Του Κώστα Κιλτίδη
Είναι δύσκολο να τεθούν πλαίσια και κανόνες λειτουργίας στο πολίτευμά μας, στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, όταν απουσιάζει η στοιχειώδης διάκριση των εξουσιών.
Εύκολα η όποια επιχειρηματολογία λαμβάνει υποκειμενικά χαρακτηριστικά περί ελευθερίας δράσεως του βουλευτή και ιδίως όσον αφορά τη δεοντολογία και την πολιτική ηθική. Στο Σύνταγμα και στην προβλεπόμενη νομοθετική πρωτοβουλία για την λειτουργία του πολιτεύματος, οι διατάξεις που ισχύουν επιτείνουν την σύγχυση και την αυθαίρετη κρίση κάθε ανευθύνου-υπευθύνου.
Η προεδρική Δημοκρατία και το Ανώτατο δικαστήριο του πολιτεύματος, όπου λειτουργούν, σε άλλες χώρες έχουν επιλύσει σε μεγάλο βαθμό αυτά τα ζητήματα. Η ελευθερία του βουλευτή είναι κατοχυρωμένη στο Σύνταγμά μας και είναι απαραβίαστη. Δυστυχώς δεν υπάρχει πρόνοια να σταματά έως του σημείου που να συμμετέχει, να στηρίζει ή να ανατρέπει την εκτελεστική εξουσία (την εκάστοτε κυβέρνηση).
Ο βουλευτής βουλεύεται ελεύθερα κατά τις πεποιθήσεις και την συνείδησή του. Δεν επιτρέπεται όμως να αλλοιώνει την εντολή των πολιτών, οι οποίοι τον επέλεξαν για συγκεκριμένη αποστολή, πολύ περισσότερο να καθορίζει με την ψήφο του την πλειοψηφία στη Βουλή, με τρόπο που να συγκρούεται με την εντολή που του έδωσε ο λαός.
Το νομοθετικό κενό και η απουσία βούλησης για κάλυψή του, μόνον η δεοντολογία και η πολιτική ηθική των πράξεων μπορεί να αναπληρώσει, που δυστυχώς δεν επιβάλλονται με ευχολόγια ή υποδείξεις.
Η πολιτική ηθική έχει δύο σκέλη, αυτή των πεποιθήσεων και αυτή των πράξεων. Επομένως ο βουλευτής θα πρέπει να βουλεύεται κατά την πολιτική ηθική των πεποιθήσεων που τον χαρακτηρίζουν και να μη ακυρώσει ποτέ την επιλογή των πολιτών για ποια κυβέρνηση πρέπει να κυβερνά.
Οι επικρίσεις για την κομματική διαφοροποίηση, δεν ανταποκρίνονται συνήθως στην αλήθεια, όταν δεν παραβιάζεται η ηθική των πεποιθήσεων, παρά μόνον στην περίπτωση οβιδιακής μετατοπίσεως ιδεολογικά (από αριστερά, δεξιά ή από σοσιαλιστής, φιλελεύθερος). Πρόκειται όμως περί πολιτικής ατιμίας, όταν αλλοιώνει την επιλογή του πολίτη για την κυβέρνηση που επιλέγει ή δεν επιθυμεί να τον κυβερνήσει.
Υπάρχει τεράστια διαφορά του βουλεύομαι από το κυβερνώ. Ούτε βεβαίως και η αυθαιρεσία κάθε προέδρου κόμματος να μεταφράζεται σε καταδυνάστευση της συνειδήσεως και της αξιοπρέπειας του βουλευτή εν ονόματι της κομματικής πειθαρχίας. Η αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία, όταν δεν λειτουργούν αντίρροπες δυνάμεις εκ του λαού, καταντά κοινοβουλευτική δικτατορία. Από την φύση της άλλωστε η αντιπροσωπευτικότητα, ακυρώνει την ουσία της δημοκρατίας.
Είναι ανάγκη να θεσπισθούν συνταγματικές διατάξεις σαφήνειας του πολιτεύματος. Να οριοθετηθούν αρμοδιότητες προέδρων κομμάτων και βουλευτών. Πάνω από όλα όμως να γίνει διάκριση εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Χωρίς αυτήν την επιταγή-πρόταγμα ματαιοπονούμε και υποκρινόμαστε ότι υπηρετούμε την δημοκρατία.
Η ελευθερία και η πολιτική ηθική του βουλευτή είναι έννοιες υψίστης δημοκρατικής υποστάσεως. Τα σημερινά φαινόμενα είναι η απόλυτη παρεκτροπή, από παλαιότερα συμβάντα. Η δημοκρατία απαιτεί κανόνες και νόμους, όχι υποκειμενικές κρίσεις και επικρίσεις. Ούτε από το λαό, ούτε από τους πολιτικούς.
Πρέπει βέβαια να σημειωθεί, ότι το αίσθημα της ελευθερίας ταυτίζεται με το αίσθημα της ευθύνης. Εδώ υπάρχει ίσως μια σύγκρουση, μεταξύ της ευθύνης του βουλευτή στην εκπροσώπηση των ψηφοφόρων του, και στην υποχρέωση να τεθεί η βούλησή του υπό κομματική πειθαρχία, σε ζήτημα που συγκρούεται με τις αντιλήψεις των ψηφοφόρων του. Η θέση του θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες που θα ληφθούν υπόψη, ιδιαίτερα από τις επιπτώσεις που θα προκύψουν, ενεργώντας κατά την ελεύθερη βούλησή του, ή υπακούοντας στον κομματικό μηχανισμό.
Όπως και να έχει όμως, η αξιοπρέπεια και η τιμή του καθενός, επιβάλλει να υπερισχύει η κατά την συνείδησή του ενέργεια, βάσει της οποίας οι ψηφοφόροι τον επέλεξαν. Αλλιώς, θα έχει προδώσει και τον λαό, και τις δεοντολογικές θέσεις υπό τις οποίες πορεύθηκε.
Εύκολα η όποια επιχειρηματολογία λαμβάνει υποκειμενικά χαρακτηριστικά περί ελευθερίας δράσεως του βουλευτή και ιδίως όσον αφορά τη δεοντολογία και την πολιτική ηθική. Στο Σύνταγμα και στην προβλεπόμενη νομοθετική πρωτοβουλία για την λειτουργία του πολιτεύματος, οι διατάξεις που ισχύουν επιτείνουν την σύγχυση και την αυθαίρετη κρίση κάθε ανευθύνου-υπευθύνου.
Η προεδρική Δημοκρατία και το Ανώτατο δικαστήριο του πολιτεύματος, όπου λειτουργούν, σε άλλες χώρες έχουν επιλύσει σε μεγάλο βαθμό αυτά τα ζητήματα. Η ελευθερία του βουλευτή είναι κατοχυρωμένη στο Σύνταγμά μας και είναι απαραβίαστη. Δυστυχώς δεν υπάρχει πρόνοια να σταματά έως του σημείου που να συμμετέχει, να στηρίζει ή να ανατρέπει την εκτελεστική εξουσία (την εκάστοτε κυβέρνηση).
Ο βουλευτής βουλεύεται ελεύθερα κατά τις πεποιθήσεις και την συνείδησή του. Δεν επιτρέπεται όμως να αλλοιώνει την εντολή των πολιτών, οι οποίοι τον επέλεξαν για συγκεκριμένη αποστολή, πολύ περισσότερο να καθορίζει με την ψήφο του την πλειοψηφία στη Βουλή, με τρόπο που να συγκρούεται με την εντολή που του έδωσε ο λαός.
Το νομοθετικό κενό και η απουσία βούλησης για κάλυψή του, μόνον η δεοντολογία και η πολιτική ηθική των πράξεων μπορεί να αναπληρώσει, που δυστυχώς δεν επιβάλλονται με ευχολόγια ή υποδείξεις.
Η πολιτική ηθική έχει δύο σκέλη, αυτή των πεποιθήσεων και αυτή των πράξεων. Επομένως ο βουλευτής θα πρέπει να βουλεύεται κατά την πολιτική ηθική των πεποιθήσεων που τον χαρακτηρίζουν και να μη ακυρώσει ποτέ την επιλογή των πολιτών για ποια κυβέρνηση πρέπει να κυβερνά.
Οι επικρίσεις για την κομματική διαφοροποίηση, δεν ανταποκρίνονται συνήθως στην αλήθεια, όταν δεν παραβιάζεται η ηθική των πεποιθήσεων, παρά μόνον στην περίπτωση οβιδιακής μετατοπίσεως ιδεολογικά (από αριστερά, δεξιά ή από σοσιαλιστής, φιλελεύθερος). Πρόκειται όμως περί πολιτικής ατιμίας, όταν αλλοιώνει την επιλογή του πολίτη για την κυβέρνηση που επιλέγει ή δεν επιθυμεί να τον κυβερνήσει.
Υπάρχει τεράστια διαφορά του βουλεύομαι από το κυβερνώ. Ούτε βεβαίως και η αυθαιρεσία κάθε προέδρου κόμματος να μεταφράζεται σε καταδυνάστευση της συνειδήσεως και της αξιοπρέπειας του βουλευτή εν ονόματι της κομματικής πειθαρχίας. Η αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία, όταν δεν λειτουργούν αντίρροπες δυνάμεις εκ του λαού, καταντά κοινοβουλευτική δικτατορία. Από την φύση της άλλωστε η αντιπροσωπευτικότητα, ακυρώνει την ουσία της δημοκρατίας.
Είναι ανάγκη να θεσπισθούν συνταγματικές διατάξεις σαφήνειας του πολιτεύματος. Να οριοθετηθούν αρμοδιότητες προέδρων κομμάτων και βουλευτών. Πάνω από όλα όμως να γίνει διάκριση εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Χωρίς αυτήν την επιταγή-πρόταγμα ματαιοπονούμε και υποκρινόμαστε ότι υπηρετούμε την δημοκρατία.
Η ελευθερία και η πολιτική ηθική του βουλευτή είναι έννοιες υψίστης δημοκρατικής υποστάσεως. Τα σημερινά φαινόμενα είναι η απόλυτη παρεκτροπή, από παλαιότερα συμβάντα. Η δημοκρατία απαιτεί κανόνες και νόμους, όχι υποκειμενικές κρίσεις και επικρίσεις. Ούτε από το λαό, ούτε από τους πολιτικούς.
Πρέπει βέβαια να σημειωθεί, ότι το αίσθημα της ελευθερίας ταυτίζεται με το αίσθημα της ευθύνης. Εδώ υπάρχει ίσως μια σύγκρουση, μεταξύ της ευθύνης του βουλευτή στην εκπροσώπηση των ψηφοφόρων του, και στην υποχρέωση να τεθεί η βούλησή του υπό κομματική πειθαρχία, σε ζήτημα που συγκρούεται με τις αντιλήψεις των ψηφοφόρων του. Η θέση του θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες που θα ληφθούν υπόψη, ιδιαίτερα από τις επιπτώσεις που θα προκύψουν, ενεργώντας κατά την ελεύθερη βούλησή του, ή υπακούοντας στον κομματικό μηχανισμό.
Όπως και να έχει όμως, η αξιοπρέπεια και η τιμή του καθενός, επιβάλλει να υπερισχύει η κατά την συνείδησή του ενέργεια, βάσει της οποίας οι ψηφοφόροι τον επέλεξαν. Αλλιώς, θα έχει προδώσει και τον λαό, και τις δεοντολογικές θέσεις υπό τις οποίες πορεύθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.