Του Σταύρου Βιτάλη
Προέδρου του Πατριωτικού Μετώπου
Αυτές τις μέρες, και κάθε χρόνο, από τότε που οι ορδές των Μουσταφά Κεμάλ-Τοπάλ Οσμάν, κατάσφαξαν τον Ποντιακό Ελληνισμό, 353.000 ψυχές, αθώα θύματα, στοιχειώνουν τη συλλογική μνήμη όλων των Ελλήνων, τη προσωπική μνήμη ημών των Ποντιακής καταγωγής, ζητώντας ακόμη δικαίωση.
Στις 19 Μαΐου, η θλιβερή επέτειος. Το μνημόσυνό τους, ο θρήνος που απλώνεται στο εθνικό κέντρο και απ’ άκρου σ’ άκρου, σε όλη την υφήλιο, όπου κατοικούν διωγμένοι και ξεριζωμένοι οι Πόντιοι, η «ράτσαμ».
Το «ναϊλί εμάς και βάϊ εμάς», θα ξανακουστεί στις συνάξεις για τη μνήμη, στον θρήνο για τη συλλογική συμφορά.
Του καθενός μας η σκέψη, θα γυρίσει στα παλιά. Η δική μου, θα γυρίσει στον παππού μου, τον Βασίλη Δεμερτζίδη, που τον κρέμασαν οι Τούρκοι το 1919 στη Σαμψούντα.
Θα θυμηθώ τα κλάματα της γιαγιάς μου της Κυρά Μάρθας για τον αδικοχαμένο παππου, μέχρι το τέλος της ζωής της, όπως και το αναπάντητο ερώτημα:
Γιατί ο Παππούς δεν δέχθηκε να υπογράψει το χαρτί του Καιμακάμη, ν’ αλλάξει την πίστη του και να γλυτώσει το κεφάλι του, με εκτοπισμό απέναντι, στη Γεωργία και στα χωριά της Τσάλκας. Όπου είχαν ήδη καταφύγει από άλλους διωγμούς οι Δεμερτζιδαίοι.
Γιατί ο Παππούς απάντησε στον Κατή (Τούρκος δικαστής), τρεις φορές, όπως όριζε ο οθωμανικός νόμος, και μάλιστα στα τουρκικά: «Μπου ις ολμάζ», που πα να πει στα ελληνικά, «αυτή η δουλειά δεν γίνεται», αρνούμενος τη «συμβιβαστική» πρότασή του. Οδεύοντας με το κεφάλι ψηλά, στην αγχόνη που στήθηκε στην κεντρική πλατεία της Σαμψούντας, μαζί με τους Πόντιους αντάρτες του.
Ερωτήματα που θα παραμείνουν αναπάντητα. Όπως αναπάντητα παραμένουν τα ερωτήματα που αφορούν συνολικά σε αυτό το γένος το ελληνικό που απολαμβάνει σήμερα τους καρπούς των θυσιών, όλων αυτών σαν τον μπάρμπα Βασίλη τον Δεμερζίδη:
Γιατί και πως οι Έλληνες, ξέχασαν τόσο γρήγορα την ιστορία τους, και εκστασιάζονται μπροστά στον «Σουλεϊμάν» και στη «Φατμαγκιούλ», που τους προσφέρουν με τη σέσουλα οι Μπόμπολες και Κυριακού, στα θλιβερά τους κανάλια.
Γιατί και πως Έλληνες Πρωθυπουργοί, «σείουν και λυγούν» το κορμί τους σε τσιφτετέλια και ζεϊμπεκιές, μπροστά στους Τούρκους «αφέντες», ή ακόμη κάνουν κουμπαριές, γλύφοντας εμετικά τους νεοοθωμανούς σουλτάνους.
Γιατί και πως οι Έλληνες, ξέχασαν τόσο γρήγορα τη συμφορά του εμφυλίου, στήνοντας ακόμη και σήμερα, εμφυλιοπολεμικά σκηνικά.
Γιατί και πως μια ολόκληρη τάξη, η «άρχουσα» οικονομική ελίτ της χώρας, στήνει συμμαχίες με την τουρκιά, την ώρα που ανοιχτές ακόμη είναι οι πληγές της Κύπρου, του Πόντου, της Μικρασιατικής Καταστροφής. Την ώρα που δεκάδες είναι οι καθημερινές παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου από τα τούρκικα μαχητικά. Την ώρα που ο παμπόνηρος Νταβούτογλου, μιλά για μοίρασμα του Αιγαίου στη μέση. Την ώρα που οι Τούρκοι, ανοιχτά μιλούν για ανεξάρτητη (βλέπε τουρκική) Θράκη.
Πολλά αναπάντητα «γιατί», σε ένα Έθνος και σε ένα Λαό, που για μια ακόμη φορά στην ιστορία τους, «δεν ξέρουν που πατούν και που πηγαίνουν».
Σ’ ένα Λαό που επέλεξε να ψηφίζει ως κυβερνήτες του, άτομα ανυπόληπτα, μόνο και μόνο για να του κάνουν μετάθεση, απόσπαση, διορισμό, να του σβήσουν μια κλήση της τροχαίας, κάθε λογής ρουσφέτια.
Σε ένα Λαό που δέχθηκε για δεκαετίες να ζει με δανεικά και σήμερα εκπαιδεύεται να ζει με ζητιανιές, στις ουρές των κομμάτων και των δήθεν «φιλάνθρωπων», πάντα με αντάλλαγμα τη ψήφο τους, τη πελατεία.
Σε ένα Λαό που για μια ακόμη φορά στην ιστορία του, αποδέχεται την ήττα του και οδεύει μοιρολατρικά στη συνολική καταστροφή του.
«Ναϊλί εμάς και βαϊ εμάς, πάρθεν η ρωμανία», για μια ακόμη φορά. Και σαν ειρωνεία της ιστορίας, χωρίς σπαθιά και άρματα, χωρίς ν’ ανοίξει μύτη. Μια που οι «οχτροί», αυτήν την φορά, επέλεξαν να αντικαταστήσουν τα ιδανικά μας, με τα δανεικά τους.
Και οι λίγοι, οι γενναίοι, να κρατούν ακόμη το κεράκι της ελπίδας αναμμένο. Γιατί σε τούτον τον τόπο τον μικρό τον μέγα, αυτοί κουβάλαγαν πάντα και συνεχίζουν να κουβαλούν στους ώμους τους, την ευχή και την κατάρα να φυλάγουν Θερμοπύλες, «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».
Γιατί αυτοί, οι λίγοι και οι γενναίοι, καλούνται για μια ακόμη φορά, να «βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά», να πάρουν τη ρομφαία του Αρχαγγέλου, να πάρουν το φτυάρι του Ηρακλή, και να καθαρίσουν τους στάβλους της σημερινής θλιβερής αλλά και καταστροφικής ελληνικής πραγματικότητας.
Και αυτοί οι λίγοι και οι γενναίοι, υπάρχουν και ανασαίνουν σε αυτό το Κίνημα, το Πατριωτικό Μέτωπο, το οποίο δεν ζητά την ψήφο κανενός, δεν το «παίζει» σωτήρας και μεσσίας, δεν προτείνει –ισμούς, μα είναι αποφασισμένο να δείξει τη διέξοδο, από την πολλαπλή κρίση που βιώνουμε. Την διέξοδο της (Άμεσης) Δημοκρατίας του Μπαρμπα-Γιάννη του Καποδίστρια, που αν τον ακούγαμε και δεν τον σκοτώναμε, θα ήμασταν Ελβετία, και ακόμη καλύτεροι.
Γιατί μόνον έτσι θα σταματήσει επιτέλους το «ναϊλί εμάς και βάϊ εμάς», και θα αντικατασταθεί με το «χαίρετε και νικώμεν».
Αυτές τις μέρες, και κάθε χρόνο, από τότε που οι ορδές των Μουσταφά Κεμάλ-Τοπάλ Οσμάν, κατάσφαξαν τον Ποντιακό Ελληνισμό, 353.000 ψυχές, αθώα θύματα, στοιχειώνουν τη συλλογική μνήμη όλων των Ελλήνων, τη προσωπική μνήμη ημών των Ποντιακής καταγωγής, ζητώντας ακόμη δικαίωση.
Στις 19 Μαΐου, η θλιβερή επέτειος. Το μνημόσυνό τους, ο θρήνος που απλώνεται στο εθνικό κέντρο και απ’ άκρου σ’ άκρου, σε όλη την υφήλιο, όπου κατοικούν διωγμένοι και ξεριζωμένοι οι Πόντιοι, η «ράτσαμ».
Το «ναϊλί εμάς και βάϊ εμάς», θα ξανακουστεί στις συνάξεις για τη μνήμη, στον θρήνο για τη συλλογική συμφορά.
Του καθενός μας η σκέψη, θα γυρίσει στα παλιά. Η δική μου, θα γυρίσει στον παππού μου, τον Βασίλη Δεμερτζίδη, που τον κρέμασαν οι Τούρκοι το 1919 στη Σαμψούντα.
Θα θυμηθώ τα κλάματα της γιαγιάς μου της Κυρά Μάρθας για τον αδικοχαμένο παππου, μέχρι το τέλος της ζωής της, όπως και το αναπάντητο ερώτημα:
Γιατί ο Παππούς δεν δέχθηκε να υπογράψει το χαρτί του Καιμακάμη, ν’ αλλάξει την πίστη του και να γλυτώσει το κεφάλι του, με εκτοπισμό απέναντι, στη Γεωργία και στα χωριά της Τσάλκας. Όπου είχαν ήδη καταφύγει από άλλους διωγμούς οι Δεμερτζιδαίοι.
Γιατί ο Παππούς απάντησε στον Κατή (Τούρκος δικαστής), τρεις φορές, όπως όριζε ο οθωμανικός νόμος, και μάλιστα στα τουρκικά: «Μπου ις ολμάζ», που πα να πει στα ελληνικά, «αυτή η δουλειά δεν γίνεται», αρνούμενος τη «συμβιβαστική» πρότασή του. Οδεύοντας με το κεφάλι ψηλά, στην αγχόνη που στήθηκε στην κεντρική πλατεία της Σαμψούντας, μαζί με τους Πόντιους αντάρτες του.
Ερωτήματα που θα παραμείνουν αναπάντητα. Όπως αναπάντητα παραμένουν τα ερωτήματα που αφορούν συνολικά σε αυτό το γένος το ελληνικό που απολαμβάνει σήμερα τους καρπούς των θυσιών, όλων αυτών σαν τον μπάρμπα Βασίλη τον Δεμερζίδη:
Γιατί και πως οι Έλληνες, ξέχασαν τόσο γρήγορα την ιστορία τους, και εκστασιάζονται μπροστά στον «Σουλεϊμάν» και στη «Φατμαγκιούλ», που τους προσφέρουν με τη σέσουλα οι Μπόμπολες και Κυριακού, στα θλιβερά τους κανάλια.
Γιατί και πως Έλληνες Πρωθυπουργοί, «σείουν και λυγούν» το κορμί τους σε τσιφτετέλια και ζεϊμπεκιές, μπροστά στους Τούρκους «αφέντες», ή ακόμη κάνουν κουμπαριές, γλύφοντας εμετικά τους νεοοθωμανούς σουλτάνους.
Γιατί και πως οι Έλληνες, ξέχασαν τόσο γρήγορα τη συμφορά του εμφυλίου, στήνοντας ακόμη και σήμερα, εμφυλιοπολεμικά σκηνικά.
Γιατί και πως μια ολόκληρη τάξη, η «άρχουσα» οικονομική ελίτ της χώρας, στήνει συμμαχίες με την τουρκιά, την ώρα που ανοιχτές ακόμη είναι οι πληγές της Κύπρου, του Πόντου, της Μικρασιατικής Καταστροφής. Την ώρα που δεκάδες είναι οι καθημερινές παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου από τα τούρκικα μαχητικά. Την ώρα που ο παμπόνηρος Νταβούτογλου, μιλά για μοίρασμα του Αιγαίου στη μέση. Την ώρα που οι Τούρκοι, ανοιχτά μιλούν για ανεξάρτητη (βλέπε τουρκική) Θράκη.
Πολλά αναπάντητα «γιατί», σε ένα Έθνος και σε ένα Λαό, που για μια ακόμη φορά στην ιστορία τους, «δεν ξέρουν που πατούν και που πηγαίνουν».
Σ’ ένα Λαό που επέλεξε να ψηφίζει ως κυβερνήτες του, άτομα ανυπόληπτα, μόνο και μόνο για να του κάνουν μετάθεση, απόσπαση, διορισμό, να του σβήσουν μια κλήση της τροχαίας, κάθε λογής ρουσφέτια.
Σε ένα Λαό που δέχθηκε για δεκαετίες να ζει με δανεικά και σήμερα εκπαιδεύεται να ζει με ζητιανιές, στις ουρές των κομμάτων και των δήθεν «φιλάνθρωπων», πάντα με αντάλλαγμα τη ψήφο τους, τη πελατεία.
Σε ένα Λαό που για μια ακόμη φορά στην ιστορία του, αποδέχεται την ήττα του και οδεύει μοιρολατρικά στη συνολική καταστροφή του.
«Ναϊλί εμάς και βαϊ εμάς, πάρθεν η ρωμανία», για μια ακόμη φορά. Και σαν ειρωνεία της ιστορίας, χωρίς σπαθιά και άρματα, χωρίς ν’ ανοίξει μύτη. Μια που οι «οχτροί», αυτήν την φορά, επέλεξαν να αντικαταστήσουν τα ιδανικά μας, με τα δανεικά τους.
Και οι λίγοι, οι γενναίοι, να κρατούν ακόμη το κεράκι της ελπίδας αναμμένο. Γιατί σε τούτον τον τόπο τον μικρό τον μέγα, αυτοί κουβάλαγαν πάντα και συνεχίζουν να κουβαλούν στους ώμους τους, την ευχή και την κατάρα να φυλάγουν Θερμοπύλες, «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».
Γιατί αυτοί, οι λίγοι και οι γενναίοι, καλούνται για μια ακόμη φορά, να «βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά», να πάρουν τη ρομφαία του Αρχαγγέλου, να πάρουν το φτυάρι του Ηρακλή, και να καθαρίσουν τους στάβλους της σημερινής θλιβερής αλλά και καταστροφικής ελληνικής πραγματικότητας.
Και αυτοί οι λίγοι και οι γενναίοι, υπάρχουν και ανασαίνουν σε αυτό το Κίνημα, το Πατριωτικό Μέτωπο, το οποίο δεν ζητά την ψήφο κανενός, δεν το «παίζει» σωτήρας και μεσσίας, δεν προτείνει –ισμούς, μα είναι αποφασισμένο να δείξει τη διέξοδο, από την πολλαπλή κρίση που βιώνουμε. Την διέξοδο της (Άμεσης) Δημοκρατίας του Μπαρμπα-Γιάννη του Καποδίστρια, που αν τον ακούγαμε και δεν τον σκοτώναμε, θα ήμασταν Ελβετία, και ακόμη καλύτεροι.
Γιατί μόνον έτσι θα σταματήσει επιτέλους το «ναϊλί εμάς και βάϊ εμάς», και θα αντικατασταθεί με το «χαίρετε και νικώμεν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.