Του Φώτη Μισόπουλου
Τυφλή για τις εικόνες για τις κραυγές κουφή
Ήμουνα. Ώσπου το δίχτυ ξέσκισες εσύ.
Heiner Müller [1]
......και το πριόνισμα του πουλιού σαν ουσία απτή που επικάθεται στη σάρκα Κλαίει ακόμα Δεν ξέρω Ναι Δεν ξέρω Άτυχε. Λίμνη κατά το Στράουσμπεργκ[2] την Οδησσό ή την Τιφλίδα. Κάποιος είπε. Δεν μπορείτε να μείνετε εδώ. Δεν μπορούσα να μείνω εκεί. Και δεν μπορούσα να συνεχίσω. Θα περιγράψω το μέρος.- Είναι, βέβαια, άνευ σημασίας. Μετά σταμάτησαν όλα. Σκέφτηκα ότι τόση ώρα μιλούσα και κατέληξα σε διάφορα συμπεράσματα για την παράθεση της παραβολής. Δίχως να έχω διαβάσει ούτε λέξη απ' το κείμενο ή τα σχόλια που το συνόδευαν. Στην όχθη: Το γρασίδι νοτισμένο Μετά κατάλαβα πως τα παπούτσια μου ήταν μουσκεμένα: Βγες απ' το νερό τρελάθηκες; Όμως έμεινε ακίνητη. Η όψη της- άσπρο νεφέλωμα, ξέκοβε στη σκοτεινή άμμο χάρη στο πλαίσιο των μαλλιών που την περιβάλαν: Βγες έξω πια- Ανακάθισε. ΌΧΘΗ. Ίχνη από Αργοναύτες.. Θύσανοι καλαμιάς. Νεκρά κλαδιά. ΑΥΤΟ ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΔΕΝ ΘΑ ΒΛΑΣΤΗΣΕΙ ΠΑΝΩ ΑΠ' ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ. Κουφάρια ψαριών. Λαμπυρίζουν στο βούρκο κουτιά σοκολάτας. ΣΩΜΑΤΑ ΣΩΡΟΙ, ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΒΑΡΕΘΗΚΕΣ. ΣΚΑΤΑ. Σχισμένες γάζες περιόδου. Το Αίμα των θηλυκών της Κολχίδας [3]. Η κορυφή ισόπεδη ενός βουνού. Ή λόφου. Αλλά τόσο άγρια. Μέχρι το γόνατο βάλτος. Δυσδιάκριτοι δρόμοι. Χαντάκια αυλακωμένα σε βάθος από βροχές. Σε κάποιο βρισκόμουν ξαπλωμένος. Απανεμιά. Θέα λαμπρή, χωρίς την ομίχλη. Παρασυρμένος σε μονοπάτια τελείως άγνωστα για τη σκέψη. Μιλούσε για την υπόθεσή μου με ασαφείς υπαινιγμούς θέλοντας να παραπλανήσει. Κι έπειτα να σωπάσει. Η φούστα κολλημένη πάνω της στάζει. Σκαρφάλωσε στην όχθη. Νερό μέχρι την άκρη. Το ρουφούσε ψιθυριστά μια γλώσσα άμμου και το έστελνε προς το σκοτάδι, ανάμεσα στις ιτιές. Σαν ύφασμα που ανακρατεί ακόμα λίγο φως, όπως αυτός που έχει ταξιδέψει στους ωκεανούς όλου του κόσμου. Ύστερα μίλησε για κείνον με τα χέρια σταυρωμένα στα βρεγμένα γόνατα. Το πρόσωπο αναγερμένο στη σταχτιά σκιά απ' τ' αγιόκλημα. ΜΕΡΙΚΟΙ ΕΣΤΕΚΑΝ ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΜΕΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΦΑΝΟΣΤΑΤΕΣ- ώσπου η ΑΡΓΩ να συντρίψει τα κρανία μας[4] Καράβι κρεμασμένο στα δέντρα Στέγαστρο και σκουπιδότοπος γι' αρπακτικά πουλιά που καραδοκούνε Ο φόνος της Μήδειας ήταν υπόθεση αντρική, μα δεν το μάθαμε έγκαιρα Κάποιος είπε, πιθανόν ο ίδιος. Τι σάς έπιασε και ήρθατε; Μπορούσα να είχα μείνει στη φωλιά μου. Κουρνιασμένος και στεγνός. Λέω στο σώμα: Σηκώνομαι μαζί σου τώρα και το νοιώθω να σαλεύει. Γερασμένο παλιάλογο πεσμένο στο δρόμο. Να μη παλεύει άλλο. Να παλεύει ξανά. Μέχρι που παραιτείται. Βυθισμένος ξέχασα τη λάμπα, που άρχισε να καπνίζει. Επιχείρησα να χαμηλώσω το φιτίλι με αποτέλεσμα να σβήσει τελείως. Το χέρι της απλώθηκε. Δεν κουνήθηκε. Απίθωσε απλωμένη την παλάμη μου πάνω στο στήθος της. Η καρδιά χτυπούσε μουντά- ήταν και δική μου- ανέβασε το χέρι της στο λαιμό- Εκεί και η δική της καρδιά. Γύρισε το πρόσωπο κατά τον ουρανό, που είχε χαμηλώσει. Τόσο πολύ χαμηλώσει: όλες οι μυρουδιές και οι ήχοι της νύχτας συνωστίζονταν κάτω απ' την μισοστημένη κληματαριά. Πολιορκούσε την αναπνοή μου και σκέπαζε το ανοιχτό στήθος της σαν βουή. Στριμώχνονται στον ηλεχτρικό. Πρόσωπα χάρτινα από εφημερίδα και σάλιο Γυμνό το όργανο του καθενός Αργοναύτη. Κάτω απ' το παντελόνι Σκληρό αλύγιστο: όταν προσηλώνουν το βλέμμα στη σάρκα. Μ' εκείνο το γυαλιστερό επίστρωμα στο δέρμα. Οι γυναίκες κρατούν το φαγητό ζεστό. Κρεμάνε τα στρωσίδια στο παράθυρο να κάνουν σκοτάδι. Δεν είχατε, παρά να μείνετε σπίτι σας. Μού είπαν. Σπίτι. Ήθελα να πάω σπίτι. Στην κατοικία μου. Και δεν είναι ακριβώς κούραση. Δεν είμαι ακριβώς κουρασμένος, παρά την ανάβαση. Ούτε είναι ότι θέλω να μείνω εδώ. Είχα ακούσει να λένε για τη θέα, τη θάλασσα στο βάθος. Σαν σφυρήλατο μολύβι. Την πόλη μέσα στην καταχνιά. Τις διπλές κοιλάδες. Τις παγωμένες λίμνες. Όλοι μιλούσαν γι' αυτά. Μα ποιοι τέλος πάντων ήταν αυτοί; Με ακολούθησαν; Προηγήθηκαν; Χωμένος στη σκαμμένη τρύπα αιώνες τώρα. Μπροστά στα παράθυρα, βημάτιζε πέρα δώθε ένας αστυνομικός με το ρυθμικό και ηχηρό βήμα που έχουν τα σώματα ασφαλείας όταν φυλάνε σκοπιά. Αναγκάστηκα να σκύψω όσο μπορούσα για να τον δω ενώ περπατούσε δίπλα στον τοίχο του σπιτιού, ''Ε!'' φώναξε, όχι όμως αρκετά δυνατά, να τον ακούσει ο άλλος. Ο σφυγμός της χτυπούσε πάνω στο χέρι μου. Στηριζόμουνα στο άλλο χέρι που άρχιζε να τρεμουλιάζει και να τινάζεται. Έπαιρνα εισπνοές λαχανιαστά για να κατορθώσω να τραβήξω αέρα μεσ' απ' τ' αγιόκλημα Πηχτό και σταχτί. Σε μισώ. Θα πέθαινα για χάρη σου. Έχω κιόλας πεθάνει. Για χάρη σου πεθαίνω. Για χάρη σου ξανά και ξανά κάθε που συμβαίνει αυτό. Το ρακί είναι φτηνό. Τα παιδιά κατουράνε σε άδεια μπουκάλια. Όνειρο μιας τεράστιας συνουσίας στην όχθη του Δούναβη, στις Πυραμίδες ή το Σικάγο. Στα νεκροτομεία οι νεκροί βλέπουν απ' τους φεγγίτες. Εγώ. Τα χρόνια μου ξεπέρασαν το κλάμα ή το γέλιο. Ή δεν μπορεί να είμαι εδώ πολύ καιρό. Δεν θα το είχα αντέξει. Ακούω τα πουλιά. Σημάδι ότι η μέρα τελειώνει. Η νύχτα πέφτει. Έτσι συμβαίνει με τα πουλιά, ειδικά τα ορτύκια[5]. Όλη μέρα σιωπηλά. Κρώζουν όταν πέφτει το σκοτάδι. Βραχύβια αν συγκριθούν μαζί μου. Κι εκείνη η άλλη ερώτηση που επίσης γνώριζα καλά: Τι σάς έπιασε και ήρθατε; Δεν έχει απάντηση. Κι έτσι απάντησα: Για αλλαγή. Ή, δεν είμαι ο ίδιος. Ή. Τυχαία. Ή πάλι, έτη φωτός: Μοίρα. Νοιώθω εκείνο το Άλλο να έρχεται. Όλα είναι θόρυβος. Μαύρη μουσκεμένη τύρφη. Κύματα από γιγάντιες φτέρες, προ-ιστορικές, όπου πνίγεται η ζωή και τα αρχαία της κουδουνίσματα. Υπνηλία. Οι νεκροί δεν ατενίζουν απ' τους φεγγίτες. Κάθονται μεταξύ μας. Ούτε χτυπούν με τα δάχτυλα ταμπούρλο. Αργοναύτες που σχόλασαν τη βάρδια τους
ΌΣΟΙ ΕΠΙΖΟΎΝ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΑΖΟΦ. ΞΕΚΛΗΡΙΣΜΕΝΟΙ. ΜΕΡΙΚΟΙ ΣΤΕΚΟΥΝΕ ΣΤΟΥΣ ΦΑΝΟΣΤΑΤΕΣ, ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΜΕΝΟΙ. ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥΣ ΕΒΛΕΠΑΝ ΕΤΣΙ. ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΙΑ ΤΟΥΣ ΜΠΡΟΣΤΑ Η ΤΑΜΠΕΛΑ: ''ΔΕΝ ΥΠΉΡΞΑ''.
ΤΕΛΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΦΩΤΟ
[1] Heiner Müller, ΜΗΔΕΙΑΣ ΥΛΙΚΟ [βλ. σημ. [2] στην ίδια έκδοση]
[2] Heiner Müller, ΜΟΡΦΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΡΙΠΙΔΗ [βλ. ΡΗΜΑΓΜΕΝΗ ΟΧΘΗ], εισαγωγή-μτφρ. Ελένη Βαροπούλου, επίμετρο Hans Thies Lehmann, ΆΓΡΑ 1997
[3] ο.π.
[4] ο.π.
[5] Σάμουελ Μπέκετ, ΠΡΟΖΕΣ 1945-1980, μτφρ. Εριφύλη Μαρωνίτη, εισαγωγή Γεράσιμος Βώκος, Πατάκης 2002
https://www.lifo.gr/sites/default/files/styles/lifo_lightbox_open/public/articles/2020-10-28/dimitris_karantzas_press_30_photo_marilena_stafylidou.jpg?itok=nZNLTDk8
https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.