Υπογράφει ο
Μιχάλης Στρατάκης
Γιώργος Συμπιλίδης.
Επί 40 ολόκληρα χρόνια, εχθρός και διώκτης του καρκίνου. Φίλος και συμμαχητής της ζωής και του ανθρώπου. Πλέον "συνταξιούχος", κατά που λένε τα κιτάπια. Για μένα, όμως, δεν λογάται συνταξιούχος. Εξακολουθεί να είναι αυτό που ήταν πάντα: Αξιούχος.
Το χαμόγελό του είναι η εκδίκησή του.
Μπορεί να έγινε πασίγνωστος στο πανελλήνιο, και όχι μόνο, ο Γιώργος Συμπιλίδης το 1993 λόγω της καταλυτικής στάσης του στο γεγονός, της παραίτησης της κυβέρνησης Μητσοτάκη, πλην όμως εκείνη η απόλυτη αναγνωρισιμότητά του είχε και τη θετική και την αρνητική πλευρά για τον ίδιο.
Άλλοι τον χειροκρότησαν και άλλοι τον λιθοβόλησαν.
Σαφώς λιγότεροι οι πρώτοι από τους δεύτερους.
Αυτό οφειλόταν, κυρίως, στους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς της εποχής, τους οποίους ήλεγχε σχεδόν εξ ολοκλήρου το σύστημα, τα συμφέροντα και οι σχεδιασμοί του οποίου είχαν πληγεί ανεπανόρθωτα.
Εξάλλου φυσικό είναι το να φωνάζει περισσότερο εκείνος που ζημιώνεται από ένα γεγονός, από εκείνον που ωφελείται ή και που στέκεται αδιάφορος μπροστά στο ίδιο γεγονός. Βέβαια, με την πάροδο του χρόνου οι κατά του Γιώργου Συμπιλίδη λιθοβολισμοί άρχισαν να μειώνονται, για να σταματήσουν εντελώς αργότερα, όταν επί της ουσίας ο Γιώργος άρχισε να δικαιώνεται στη συνείδηση της πλειοψηφίας των πολιτών που δεν έφεραν κομματικές παρωπίδες.
Η δικαίωσή του ολοκληρώθηκε το Νοέμβρη του 2009 όταν ο Αντώνης Σαμαράς εξελέγη νέος αρχηγός του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας.
Παρά τη δικαίωσή του όμως, ο Γ. Συμπιλίδης δεν επεχείρησε να επιστρέψει στην κεντρική πολιτική σκηνή, παρότι και του προτάθηκε και πιέσεις του ασκήθηκαν.
Επέλεξε να συνεχίσει να πορεύεται τον μοναχικό δρόμο της αξιοπρέπειας, αρνούμενος να αποδεχθεί ως ειλικρινή την μεταμέλεια εκείνων που στο παρελθόν τον λιθοβολούσαν και στο παρόν τον εκθείαζαν.
Περί της ειλικρίνειάς τους δεν τον έπεισαν ούτε στις νομαρχιακές εκλογές του 2006, όταν ως υποψήφιος νομάρχης Κιλκίς κατόρθωσε να συγκεντρώσει το ένα τρίτο του συνόλου των ψήφων ολομόναχός του και έχοντας ως αντιπάλους όλες ανεξαιρέτως τις πολιτικές παρατάξεις, που υποστήριζαν δικούς τους υποψήφιους.
Επέλεξε την πλήρη αποστασιοποίηση από τα τεκταινόμενα στην κεντρική πολιτική σκηνή, γιατί διέθετε και άλλες επιλογές.
Πολύ πιο σοβαρές και πιο γοητευτικές.
Την οικογένειά του και την ιατρική.
Σ΄ αυτές αφιέρωσε πλέον και το τελευταίο μόριο του είναι του.
Μάλιστα η οικογένειά του, του είχε εξασφαλίσει και έναν επιπλέον ρόλο ευθύνης, αφού μετά τον θάνατο του πατέρα του βρέθηκε να είναι μοναδικός άντρας και προστάτης έξι γυναικών. Της μητέρας του και των πέντε αδελφών του. Οι έξι γυναίκες έγιναν εννέα όταν παντρεύτηκε με τη Φώφη και απέκτησαν δύο θυγατέρες. Τη Μαρία και τη Ντορίνα. Ένας άντρας εννέα γυναίκες.
Ο Γιώργος δεν ήταν μόνο προστάτης, και στήριγμα, ήταν και ο προσωπικός γιατρός όλων των προστατευομένων του και των νέων μελών των οικογενειών που στο μεταξύ δημιουργήθηκαν.
Μεγάλο καράβι, μεγάλες φουρτούνες. Μεγάλο σόι, μεγάλα προβλήματα. Όλα περνούσαν – και συνεχίζουν να περνούν – από τα χέρια του. Το κάθε άτομο κι ένας σταυρός ευθύνης. Και όλοι οι σταυροί μια αρμαθιά, στους ώμους του Συμπιλίδη.
Δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Δεν ήθελε άλλωστε. Ήξερε να εκτιμά και να εκφράζει την ευγνωμοσύνη του.
Χιλιάδες φορές μου είπε πόση δουλειά είχαν ρίξει στα χωράφια της Νέας Ευκαρπίας οι γονείς και οι αδελφές του για να σπουδάσει αυτός γιατρός.
Και τίμησε τον ιδρώτα τους κατά τον καλύτερο τρόπο.
Εκτός από καλός άνθρωπος έγινε και καλός γιατρός. Από τους κορυφαίους χειρουργούς με ειδίκευση στο μαστό. Στο «Θεαγένειο» νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης όπου εργάσθηκε – και συνεχίζει – γινόταν, και γίνεται «λαϊκό προσκύνημα».
Άνθρωποι από διάφορες περιοχές της βόρειας Ελλάδας, γυναίκες και άντρες, με διαπιστωμένα προβλήματα υγείας, πάσης φύσεως, αλλά και άνθρωποι υπό το φόβο κάποιας ασθένειας συρρέουν καθημερινά στο αντικαρκινικό νοσοκομείο και καταλήγουν στο ιατρείο του Γιώργου Συμπιλίδη.
Του δικού τους γιατρού, του δικού τους ανθρώπου.
Αλλά και τις ημέρες και τις ώρες που δεν βρίσκεται στο νοσοκομείο, το τηλέφωνό του δεν σταματά να χτυπά. Όλο και κάποιος τον ψάχνει επειδή έχει την ανάγκη του. Και ο Γιώργος τρέχει. Αγόγγυστα. Χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθεί.
Θυμάμαι ένα καλοκαίρι που κάναμε μαζί διακοπές στην Κρήτη. Δύο εβδομάδες όλες κι όλες είχε στη διάθεσή του για να ξεκουραστεί. Ε, λοιπόν, ούτε ένα δίωρο δεν πέρασε που να μην χτυπήσει το τηλέφωνό του. Και το κάθε τηλεφώνημα είχε να κάνει με κάποιο πρόβλημα. Με κάποιον άνθρωπο που βασανιζόταν από κάποιο πρόβλημα. Μέρα και νύχτα η ίδια ιστορία.
- «Κλείστο επιτέλους το ρημάδι» του έλεγα.
- «Καλά είσαι τρελός;» μου απαντούσε
Τις ώρες που δεν χτυπούσε το τηλέφωνό του, τηλεφωνούσε ο ίδιος. Πότε στο «Θεαγένειο» για να ρωτήσει πώς πήγαινε η ανάρρωση κάποιου ασθενή και πότε στους ασθενείς του ή στους οικείους τους, για να ζητήσει πληροφορίες για την κατάστασή τους. Είχε και έχει πάθος με τη δουλειά του.
Στη γενέτειρά του τη Νέα Ευκαρπία, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Κιλκίς έχουμε περάσει πολλά Σαββατοκύριακα. Του αρέσει, και μας αρέσει να βρισκόμαστε στο πατρικό του σπίτι. Κάθε φορά που οι συγχωριανοί του βλέπουν το αυτοκίνητό του να περνά την πλατεία του χωριού, σημαίνουν «εγερτήριο» για πάντα ασθενή ή κατά φαντασία ασθενή. Άνθρωποι με ακτινογραφίες και αποτελέσματα κάθε λογής εξετάσεων στα χέρια σπεύδουν στο σπίτι του, στο σπίτι των γονιών του, για να ζητήσουν την ιατρική συμβουλή του. Δεν τους φτάνουν οι συμβουλές των γιατρών που ήδη έχουν επισκεφθεί, θέλουν, οπωσδήποτε, και τη γνώμη του Γιώργου.
Του δικού τους γιατρού. Του δικού τους ανθρώπου.
Και αυτός επί τω έργω του. Έχει το χάρισμα να τους καθησυχάζει όλους. Να τους κάνει να αισθάνονται απολύτως ασφαλείς κοντά στους θεράποντες γιατρούς τους. Τους χαρίζει δύναμη και αυτοπεποίθηση. Και όταν τελειώσει με όλους αυτούς τους συγχωριανούς του, μόνο τότε αποφασίζει να κινήσουμε για την ταβέρνα του θρυλικού Κυριάκου για να γονατίσουμε τα σουβλάκια.
Η Ευκαρπία Κιλκίς είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου μέρη στη Μακεδονία. Όχι μόνο επειδή είναι το χωριό του Γιώργου και όχι μόνο επειδή εκεί ζει η αδελφή του η Σαΐα που αγαπώ ιδιαίτερα.
Μου αρέσει το χωριό γιατί, εκτός όλων των άλλων, διαθέτει και έναν παπά που καταφέρνει να μου κάνει …. τη ζωή δύσκολη κάθε Κυριακή πρωί. Το καταφέρνει με έναν πολύ απλό τρόπο. Με το που ξεκινά η λειτουργία, ανοίγει τέρμα τα μεγάφωνα που βρίσκονται έξω από την εκκλησία.
Εξομολογούμαι τη μεγάλη αμαρτία μου: πολλές φορές σκέφθηκα να πάω να κόψω τα καλώδια των μεγαφώνων. Μπορεί να μην το έκανα μέχρι σήμερα, κάποια φορά, όμως, θα το κάνω. Εκτός και αν καταλάβει ο παπάς ότι αυτό που κάνει δεν είναι σωστό.
Έχουμε ζήσει όμορφες στιγμές με τον Γιώργο και την οικογένειά του. Αυτές τις όμορφες μέρες τις πήρα μαζί μου ετοιμάζοντας τις αποσκευές μου για να επιστρέψω εκεί από όπου ξεκίνησα.
Δεν είναι, όμως, μόνο οι όμορφες μέρες. Είναι και τα όσα έζησα όταν εκτοξευτήρες λάσπης είχαν βάλει σαν στόχο τον Γιώργο. Τότε που κυκλοφορούσαν τα πιο απίστευτα σενάρια, καρπός αρρωστημένων μυαλών, τα οποία τον ήθελαν να είχε εισπράξει «δισεκατομμύρια» για να «ρίξει» τον Μητσοτάκη. Υπήρξαν και δημοσιεύματα που υιοθετούσαν και αναπαρήγαγαν αυτή τη λάσπη.
Στωικά υπέμενε τον εναντίον του πόλεμο ο Συμπιλίδης.
Μόνο μια φορά αναγκάσθηκε να στραφεί δικαστικά εναντίον ενός δημοσιογράφου που πρωτοστατούσε στην ενορχήστρωση αυτού του πολέμου. Ο δημοσιογράφος καταδικάστηκε σε βαριά ποινή, αποδείχθηκε στο δικαστήριο ότι όλη η λασπολογία ήταν στημένη και ο πόλεμος σταμάτησε.
Εκείνη, λοιπόν, την εποχή που η έρπουσα φημολογία έφερε τον Συμπιλίδη να είναι «δισεκατομμυριούχος» οι δικαστικοί κλητήρες προχωρούσαν σε κατάσχεση του μοναδικού σπιτιού του στη Θεσσαλονίκη, σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης που είχε εκδοθεί εις βάρος του.
Συγκεκριμένα, κάποιος βουλευτής είχε καταθέσει αγωγή κατά του Γιώργου επειδή εθίγη από δηλώσεις που είχε κάνει υπό την τότε ιδιότητά του ως γενικός γραμματέας της Πολιτικής Άνοιξης.
Η αγωγή εκδικάσθηκε και ο Συμπιλίδης καταδικάστηκε να καταβάλει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στον ενάγοντα. Λεφτά δεν είχε ο Γιώργος, δεν μπορούσε να πληρώσει τον περί ου ο λόγος βουλευτή και αυτός κίνησε τη διαδικασία να του κατασχέσει το μοναδικό σπίτι που είχε και στο οποίο ζούσε η οικογένειά του.
Έζησα τότε από κοντά την απόγνωση του Γιώργου. Είχε φτάσει στο σημείο να προτείνει στον βουλευτή να πάρει το πατρικό σπίτι και όλα τα χωράφια στη Νέα Ευκαρπία και να του αφήσει το σπίτι.
Χρόνια τράβηξε εκείνο τα μαρτύριο. Και ήταν εκείνα τα χρόνια που κυκλοφορούσε η λασπολογία περί των «δισεκατομμυρίων» που δήθεν είχε πάρει ο Γιώργος.
Ζει ο εν λόγω βουλευτής και μπορεί να επιβεβαιώσει όλα αυτά τα γεγονότα. Άλλωστε ο ίδιος ο βουλευτής κατάλαβε στο τέλος ποια ήταν η πραγματική αλήθεια και έδωσε ένα οριστικό τέλος στην κόντρα του με το Γιώργο.
Υπάρχουν και άλλοι Θεσσαλονικείς που επίσης έζησαν από κοντά το μαρτύριο που πέρασε ο Συμπιλίδης. Μεταξύ αυτών ο Αντώνης Δούδος – που ξέρω ότι δεν θέλει να μαθευτεί πώς βοήθησε και πόσες φορές βοήθησε – και ο αείμνηστος ποινικολόγος Ανέστης Χαριτάντης που χειρίσθηκε νομικά την υπόθεση.
Μπόρα ήταν, όμως, και πέρασε. Πέρασε και αυτή όπως έχουν περάσει και πολλές άλλες στη μέχρι σήμερα ζωή του Γιώργου.
Είναι και αυτό ένα από τα όσα θα θυμάμαι σε όλη τη ζωή μου. Το πόσο άδικα χτυπήθηκε ένας άνθρωπος από οργανωμένα συμφέροντα. Και το πώς παρόλα αυτά κατάφερε να ξανασταθεί όρθιος και να ξαναβρεί το δρόμο του σαν άνθρωπος και σαν γιατρός.
Για μένα ο Γιώργος Συμπιλίδης αποτελεί πρότυπο. Λοιδωρήθηκε όσο λίγοι. Μισήθηκε όσο λίγοι. Λιθοβολήθηκε όσο λίγοι. Συκοφαντήθηκε όσο λίγοι. Κινδύνεψε η ζωή του. Αδικήθηκε. Χαρακτηρίσθηκε «προδότης» και «πουλημένος». Αλλά δεν λύγισε. Δεν γονάτισε. Δεν ικέτεψε. Δεν υπέγραψε «δήλωση μετάνοιας». Παρέμεινε όρθιος και αγέρωχος. Ήξερε ότι μια μέρα θα έλαμπε η αλήθεια. Ήξερε ότι θα δικαιωνόταν.
Και πράγματι αυτή η μέρα ήρθε, η αλήθεια έλαμψε και ο ίδιος δικαιώθηκε.
Γι αυτό αν τον συναντήσετε στο δρόμο ή στο χειρουργείο, θα τον δείτε πάντα να χαμογελά.
Αυτό το χαμόγελο είναι η εκδίκησή του.
Το χαμόγελό του είναι η εκδίκησή του.
Μπορεί να έγινε πασίγνωστος στο πανελλήνιο, και όχι μόνο, ο Γιώργος Συμπιλίδης το 1993 λόγω της καταλυτικής στάσης του στο γεγονός, της παραίτησης της κυβέρνησης Μητσοτάκη, πλην όμως εκείνη η απόλυτη αναγνωρισιμότητά του είχε και τη θετική και την αρνητική πλευρά για τον ίδιο.
Άλλοι τον χειροκρότησαν και άλλοι τον λιθοβόλησαν.
Σαφώς λιγότεροι οι πρώτοι από τους δεύτερους.
Αυτό οφειλόταν, κυρίως, στους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς της εποχής, τους οποίους ήλεγχε σχεδόν εξ ολοκλήρου το σύστημα, τα συμφέροντα και οι σχεδιασμοί του οποίου είχαν πληγεί ανεπανόρθωτα.
Εξάλλου φυσικό είναι το να φωνάζει περισσότερο εκείνος που ζημιώνεται από ένα γεγονός, από εκείνον που ωφελείται ή και που στέκεται αδιάφορος μπροστά στο ίδιο γεγονός. Βέβαια, με την πάροδο του χρόνου οι κατά του Γιώργου Συμπιλίδη λιθοβολισμοί άρχισαν να μειώνονται, για να σταματήσουν εντελώς αργότερα, όταν επί της ουσίας ο Γιώργος άρχισε να δικαιώνεται στη συνείδηση της πλειοψηφίας των πολιτών που δεν έφεραν κομματικές παρωπίδες.
Η δικαίωσή του ολοκληρώθηκε το Νοέμβρη του 2009 όταν ο Αντώνης Σαμαράς εξελέγη νέος αρχηγός του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας.
Παρά τη δικαίωσή του όμως, ο Γ. Συμπιλίδης δεν επεχείρησε να επιστρέψει στην κεντρική πολιτική σκηνή, παρότι και του προτάθηκε και πιέσεις του ασκήθηκαν.
Επέλεξε να συνεχίσει να πορεύεται τον μοναχικό δρόμο της αξιοπρέπειας, αρνούμενος να αποδεχθεί ως ειλικρινή την μεταμέλεια εκείνων που στο παρελθόν τον λιθοβολούσαν και στο παρόν τον εκθείαζαν.
Περί της ειλικρίνειάς τους δεν τον έπεισαν ούτε στις νομαρχιακές εκλογές του 2006, όταν ως υποψήφιος νομάρχης Κιλκίς κατόρθωσε να συγκεντρώσει το ένα τρίτο του συνόλου των ψήφων ολομόναχός του και έχοντας ως αντιπάλους όλες ανεξαιρέτως τις πολιτικές παρατάξεις, που υποστήριζαν δικούς τους υποψήφιους.
Επέλεξε την πλήρη αποστασιοποίηση από τα τεκταινόμενα στην κεντρική πολιτική σκηνή, γιατί διέθετε και άλλες επιλογές.
Πολύ πιο σοβαρές και πιο γοητευτικές.
Την οικογένειά του και την ιατρική.
Σ΄ αυτές αφιέρωσε πλέον και το τελευταίο μόριο του είναι του.
Μάλιστα η οικογένειά του, του είχε εξασφαλίσει και έναν επιπλέον ρόλο ευθύνης, αφού μετά τον θάνατο του πατέρα του βρέθηκε να είναι μοναδικός άντρας και προστάτης έξι γυναικών. Της μητέρας του και των πέντε αδελφών του. Οι έξι γυναίκες έγιναν εννέα όταν παντρεύτηκε με τη Φώφη και απέκτησαν δύο θυγατέρες. Τη Μαρία και τη Ντορίνα. Ένας άντρας εννέα γυναίκες.
Ο Γιώργος δεν ήταν μόνο προστάτης, και στήριγμα, ήταν και ο προσωπικός γιατρός όλων των προστατευομένων του και των νέων μελών των οικογενειών που στο μεταξύ δημιουργήθηκαν.
Μεγάλο καράβι, μεγάλες φουρτούνες. Μεγάλο σόι, μεγάλα προβλήματα. Όλα περνούσαν – και συνεχίζουν να περνούν – από τα χέρια του. Το κάθε άτομο κι ένας σταυρός ευθύνης. Και όλοι οι σταυροί μια αρμαθιά, στους ώμους του Συμπιλίδη.
Δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Δεν ήθελε άλλωστε. Ήξερε να εκτιμά και να εκφράζει την ευγνωμοσύνη του.
Χιλιάδες φορές μου είπε πόση δουλειά είχαν ρίξει στα χωράφια της Νέας Ευκαρπίας οι γονείς και οι αδελφές του για να σπουδάσει αυτός γιατρός.
Και τίμησε τον ιδρώτα τους κατά τον καλύτερο τρόπο.
Εκτός από καλός άνθρωπος έγινε και καλός γιατρός. Από τους κορυφαίους χειρουργούς με ειδίκευση στο μαστό. Στο «Θεαγένειο» νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης όπου εργάσθηκε – και συνεχίζει – γινόταν, και γίνεται «λαϊκό προσκύνημα».
Άνθρωποι από διάφορες περιοχές της βόρειας Ελλάδας, γυναίκες και άντρες, με διαπιστωμένα προβλήματα υγείας, πάσης φύσεως, αλλά και άνθρωποι υπό το φόβο κάποιας ασθένειας συρρέουν καθημερινά στο αντικαρκινικό νοσοκομείο και καταλήγουν στο ιατρείο του Γιώργου Συμπιλίδη.
Του δικού τους γιατρού, του δικού τους ανθρώπου.
Αλλά και τις ημέρες και τις ώρες που δεν βρίσκεται στο νοσοκομείο, το τηλέφωνό του δεν σταματά να χτυπά. Όλο και κάποιος τον ψάχνει επειδή έχει την ανάγκη του. Και ο Γιώργος τρέχει. Αγόγγυστα. Χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθεί.
Θυμάμαι ένα καλοκαίρι που κάναμε μαζί διακοπές στην Κρήτη. Δύο εβδομάδες όλες κι όλες είχε στη διάθεσή του για να ξεκουραστεί. Ε, λοιπόν, ούτε ένα δίωρο δεν πέρασε που να μην χτυπήσει το τηλέφωνό του. Και το κάθε τηλεφώνημα είχε να κάνει με κάποιο πρόβλημα. Με κάποιον άνθρωπο που βασανιζόταν από κάποιο πρόβλημα. Μέρα και νύχτα η ίδια ιστορία.
- «Κλείστο επιτέλους το ρημάδι» του έλεγα.
- «Καλά είσαι τρελός;» μου απαντούσε
Τις ώρες που δεν χτυπούσε το τηλέφωνό του, τηλεφωνούσε ο ίδιος. Πότε στο «Θεαγένειο» για να ρωτήσει πώς πήγαινε η ανάρρωση κάποιου ασθενή και πότε στους ασθενείς του ή στους οικείους τους, για να ζητήσει πληροφορίες για την κατάστασή τους. Είχε και έχει πάθος με τη δουλειά του.
Στη γενέτειρά του τη Νέα Ευκαρπία, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Κιλκίς έχουμε περάσει πολλά Σαββατοκύριακα. Του αρέσει, και μας αρέσει να βρισκόμαστε στο πατρικό του σπίτι. Κάθε φορά που οι συγχωριανοί του βλέπουν το αυτοκίνητό του να περνά την πλατεία του χωριού, σημαίνουν «εγερτήριο» για πάντα ασθενή ή κατά φαντασία ασθενή. Άνθρωποι με ακτινογραφίες και αποτελέσματα κάθε λογής εξετάσεων στα χέρια σπεύδουν στο σπίτι του, στο σπίτι των γονιών του, για να ζητήσουν την ιατρική συμβουλή του. Δεν τους φτάνουν οι συμβουλές των γιατρών που ήδη έχουν επισκεφθεί, θέλουν, οπωσδήποτε, και τη γνώμη του Γιώργου.
Του δικού τους γιατρού. Του δικού τους ανθρώπου.
Και αυτός επί τω έργω του. Έχει το χάρισμα να τους καθησυχάζει όλους. Να τους κάνει να αισθάνονται απολύτως ασφαλείς κοντά στους θεράποντες γιατρούς τους. Τους χαρίζει δύναμη και αυτοπεποίθηση. Και όταν τελειώσει με όλους αυτούς τους συγχωριανούς του, μόνο τότε αποφασίζει να κινήσουμε για την ταβέρνα του θρυλικού Κυριάκου για να γονατίσουμε τα σουβλάκια.
Η Ευκαρπία Κιλκίς είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου μέρη στη Μακεδονία. Όχι μόνο επειδή είναι το χωριό του Γιώργου και όχι μόνο επειδή εκεί ζει η αδελφή του η Σαΐα που αγαπώ ιδιαίτερα.
Μου αρέσει το χωριό γιατί, εκτός όλων των άλλων, διαθέτει και έναν παπά που καταφέρνει να μου κάνει …. τη ζωή δύσκολη κάθε Κυριακή πρωί. Το καταφέρνει με έναν πολύ απλό τρόπο. Με το που ξεκινά η λειτουργία, ανοίγει τέρμα τα μεγάφωνα που βρίσκονται έξω από την εκκλησία.
Εξομολογούμαι τη μεγάλη αμαρτία μου: πολλές φορές σκέφθηκα να πάω να κόψω τα καλώδια των μεγαφώνων. Μπορεί να μην το έκανα μέχρι σήμερα, κάποια φορά, όμως, θα το κάνω. Εκτός και αν καταλάβει ο παπάς ότι αυτό που κάνει δεν είναι σωστό.
Έχουμε ζήσει όμορφες στιγμές με τον Γιώργο και την οικογένειά του. Αυτές τις όμορφες μέρες τις πήρα μαζί μου ετοιμάζοντας τις αποσκευές μου για να επιστρέψω εκεί από όπου ξεκίνησα.
Δεν είναι, όμως, μόνο οι όμορφες μέρες. Είναι και τα όσα έζησα όταν εκτοξευτήρες λάσπης είχαν βάλει σαν στόχο τον Γιώργο. Τότε που κυκλοφορούσαν τα πιο απίστευτα σενάρια, καρπός αρρωστημένων μυαλών, τα οποία τον ήθελαν να είχε εισπράξει «δισεκατομμύρια» για να «ρίξει» τον Μητσοτάκη. Υπήρξαν και δημοσιεύματα που υιοθετούσαν και αναπαρήγαγαν αυτή τη λάσπη.
Στωικά υπέμενε τον εναντίον του πόλεμο ο Συμπιλίδης.
Μόνο μια φορά αναγκάσθηκε να στραφεί δικαστικά εναντίον ενός δημοσιογράφου που πρωτοστατούσε στην ενορχήστρωση αυτού του πολέμου. Ο δημοσιογράφος καταδικάστηκε σε βαριά ποινή, αποδείχθηκε στο δικαστήριο ότι όλη η λασπολογία ήταν στημένη και ο πόλεμος σταμάτησε.
Εκείνη, λοιπόν, την εποχή που η έρπουσα φημολογία έφερε τον Συμπιλίδη να είναι «δισεκατομμυριούχος» οι δικαστικοί κλητήρες προχωρούσαν σε κατάσχεση του μοναδικού σπιτιού του στη Θεσσαλονίκη, σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης που είχε εκδοθεί εις βάρος του.
Συγκεκριμένα, κάποιος βουλευτής είχε καταθέσει αγωγή κατά του Γιώργου επειδή εθίγη από δηλώσεις που είχε κάνει υπό την τότε ιδιότητά του ως γενικός γραμματέας της Πολιτικής Άνοιξης.
Η αγωγή εκδικάσθηκε και ο Συμπιλίδης καταδικάστηκε να καταβάλει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στον ενάγοντα. Λεφτά δεν είχε ο Γιώργος, δεν μπορούσε να πληρώσει τον περί ου ο λόγος βουλευτή και αυτός κίνησε τη διαδικασία να του κατασχέσει το μοναδικό σπίτι που είχε και στο οποίο ζούσε η οικογένειά του.
Έζησα τότε από κοντά την απόγνωση του Γιώργου. Είχε φτάσει στο σημείο να προτείνει στον βουλευτή να πάρει το πατρικό σπίτι και όλα τα χωράφια στη Νέα Ευκαρπία και να του αφήσει το σπίτι.
Χρόνια τράβηξε εκείνο τα μαρτύριο. Και ήταν εκείνα τα χρόνια που κυκλοφορούσε η λασπολογία περί των «δισεκατομμυρίων» που δήθεν είχε πάρει ο Γιώργος.
Ζει ο εν λόγω βουλευτής και μπορεί να επιβεβαιώσει όλα αυτά τα γεγονότα. Άλλωστε ο ίδιος ο βουλευτής κατάλαβε στο τέλος ποια ήταν η πραγματική αλήθεια και έδωσε ένα οριστικό τέλος στην κόντρα του με το Γιώργο.
Υπάρχουν και άλλοι Θεσσαλονικείς που επίσης έζησαν από κοντά το μαρτύριο που πέρασε ο Συμπιλίδης. Μεταξύ αυτών ο Αντώνης Δούδος – που ξέρω ότι δεν θέλει να μαθευτεί πώς βοήθησε και πόσες φορές βοήθησε – και ο αείμνηστος ποινικολόγος Ανέστης Χαριτάντης που χειρίσθηκε νομικά την υπόθεση.
Μπόρα ήταν, όμως, και πέρασε. Πέρασε και αυτή όπως έχουν περάσει και πολλές άλλες στη μέχρι σήμερα ζωή του Γιώργου.
Είναι και αυτό ένα από τα όσα θα θυμάμαι σε όλη τη ζωή μου. Το πόσο άδικα χτυπήθηκε ένας άνθρωπος από οργανωμένα συμφέροντα. Και το πώς παρόλα αυτά κατάφερε να ξανασταθεί όρθιος και να ξαναβρεί το δρόμο του σαν άνθρωπος και σαν γιατρός.
Για μένα ο Γιώργος Συμπιλίδης αποτελεί πρότυπο. Λοιδωρήθηκε όσο λίγοι. Μισήθηκε όσο λίγοι. Λιθοβολήθηκε όσο λίγοι. Συκοφαντήθηκε όσο λίγοι. Κινδύνεψε η ζωή του. Αδικήθηκε. Χαρακτηρίσθηκε «προδότης» και «πουλημένος». Αλλά δεν λύγισε. Δεν γονάτισε. Δεν ικέτεψε. Δεν υπέγραψε «δήλωση μετάνοιας». Παρέμεινε όρθιος και αγέρωχος. Ήξερε ότι μια μέρα θα έλαμπε η αλήθεια. Ήξερε ότι θα δικαιωνόταν.
Και πράγματι αυτή η μέρα ήρθε, η αλήθεια έλαμψε και ο ίδιος δικαιώθηκε.
Γι αυτό αν τον συναντήσετε στο δρόμο ή στο χειρουργείο, θα τον δείτε πάντα να χαμογελά.
Αυτό το χαμόγελο είναι η εκδίκησή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.