Act Business Center

Act Business Center

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2025

Και τι να πρωτοπεί κανείς!

Του πρεσβυτέρου Παναγιώτη Μποζάνη
Εφημέριου Κορωνούδας και Σεβαστού
MSC Θεολογίας

Καὶ τί να πει, πρωτοπεί κανείς για τη Νέα Επτάλοφο; Σε αυτά τα δεκατρία χρόνια και τρεις μήνες —από τις 16 Αυγούστου 2011 έως την 1η Νοεμβρίου 2024—, κατά τα οποία είχα την τιμή και την ευθύνη να διακονήσω ως εφημέριος της Νέας Επταλόφου, συζήτησα ώρες ολόκληρες, μέρες ολόκληρες, με τους όμορφους ανθρώπους της.

Κάθε συζήτηση μετατρεπόταν στο μυαλό μου σε ένα νοερό ταξίδι, που με πήγαινε δεκαετίες πίσω· κυρίως όταν μου αφηγούνταν, με συγκίνηση, ιστορίες και γεγονότα από τα παλιά χωριά και οικισμούς προέλευσής τους —ή ακόμα και όταν μετέφεραν διηγήσεις που είχαν ακούσει από τους δικούς τους για τη ζωή στην πατρίδα τους, τη σημερινή Τουρκία, όπως την ονόμαζαν.

Εντύπωση βαθιά μου προκαλούσε το γεγονός ότι, ενώ οι οικισμοί αυτοί μετονομάστηκαν από τουρκικά σε ελληνικά από την ελληνική Πολιτεία το 1926, εντούτοις οι κάτοικοι της Νέας Επταλόφου εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν την παλαιά τουρκική ονομασία τους.

Οι οικισμοί ήταν συνολικά οκτώ —αν και στη μνήμη των περισσοτέρων είναι επτά, είτε από παρερμηνεία λόγω του ονόματος «Επτάλοφος», είτε διότι το Σιβρί, λόγω της ύπαρξης μόνο μιας οικογένειας, θεωρούνταν «μη υπολογίσιμο»!

Τα χωριά λοιπόν είναι τα εξής:

Ντάουτλη ή Δαουτλή, η οποία μετονομάστηκε σε Αμπελοχώρι

Παλιά Επτάλοφος, σε Σεβεντικλί

Κιομερλί, σε Κυδωνοχώρι

Σιβρί ή Σεβρή, σε Βουνοχώρι

Τουρκουτλή ή επισήμως Δουργουτλή, σε Κερασιές

Πέρνοβα ή Περνοβαλή, σε Αγία Αικατερίνη

Χατζηλομπάσι ή Χατζή Ογλού Όμπαση, σε Ποντολίβαδο

Ραχμανλή, που έγινε Αντιγόνη

Όλοι αυτοί οι οικισμοί ήταν οθωμανικοί, κατοικούμενοι από Οθωμανούς-Τούρκους πολίτες. Η μετονομασία από τουρκικά σε ελληνικά έγινε με το Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, με ΦΕΚ 179/1927.

Όπως είπα, όταν συνομιλούσα με τους κατοίκους, ανέφεραν τα χωριά με τις παλιές τουρκικές τους ονομασίες, τονίζοντας κάθε φορά το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους, καθώς και τις όποιες αντιπαλότητες ή αντιζηλίες υπήρχαν. Αυτό δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο· και ποιο χωριό δεν έχει αντιπαλότητες ή αντιζηλίες με το γειτονικό;

Σταχυολογώ ορισμένα:

Χαρακτηριστική ήταν η διαμάχη μεταξύ των Ραχμαλιωτών και Σεβεντικλιωτών: οι δεύτεροι, διότι είχαν την έδρα της κοινότητας και της χωροφυλακής, και οι πρώτοι, διότι επί 16 χρόνια πρόεδρος της κοινότητας του Σεβεντικλί ήταν Ραχμαλιώτης —και συγκεκριμένα ο Σωκράτης Μαστορίδης (έμπορος στο επάγγελμα)— και άρα θεωρούσαν τους εαυτούς τους ικανούς και έξυπνους.

Επειδή αυτό δεν τους άρεζε —στους Σεβεντικλιώτες—, όταν κάποιος έκανε μια γκάφα ή έλεγε κάτι κουφό, τον ειρωνεύονταν λέγοντάς του με απορία: «Στο πανεπιστήμιο της Ράχμαλης σπούδασες;».

Στο Κιομερλί υπήρχε ένα πηγάδι, το οποίο είχε εξαιρετικό, εύγευστο νερό, φημισμένο για τη σταθερή του θερμοκρασία, που διατηρούνταν χειμώνα-καλοκαίρι. Η καύχηση των Κιομερλιτών δεν έμεινε αναπάντητη. Όταν κάποιος νευρίαζε και «έβγαινε από τα ρούχα του», όλοι έλεγαν ότι «ήπιε νερό από το πηγάδι της Κιομερλί».

Τα γεγονότα του Εμφυλίου Πολέμου επηρέασαν βαθιά τους κατοίκους της περιοχής, που αναγκάστηκαν να ταχθούν είτε στη μία είτε στην άλλη πλευρά της σύγκρουσης, δημιουργώντας έντονες κοινωνικές διαιρέσεις. Τον Αύγουστο του 1947, η ελληνική Πολιτεία αποφάσισε να εκκενώσει τους οικισμούς, μεταφέροντας τους κατοίκους στο Κιλκίς και την ευρύτερη περιοχή, με στόχο να αποκόψει τον Δημοκρατικό Στρατό από τη δυνατότητα ανεφοδιασμού και υποστήριξης από τον τοπικό πληθυσμό. 

Παράλληλα, ο Εμφύλιος προκάλεσε και σημαντικές υλικές καταστροφές, μεταξύ των οποίων και την ολοσχερή καταστροφή του κοινοτικού αρχείου. Αυτό συνέβη όταν αντάρτικες δυνάμεις επιχείρησαν να καταλάβουν το Σεβεντικλί, που όμως αντιστάθηκε σθεναρά χάρη στην επέμβαση της χωροφυλακής και τελικά διασώθηκε με την έγκαιρη παρέμβαση του ελληνικού στρατού.

Μετά τη λήξη του Εμφυλίου, πολλοί κάτοικοι, φοβούμενοι την κατάσταση ή έχοντας ριζώσει στα νέα μέρη, δεν επέστρεψαν στους οικισμούς τους, παραμένοντας στο Κιλκίς, στον Λαγκαδά, στη Θεσσαλονίκη ή σε άλλες περιοχές όπου υπήρχαν συγγενείς τους. Ωστόσο, η πλειονότητα επέστρεψε το 1949–1950.

Ορισμένοι, π.χ. οι Κιομερλιώτες, αναζήτησαν καινούργια στέγη στην Παλιά Επτάλοφο, φοβούμενοι να μείνουν στο χωριό τους, διότι ο φόβος επιστροφής των ανταρτών ήταν στο μυαλό τους υπαρκτός. Η Παλιά Επτάλοφος ήταν πιο ασφαλής λόγω της ύπαρξης χωροφυλακής. Το αρχείο όμως της κοινότητας καταστράφηκε, στερώντας ένα κομμάτι από την ιστορία του τόπου.

Τα γεγονότα του Εμφυλίου Πολέμου επηρέασαν βαθιά τους κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι αναγκάστηκαν να ταχθούν είτε στη μία είτε στην άλλη πλευρά της σύγκρουσης, γεγονός που δημιούργησε έντονες κοινωνικές διαιρέσεις. Τον Αύγουστο του 1947, η ελληνική Πολιτεία αποφάσισε να εκκενώσει τους οικισμούς, μεταφέροντας τους κατοίκους στο Κιλκίς και την ευρύτερη περιοχή, με στόχο να αποκόψει τον Δημοκρατικό Στρατό από κάθε δυνατότητα ανεφοδιασμού και υποστήριξης από τον τοπικό πληθυσμό.

Ο Εμφύλιος προκάλεσε και σημαντικές υλικές καταστροφές, μεταξύ των οποίων και την ολοσχερή καταστροφή του κοινοτικού αρχείου. Το γεγονός αυτό συνέβη όταν αντάρτικες δυνάμεις επιχείρησαν να καταλάβουν το Σεβεντικλί. Το χωριό αντιστάθηκε σθεναρά χάρη στην επέμβαση της χωροφυλακής και τελικά διασώθηκε με την έγκαιρη παρέμβαση του ελληνικού στρατού.

Μετά τη λήξη του Εμφυλίου, πολλοί κάτοικοι, φοβούμενοι την κατάσταση ή έχοντας πια ριζώσει στα νέα μέρη, δεν επέστρεψαν στους οικισμούς τους, παραμένοντας στο Κιλκίς, στον Λαγκαδά, στη Θεσσαλονίκη ή σε άλλες περιοχές όπου είχαν συγγενείς. Ωστόσο, η πλειονότητα επέστρεψε το 1949–1950. Ορισμένοι —όπως οι Κιομερλιώτες— αναζήτησαν νέα στέγη στην Παλιά Επτάλοφο, διότι φοβούνταν να επιστρέψουν στα χωριά τους. Ο φόβος επιστροφής των ανταρτών ήταν τότε ακόμη υπαρκτός. Η Παλιά Επτάλοφος θεωρούνταν ασφαλέστερη, καθώς διέθετε παρουσία χωροφυλακής.

Το αρχείο της κοινότητας όμως είχε καταστραφεί, στερώντας πολύτιμα τεκμήρια της ιστορίας του τόπου.

Οι οικισμοί της περιοχής είχαν τις ιδιαιτερότητές τους. Η Ντάουτλη–Αμπελοχώρι, π.χ., ξεχώριζε για τον ναό που έχτισαν οι κάτοικοι το 1926 ή 1928 (οι απόψεις διίστανται), και ο οποίος εγκαινιάστηκε το 1932 από τον τότε Μητροπολίτη Πολυανής και Κιλκισίου Κύριλλο Αφεντουλίδη. Ο ναός ήταν αφιερωμένος αρχικά στην Κοίμηση της Θεοτόκου και, για κάποιο διάστημα, χρησιμοποιήθηκε και ως σχολείο. Μετά το 1950, χτίστηκε νέο σχολείο ανάμεσα στη Ντάουτλη και τη Ραχμανλή, για την εξυπηρέτηση των παιδιών και των δύο οικισμών.

Η Ντάουτλη είχε και δικό της μόνιμο ιερέα: τον παπα-Χρήστο Κωνσταντινίδη —τον αποκαλούσαν παπαχρήσο— ο οποίος ήρθε από τα Κοτύωρα (Ορντού). Ήταν χήρος, έχοντας, όπως φαίνεται, χάσει νωρίς την πρεσβυτέρα του, και είχε πέντε παιδιά. Ένα από αυτά ήταν ο Λεόντιος, ο οποίος διετέλεσε και πρόεδρος της κοινότητας. Παιδιά του Λεοντίου ήταν ο Γιώργος Κωνσταντινίδης —επί σχεδόν 40ετία πρόεδρος της κοινότητας— και ο Ιωάννης Κωνσταντινίδης, γνωστός δικηγόρος στο Κιλκίς. Χαρακτηριστικό των Νταουτλιωτών ήταν η εξαιρετική εργατικότητα.

Στο χωριό υπήρχε επίσης τζαμί, κάτω από τη μοναδική μουριά, στο κέντρο. Ερείπια του σώζονται μέχρι σήμερα. Ο πατήρ Χρήστος εγκαταστάθηκε στο σπίτι του προκατόχου του: του χότζα της Επταλόφου.

Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι των χωριών ήταν, κατά κοινή ομολογία, νοικοκύρηδες. Όπου έβρισκαν νερό, έχτιζαν στέρνα ή πηγάδι. Εκτός από τα ζώα, σημαντική πηγή εσόδων τους ήταν τα οπωροφόρα δέντρα —κερασιές, μηλιές, αχλαδιές— τα οποία εμπορεύονταν στο Κιλκίς ή στις Σέρρες. Περίφημα ήταν και τα αμπέλια τους, τα οποία όμως υπήρχαν μόνο στη Ντάουτλη–Αμπελοχώρι. Εξ ου και η νέα ονομασία του χωριού: Αμπελοχώρι.

Η Πέρνοβα (Αγία Αικατερίνη) μετέτρεψε ένα παλιό τουρκικό σπίτι σε ναό αφιερωμένο στην Αγία Αικατερίνη —ίσως επειδή στην πατρίδα τους υπήρχε ναός προς τιμήν της. Η Παλιά Επτάλοφος, έδρα της κοινότητας, μετέτρεψε μια αποθήκη σε ναό αφιερωμένο στον Μέγα Βασίλειο. Ο παπα-Χρήστος λειτουργούσε εκ περιτροπής στα τρία χωριά, έχοντας ως μοναδικό μέσο μετακίνησης —τι άλλο;— έναν γάιδαρο. Παρά τις δυσκολίες, η λειτουργική και μυστηριακή ζωή συνεχιζόταν, ενισχύοντας την ενότητα του λαού.

Παράλληλα, η κοινωνική ζωή ανθούσε. Κάθε Κυριακή, οι κάτοικοι συγκεντρώνονταν στις πλατείες των χωριών για γλέντι και χορό. Πλατεία είχαν τα τέσσερα μεγαλύτερα χωριά: το Σεβεντικλί, η Πέρνοβα, το Χατζηλομπάσι και η Ντάουτλη. Τα υπόλοιπα χωριά συγκεντρώνονταν στα πλησιέστερα μεγαλύτερα. Η συνήθεια αυτή συνεχίστηκε και στη Νέα Επτάλοφο: κάθε Κυριακή, χορός! Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, όμως, άρχισε να φθίνει και τελικά έσβησε στις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Οι χοροί δεν περιορίζονταν μόνο στους ποντιακούς και θρακιώτικους, αλλά περιλάμβαναν και ευρωπαϊκούς —όπως το βαλς. Οι χορευτές φορούσαν επίσημα ρούχα. Στα καφενεία σύχναζαν κυρίως άντρες, όπου απολάμβαναν τον ελληνικό καφέ, ούζο «12» ή ρετσίνα «Δεμέστιχα». Τσίπουρο δεν υπήρχε —είτε δεν είχε γίνει ακόμα της μόδας είτε δεν είχε φτάσει ακόμη στην περιοχή.

Από τους οκτώ οικισμούς, μόνο ένας είχε Θρακιώτες: το Σεβεντικλί, στο οποίο όμως κατοικούσαν και Πόντιοι (οι περισσότεροι). Τραπεζουνταίοι υπήρχαν μόνο στο Χατζηλάρ και την Πέρνοβα. Στους υπόλοιπους κατοικούσαν Ορτουλίδες.

Στο Σεβεντικλί υπήρχε και παντοπωλείο, που διατηρούσε ο Ανέστης Θωμαΐδης, από το Μεσουδιέ της Ορντού, ο οποίος στην πατρίδα του ήταν έμπορος υφασμάτων. Το παντοπωλείο λειτουργούσε και ως καφενείο. Ο γιος του, Ζαχαρίας Θωμαΐδης (σήμερα άνω των 90 ετών), θυμάται με νοσταλγία τους ηλικιωμένους τότε κατοίκους να πίνουν τον καφέ ή το ούζο τους, φορώντας τη χαρακτηριστική τραγιάσκα και λέγοντας: «Άμον εμέν’ σην πατρίδαν εμούν, ατό ή ατό εποίναμεν» ή «Αετς παζουμούσ’ σην πατρίδαν εμούν». Με άλλα λόγια, θεωρούσαν πατρίδα τους τον Πόντο.

Στις αρχές του 1952, το τότε Κοινοτικό Συμβούλιο, με πρόεδρο τον Σωκράτη Μαστορίδη και γραμματέα τον Γιώργο Κωνσταντινίδη, μετέβη στην Αθήνα και παρακάλεσε τον υπουργό της κυβέρνησης Παπάγου, Σπύρο Μαρκεζίνη, να ακυρώσει το προπολεμικό διάταγμα που προέβλεπε τη συνένωση των οκτώ οικισμών σε δύο κοινότητες. Ζήτησαν την έκδοση νέου διατάγματος, το οποίο θα προέβλεπε τη συνένωση και των οκτώ σε μία ενιαία κοινότητα, σε ουδέτερο χώρο, ώστε να είναι ρυμοτομημένη, βιώσιμη και λειτουργική. Ο υπουργός απάντησε:
«Διάκειμαι ευμενώς προς τούτο, διότι είμαι της απόψεως όλα τα μικρά χωριά να συνενωθούν και να αποτελέσουν μικρές πόλεις βιώσιμες και αυτάρκεις».

Το 1956 εκδόθηκε ο νόμος «Περί συγχωνεύσεως κοινοτήτων και οικισμών και τροποποιήσεως του διοικητικού καθεστώτος αυτών», που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α’ 188/13.07.1956. Έτσι συνενώθηκαν οι οκτώ οικισμοί στη Νέα Επτάλοφο.

Έγιναν πολλές προσπάθειες να συνενωθούν και τα χωριά της Κορωνούδας και του Αναβρυτού, αλλά οι τοπικισμοί και η απουσία διορατικότητας δεν επέτρεψαν την ολοκλήρωση της ένωσης. Αν είχε γίνει, ίσως να μην υπήρχε σήμερα η ερήμωση... Ίσως...

Ο νέος ναός αφιερώθηκε —όπως ήταν φυσικό— στον Μέγα Βασίλειο, όπως και στην Παλιά Επτάλοφο. Όμως, ίσως επειδή το πανηγύρι δεν ταίριαζε μέσα στον χειμώνα ή επειδή η γιορτή της Παναγίας, στις 15 Αυγούστου, είχε από παλιά εορταστικό χαρακτήρα —σαν «δεύτερο Πάσχα»— οι κάτοικοι της Νέας Επταλόφου συνέχισαν να πανηγυρίζουν με λαμπρότητα την Κοίμηση της Θεοτόκου.

Η επίσημη αλλαγή αφιερώματος του ναού έγινε, σύμφωνα με τα πρακτικά που αναζήτησα ως εφημέριος, το 1977.

Το πρώτο σπίτι που χτίστηκε και εγκαινιάστηκε με κάθε επισημότητα το 1957 ήταν του Θεόδωρου Γρηγοριάδη. Στα εγκαίνια παρέστη και ο τότε βουλευτής της ΕΡΕ, Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος. Το γεγονός έλαβε ιδιαίτερη δημοσιότητα στον τύπο της εποχής.

Η Πολιτεία, στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας μετεγκατάστασης των κατοίκων, επιχορηγούσε την ανέγερση κατοικιών με το ποσό των 15.000 δραχμών ανά οικογένεια —ποσό ικανό να καλύψει μόνον τα θεμέλια ή, στην καλύτερη περίπτωση, τους βασικούς τοίχους. Η ολοκλήρωση της ανοικοδόμησης έγινε χάρη στην προσωπική εργασία των κατοίκων και στη χρήση υλικών (κυρίως ξυλείας και πέτρας) από τα πρώην τουρκικά σπίτια τους. Με τον ίδιο τρόπο οικοδομήθηκε και το νέο Δημοτικό Σχολείο, με υλικά που μεταφέρθηκαν από τα τρία παλιά δημοτικά σχολεία της περιοχής. Αυτό αποδεικνύει την πρακτική σκέψη, την αυτάρκεια και την πολιτισμική συνέχεια της κοινότητας.

Ευτυχώς, δεν συνέβη το ίδιο με τον παλαιό ναό της Ντάουτλης —τον μοναδικό που είχε ανεγερθεί από χριστιανικά χέρια...Οι δύο άλλοι ναοί, όπως είπαμε, προήλθαν από μετατροπή οικίας ή αποθήκης σε ναό. Ο ναός της Ντάουτλης διασώθηκε και διατηρήθηκε χάρη στην αφοσίωση και προσωπική μέριμνα της Αθηνάς Βασιλειάδου και της Συμέλας Ανδρονικίδου, οι οποίες επί σειρά ετών φρόντιζαν τη συντήρηση και καθαριότητά του με δικά τους έξοδα και κόπους. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, τη φροντίδα του ναού ανέλαβε ο Ιωάννης Αμοιρίδης, ο οποίος διακόνησε και αυτός ιδίοις εξόδοις και κόποις έως και το 2015. Έκτοτε, η επιμέλεια του ιστορικού ναού περιήλθε οριστικά στο εκκλησιαστικό συμβούλιο της ενορίας Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Εφόσον, όπως είπαμε, η εκκλησία του Μεγάλου Βασιλείου Νέας Επταλόφου πανηγύριζε την 15η Αυγούστου την Κοίμηση της Θεοτόκου, μεταφέρθηκε αναγκαστικά η πανήγυρη της Ντάουτλης στις 23 Αυγούστου, δηλαδή στην απόδοση της εορτής. Αργότερα προστέθηκε και δεύτερη πανήγυρη, αυτή της Ζωοδόχου Πηγής.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, η ενορία της Νέας Επταλόφου στερούνταν μόνιμης ιερατικής παρουσίας. Οι κληρικοί που διορίζονταν παρέμεναν για σύντομα διαστήματα, αντιμετωπίζοντας σοβαρές δυσκολίες: μεγάλο μέρος των κατοίκων διέμενε ακόμη στους παλαιούς οικισμούς, ενώ στη Νέα Επτάλοφο δεν υπήρχε ολοκληρωμένος ναός, ούτε κατάλληλη εφημεριακή κατοικία. Οι θρησκευτικές ανάγκες της κοινότητας εξυπηρετούνταν με προσωρινές λύσεις, στο σημερινό κτίριο του Πολιτιστικού Συλλόγου, που λειτουργούσε ως εναλλακτικός λατρευτικός χώρος.

Η ανέγερση και ολοκλήρωση του νέου ναού πραγματοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, περίπου μεταξύ των ετών 1971 και 1972. Τον Ιούνιο του 1970, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και τοποθετήθηκε ως πρώτος μόνιμος εφημέριος της ενορίας ο πατήρ Αναστάσιος Ταταρίδης. Υπηρέτησε με απαράμιλλη ευλάβεια, ήθος και ταπεινότητα, κερδίζοντας την αγάπη και το σεβασμό όλων, μέχρι και τη συνταξιοδότησή του το 1988.

Ο νέος ναός της Νέας Επταλόφου χτίστηκε εξ ολοκλήρου από καινούργιο οικοδομήσιμο υλικό. Τα μέγιστα στην ανέγερση του ναού προσέφερε ο Ανέστης Θωμαΐδης, είτε με εράνους στη γύρω περιοχή, είτε στέλνοντας γράμματα και επιστολές στους ήδη αποδημήσαντες Επταλοφιώτες σε Αμερική, Γερμανία και Αυστραλία. Εργολάβος και κύριος χτίστης ήταν ο Θόδωρος Παρασίδης, ο οποίος ανέλαβε με επιμέλεια και μεράκι να υλοποιήσει το όραμα αυτό, ανεγείροντας παράλληλα και το όμορφο καμπαναριό του ναού. Περί το 1984, ο αδελφός του, Γιώργος Παρασίδης, ανέλαβε την ανέγερση του πρόναου, ολοκληρώνοντας έτσι την αρχιτεκτονική αρμονία του ιερού χώρου.

Την ίδια περίοδο ανεγέρθηκε και ο ναός του Αγίου Νεκταρίου, που δεσπόζει αριστερά στην είσοδο του χωριού. Η ανέγερσή του πραγματοποιήθηκε με προσωπικά έξοδα του ομογενούς από την Αυστραλία, κ. Γιώργου Αμοιρίδη, ο οποίος, με βαθιά αγάπη για τον τόπο καταγωγής του, το έχτισε και το παρέδωσε τιμητικά και οριστικά, κατά κυριότητα, στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η προσφορά αυτή αποτελεί ζωντανό παράδειγμα αφοσίωσης και αγάπης προς την κοινότητα και τη θρησκευτική παράδοση. Ο Άγιος Νεκτάριος ανηγέρθη σε χωράφι του Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

Μετά την αποχώρησή του και συνταξιοδότηση του πατρός Αναστασίου Ταταρίδη (1988), τη διαποίμανση ανέλαβε ο μακαριστός πατήρ Γεώργιος Μπεκιάρης, ο οποίος έθεσε ως άμεση προτεραιότητα την ανέγερση εφημεριακής κατοικίας. Με πρωτεργάτη τον ευλαβή Ευστάθιο Στεφανίδη και με την οικονομική συνδρομή των πιστών μέσω εράνων στην ευρύτερη περιοχή, ολοκληρώθηκε η σημερινή καλαίσθητη και λειτουργική εφημεριακή οικία, που βρίσκεται στην πίσω πλευρά του ναού.

Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, διορίστηκε εφημέριος ο πατήρ Ιωάννης Μπουρτζής, υπό την πνευματική καθοδήγηση του οποίου ανεγέρθηκε το εντυπωσιακό Πνευματικό Κέντρο της ενορίας. Το κέντρο αυτό, χώρος σύναξης, εκδηλώσεων και ποιμαντικής δραστηριότητας, αποτελεί σήμερα ζωντανό πυρήνα της θρησκευτικής και πολιτιστικής ζωής της Νέας Επταλόφου, δίνοντας νέα πνοή στην κοινότητα και ενισχύοντας το πνεύμα ενότητας και αλληλεγγύης.

Το 2012 ολοκληρώθηκε η ανέγερση του όμορφου παρεκκλησίου των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, το οποίο βρίσκεται εντός του προαυλίου του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και πλησίον του πνευματικού κέντρου. Η κατασκευή του παρεκκλησίου πραγματοποιήθηκε χάρη στις δαπάνες και την πρωτοβουλία της ευλαβης οικογένειας Ιωάννου και Ελένης Πιλενίδι, οι οποίοι με πίστη και αγάπη συνέβαλαν στην ενίσχυση της τοπικής θρησκευτικής ζωής. Το παρεκκλήσι παραχωρήθηκε κατά κυριότητα στον Ιερό Ναό, αποτελώντας πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της ενοριας

Κατά τη διάρκεια των ετών, και ειδικότερα κάθε χρόνο, παρατηρήθηκε η επιστροφή στους παλαιούς οικισμούς των απογόνων των μουσουλμάνων κατοίκων, που είχαν ζήσει στον τόπο πριν τις μετακινήσεις πληθυσμών. Επιδιώκοντας να διατηρηθεί ένας γόνιμος διάλογος και να ενισχυθεί η αμοιβαία κατανόηση, ήρθα σε προσωπική επαφή μαζί τους. Σε συνεννόηση με την κοινότητα του χωριού και τον δραστήριο Πολιτιστικό Σύλλογο «ΑΚΡΙΤΕΣ ΕΠΤΑΛΟΦΟΥ», οργανώσαμε αρκετές φορές εκδηλώσεις φιλοξενίας στο Πνευματικό Κέντρο της ενορίας. Οι συναντήσεις αυτές λειτούργησαν ως γέφυρα επικοινωνίας, δίνοντας την ευκαιρία στους παλαιούς και νέους κατοίκους να ανταλλάξουν απόψεις, να μοιραστούν αναμνήσεις και να τιμήσουν από κοινού τ ιστορία της περιοχής.

Κατά τη διάρκεια αυτών των συζητήσεων, οι επισκέπτες μας μοιράστηκαν μαζί μας τη σημασία και την ετυμολογία των παλιών τοπωνυμίων των οικισμών, αποκαλύπτοντας το τι σημαίνουν τα ονόματα αυτά:


· Σεβεντικλί: το «χωριό της χαράς», που παραπέμπει σε έναν τόπο γεμάτο ευτυχία και ζωή.

· .«Ντάουτλη: το "χωριό του Δαυίδ", όνομα θρησκευτικη σημασία, που δίνει στον τόπο ξεχωριστή αξία.».ΟΙ μουσουλμάνοι τιμούν τον Προφήτη και Βασιλία Δαυίδ.

· Τουρκουτλή: το «χωριό του Τουρκούτ», πιθανόν ονομασμένο από κάποιον σημαντικό πρόγονο ή τοπικό ηγέτη.

· Σιβρί: σημαίνει «Ύψωμα», δηλώνοντας τη γεωγραφική ιδιαιτερότητα του τόπου.

· Ραχμανλή: το «χωριό του ελεήμονος», που φανερώνει μια παράδοση φιλανθρωπίας ή ευσπλαχνίας.

· Χατζή Ογλού Μπασί: σημαίνει «ο υιός του προσκυνητή Μπασί», υποδηλώνοντας οικογενειακή και κοινωνική ταυτότητα.

· Κιομερλί: το «χωριό του γενναίου», αποδίδοντας τιμή σε κάποιον γενναίο ή ηρωικό πρόσωπο.

· Περνοβαλί: το όνομα αυτό δεν μπόρεσαν να το μεταφράσουν· πιθανόν, με το πέρασμα του χρόνου, υπέστη σημαντική παραφθορά και χάθηκε η αρχική του σημασία και μορφή.

Πληροφορίες αντλήθηκαν κυρίως από τις συνομιλίες με τους εξής κατοίκους, καθώς και από το αρχείο του ναού:

τον αείμνηστο Ευστάθιο Στεφανίδη,

τον αείμνηστο Γιώργο Κωνσταντινίδη,

ο οποίος υπηρέτησε επί περίπου 40 έτη ως γραμματέας της κοινότητας,

τον αείμνηστο Ηλία Βασιλειάδη,

τον αείμνηστο Χρήστο Παρπουτσή,

τον αείμνηστο Ιωάννη Πιλενίδη,

τον Ζαχαρία Θωμαΐδη (εν ζωή),

τον Ιωακείμ Κατακαλίδη (εν ζωή),

τον Γιώργο Παρασίδη (εν ζωή),

τον Ιωάννη Παρπουτσή (εν ζωή)

και, βεβαίως, από όλους τους υπόλοιπους κατοίκους του χωριού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.

Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.

Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.