Γράφει ο Όμηρος Ταχμαζίδης
Το σχέδιο «Αθηνά» θα ημπορούσε να είναι μια κάποια αρχή για την ανασυγκρότηση της δημόσιας εκπαίδευσης: αλλά και εδώ παρατηρείται η συνήθης έλλειψη πρωτοτυπίας, η απουσία μακροπολιτικού σχεδιασμού – το ζήτημα έχει μετατραπεί σε υπόθεση «διαπραγμάτευσης» ανάμεσα στα διάφορα μικρά ή μεγάλα κέντρα εξουσίας.
Δε θα προσθέσω άλλη μια φωνή: περιορίζομαι σε μια μακρο-ιστορική πολιτιστική πρόταση – οφείλουμε να μεταβούμε από έναν πολιτισμό της γλωσσομάθειας σε έναν πολιτισμό της μετάφρασης.
Εδώ και δεκαετίες η χώρα δαπάνησε πόρους και κάθε είδους αποθέματα στην «εκμάθηση» ξένων γλωσσών, κυρίως της αγγλικής: υπερβολικά μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, κατά καιρούς, αφιέρωσαν χρόνο και χρήμα, για να αποκτήσουν «πτυχίο» ξένης γλώσσας – τούτη η σπατάλη ενέργειας με μηδαμινό αντίκρισμα στην οικονομία και κοινωνία ονομάζεται γλωσσομάθεια.
Δε θα επεκτείνω την επιχειρηματολογία μου: κάποιοι θα προστρέξουν στον Λουδοβίκο Βιτγκενστάιν, ίσως και σε άλλους φιλοσόφους και γλωσσολόγους για να αρθρώσουν κάποια αντίρρηση – καμία διαφωνία, απλώς υποσημειώνω την παρατήρηση του Φρειδερίκου Νίτσε (και του Καρόλου Γιάσπερς) για τους δύο λαούς που γέννησαν τους μεγαλύτερους στιλίστες στη γραφή, αλλά απέφευγαν να μαθαίνουν ξένες γλώσσες (χωρίς να σημαίνει το τελευταίο ότι δεν ενδιαφέρονταν για το ξένο και τον πολιτισμό του. Τουναντίον). Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Γάλλοι.
Η εγκατάλειψη της «γλωσσομάθειας» ως πολιτισμικής πρακτικής δε θα φέρει το τέλος του κόσμου: ούτως ή άλλως, η απόκτηση γνώσεων ξένης γλώσσας στη χώρα μας λειτούργησε κυρίως ως τροφοδότης της παραπαιδείας και της «αντιπαραγωγικής» παραοικονομίας – μια ακόμη περίπτωση δημιουργίας ημιγραμματισμένων αμόρφωτων, τούτου του πολτού, ο οποίος δυναμιτίζει διαρκώς την κοινωνία μας με τις αντιδραστικές συμπεριφορές και πρακτικές του.
Η μετάβαση σε έναν πολιτισμό της μετάφρασης θα είχε πολλαπλά οφέλη: αρχικώς την επιλεκτική και με φειδώ, χωρίς τεράστια σπατάλη «ενέργειας», εκμάθηση ξένων γλωσσών – η μετάφραση θα οδηγούσε «πίσω» στο ξένο και στον πολιτισμό του (μια ακραία εκδοχή πολιτισμού μετάφρασης παρέχει ο κλασικός αραβικός πολιτισμός, ψήγματα της δυναμικής του πολιτισμού της μετάφρασης παρέχει η σχετικώς πρόσφατη ενσωμάτωση στη γλώσσα μας μεγάλων αποθεμάτων της ισπανόγλωσσης λογοτεχνίας).
Φυσικά και έχω υπόψη μου το επιχείρημα-άλλοθι περί τουρισμού και άλλα παραπλήσια και συναφή, αλλά είμαι αναγκασμένος να περιορίσω το κείμενό μου σε μια πολιτική πρόταση – στο γενικότερο πλαίσιο των αναζητήσεών μου για τη γλωσσομάθεια και τη μετάφραση- κάμνοντας τους ευρύτερους προβληματισμούς μου στοιχείο μιας εφαρμοσμένης πολιτικής: θα πρέπει να δοθεί άμεση προτεραιότητα στη μείωση των εδρών των ξένων φιλολογιών στα ελληνικά πανεπιστήμια και, φυσικά, ο αριθμός των εισακτέων θα πρέπει να περιορισθεί κατά πολύ σε όσες σχολές διατηρηθούν – λογικό είναι να ακολουθήσει και η μείωση των διορισμών εκπαιδευτικών στις κατώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι πολυτέλεια για τη χώρα να διατηρεί σχολές γερμανικής φιλολογίας (και άλλες άλλων γλωσσών) με κύριο στόχο την τροφοδοσία, κυρίως, της τουριστικής ή όποιας άλλης βιομηχανίας της: η κατάργηση των «γερμανικών» στα σχολεία θα εξοικονομήσει πόρους, από μια εντελώς αντιπαραγωγική από οικονομική και πολιτισμική σκοπιά σπατάλη δυνάμεων. – τα αγγλικά ως lingua franca της εποχής υπεραρκούν για την οικονομία και τις θετικές επιστήμες.
Επειδή η πολιτική πράξη είναι και παιχνίδι συμβολισμών και διαχείρισης μηνυμάτων: μια τέτοια απόφαση εμπεριέχει και συγκεκριμένο πολιτικό μήνυμα προς εκείνους και εκείνες που αντιμετωπίζουν την Ευρώπη ως απλό άθροισμα στατιστικών δεδομένων της οικονομίας – με τον Τζων Στιούαρτ Μιλ θα έλεγα ότι χρειαζόμαστε μεγάλες δόσεις «εκκεντρικότητας» στην πολιτική σκηνή του τόπου για να ορθοποδήσουμε. Δυστυχώς, αυτή απουσιάζει από τους συντηρητικούς πολιτικούς όλων των αποχρώσεων.
Το σχέδιο «Αθηνά» θα ημπορούσε να είναι μια κάποια αρχή για την ανασυγκρότηση της δημόσιας εκπαίδευσης: αλλά και εδώ παρατηρείται η συνήθης έλλειψη πρωτοτυπίας, η απουσία μακροπολιτικού σχεδιασμού – το ζήτημα έχει μετατραπεί σε υπόθεση «διαπραγμάτευσης» ανάμεσα στα διάφορα μικρά ή μεγάλα κέντρα εξουσίας.
Δε θα προσθέσω άλλη μια φωνή: περιορίζομαι σε μια μακρο-ιστορική πολιτιστική πρόταση – οφείλουμε να μεταβούμε από έναν πολιτισμό της γλωσσομάθειας σε έναν πολιτισμό της μετάφρασης.
Εδώ και δεκαετίες η χώρα δαπάνησε πόρους και κάθε είδους αποθέματα στην «εκμάθηση» ξένων γλωσσών, κυρίως της αγγλικής: υπερβολικά μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, κατά καιρούς, αφιέρωσαν χρόνο και χρήμα, για να αποκτήσουν «πτυχίο» ξένης γλώσσας – τούτη η σπατάλη ενέργειας με μηδαμινό αντίκρισμα στην οικονομία και κοινωνία ονομάζεται γλωσσομάθεια.
Δε θα επεκτείνω την επιχειρηματολογία μου: κάποιοι θα προστρέξουν στον Λουδοβίκο Βιτγκενστάιν, ίσως και σε άλλους φιλοσόφους και γλωσσολόγους για να αρθρώσουν κάποια αντίρρηση – καμία διαφωνία, απλώς υποσημειώνω την παρατήρηση του Φρειδερίκου Νίτσε (και του Καρόλου Γιάσπερς) για τους δύο λαούς που γέννησαν τους μεγαλύτερους στιλίστες στη γραφή, αλλά απέφευγαν να μαθαίνουν ξένες γλώσσες (χωρίς να σημαίνει το τελευταίο ότι δεν ενδιαφέρονταν για το ξένο και τον πολιτισμό του. Τουναντίον). Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Γάλλοι.
Η εγκατάλειψη της «γλωσσομάθειας» ως πολιτισμικής πρακτικής δε θα φέρει το τέλος του κόσμου: ούτως ή άλλως, η απόκτηση γνώσεων ξένης γλώσσας στη χώρα μας λειτούργησε κυρίως ως τροφοδότης της παραπαιδείας και της «αντιπαραγωγικής» παραοικονομίας – μια ακόμη περίπτωση δημιουργίας ημιγραμματισμένων αμόρφωτων, τούτου του πολτού, ο οποίος δυναμιτίζει διαρκώς την κοινωνία μας με τις αντιδραστικές συμπεριφορές και πρακτικές του.
Η μετάβαση σε έναν πολιτισμό της μετάφρασης θα είχε πολλαπλά οφέλη: αρχικώς την επιλεκτική και με φειδώ, χωρίς τεράστια σπατάλη «ενέργειας», εκμάθηση ξένων γλωσσών – η μετάφραση θα οδηγούσε «πίσω» στο ξένο και στον πολιτισμό του (μια ακραία εκδοχή πολιτισμού μετάφρασης παρέχει ο κλασικός αραβικός πολιτισμός, ψήγματα της δυναμικής του πολιτισμού της μετάφρασης παρέχει η σχετικώς πρόσφατη ενσωμάτωση στη γλώσσα μας μεγάλων αποθεμάτων της ισπανόγλωσσης λογοτεχνίας).
Φυσικά και έχω υπόψη μου το επιχείρημα-άλλοθι περί τουρισμού και άλλα παραπλήσια και συναφή, αλλά είμαι αναγκασμένος να περιορίσω το κείμενό μου σε μια πολιτική πρόταση – στο γενικότερο πλαίσιο των αναζητήσεών μου για τη γλωσσομάθεια και τη μετάφραση- κάμνοντας τους ευρύτερους προβληματισμούς μου στοιχείο μιας εφαρμοσμένης πολιτικής: θα πρέπει να δοθεί άμεση προτεραιότητα στη μείωση των εδρών των ξένων φιλολογιών στα ελληνικά πανεπιστήμια και, φυσικά, ο αριθμός των εισακτέων θα πρέπει να περιορισθεί κατά πολύ σε όσες σχολές διατηρηθούν – λογικό είναι να ακολουθήσει και η μείωση των διορισμών εκπαιδευτικών στις κατώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι πολυτέλεια για τη χώρα να διατηρεί σχολές γερμανικής φιλολογίας (και άλλες άλλων γλωσσών) με κύριο στόχο την τροφοδοσία, κυρίως, της τουριστικής ή όποιας άλλης βιομηχανίας της: η κατάργηση των «γερμανικών» στα σχολεία θα εξοικονομήσει πόρους, από μια εντελώς αντιπαραγωγική από οικονομική και πολιτισμική σκοπιά σπατάλη δυνάμεων. – τα αγγλικά ως lingua franca της εποχής υπεραρκούν για την οικονομία και τις θετικές επιστήμες.
Επειδή η πολιτική πράξη είναι και παιχνίδι συμβολισμών και διαχείρισης μηνυμάτων: μια τέτοια απόφαση εμπεριέχει και συγκεκριμένο πολιτικό μήνυμα προς εκείνους και εκείνες που αντιμετωπίζουν την Ευρώπη ως απλό άθροισμα στατιστικών δεδομένων της οικονομίας – με τον Τζων Στιούαρτ Μιλ θα έλεγα ότι χρειαζόμαστε μεγάλες δόσεις «εκκεντρικότητας» στην πολιτική σκηνή του τόπου για να ορθοποδήσουμε. Δυστυχώς, αυτή απουσιάζει από τους συντηρητικούς πολιτικούς όλων των αποχρώσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.