Του Φώτη Μισόπουλου
Let my moon arise [1]
.....λουτρά, ηλιοθεραπεία,- Ω Πυθία.....Και ξύλινα τείχη. Δεν βιάζομαι. Η θάλασσα. Εξάλλου έρχομαι πρώτη φορά σ' αυτό το μέρος ύστερα από τόσο καιρό. Είμαι σίγουρος πως γρήγορα θα το ξεπεράσω- παλιές ατμόσφαιρες και μούμιες, πρόσωπα που τάχατες θα 'ρθούν.
Ή τα κρύα χείλη της νύχτας- την αναμενόμενη ώρα στο τραπέζι πέφτει η κώμη της λάμπας, η δίχως όνομα παρουσία με τυλίγει- δεν υπάρχει κανείς- το βράδυ έκαμνε πελώριο το παράθυρο, αλλά το να μη βλέπεις και τίποτε απολύτως πάει πολύ. Στ' αυτιά μου έφταναν σβησμένες οι κραυγές των γλάρων που μαίνονταν γύρω από το στόμιο του υπονόμου εκεί κοντά Η γη μπροστά στην πόρτα ήταν γυμνή είχε κάτι σαν επίστρωση από παλιό ασήμι ή τους τοίχους που είχαν ασταρώσει με το χέρι- κι οι τρεις μουριές καθώς σκίαζαν το σπίτι τα καλοκαίρια, τα χνουδωτά φύλλα όταν γίνονται φαρδιά και πράα σαν παλάμες περαστικού ανέμου. Kαταλαβαίνω, δεν είναι πια το στέκι σου, μήτε και το δικό μου βέβαια- μονάχα κάποια υπολείμματα, δεν ήταν η περίπτωση- η κουβέντα άλλαζε οι φωνές έπαιρναν παράξενο τόνο, οι λέξεις να μάς προδίδουν- ψιθυριστά μιλούσα για πράγματα που συχνά δεν φαίνονταν, με συνείχε ο εφιάλτης της ριψοκίνδυνης είδησης, αρκεί ένα άγγιγμα για ν' αλλάξεις δέρμα μάτια ένστικτα, ακουμπούσε το τραγούδι των άλλων στη φωτιά σαν πέτρα ξερνώντας κίτρινους αφρούς, αν δε με απατάει η μνήμη μου,- ξεχύνονταν τα απόβλητα στο ποτάμι, με τα πουλιά να στριγγλίζουν στα λασπόνερα λιμασμένα [2].
Το φόρεμα τής έπεφτε μπόλικο στους ώμους, σκέπαζε τα πεσμένα στήθη της, μετά στένευε πάνω στην πεταχτή κοιλιά της και ξανάπεφτε στο σωρό με τα μεσοφόρια που αποχωριζόταν μία-μία στρώση ανάλογα με τον ρυθμό που τέλειωνε η Άνοιξη και έφταναν οι θερμές μέρες- χρώματα βασιλικά ή σκοτωμένα- σχεδόν αμέσως ξαναβγήκε κρατώντας πλαγιαστά για να μην πάρει ο αέρας την ανοιχτή ομπρέλα Η σκάλα κατέληγε νεκρή στο σκοτάδι, ματαιωνόταν μπροστά στο γκρίζο παράθυρο που κοιτούσε καχύποπτα από την πίσω πλευρά του υπογείου. Η πόρτα έφραζε το σταχτί φως. Υπάρχουν οι ρωγμές, υπάρχουν κάποιες λέξεις που αν δε λεχθούν εγκαίρως ζημιώνουν τη σημασία τους. Πώς είναι αμήχανος να συζητά κανένας για την ιστορία του;- ο περίεργος φόβος των τοίχων- η φοβία της ανοχής Οι φωνές έχουν παράξενο τόνο.
Επιστρέφω στην πεδιάδα, στην πεδιάδα που είναι πάντα καταμεσήμερο, όπου ο ίδιος ήλιος πέφτει υπό γωνία στο ακίνητο τοπίο και δε σταματούνε οι χτύποι απ' τις καμπάνες ούτε να βουίζουν οι μέλισσες, να γίνεται χίλια κομμάτια αυτή η στιγμή που δεν γερνά, μόνο καίει τα δάχτυλα,- μαύρο πουλί, το ράμφος του κάνει ν' αγαπηθούν οι βράχοι. Συνείδηση, λαβύρινθέ μου από κάτοπτρα, βλέμμα απ' τον εαυτό του- υπνωτισμένο [3].
Το φόρεμα τής έπεφτε μπόλικο στους ώμους, σκέπαζε τα πεσμένα στήθη της, μετά στένευε πάνω στην πεταχτή κοιλιά της και ξανάπεφτε στο σωρό με τα μεσοφόρια που αποχωριζόταν μία-μία στρώση ανάλογα με τον ρυθμό που τέλειωνε η Άνοιξη και έφταναν οι θερμές μέρες- χρώματα βασιλικά ή σκοτωμένα- σχεδόν αμέσως ξαναβγήκε κρατώντας πλαγιαστά για να μην πάρει ο αέρας την ανοιχτή ομπρέλα Η σκάλα κατέληγε νεκρή στο σκοτάδι, ματαιωνόταν μπροστά στο γκρίζο παράθυρο που κοιτούσε καχύποπτα από την πίσω πλευρά του υπογείου. Η πόρτα έφραζε το σταχτί φως. Υπάρχουν οι ρωγμές, υπάρχουν κάποιες λέξεις που αν δε λεχθούν εγκαίρως ζημιώνουν τη σημασία τους. Πώς είναι αμήχανος να συζητά κανένας για την ιστορία του;- ο περίεργος φόβος των τοίχων- η φοβία της ανοχής Οι φωνές έχουν παράξενο τόνο.
Επιστρέφω στην πεδιάδα, στην πεδιάδα που είναι πάντα καταμεσήμερο, όπου ο ίδιος ήλιος πέφτει υπό γωνία στο ακίνητο τοπίο και δε σταματούνε οι χτύποι απ' τις καμπάνες ούτε να βουίζουν οι μέλισσες, να γίνεται χίλια κομμάτια αυτή η στιγμή που δεν γερνά, μόνο καίει τα δάχτυλα,- μαύρο πουλί, το ράμφος του κάνει ν' αγαπηθούν οι βράχοι. Συνείδηση, λαβύρινθέ μου από κάτοπτρα, βλέμμα απ' τον εαυτό του- υπνωτισμένο [3].
Άκουγα τον παφλασμό του νερού πάνω στην όχθη και τον άλλο ήχο του ελεύθερου κυματισμού- τον άκουγα κι αυτόν- ένοιωθα περισσότερο κύμα παρά μετακίνηση ή σχεδία Και τη βροχή, επίσης, την άκουγα συχνά, μερικές φορές μια σταγόνα έπεφτε πάνω στον ώμο Όλ' αυτά συνέθεταν τον υγρό κόσμο μου Δεν ξέρω πόσο καιρό έμεινα στο κουτί που έφτιαξα, είχα βολευτεί να πω την αλήθεια κι ο φόβος μήπως χειροτερέψω δεν ήταν πια ισχυρός. H σκιά δεν είχε ακόμη φύγει όλη Η μέρα κατέβαινε ψυχρή ένα κινούμενο ρύγχος γκρίζο φως κατερχόταν από βόρεια κι αντί να αναλύεται σε υγρασία έμοιαζε να θρυμματίζεται σε λεπτεπίλεπτα και φαρμακερά μόρια όπως η σκόνη- ή το άσαρκο πλέον μπράτσο, το δέρμα μου περίσσευε και σακούλιαζε σαν την κοιλιά του ψαριού Η σκιά δεν είχε φύγει...... ''Σύντροφοι'', τους λέω, ''τα πάντα θα καταρρεύσουν- το επιβάλλει η ίδια εκτρωματική δομή των πραγμάτων''- ''Το ζήτημα είναι πώς ν' αποφύγει κανείς την ταπείνωση,- εσείς το λέγατε ανέκαθεν, σύντροφε, Φιόντορ Μιχαήλοβιτς,- δεν υπάρχει απώλεια, μήτε Παράδεισος μήτε Κυριακή- Δε μάς περιμένει ο Θεός στο τέλος της βδομάδας Κοιμάται Δεν τον ξυπνούν οι κραυγές μας Μονάχα η σιωπή τον ξυπνά [4]- όταν σωπάσουν τα πάντα και δεν τραγουδούνε το αίμα ή τα ρολόγια θ' ανοίξει τα μάτια του ο Θεός και στο Μηδέν θα επιστρέψουμε όλοι πάραυτα''
Οι ανάγκες μου είχαν περιοριστεί στο ελάχιστο- το να γνωρίζω μια ύπαρξη όσο απατηλή κι αν ήταν, πέραν της δικής μου, είχε τη δύναμη να αποτρέπει την καρδιά μου ως ακοινώνητη είτε ανυπόφορη. Αυτά διέδιδαν τις νύχτες.
Σταμάτησα στην πόρτα προτού βγω και κοίταζα την πορεία της σκιάς Μπορούσες να δεις τη μετατόπισή της: τρύπωσε προς το εσωτερικού του παράσπιτου Εκείνη έφευγε κιόλας τρεχάτη μόλις άκουσε, έτρεχε μέσα στον καθρέφτη προτού καταλάβω τι είναι Πολύ γρήγορα η ουρά του φορέματός της έμοιαζε νέφος ο πέπλος στροβιλιζόταν φωτεινός H φωνή της πλημμυρίζει Εδέμ Η πόλη ολόκληρη, φοβάμαι, χάνεται σαν οικείος χώρος, αντικαθίσταται από κάτι. Δεν ξέρω τι- Προετοιμάζεται ύπουλα και μεθοδικά η Άλλη Πόλη-/
Η ΣΚΙΑ: .....πάλευα τη νύχτα με τη νύχτα μήτε ζωντανός ζωντανή πεθαμένη νεκρός εισχωρώντας τυφλά στην ουσία, ποιος γνωρίζει τι είναι το κορμί, τι αποτελεί το είναι ξεχειλίζοντας- ή η ανάπαυση στο μέτωπο του ποιητή; Το ξέφωτο όπου το λίγο φως αναπηδά στους ώμους των δέντρων; Ακόμα κι οι λέξεις μ' εγκαταλείπουν....... Είναι η στιγμή που τα αιμοφόρα αγγεία παύουν να κοινωνούν- Ξέρετε:- τα αγγεία Μένεις εκεί ασάλευτος ανάμεσα στους ψιθύρους και τους αιώνες. Η άλλη όψη της ύπαρξης.-/
Έφερα απ' την πανήγυρη κάποιο πανόραμα, μικροσκοπικά κιάλια όπερας, όπου κοίταζες με κλειστό το ένα μάτι κι έβλεπες ουρανοξύστες, μια μεγάλη ρόδα του Λούνα Παρκ σαν δίχτυ αράχνης, τους καταρράχτες του Νιαγάρα- όλα πάνω στο κεφάλι της καρφίτσας- στον ελάχιστο δίσκο ενός θαύματος Η σκιά δεν είχε φύγει ακόμα ολότελα, η κυματιστή γραμμή του πέπλου ν' ανηφορίζει στο γρασίδι, εκείνος λόγου χάρη που τα πίνει στη γωνιά, πάει κι αυτός, έτοιμος να του δίνει για πάντα ''Δεν πάμε κάτω μια βόλτα;'' το έλεγε συχνά 3-4 φορές μέσα στο βράδυ σαν να επρόκειτο για επείγουσα σωματική ανάγκη Ανάμεσα σε δυο παρενθέσεις ξεδιπλώνεται ο κόσμος, έτσι όπως κείται ασάλευτος απ' τον Ήλιο ως την Άβυσσο. Ήξερα ότι ήταν οράματα γιατί έφταιγε η νύχτα και ήμουν μόνος- Έτσι το απαιτεί ο μύθος μου.
ΤΕΛΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΦΩΤΟ
[1] άφησε το φεγγάρι σου να ανατείλει [Σ.τ.Μ.], βλ. Ελίας Κανέτι, Πάρτι και αερομαχίες, αφήγημα, μτφρ. Αλέξανδρος Παύλου, Καστανιώτης 2010
[2] Αριστοτέλης Νικολαΐδης, Ανθρώπων εξ ανθρώπων, διηγήματα, Καστανιώτης 1982
[3] Octavio Paz, Ποιήματα, μτφρ.-εισαγωγή, Μάγια Μαρία Ρούσσου, Ηριδανός 1986
[4] ο.π.
https://archive.ert.gr/wp-content/uploads/2016/02/100423-001.periskopio.jpg
https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.