Γράφει ο Νίκος Κωνσταντινίδης
Δάσκαλος - συγγραφέας
Σκοπός μας στον διάλογο δεν είναι να σώσουμε τη γνώμη μας, αλλά να αναζητήσουμε την αλήθεια. Αυτή είναι άλλωστε και η ετυμολογική ερμηνεία του ρήματος συζητώ: ζητώ από κοινού την αλήθεια. Την αλήθεια, που δεν είναι υπόθεση ατομική, αλλά συλλογική κατάκτηση δίχως τέλος.
Με βάση την παραπάνω σκέψη θα ήθελα καλοπροαίρετα να απαντήσω στην κ. Εύα Σπαθάρα, φιλόλογο και κοινωνιολόγο, πρώην στέλεχος της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων, αναφορικά με την καλόβουλη κριτική που άσκησε σε άρθρο μου με τίτλο «Ελληνίζειν εστί το ορθώς ονομάζειν», δημοσιευμένο στις «Ειδήσεις» του Κιλκίς στις 15-1-2020.
Αφού πρώτα την ευχαριστήσω για το χρόνο και τον κόπο που μου αφιέρωσε, θα ήθελα, για την ενημέρωση των αναγνωστών της εφημερίδας, να διευκρινίσω, ότι το επίμαχο θέμα της διαφωνίας μας συμπυκνώνεται γύρω από το ερώτημα, αν η ελληνίδα βουλευτής θα έπρεπε να ονομάζεται όπως και ο άνδρας «βουλευτής» ή αν θα έπρεπε να ονομάζεται «βουλευτίνα» ή «βουλεύτρια».
Αρχικά, συμφωνώ απόλυτα με την κ. Σπαθάρα ότι η γλώσσα δεν είναι εργαλείο. Εργαλείο είναι το σφυρί, το μαχαίρι, το πριόνι, το σκεπάρνι, κάτι, δηλαδή, το υλικό που χρησιμοποιείται σε έργο και βρίσκεται έξω από εμάς. Η γλώσσα βρίσκεται μέσα μας. Γλώσσα είναι η σκέψη μας, είναι η ταυτότητά μας. Γλώσσα είναι ολάκερο το «είναι» μας. Οι λέξεις είναι ψυχές που βγαίνουν έξω στο φωναχτό αγέρι της ζωής, έλεγε ο καθηγητής και εξαίρετος δημοτικιστής Χρήστος Τσολάκης.
Με βάση τα στοιχεία που επικαλείται στο άρθρο της η κ. Σπαθάρα επιμένει ότι η σωστή ονομασία για τη γυναίκα που εκλέγεται στη βουλή, είναι να ονομάζεται «βουλεύτρια».
Η προσωπική μου άποψη, η οποία στηρίζεται σε πλειάδα έγκυρων κι έγκριτων λεξικών, των μεγαλύτερων και πλέον σύγχρονων της ελληνικής γλώσσας, συνηγορεί υπέρ των όρων «βουλευτής» και «βουλευτίνα».
Συγκεκριμένα, έψαξα με ιδιαίτερη προσοχή στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, αλλά ο όρος «βουλεύτρια» δεν υπήρχε σ’ αυτό. Υπήρχε, όμως, ο όρος βουλευτής και βουλευτίνα, κατά το δικαστής και δικαστίνα, πρεσβευτής και πρεσβευτίνα κλπ.
Έψαξα, ακόμη, στο Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας, της Ακαδημίας Αθηνών (έτος έκδοσης 2014), την επιμέλεια του οποίου είχε ο καθηγητής Γλωσσολογίας Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, αλλά ούτε και σ’ αυτό υπήρχε η λέξη βουλεύτρια.
Έψαξα παραπέρα στο Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας του Παπύρου, του Μπαμπινιώτη, στο εννιάτομο του Δημητράκου, του Ελευθερουδάκη, του Τεγόπουλου-Φυτράκη, της Πρωίας, στο Θησαυρό όλης της Ελληνικής Γλώσσας του Γιοβάνη, αλλά πουθενά δεν βρήκα τον όρο «βουλεύτρια».
Στα παραπάνω να προσθέσω ότι στη «Γραμματική της Νέας Ελληνικής, Δομολειτουργική – Εποικοινωνιακή», των Χρ. Κλαίρη – Γ. Μπαμπινιώτη σε συνεργασία με Α. Μόζερ-Αικ. Μπακάκου-Ορφανού – Στ. Σκοπετέα αναφέρονται τα εξής:
«Πολλά από τα ουσιαστικά που δηλώνουν επάγγελμα εμφανίζουν δύο τύπους για το θηλυκό: έναν τύπο με παραγωγή και έναν τύπο μόνο με αλλαγή του άρθρου: ο δικηγόρος, η δικηγόρος- δικηγορίνα, ο εκδότης, η εκδότης - εκδότρια, ο πρόεδρος, η πρόεδρος-προεδρίνα, ο αρχιτέκτων, η αρχιτέκτων-αρχιτεκτόνισσα, ο βουλευτής, η βουλευτής-βουλευτίνα.
Όντως υπάρχει και ο όρος «βουλεύτρια» στο «Αντιλεξικόν» του Βοσταντζόγλου (σελ. 467). Ακριβώς, όμως, δίπλα σ’ αυτόν υπάρχει και ο όρος «βουλευτίνα». Αν δεχθούμε τον έναν όρο, θα πρέπει αναλογικά να δεχθούμε και τον άλλον.
Προσωπικά, θεωρώ σημαντικό κι αναφαίρετο το δικαίωμα των γυναικείων οργανώσεων να αγωνίζονται για την υιοθέτηση των γλωσσικών εννοιών που τις αφορούν και τις εκφράζουν. Μέχρι, όμως, που να υιοθετηθούν από τη Γραμματική, τη λεξικογραφία και την κοινωνία οι όροι αυτοί, ο σεβασμός στη γλώσσα της πλειοψηφίας, είναι και ζήτημα δημοκρατίας. Εξάλλου, δεν μπορούμε να αγνοούμε τα επίσημα λεξικά, αυτά που συμβουλευόμαστε για τη σωστή γραφή και βαθμολογία ως καθηγητές ή δάσκαλοι.
Ως ένας άνθρωπος απλός είμαι ενάντια σε κάθε κοινωνική, θρησκευτική φυλετική και ταξική διάκριση. Πιστεύω ότι η γυναίκα δεν έχει ακόμη κατακτήσει τη θέση που της αξίζει στην κοινωνία και πως, πράγματι, είναι αδικημένη και από τη γλώσσα.
Ας μου επιτραπεί να αναφέρω μερικά γραμματικά παραδείγματα ενισχυτικά της άποψής μου: Στα τριγενή και δικατάληκτα επίθετα, αυτά που τελειώνουν σε –ης (ής) και –ες (ές) όπως: αγενής, αμαθής, ασεβής, πλήρης, συνήθης, κλινήρης, βλακώδης, θορυβώδης, αγωνιώδης κλπ., βλέπουμε ότι το θηλυκό στερείται δικής του κατάληξης και δανείζεται από το αρσενικό.
Σε αρκετά επαγγέλματα η γυναίκα φέρει την ίδια ονομασία με τον άνδρα όπως: γιατρός, φυσικός, ιστορικός, μαθηματικός κλπ. Μιλάμε για Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ακόμη κι όταν πρόκειται για γυναίκα. Λέμε σημαιοφόρος κι όχι σημαιοφόρα. Λέμε πολιτικός μηχανικός κι όχι πολιτική μηχανικίνα. Λέμε όμως και δακτυλογράφος, δίχως να εννοούμε άνδρα αλλά γυναίκα.
Μιλάμε για «ανδριάντες» γυναικών που «ανδραγάθησαν» και που αδίκως δεν λέγονται «γυναικάντες». Μιλάμε για «Έλληνες» και συμπεριλαμβάνουμε και τις Ελληνίδες. Ενώ, όταν μιλάμε για «Ελληνίδες» δεν συμπεριλαμβάνουμε και τους Έλληνες.
Σε μια πρόταση, όταν τα υποκείμενα είναι διαφορετικού γένους, το κατηγορούμενο εκφέρεται πάντοτε στο επικρατέστερο γένος, που είναι το αρσενικό. Αναφερόμαστε σε επανδρωμένο διαστημόπλοιο ακόμη και στην περίπτωση που στο πλήρωμά του συμπεριλαμβάνεται γυναίκα. Κι αν σκεφθούμε ότι αυτή, η γυναίκα δηλαδή, είναι που γεννά, τότε ο τόπος, όπου γεννηθήκαμε, θα έπρεπε να ονομάζεται μητρίδα (όπως την ονόμαζαν οι αρχαίοι Κρήτες) κι όχι πατρίδα.
Τα παραδείγματα που αδικούν τη γυναίκα γλωσσικά δεν έχουν τελειωμό. Αλλά και στο άρθρο που υπογράφει η κ. Σπαθάρα προκρίνει, άθελά της, το αρσενικό έναντι του θηλυκού, γράφοντας «από ποιους/ες η ενδεδειγμένη ή μη…». Προτάσσει δηλαδή και η ίδια το αρσενικό γένος, γιατί έτσι είναι δομημένη η ελληνική γλώσσα: πάνω στην κυριαρχία του αρσενικού. Δεν λέω πως είναι δικό της το λάθος, λέω μόνο ότι η γλώσσα μας ανδροκρατείται γενικώς.
Δυστυχώς, σε πολλά θέματα, κι όχι μόνον γλωσσικά, η ελληνική κοινωνία είναι συντηρητική και χρειάζεται αλλαγή. Την ανήμπορη γυναίκα, είτε φτωχή την πεις είτε φτωχιά επί το λαϊκότερο, η φτώχεια της παραμένει ίδια.
Η θέση της γυναίκας, αλλά και της χώρας γενικά, δεν θα βελτιωθεί αυτόματα από το αν η εκπρόσωπος του λαού στη βουλή ονομάζεται «βουλευτής», « βουλευτίνα» ή «βουλεύτρια», αλλά από την πολιτική γενικά. Από το πόσο κοινωνική και προοδευτική είναι.
Η γλώσσα με τον καιρό και εθίζεται και αλλάζει. Και σίγουρα θα βρει τη σωστή της διατύπωση στα χείλη του γλωσσοπλάστη λαού. «Η λαϊκή γλώσσα δημιουργεί συνήθως τις λέξεις που χρειάζονται», έλεγε ο Μ. Τριανταφυλλίδης. («Δημοτική Γλώσσα», εκδόσεις Γρηγόρη σελ.124).
Μη χάσουμε, όμως, ως τότε τον χυμό της αλήθειας, που βρίσκεται στα ουσιώδη και στα ουσιαστικά της ζωής. Είτε βουλευτής λέγεται κανείς είτε βουλευτίνα είτε βουλεύτρια, η ουσία είναι ο άνθρωπος. Το δώρο δεν το κάνει το περιτύλιγμα αλλά το περιεχόμενό του. Ευχαριστώ την κ. Εύα Σπαθάρα για τον διάλογο.
Βιβλιογραφία: Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών, Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης Δ .Δημητράκου, Λεξικό Ελευθερουδάκη, Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας Μπαμπινιώτη, Θησαυρός Όλης της Ελληνικής Γλώσσας, Χρ. Γιοβάνη, Λεξικό Πρωίας, Λεξικό Παπύρου, Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου – Φυτράκη, Αντιλεξικόν Θεολ. Βοσταντζόγλου, Ιάσων Ευαγγέλου «Ανθρωπιστική Ηθική» , «Δημοτική Γλώσσα», εκδόσεις Γρηγόρη, «Γραμματική της Νέας Ελληνικής, Δομολειτουργική – Εποικοινωνιακή», των Χρ. Κλαίρη – Γ. Μπαμπινιώτη σε συνεργασία με Α. Μόζερ-Αικ. Μπακάκου-Ορφανού – Στ. Σκοπετέα, εκδ. Ελληνικά Γράμματα.
Δάσκαλος - συγγραφέας
Σκοπός μας στον διάλογο δεν είναι να σώσουμε τη γνώμη μας, αλλά να αναζητήσουμε την αλήθεια. Αυτή είναι άλλωστε και η ετυμολογική ερμηνεία του ρήματος συζητώ: ζητώ από κοινού την αλήθεια. Την αλήθεια, που δεν είναι υπόθεση ατομική, αλλά συλλογική κατάκτηση δίχως τέλος.
Με βάση την παραπάνω σκέψη θα ήθελα καλοπροαίρετα να απαντήσω στην κ. Εύα Σπαθάρα, φιλόλογο και κοινωνιολόγο, πρώην στέλεχος της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων, αναφορικά με την καλόβουλη κριτική που άσκησε σε άρθρο μου με τίτλο «Ελληνίζειν εστί το ορθώς ονομάζειν», δημοσιευμένο στις «Ειδήσεις» του Κιλκίς στις 15-1-2020.
Αφού πρώτα την ευχαριστήσω για το χρόνο και τον κόπο που μου αφιέρωσε, θα ήθελα, για την ενημέρωση των αναγνωστών της εφημερίδας, να διευκρινίσω, ότι το επίμαχο θέμα της διαφωνίας μας συμπυκνώνεται γύρω από το ερώτημα, αν η ελληνίδα βουλευτής θα έπρεπε να ονομάζεται όπως και ο άνδρας «βουλευτής» ή αν θα έπρεπε να ονομάζεται «βουλευτίνα» ή «βουλεύτρια».
Αρχικά, συμφωνώ απόλυτα με την κ. Σπαθάρα ότι η γλώσσα δεν είναι εργαλείο. Εργαλείο είναι το σφυρί, το μαχαίρι, το πριόνι, το σκεπάρνι, κάτι, δηλαδή, το υλικό που χρησιμοποιείται σε έργο και βρίσκεται έξω από εμάς. Η γλώσσα βρίσκεται μέσα μας. Γλώσσα είναι η σκέψη μας, είναι η ταυτότητά μας. Γλώσσα είναι ολάκερο το «είναι» μας. Οι λέξεις είναι ψυχές που βγαίνουν έξω στο φωναχτό αγέρι της ζωής, έλεγε ο καθηγητής και εξαίρετος δημοτικιστής Χρήστος Τσολάκης.
Με βάση τα στοιχεία που επικαλείται στο άρθρο της η κ. Σπαθάρα επιμένει ότι η σωστή ονομασία για τη γυναίκα που εκλέγεται στη βουλή, είναι να ονομάζεται «βουλεύτρια».
Η προσωπική μου άποψη, η οποία στηρίζεται σε πλειάδα έγκυρων κι έγκριτων λεξικών, των μεγαλύτερων και πλέον σύγχρονων της ελληνικής γλώσσας, συνηγορεί υπέρ των όρων «βουλευτής» και «βουλευτίνα».
Συγκεκριμένα, έψαξα με ιδιαίτερη προσοχή στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, αλλά ο όρος «βουλεύτρια» δεν υπήρχε σ’ αυτό. Υπήρχε, όμως, ο όρος βουλευτής και βουλευτίνα, κατά το δικαστής και δικαστίνα, πρεσβευτής και πρεσβευτίνα κλπ.
Έψαξα, ακόμη, στο Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας, της Ακαδημίας Αθηνών (έτος έκδοσης 2014), την επιμέλεια του οποίου είχε ο καθηγητής Γλωσσολογίας Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, αλλά ούτε και σ’ αυτό υπήρχε η λέξη βουλεύτρια.
Έψαξα παραπέρα στο Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας του Παπύρου, του Μπαμπινιώτη, στο εννιάτομο του Δημητράκου, του Ελευθερουδάκη, του Τεγόπουλου-Φυτράκη, της Πρωίας, στο Θησαυρό όλης της Ελληνικής Γλώσσας του Γιοβάνη, αλλά πουθενά δεν βρήκα τον όρο «βουλεύτρια».
Στα παραπάνω να προσθέσω ότι στη «Γραμματική της Νέας Ελληνικής, Δομολειτουργική – Εποικοινωνιακή», των Χρ. Κλαίρη – Γ. Μπαμπινιώτη σε συνεργασία με Α. Μόζερ-Αικ. Μπακάκου-Ορφανού – Στ. Σκοπετέα αναφέρονται τα εξής:
«Πολλά από τα ουσιαστικά που δηλώνουν επάγγελμα εμφανίζουν δύο τύπους για το θηλυκό: έναν τύπο με παραγωγή και έναν τύπο μόνο με αλλαγή του άρθρου: ο δικηγόρος, η δικηγόρος- δικηγορίνα, ο εκδότης, η εκδότης - εκδότρια, ο πρόεδρος, η πρόεδρος-προεδρίνα, ο αρχιτέκτων, η αρχιτέκτων-αρχιτεκτόνισσα, ο βουλευτής, η βουλευτής-βουλευτίνα.
Όντως υπάρχει και ο όρος «βουλεύτρια» στο «Αντιλεξικόν» του Βοσταντζόγλου (σελ. 467). Ακριβώς, όμως, δίπλα σ’ αυτόν υπάρχει και ο όρος «βουλευτίνα». Αν δεχθούμε τον έναν όρο, θα πρέπει αναλογικά να δεχθούμε και τον άλλον.
Προσωπικά, θεωρώ σημαντικό κι αναφαίρετο το δικαίωμα των γυναικείων οργανώσεων να αγωνίζονται για την υιοθέτηση των γλωσσικών εννοιών που τις αφορούν και τις εκφράζουν. Μέχρι, όμως, που να υιοθετηθούν από τη Γραμματική, τη λεξικογραφία και την κοινωνία οι όροι αυτοί, ο σεβασμός στη γλώσσα της πλειοψηφίας, είναι και ζήτημα δημοκρατίας. Εξάλλου, δεν μπορούμε να αγνοούμε τα επίσημα λεξικά, αυτά που συμβουλευόμαστε για τη σωστή γραφή και βαθμολογία ως καθηγητές ή δάσκαλοι.
Ως ένας άνθρωπος απλός είμαι ενάντια σε κάθε κοινωνική, θρησκευτική φυλετική και ταξική διάκριση. Πιστεύω ότι η γυναίκα δεν έχει ακόμη κατακτήσει τη θέση που της αξίζει στην κοινωνία και πως, πράγματι, είναι αδικημένη και από τη γλώσσα.
Ας μου επιτραπεί να αναφέρω μερικά γραμματικά παραδείγματα ενισχυτικά της άποψής μου: Στα τριγενή και δικατάληκτα επίθετα, αυτά που τελειώνουν σε –ης (ής) και –ες (ές) όπως: αγενής, αμαθής, ασεβής, πλήρης, συνήθης, κλινήρης, βλακώδης, θορυβώδης, αγωνιώδης κλπ., βλέπουμε ότι το θηλυκό στερείται δικής του κατάληξης και δανείζεται από το αρσενικό.
Σε αρκετά επαγγέλματα η γυναίκα φέρει την ίδια ονομασία με τον άνδρα όπως: γιατρός, φυσικός, ιστορικός, μαθηματικός κλπ. Μιλάμε για Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ακόμη κι όταν πρόκειται για γυναίκα. Λέμε σημαιοφόρος κι όχι σημαιοφόρα. Λέμε πολιτικός μηχανικός κι όχι πολιτική μηχανικίνα. Λέμε όμως και δακτυλογράφος, δίχως να εννοούμε άνδρα αλλά γυναίκα.
Μιλάμε για «ανδριάντες» γυναικών που «ανδραγάθησαν» και που αδίκως δεν λέγονται «γυναικάντες». Μιλάμε για «Έλληνες» και συμπεριλαμβάνουμε και τις Ελληνίδες. Ενώ, όταν μιλάμε για «Ελληνίδες» δεν συμπεριλαμβάνουμε και τους Έλληνες.
Σε μια πρόταση, όταν τα υποκείμενα είναι διαφορετικού γένους, το κατηγορούμενο εκφέρεται πάντοτε στο επικρατέστερο γένος, που είναι το αρσενικό. Αναφερόμαστε σε επανδρωμένο διαστημόπλοιο ακόμη και στην περίπτωση που στο πλήρωμά του συμπεριλαμβάνεται γυναίκα. Κι αν σκεφθούμε ότι αυτή, η γυναίκα δηλαδή, είναι που γεννά, τότε ο τόπος, όπου γεννηθήκαμε, θα έπρεπε να ονομάζεται μητρίδα (όπως την ονόμαζαν οι αρχαίοι Κρήτες) κι όχι πατρίδα.
Τα παραδείγματα που αδικούν τη γυναίκα γλωσσικά δεν έχουν τελειωμό. Αλλά και στο άρθρο που υπογράφει η κ. Σπαθάρα προκρίνει, άθελά της, το αρσενικό έναντι του θηλυκού, γράφοντας «από ποιους/ες η ενδεδειγμένη ή μη…». Προτάσσει δηλαδή και η ίδια το αρσενικό γένος, γιατί έτσι είναι δομημένη η ελληνική γλώσσα: πάνω στην κυριαρχία του αρσενικού. Δεν λέω πως είναι δικό της το λάθος, λέω μόνο ότι η γλώσσα μας ανδροκρατείται γενικώς.
Δυστυχώς, σε πολλά θέματα, κι όχι μόνον γλωσσικά, η ελληνική κοινωνία είναι συντηρητική και χρειάζεται αλλαγή. Την ανήμπορη γυναίκα, είτε φτωχή την πεις είτε φτωχιά επί το λαϊκότερο, η φτώχεια της παραμένει ίδια.
Η θέση της γυναίκας, αλλά και της χώρας γενικά, δεν θα βελτιωθεί αυτόματα από το αν η εκπρόσωπος του λαού στη βουλή ονομάζεται «βουλευτής», « βουλευτίνα» ή «βουλεύτρια», αλλά από την πολιτική γενικά. Από το πόσο κοινωνική και προοδευτική είναι.
Η γλώσσα με τον καιρό και εθίζεται και αλλάζει. Και σίγουρα θα βρει τη σωστή της διατύπωση στα χείλη του γλωσσοπλάστη λαού. «Η λαϊκή γλώσσα δημιουργεί συνήθως τις λέξεις που χρειάζονται», έλεγε ο Μ. Τριανταφυλλίδης. («Δημοτική Γλώσσα», εκδόσεις Γρηγόρη σελ.124).
Μη χάσουμε, όμως, ως τότε τον χυμό της αλήθειας, που βρίσκεται στα ουσιώδη και στα ουσιαστικά της ζωής. Είτε βουλευτής λέγεται κανείς είτε βουλευτίνα είτε βουλεύτρια, η ουσία είναι ο άνθρωπος. Το δώρο δεν το κάνει το περιτύλιγμα αλλά το περιεχόμενό του. Ευχαριστώ την κ. Εύα Σπαθάρα για τον διάλογο.
Βιβλιογραφία: Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών, Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης Δ .Δημητράκου, Λεξικό Ελευθερουδάκη, Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας Μπαμπινιώτη, Θησαυρός Όλης της Ελληνικής Γλώσσας, Χρ. Γιοβάνη, Λεξικό Πρωίας, Λεξικό Παπύρου, Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου – Φυτράκη, Αντιλεξικόν Θεολ. Βοσταντζόγλου, Ιάσων Ευαγγέλου «Ανθρωπιστική Ηθική» , «Δημοτική Γλώσσα», εκδόσεις Γρηγόρη, «Γραμματική της Νέας Ελληνικής, Δομολειτουργική – Εποικοινωνιακή», των Χρ. Κλαίρη – Γ. Μπαμπινιώτη σε συνεργασία με Α. Μόζερ-Αικ. Μπακάκου-Ορφανού – Στ. Σκοπετέα, εκδ. Ελληνικά Γράμματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.