Ο όρος παγκοσμιοποίηση μπήκε για τα καλά στο λεξιλόγιο μας την δεκαετία του 90, όταν η καπιταλιστική οικονομία άρχισε να δονείται από μικρές κρίσεις, με κοινωνικά αδιέξοδα να οξύνονται και το σύστημα να δυσκολεύεται να τα διαχειριστεί με την ευκολία που μπορούσε προηγούμενα.
Σε αυτό τον καμβά η ΕΕ πρόβαλλε και προώθησε την «συνθήκη του Μάαστριχτ» που αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο για την μετέπειτα εξέλιξη της όπως είναι σήμερα.
Η «συνθήκη του Μάαστριχτ» με τις γνωστές 4 ελευθερίες της (κεφαλαίων – υπηρεσιών – προϊόντων - ανθρώπινου δυναμικού) απελευθέρωσε πλήρως τις δυνάμεις του κεφαλαίου, δίνοντας την δυνατότητα να δρουν χωρίς κανένα περιορισμό.
Αυτή η «προοπτική» συνοδεύτηκε με τυμπανοκρουσίες από τους θιασώτες της ΕΕ και του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, ή οποία θα έφερνε ανάπτυξη για όλους, θέσεις δουλειάς, καλά εισοδήματα, αύξηση των γεωργικών παραγωγών, υψηλού επιπέδου παροχής υπηρεσιών.
Τα αποτελέσματα είναι λίγο πολύ γνωστά τι έφερε η «συνθήκη του Μάαστριχτ» όπως και οι ενδιάμεσες συνθήκες και συμφωνίες που επικαιροποιούσαν την στρατηγική του, την στρατηγική της ΕΕ.
Έφερε ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα για τους λαούς της ΕΕ.
Το αίσθημα της ανασφάλειας και αβεβαιότητας μεγάλωσαν, τα δικαιώματα και οι μισθοί των εργαζομένων κατακρημνίζονται, οι συντάξεις τείνουν να καταργηθούν, η πολιτική της λιτότητας και των δημοσιονομικών στόχων περικόπτουν δαπάνες για υγεία, παιδεία, πρόνοια, με την φτώχεια και την ανεργία να παίρνουν αυξητικές διαστάσεις στις περισσότερες χώρες - μέλη της ΕΕ.
Σε αντίθεση με τους λαούς τα Ευρωπαϊκά μονοπώλια ισχυροποίησαν την οικονομική τους θέση και ενισχύθηκε η ανταγωνιστικότητα τους έναντι άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων όπως ΗΠΑ – Ρωσίας - Κίνας στα πλαίσια της οικονομικής και πολιτικής τους κυριαρχίας.
Η καπιταλιστική διεθνοποίηση, η παγκόσμια καπιταλιστική αγορά αποκτά νέους ρυθμούς από την δεκαετία του 90 και μετά.
Σε αυτό προσαρμόστηκε και η ΕΕ σαν ένωση καπιταλιστικών χωρών και αποτελεί φυσικό επακόλουθο στην βάση των νομοτελειών της οικονομίας της αγοράς και του ανταγωνισμού.
Προφανώς ο διεθνής συσχετισμός δύναμης υπέρ των δυνάμεων του κεφαλαίου μετά τις ανατροπές των πρώην σοσιαλιστικών χωρών επίσπευσαν τέτοιες διαδικασίες στο πεδίο της διεθνής οικονομίας, με τα συσσωρευμένα κεφάλαια των καπιταλιστών να βρίσκουν νέους ζωτικούς χώρους για την διευρυμένη αναπαραγωγή τους.
Αυτή η νομοτελειακή εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομίας συγκαλύφθηκε πίσω από τον αδόκιμο, απολίτικο και αταξικό όρο «παγκοσμιοποίηση».
Καμία οικονομία δεν είναι ουδέτερη. Η κυρίαρχη τάξη που έχει στην κατοχή της τα μέσα παραγωγής (στον καπιταλισμό είναι η αστική τάξη) καθορίζει και το εποικοδόμημα (κράτος, νόμους, θεσμούς, πολιτικές) για να προωθεί πιο αποτελεσματικά τα οικονομικά - στρατηγικά της συμφέροντα.
Με την εφευρετικότητα του όρου «παγκοσμιοποίηση» προσπαθούν να χειραγωγήσουν κάθε ρεύμα λαϊκής διαμαρτυρίας που νοιώθει τις συνέπιες των πολιτικών υπέρ του κεφαλαίου που καταβαραθρώνει δικαιώματα και κατακτήσεις στο όνομα της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας.
Σε τίποτα δεν πρέπει να αμφισβητηθεί η πολιτική σαν μορφή αστικής διαχείρισης που έχει ταξικό περιεχόμενο στα πλαίσια της στρατηγικής του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης.
Μια τέτοια αμφισβήτηση μπορεί να χειραφετήσει από την αστική πολιτική και αστική ιδεολογία λαϊκές δυνάμεις με πρώτη την εργατική τάξη, και να δημιουργήσει τους όρους και τις προϋποθέσεις για κοινωνικοπολιτική δράση και λαϊκή κινητικότητα σε κατεύθυνση ταξικής σύγκρουσης, ρήξης και ανατροπής.
Αυτό είναι που φοβούνται οι αστοί, το κεφάλαιο και το πολιτικό τους προσωπικό, για αυτό δίνουν χώρο σε «κινήματα» που θα εκτονώνουν την λαϊκή διαμαρτυρία στα όρια του συστήματος.
Έτσι το «κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης» που από δήθεν αντικαπιταλιστές στα τέλη του 90 που έψαχναν «έναν άλλο κόσμο εφικτό» εννοώντας την αυταπάτη του καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο. Σήμερα δίνει στέγη σε εθνικιστικά και φασιστικά κόμματα που αυτοαναγορεύονται στην Ευρώπη «Ευρωσκεπτικιστικά», θολώνοντας τα νερά για τους λαούς με πατριδοκάπηλα και αντιδραστικά συνθήματα.
Στους «αντιπαγκοσμιοποιητές» σήμερα βρίσκεις αρνητές της μάσκας, ψεκασμένους, συνομωσιολόγους, ανθρώπους του κλήρου και ακροδεξιούς κάθε κόπιας που γίνονται φορείς νέων ψεύτικων και αποπροσανατολιστικών διλήμματα όπως το «εθνομηδενισμός ή προστατευτισμός».
Πίσω από αυτά τα ψευτοδιλήμματα συγκαλύπτονται τμήματα του κεφαλαίου που στα χρόνια των δομικών κρίσεων του καπιταλισμού και της όξυνσης των ανταγωνισμών είδαν τα οικονομικά τους συμφέροντα και το περιθώριο των υπερκερδών τους να μειώνονται.
Τέτοια οικονομικά συμφέροντα έκφραζε ο Τράμπ στην Αμερική, εκφράζει ο Ορμπάν στην Ουγγαρία και διάφοροι άλλοι που θέλουν να ηγηθούν αυτή την «τάση» για λογαριασμό του συστήματος.
Σε αυτή την κατεύθυνση του λαϊκού αποπροσανατολισμού κυριαρχεί ο λαϊκισμός και ο αντικομουνισμός δίνοντας χώρο στη φασιστική δημαγωγία και τον ρατσιστικό λόγο για να προσδώσουν ιδεολογικό επικάλυμμα στις οικονομικές-καπιταλιστικές δυνάμεις που ζητάνε τώρα περισσότερη προστασία από το κράτος.
Το περισσότερο κράτος που επικαλούνται δεν το κάνουν από κανένα αίσθημα πατριωτισμού αλλά το αναζητούν γιατί η έκθεση τους στον αδυσώπητο ανταγωνισμό της διεθνοποιημένης καπιταλιστικής αγοράς που εκθείαζαν παλιότερα (αλήθεια πότε έγινε ο Τράμπ «αντιπαγκοσμιοποιητής») κλόνισε τα κέρδη τους.
Για να γονιμοποιηθεί καλύτερα αυτή «τάση» στο διεθνές προσκήνιο και να αποκτήσει κοινωνικά ερείσματα σε μια εποχή γενικότερης λαϊκής αγανάκτησης την έβαλαν προσωπείο «πατριωτική» που δήθεν αντιπαλεύει κάθε «εθνομηδενιστικό» από μια αόρατη «νέα τάξη πραγμάτων» που δουλεύει ύπουλα και με όρους συνομωσίας.
Ένα βολικό αφήγημα λαϊκής πλάνης για να συγκαλυφθούν τα αδιέξοδα του παγκόσμιου καπιταλισμού, η νέα οικονομική κρίση που επίσπευσε η πανδημία του «Κορονοιού», ο οξυμένος ανταγωνισμός ισχυρών ιμπεριαλιστικών κέντρων και καπιταλιστικών χωρών που είναι έτοιμοι να ανάψουν το φυτίλι ενός νέου γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου για να ξαναμοιράσουν εδάφη και ενεργειακές πηγές.
Αυτό που σαπίζει σήμερα είναι ο καπιταλισμός που παλεύουν να του δίνουν ανάσες ζωής είτε απροκάλυπτα είτε συγκαλυμμένα οι διάφορες εκδοχές διαχείρισης του, τραβώντας τους λαούς προς τα κάτω που είναι το υποζύγιο που πληρώνει το τίμημα της μακροημέρευσης του.
Εκεί να επικεντρώσουν οι λαοί τον θυμό και την αγανάκτηση τους, μετατρέποντας τους σε συνειδητή οργανωμένη δράση, στοχεύοντας την καρδιά του προβλήματος που είναι ο ξεπερασμένος καπιταλιστικός τρόπος καταγωγής, η παρασιτική αστική τάξη των καπιταλιστών που δεν χορταίνουν από κέρδη.
Σήμερα υπάρχουν όλες οι δυνατότητες και οι προϋποθέσεις που προκύπτουν από τα επιτεύγματα της επιστήμης, την τεχνολογική εξέλιξη, την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων για να ευημερήσουν οι λαοί με Ειρήνη και ευτυχία.
Αυτό που χρειάζεται είναι οι ίδιοι οι λαοί με μπροστάρηδες την εργατική τάξη να πάρουν τα κλειδιά της οικονομίας στα χέρια τους, τα μέσα παράγωγης και να γίνουν οι ίδιοι κυρίαρχοι του πλούτου που παράγουν, συγκροτώντας την δικιά τους εξουσία, την εξουσία της εργατικής τάξης με τους συμμάχους της.
Και από εδώ προκύπτει αβίαστα ότι το πραγματικό και αντικειμενικό δίλημμα που βάζει η ίδια την ζωή είναι ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ Η ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ.
Σε αυτό τον καμβά η ΕΕ πρόβαλλε και προώθησε την «συνθήκη του Μάαστριχτ» που αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο για την μετέπειτα εξέλιξη της όπως είναι σήμερα.
Η «συνθήκη του Μάαστριχτ» με τις γνωστές 4 ελευθερίες της (κεφαλαίων – υπηρεσιών – προϊόντων - ανθρώπινου δυναμικού) απελευθέρωσε πλήρως τις δυνάμεις του κεφαλαίου, δίνοντας την δυνατότητα να δρουν χωρίς κανένα περιορισμό.
Αυτή η «προοπτική» συνοδεύτηκε με τυμπανοκρουσίες από τους θιασώτες της ΕΕ και του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, ή οποία θα έφερνε ανάπτυξη για όλους, θέσεις δουλειάς, καλά εισοδήματα, αύξηση των γεωργικών παραγωγών, υψηλού επιπέδου παροχής υπηρεσιών.
Τα αποτελέσματα είναι λίγο πολύ γνωστά τι έφερε η «συνθήκη του Μάαστριχτ» όπως και οι ενδιάμεσες συνθήκες και συμφωνίες που επικαιροποιούσαν την στρατηγική του, την στρατηγική της ΕΕ.
Έφερε ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα για τους λαούς της ΕΕ.
Το αίσθημα της ανασφάλειας και αβεβαιότητας μεγάλωσαν, τα δικαιώματα και οι μισθοί των εργαζομένων κατακρημνίζονται, οι συντάξεις τείνουν να καταργηθούν, η πολιτική της λιτότητας και των δημοσιονομικών στόχων περικόπτουν δαπάνες για υγεία, παιδεία, πρόνοια, με την φτώχεια και την ανεργία να παίρνουν αυξητικές διαστάσεις στις περισσότερες χώρες - μέλη της ΕΕ.
Σε αντίθεση με τους λαούς τα Ευρωπαϊκά μονοπώλια ισχυροποίησαν την οικονομική τους θέση και ενισχύθηκε η ανταγωνιστικότητα τους έναντι άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων όπως ΗΠΑ – Ρωσίας - Κίνας στα πλαίσια της οικονομικής και πολιτικής τους κυριαρχίας.
Η καπιταλιστική διεθνοποίηση, η παγκόσμια καπιταλιστική αγορά αποκτά νέους ρυθμούς από την δεκαετία του 90 και μετά.
Σε αυτό προσαρμόστηκε και η ΕΕ σαν ένωση καπιταλιστικών χωρών και αποτελεί φυσικό επακόλουθο στην βάση των νομοτελειών της οικονομίας της αγοράς και του ανταγωνισμού.
Προφανώς ο διεθνής συσχετισμός δύναμης υπέρ των δυνάμεων του κεφαλαίου μετά τις ανατροπές των πρώην σοσιαλιστικών χωρών επίσπευσαν τέτοιες διαδικασίες στο πεδίο της διεθνής οικονομίας, με τα συσσωρευμένα κεφάλαια των καπιταλιστών να βρίσκουν νέους ζωτικούς χώρους για την διευρυμένη αναπαραγωγή τους.
Αυτή η νομοτελειακή εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομίας συγκαλύφθηκε πίσω από τον αδόκιμο, απολίτικο και αταξικό όρο «παγκοσμιοποίηση».
Καμία οικονομία δεν είναι ουδέτερη. Η κυρίαρχη τάξη που έχει στην κατοχή της τα μέσα παραγωγής (στον καπιταλισμό είναι η αστική τάξη) καθορίζει και το εποικοδόμημα (κράτος, νόμους, θεσμούς, πολιτικές) για να προωθεί πιο αποτελεσματικά τα οικονομικά - στρατηγικά της συμφέροντα.
Με την εφευρετικότητα του όρου «παγκοσμιοποίηση» προσπαθούν να χειραγωγήσουν κάθε ρεύμα λαϊκής διαμαρτυρίας που νοιώθει τις συνέπιες των πολιτικών υπέρ του κεφαλαίου που καταβαραθρώνει δικαιώματα και κατακτήσεις στο όνομα της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας.
Σε τίποτα δεν πρέπει να αμφισβητηθεί η πολιτική σαν μορφή αστικής διαχείρισης που έχει ταξικό περιεχόμενο στα πλαίσια της στρατηγικής του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης.
Μια τέτοια αμφισβήτηση μπορεί να χειραφετήσει από την αστική πολιτική και αστική ιδεολογία λαϊκές δυνάμεις με πρώτη την εργατική τάξη, και να δημιουργήσει τους όρους και τις προϋποθέσεις για κοινωνικοπολιτική δράση και λαϊκή κινητικότητα σε κατεύθυνση ταξικής σύγκρουσης, ρήξης και ανατροπής.
Αυτό είναι που φοβούνται οι αστοί, το κεφάλαιο και το πολιτικό τους προσωπικό, για αυτό δίνουν χώρο σε «κινήματα» που θα εκτονώνουν την λαϊκή διαμαρτυρία στα όρια του συστήματος.
Έτσι το «κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης» που από δήθεν αντικαπιταλιστές στα τέλη του 90 που έψαχναν «έναν άλλο κόσμο εφικτό» εννοώντας την αυταπάτη του καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο. Σήμερα δίνει στέγη σε εθνικιστικά και φασιστικά κόμματα που αυτοαναγορεύονται στην Ευρώπη «Ευρωσκεπτικιστικά», θολώνοντας τα νερά για τους λαούς με πατριδοκάπηλα και αντιδραστικά συνθήματα.
Στους «αντιπαγκοσμιοποιητές» σήμερα βρίσκεις αρνητές της μάσκας, ψεκασμένους, συνομωσιολόγους, ανθρώπους του κλήρου και ακροδεξιούς κάθε κόπιας που γίνονται φορείς νέων ψεύτικων και αποπροσανατολιστικών διλήμματα όπως το «εθνομηδενισμός ή προστατευτισμός».
Πίσω από αυτά τα ψευτοδιλήμματα συγκαλύπτονται τμήματα του κεφαλαίου που στα χρόνια των δομικών κρίσεων του καπιταλισμού και της όξυνσης των ανταγωνισμών είδαν τα οικονομικά τους συμφέροντα και το περιθώριο των υπερκερδών τους να μειώνονται.
Τέτοια οικονομικά συμφέροντα έκφραζε ο Τράμπ στην Αμερική, εκφράζει ο Ορμπάν στην Ουγγαρία και διάφοροι άλλοι που θέλουν να ηγηθούν αυτή την «τάση» για λογαριασμό του συστήματος.
Σε αυτή την κατεύθυνση του λαϊκού αποπροσανατολισμού κυριαρχεί ο λαϊκισμός και ο αντικομουνισμός δίνοντας χώρο στη φασιστική δημαγωγία και τον ρατσιστικό λόγο για να προσδώσουν ιδεολογικό επικάλυμμα στις οικονομικές-καπιταλιστικές δυνάμεις που ζητάνε τώρα περισσότερη προστασία από το κράτος.
Το περισσότερο κράτος που επικαλούνται δεν το κάνουν από κανένα αίσθημα πατριωτισμού αλλά το αναζητούν γιατί η έκθεση τους στον αδυσώπητο ανταγωνισμό της διεθνοποιημένης καπιταλιστικής αγοράς που εκθείαζαν παλιότερα (αλήθεια πότε έγινε ο Τράμπ «αντιπαγκοσμιοποιητής») κλόνισε τα κέρδη τους.
Για να γονιμοποιηθεί καλύτερα αυτή «τάση» στο διεθνές προσκήνιο και να αποκτήσει κοινωνικά ερείσματα σε μια εποχή γενικότερης λαϊκής αγανάκτησης την έβαλαν προσωπείο «πατριωτική» που δήθεν αντιπαλεύει κάθε «εθνομηδενιστικό» από μια αόρατη «νέα τάξη πραγμάτων» που δουλεύει ύπουλα και με όρους συνομωσίας.
Ένα βολικό αφήγημα λαϊκής πλάνης για να συγκαλυφθούν τα αδιέξοδα του παγκόσμιου καπιταλισμού, η νέα οικονομική κρίση που επίσπευσε η πανδημία του «Κορονοιού», ο οξυμένος ανταγωνισμός ισχυρών ιμπεριαλιστικών κέντρων και καπιταλιστικών χωρών που είναι έτοιμοι να ανάψουν το φυτίλι ενός νέου γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου για να ξαναμοιράσουν εδάφη και ενεργειακές πηγές.
Αυτό που σαπίζει σήμερα είναι ο καπιταλισμός που παλεύουν να του δίνουν ανάσες ζωής είτε απροκάλυπτα είτε συγκαλυμμένα οι διάφορες εκδοχές διαχείρισης του, τραβώντας τους λαούς προς τα κάτω που είναι το υποζύγιο που πληρώνει το τίμημα της μακροημέρευσης του.
Εκεί να επικεντρώσουν οι λαοί τον θυμό και την αγανάκτηση τους, μετατρέποντας τους σε συνειδητή οργανωμένη δράση, στοχεύοντας την καρδιά του προβλήματος που είναι ο ξεπερασμένος καπιταλιστικός τρόπος καταγωγής, η παρασιτική αστική τάξη των καπιταλιστών που δεν χορταίνουν από κέρδη.
Σήμερα υπάρχουν όλες οι δυνατότητες και οι προϋποθέσεις που προκύπτουν από τα επιτεύγματα της επιστήμης, την τεχνολογική εξέλιξη, την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων για να ευημερήσουν οι λαοί με Ειρήνη και ευτυχία.
Αυτό που χρειάζεται είναι οι ίδιοι οι λαοί με μπροστάρηδες την εργατική τάξη να πάρουν τα κλειδιά της οικονομίας στα χέρια τους, τα μέσα παράγωγης και να γίνουν οι ίδιοι κυρίαρχοι του πλούτου που παράγουν, συγκροτώντας την δικιά τους εξουσία, την εξουσία της εργατικής τάξης με τους συμμάχους της.
Και από εδώ προκύπτει αβίαστα ότι το πραγματικό και αντικειμενικό δίλημμα που βάζει η ίδια την ζωή είναι ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ Η ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.