Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Πρόσφατα κατατέθηκε στο Εθνικό Συμβούλιο Καταναλωτή και Αγοράς μία πρόταση για κατάρτιση ενός Κώδικας Καταναλωτικής Δεοντολογίας, η οποία τέθηκε σε διαβούλευση μέχρι τις 20 Ιανουαρίου 2016 ανάμεσα στους φορείς μέλη του Συμβουλίου. Υπενθυμίζεται πως οι φορείς αυτοί είναι ενώσεις καταναλωτών και προμηθευτών, αλλά και διαφόρων υπηρεσιών και εταιρειών του δημόσιου τομέα.
Αναλυτικότερα, πρόκειται για ένα κείμενο γενικών αρχών και κανόνων, που στόχο έχει την αποτελεσματικότερη προστασία των δικαιωμάτων των καταναλωτών, τη διαφάνεια και την καλή ενημέρωση των καταναλωτών και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
Όπως ανέφερε ο κ. Ζαγορίτης, «στην περίπτωση της προστασίας του καταναλωτή και της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς, το έργο της κατάρτισης ενός Κώδικα Δεοντολογίας είναι, συγκριτικά με άλλους τομείς, δυσκολότερο, δεδομένου ότι η σχετική νομοθεσία στη χώρα μας θεωρείται αρκετά πλήρης, πολύ περισσότερο μετά την ενσωμάτωση σειράς Οδηγιών της Ε.Ε. που αφορούν διάφορους τομείς προστασίας των δικαιωμάτων των καταναλωτών. Υπάρχουν, δε, και άλλοι Κώδικες ή κανονιστικές πράξεις, που εξειδικεύουν κατά τρόπο εξαντλητικό τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις καταναλωτών και προμηθευτών (π.χ. Κανονισμός Γενικών Αδειών της Ε.Ε.Τ.Τ.)».
Η πρόταση Κώδικα Καταναλωτικής Δεοντολογίας υιοθετεί μια οριζόντια προσέγγιση στους υφιστάμενους κανόνες δικαίου, ώστε να καλύπτει το σύνολο των καθημερινών συναλλαγών και να τυγχάνει εφαρμογής σε κάθε εμπορικό κλάδο του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Για το σκοπό αυτό, αποφεύγεται η θεματική προσέγγιση των σχέσεων καταναλωτών-προμηθευτών ανά τομέα δραστηριότητας, με εξαίρεση τον τραπεζικό κλάδο, όπου απαιτείται ειδικότερη προσέγγιση και ανάπτυξη επιμέρους θεμάτων, με έμφαση στην πληρότητα της ενημέρωσης, προσυμβατικής και ενδοσυμβατικής, που πρέπει να παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα στους καταναλωτές.
Ακόμη, ο κώδικας αποτυπώνει την πολυετή εμπειρία που έχει σωρεύσει ο Συνήγορος του Καταναλωτή στο πεδίο της φιλικής επίλυσης των καταναλωτικών διαφορών, αλλά και την αξιοποίηση αυτής της εμπειρίας, προκειμένου να καταστούν σαφέστερες -και, άρα, αποτελεσματικότερες- ορισμένες επιμέρους όψεις της κείμενης νομοθεσίας.
Για παράδειγμα: Γίνεται μια δίκαιη και ισόρροπη στάθμιση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων καταναλωτών-προμηθευτών, με γνώμονα την προώθηση της ομαλής εξέλιξης και εκπλήρωσης της σύμβασης μέσα σε πνεύμα καλής πίστης και αμοιβαίας συνεργασίας.
Δίνεται έμφαση στην εξυπηρέτηση του καταναλωτή τόσο πριν από τη σύναψη της σύμβασης όσο και κατά την εκτέλεσή της, προκειμένου να υπάρχει η αναγκαία τεχνική ή άλλη υποστήριξη.
Λαμβάνεται ειδική μέριμνα για τις εξ αποστάσεως και, ιδίως, για τις ηλεκτρονικές συμβάσεις, με έμφαση στην ενημέρωση του καταναλωτή για τα δικαιώματα που του παρέχονται στο ιδιαίτερο αυτό συναλλακτικό περιβάλλον.
Δεν απαριθμούνται υποχρεώσεις μόνο των προμηθευτών, αλλά και των καταναλωτών και των ενώσεών τους, τους οποίους ο Κώδικας, επίσης, αντιλαμβάνεται ως δυναμικούς και υπεύθυνους παράγοντες στη διαμόρφωση ενός υγιούς καταναλωτικού περιβάλλοντος. Υπογραμμίζεται η σπουδαιότητα της εναλλακτικής επίλυσης των καταναλωτικών διαφορών, για την οποία γίνεται ειδική αναφορά σε ξεχωριστό άρθρο του Κώδικα.
Σημείο που διαφοροποιεί τον Κώδικα Καταναλωτικής Δεοντολογίας από άλλους Κώδικες αυτορρυθμιστικού χαρακτήρα είναι ότι, κατόπιν της κύρωσής του με προεδρικό διάταγμα, θα έχει νομική δεσμευτικότητα. Στο πλαίσιο αυτό, θα παρέχεται η δυνατότητα στο Συνήγορο του Καταναλωτή, ο οποίος, σύμφωνα με την πρόταση, θα είναι αρμόδιος για την εφαρμογή του, να δημοσιοποιεί σοβαρές περιπτώσεις παραβάσεων, ώστε προληπτικά να εφίσταται η προσοχή των καταναλωτών, αλλά και να κοινοποιούνται τα πορίσματά του στις κατά περίπτωση αρμόδιες για την επιβολή κυρώσεων Αρχές και υπηρεσίες.
Για τις συναλλαγές με πιστωτικά ιδρύματα ο κώδικας ορίζει τα εξής:
1. Οι συναλλαγές των πιστωτικών ιδρυμάτων με τους καταναλωτές διέπονται από αμοιβαία εμπιστοσύνη, ειλικρίνεια και διαφάνεια.
2. Οι καταναλωτές οφείλουν να επιδεικνύουν τη δέουσα επιμέλεια και σύνεση στις οικονομικές συναλλαγές τους.
3. Στο πλαίσιο της ελληνικής και της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, των ειδικών κανόνων της Τράπεζας της Ελλάδος, της καλής πίστης, των χρηστών και συναλλακτικών ηθών, τα πιστωτικά ιδρύματα επιδεικνύουν τη δέουσα επιμέλεια κατά το σχεδιασμό και την προσφορά χρηματοπιστωτικών προϊόντων, την προβολή των τραπεζικών υπηρεσιών, την εξυπηρέτηση των καταναλωτών, καθώς και τη συλλογή και τήρηση των πληροφοριών που τους αφορούν. Επιπλέον, εξασφαλίζουν ότι το προσωπικό τους διαθέτει κατάλληλο επίπεδο γνώσεων και επάρκειας, ώστε να επιτυγχάνεται υψηλό επίπεδο επαγγελματισμού.
4. Τα πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν επαρκείς, σαφείς και κατανοητές γενικές πληροφορίες για τις διαθέσιμες συμβάσεις. Όπου προβλέπεται στην κείμενη νομοθεσία, παρέχονται στον καταναλωτή τυποποιημένες εξατομικευμένες πληροφορίες, απαραίτητες για τη λήψη τεκμηριωμένης απόφασης σχετικά με τη σύναψη σύμβασης.
5. Σύμφωνα με το όσα ειδικότερα ορίζονται στην ευρωπαϊκή και την εθνική νομοθεσία, οι πιστωτικοί φορείς, πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, προβαίνουν σε αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή, όπως αυτή προκύπτει από τις βάσεις δεδομένων και τα στοιχεία που παρέχει ο καταναλωτής, ώστε να εκτιμάται η πραγματική δυνατότητα αποπληρωμής των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει.
6. Με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων, οι διαφημιστικές και εμπορικές ανακοινώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων πρέπει να είναι θεμιτές, σαφείς και μη παραπλανητικές.
Εν κατακλείδι, είναι όντως πολύ δύσκολο να δημιουργηθεί ένας κώδικας καταναλωτικής δεοντολογίας, διότι υπάρχει μία πλειάδα οδηγιών και αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για ζητήματα που δεν έχουν ήδη διευθετηθεί. Είναι όμως σημαντικό να παρατηρείται δράση από τον Συνήγορο του Καταναλωτή στον τομέα που τον αφορά και θα πρέπει να υπάρχει μεγαλύτερη ενεργοποίηση από τις υπόλοιπες ανεξάρτητες αρχές που έχουν ως βάση τον πολίτη και τα δικαιώματα του.
Αναλυτικότερα, πρόκειται για ένα κείμενο γενικών αρχών και κανόνων, που στόχο έχει την αποτελεσματικότερη προστασία των δικαιωμάτων των καταναλωτών, τη διαφάνεια και την καλή ενημέρωση των καταναλωτών και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
Όπως ανέφερε ο κ. Ζαγορίτης, «στην περίπτωση της προστασίας του καταναλωτή και της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς, το έργο της κατάρτισης ενός Κώδικα Δεοντολογίας είναι, συγκριτικά με άλλους τομείς, δυσκολότερο, δεδομένου ότι η σχετική νομοθεσία στη χώρα μας θεωρείται αρκετά πλήρης, πολύ περισσότερο μετά την ενσωμάτωση σειράς Οδηγιών της Ε.Ε. που αφορούν διάφορους τομείς προστασίας των δικαιωμάτων των καταναλωτών. Υπάρχουν, δε, και άλλοι Κώδικες ή κανονιστικές πράξεις, που εξειδικεύουν κατά τρόπο εξαντλητικό τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις καταναλωτών και προμηθευτών (π.χ. Κανονισμός Γενικών Αδειών της Ε.Ε.Τ.Τ.)».
Η πρόταση Κώδικα Καταναλωτικής Δεοντολογίας υιοθετεί μια οριζόντια προσέγγιση στους υφιστάμενους κανόνες δικαίου, ώστε να καλύπτει το σύνολο των καθημερινών συναλλαγών και να τυγχάνει εφαρμογής σε κάθε εμπορικό κλάδο του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Για το σκοπό αυτό, αποφεύγεται η θεματική προσέγγιση των σχέσεων καταναλωτών-προμηθευτών ανά τομέα δραστηριότητας, με εξαίρεση τον τραπεζικό κλάδο, όπου απαιτείται ειδικότερη προσέγγιση και ανάπτυξη επιμέρους θεμάτων, με έμφαση στην πληρότητα της ενημέρωσης, προσυμβατικής και ενδοσυμβατικής, που πρέπει να παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα στους καταναλωτές.
Ακόμη, ο κώδικας αποτυπώνει την πολυετή εμπειρία που έχει σωρεύσει ο Συνήγορος του Καταναλωτή στο πεδίο της φιλικής επίλυσης των καταναλωτικών διαφορών, αλλά και την αξιοποίηση αυτής της εμπειρίας, προκειμένου να καταστούν σαφέστερες -και, άρα, αποτελεσματικότερες- ορισμένες επιμέρους όψεις της κείμενης νομοθεσίας.
Για παράδειγμα: Γίνεται μια δίκαιη και ισόρροπη στάθμιση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων καταναλωτών-προμηθευτών, με γνώμονα την προώθηση της ομαλής εξέλιξης και εκπλήρωσης της σύμβασης μέσα σε πνεύμα καλής πίστης και αμοιβαίας συνεργασίας.
Δίνεται έμφαση στην εξυπηρέτηση του καταναλωτή τόσο πριν από τη σύναψη της σύμβασης όσο και κατά την εκτέλεσή της, προκειμένου να υπάρχει η αναγκαία τεχνική ή άλλη υποστήριξη.
Λαμβάνεται ειδική μέριμνα για τις εξ αποστάσεως και, ιδίως, για τις ηλεκτρονικές συμβάσεις, με έμφαση στην ενημέρωση του καταναλωτή για τα δικαιώματα που του παρέχονται στο ιδιαίτερο αυτό συναλλακτικό περιβάλλον.
Δεν απαριθμούνται υποχρεώσεις μόνο των προμηθευτών, αλλά και των καταναλωτών και των ενώσεών τους, τους οποίους ο Κώδικας, επίσης, αντιλαμβάνεται ως δυναμικούς και υπεύθυνους παράγοντες στη διαμόρφωση ενός υγιούς καταναλωτικού περιβάλλοντος. Υπογραμμίζεται η σπουδαιότητα της εναλλακτικής επίλυσης των καταναλωτικών διαφορών, για την οποία γίνεται ειδική αναφορά σε ξεχωριστό άρθρο του Κώδικα.
Σημείο που διαφοροποιεί τον Κώδικα Καταναλωτικής Δεοντολογίας από άλλους Κώδικες αυτορρυθμιστικού χαρακτήρα είναι ότι, κατόπιν της κύρωσής του με προεδρικό διάταγμα, θα έχει νομική δεσμευτικότητα. Στο πλαίσιο αυτό, θα παρέχεται η δυνατότητα στο Συνήγορο του Καταναλωτή, ο οποίος, σύμφωνα με την πρόταση, θα είναι αρμόδιος για την εφαρμογή του, να δημοσιοποιεί σοβαρές περιπτώσεις παραβάσεων, ώστε προληπτικά να εφίσταται η προσοχή των καταναλωτών, αλλά και να κοινοποιούνται τα πορίσματά του στις κατά περίπτωση αρμόδιες για την επιβολή κυρώσεων Αρχές και υπηρεσίες.
Για τις συναλλαγές με πιστωτικά ιδρύματα ο κώδικας ορίζει τα εξής:
1. Οι συναλλαγές των πιστωτικών ιδρυμάτων με τους καταναλωτές διέπονται από αμοιβαία εμπιστοσύνη, ειλικρίνεια και διαφάνεια.
2. Οι καταναλωτές οφείλουν να επιδεικνύουν τη δέουσα επιμέλεια και σύνεση στις οικονομικές συναλλαγές τους.
3. Στο πλαίσιο της ελληνικής και της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, των ειδικών κανόνων της Τράπεζας της Ελλάδος, της καλής πίστης, των χρηστών και συναλλακτικών ηθών, τα πιστωτικά ιδρύματα επιδεικνύουν τη δέουσα επιμέλεια κατά το σχεδιασμό και την προσφορά χρηματοπιστωτικών προϊόντων, την προβολή των τραπεζικών υπηρεσιών, την εξυπηρέτηση των καταναλωτών, καθώς και τη συλλογή και τήρηση των πληροφοριών που τους αφορούν. Επιπλέον, εξασφαλίζουν ότι το προσωπικό τους διαθέτει κατάλληλο επίπεδο γνώσεων και επάρκειας, ώστε να επιτυγχάνεται υψηλό επίπεδο επαγγελματισμού.
4. Τα πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν επαρκείς, σαφείς και κατανοητές γενικές πληροφορίες για τις διαθέσιμες συμβάσεις. Όπου προβλέπεται στην κείμενη νομοθεσία, παρέχονται στον καταναλωτή τυποποιημένες εξατομικευμένες πληροφορίες, απαραίτητες για τη λήψη τεκμηριωμένης απόφασης σχετικά με τη σύναψη σύμβασης.
5. Σύμφωνα με το όσα ειδικότερα ορίζονται στην ευρωπαϊκή και την εθνική νομοθεσία, οι πιστωτικοί φορείς, πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, προβαίνουν σε αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή, όπως αυτή προκύπτει από τις βάσεις δεδομένων και τα στοιχεία που παρέχει ο καταναλωτής, ώστε να εκτιμάται η πραγματική δυνατότητα αποπληρωμής των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει.
6. Με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων, οι διαφημιστικές και εμπορικές ανακοινώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων πρέπει να είναι θεμιτές, σαφείς και μη παραπλανητικές.
Εν κατακλείδι, είναι όντως πολύ δύσκολο να δημιουργηθεί ένας κώδικας καταναλωτικής δεοντολογίας, διότι υπάρχει μία πλειάδα οδηγιών και αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για ζητήματα που δεν έχουν ήδη διευθετηθεί. Είναι όμως σημαντικό να παρατηρείται δράση από τον Συνήγορο του Καταναλωτή στον τομέα που τον αφορά και θα πρέπει να υπάρχει μεγαλύτερη ενεργοποίηση από τις υπόλοιπες ανεξάρτητες αρχές που έχουν ως βάση τον πολίτη και τα δικαιώματα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.