ρωτά τα Υπουργεία Αγροτικής Ανάπτυξης και Οικονομικών για το αναπτυξιακό σχέδιο που κατέθεσαν στο Eurogroup για έγκριση, το οποίο βασίστηκε σε πρότασητης εταιρείας McKinsey, που χρηματοδοτήθηκε από τον ΣΕΒ και την Εθνική Τράπεζα, και προβλέπει τα επόμενα χρόνια ολόκληρη η γεωργική παραγωγή να ελέγχεται από πέντε με έξι μεγάλες εταιρείες. Το απαράδεκτο αυτό σχέδιο που η κυβέρνηση το απέκρυψε από τον ελληνικό λαό λόγω των αυτοδιοικητικών και ευρωπαϊκών εκλογών, βασίζεται σε μελέτες οι οποίες υπαγορεύτηκαν από πολυεθνικές εταιρείες και θα χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα εξόδου από την κρίση στο μέλλον.
Αυτά φοβούνται να τα πουν στους χιλιάδες γεωργοκτηνοτρόφους, που παλεύουν καθημερινά για να βγάλουν το ψωμί τους. Το μόνο που μπορούν ακόμη να ψελλίσουν είναι «κάντε υπομονή, με εντολή Σαμαρά θα λυθούν και πάλι τα προβλήματά σας».
Η λύση όμως για τον αγρότη και τον κτηνοτρόφο δεν έρχεται με «υπομονή» κύριοι της Κυβέρνησης. Εδώ χρειάζεται πολιτικός σχεδιασμός, που θα στηρίζεται στον παραγωγό και θα τον στηρίζει ανάλογα. Χρειάζεται μια Κυβέρνηση που να αναλάβει πρωτοβουλίες για τη συνεχή εκπαίδευση και ενημέρωση των αγροτών και τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής τους.
Η λύση όμως για τον αγρότη και τον κτηνοτρόφο δεν έρχεται με «υπομονή» κύριοι της Κυβέρνησης. Εδώ χρειάζεται πολιτικός σχεδιασμός, που θα στηρίζεται στον παραγωγό και θα τον στηρίζει ανάλογα. Χρειάζεται μια Κυβέρνηση που να αναλάβει πρωτοβουλίες για τη συνεχή εκπαίδευση και ενημέρωση των αγροτών και τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής τους.
Χρειάζεται πολιτική πρωτοβουλία για ένα ισχυρό αγροτοκτηνοτροφικό συνεταιριστικό κίνημα, που θα βοηθήσει τον μικρό και μικρομεσαίο αγρότη να συνεργαστεί με τους ομοίους του για να γίνει ανταγωνιστικός απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο. Και φυσικά χρειάζεται μια Κυβέρνηση που, αντί να ξεπουλάει, να προστατεύει τη δημόσια γη και τα αγαθά που αυτή προσφέρει.
Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για τη γεωργία και την κτηνοτροφία δε φτιάχνεται από «ειδικούς» μέσα σε κλειστά γραφεία. Είναι αποτέλεσμα συστηματικής επεξεργασίας, σε συνεργασία με αγρότες και κτηνοτρόφους από όλη την Ελλάδα, που θέλουν να βοηθήσουν σε αυτό και έχει λάβει υπόψη του τη θετική εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες παρ’ όλο που διέπονται από τους ίδιους ευρωπαϊκούς νόμους με εμάς, έχουν καταφέρει να αναπτύξουν και υγιή συνεταιριστικά κινήματα και την καθετοποίηση της παραγωγής τους σε μεγάλο βαθμό.
Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για τη γεωργία και την κτηνοτροφία δε φτιάχνεται από «ειδικούς» μέσα σε κλειστά γραφεία. Είναι αποτέλεσμα συστηματικής επεξεργασίας, σε συνεργασία με αγρότες και κτηνοτρόφους από όλη την Ελλάδα, που θέλουν να βοηθήσουν σε αυτό και έχει λάβει υπόψη του τη θετική εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες παρ’ όλο που διέπονται από τους ίδιους ευρωπαϊκούς νόμους με εμάς, έχουν καταφέρει να αναπτύξουν και υγιή συνεταιριστικά κινήματα και την καθετοποίηση της παραγωγής τους σε μεγάλο βαθμό.
Καλούμε όλους τους αγρότες και κτηνοτρόφους αυτής της χώρας να συμμετάσχουν στη διαμόρφωση του προγράμματος μας, διεκδικώντας μια εναλλακτική προοπτική για την ανασυγκρότηση του πρωτογενούς τομέα, που να σέβεται πρώτα από όλα το μόχθο και τον ιδρώτα των παραγωγών και να τους αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.