Γράφει ο Σπύρος Καρτσώνης
«Αν για μια στιγμή ο Θεός ξεχνούσε ότι είμαι μια ασήμαντη μαριονέτα και μου χάριζε λίγη ακόμα ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα όσα σκέφτομαι, σίγουρα όμως θα σκεφτόμουν όλα όσα λέω (…)
Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος (…)
Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή… δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μια μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ…».
Είναι μερικά αποσπάσματα από τη ‘’Μαριονέτα’’, μια επιστολή - ποίημα, που αποδόθηκε στον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και που κυκλοφόρησε -ως αποχαιρετιστήρια επιστολή του προς τον κόσμο- στο Διαδίκτυο και στη συνέχεια δημοσιεύτηκε στον Τύπο (και σε μερίδα του τοπικού) και σχολιάστηκε από ραδιοφωνικές εκπομπές σε όλο τον κόσμο.
Επειδή πολλοί από τους αναγνώστες μπορεί να έλαβαν γνώση της επιστολής, επιτρέψτε μου μιαν -‘’αναιδή’’ ίσως γι΄ αρκετούς- παρέμβασή μου, για να επισημάνω ένα στοιχείο, που μπορεί μεν να διαλύσει τη μαγεία που εκπέμπει η επιστολή και να περιορίσει την αναδιδόμενη απ΄ αυτήν γοητεία, θα αποκαταστήσει όμως την αλήθεια, όπως ακριβώς θα ήθελε και ο ίδιος ο Μάρκες:
Είναι γεγονός: Μπορεί να διαβάζεις την επιστολή « και να σου κόβεται η ανάσα». Μπορεί να τη διαβάζεις «και να νιώθεις τη ζωή να πετάγεται, πίδακας πορφυρός, και να σε πνίγει ευφρόσυνα στην αγκαλιά της». Μπορεί να «προχωρείς στο κείμενο και να είναι σαν να ανασαίνεις τα μύρα του κόσμου». Αλλά «φευ! Ο τρυφερός χείμαρρος των λέξεων, ο ύμνος στη ζωή, η ωδή στα μικρά μεγαλειώδη τίποτε του καθεμέρα, η αποχαιρετιστήρια λυγμική έξαρση είναι κατασκευή!» (Γιάννης Τριάντης, ‘’Ελευθεροτυπία’’).
Η επιστολή - ποίημα ‘’Μαριονέτα’’, που φέρει την υπογραφή του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, του διάσημου Κολομβιανού συγγραφέα, είναι ένα κείμενο-μαϊμού. Συγγραφέας της είναι ο εγγαστρίμυθος Αμερικανός Τζόνι Γουέλτς, ο οποίος την έγραψε για μια παράστασή του και την περιέλαβε στο βιβλίο του ‘’Αυτά που μου έχει διδάξει η ζωή’’ το 1996. Κάποιοι τη χρέωσαν στο Μάρκες, εν αγνοία του, και τη ‘’διέδωσαν’’ στο Διαδίκτυο.
«Αν για μια στιγμή ο Θεός ξεχνούσε ότι είμαι μια ασήμαντη μαριονέτα και μου χάριζε λίγη ακόμα ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα όσα σκέφτομαι, σίγουρα όμως θα σκεφτόμουν όλα όσα λέω (…)
Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος (…)
Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή… δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μια μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ…».
Είναι μερικά αποσπάσματα από τη ‘’Μαριονέτα’’, μια επιστολή - ποίημα, που αποδόθηκε στον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και που κυκλοφόρησε -ως αποχαιρετιστήρια επιστολή του προς τον κόσμο- στο Διαδίκτυο και στη συνέχεια δημοσιεύτηκε στον Τύπο (και σε μερίδα του τοπικού) και σχολιάστηκε από ραδιοφωνικές εκπομπές σε όλο τον κόσμο.
Επειδή πολλοί από τους αναγνώστες μπορεί να έλαβαν γνώση της επιστολής, επιτρέψτε μου μιαν -‘’αναιδή’’ ίσως γι΄ αρκετούς- παρέμβασή μου, για να επισημάνω ένα στοιχείο, που μπορεί μεν να διαλύσει τη μαγεία που εκπέμπει η επιστολή και να περιορίσει την αναδιδόμενη απ΄ αυτήν γοητεία, θα αποκαταστήσει όμως την αλήθεια, όπως ακριβώς θα ήθελε και ο ίδιος ο Μάρκες:
Είναι γεγονός: Μπορεί να διαβάζεις την επιστολή « και να σου κόβεται η ανάσα». Μπορεί να τη διαβάζεις «και να νιώθεις τη ζωή να πετάγεται, πίδακας πορφυρός, και να σε πνίγει ευφρόσυνα στην αγκαλιά της». Μπορεί να «προχωρείς στο κείμενο και να είναι σαν να ανασαίνεις τα μύρα του κόσμου». Αλλά «φευ! Ο τρυφερός χείμαρρος των λέξεων, ο ύμνος στη ζωή, η ωδή στα μικρά μεγαλειώδη τίποτε του καθεμέρα, η αποχαιρετιστήρια λυγμική έξαρση είναι κατασκευή!» (Γιάννης Τριάντης, ‘’Ελευθεροτυπία’’).
Η επιστολή - ποίημα ‘’Μαριονέτα’’, που φέρει την υπογραφή του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, του διάσημου Κολομβιανού συγγραφέα, είναι ένα κείμενο-μαϊμού. Συγγραφέας της είναι ο εγγαστρίμυθος Αμερικανός Τζόνι Γουέλτς, ο οποίος την έγραψε για μια παράστασή του και την περιέλαβε στο βιβλίο του ‘’Αυτά που μου έχει διδάξει η ζωή’’ το 1996. Κάποιοι τη χρέωσαν στο Μάρκες, εν αγνοία του, και τη ‘’διέδωσαν’’ στο Διαδίκτυο.
Το περιεχόμενο της επιστολής, το οποίο είναι γεμάτο μηνύματα αγάπης για τη ζωή και ‘’σοφές’’ επιθανάτιες συμβουλές, ερμηνεύτηκε με γνώμονα την κλονισμένη υγεία τού συγγραφέα και ενδύθηκε το φωτοστέφανο του αποχαιρετισμού. Αναμεταδόθηκε από τα ΜΜΕ, ώσπου άρχισε να κυκλοφορεί η πρώτη διάψευση από το περιβάλλον του Μάρκες: ο Μάρκες δεν είχε καμία σχέση με την επιστολή. Μάλιστα φέρεται να δήλωσε ότι δεν αξίζει τον κόπο να κάνει επίσημη διάψευση και λυπάται που κάποιοι πίστεψαν ότι έχει υπογράψει ένα τόσο μελοδραματικό κείμενο. Η πρώτη αυτή διάψευση δεν είχε καμία τύχη.
Ακολούθησε και δεύτερη σε πικρόχολο ύφος: «Αυτό που μπορεί να με σκοτώσει τώρα δεν είναι ο καρκίνος αλλά η ντροπή που κάποιοι πίστεψαν ότι θα μπορούσα να γράψω αυτό το κείμενο». «Εγώ δεν είμαι γραμματιζούμενος, ούτε έχω σπουδάσει φιλοσοφία και φιλολογία. Είμαι απλά ένας άνθρωπος που θέλει να εκφράσει αυτό που αισθάνεται. Δεν ξέρω αν το κάνω καλά ή άσχημα, το κάνω πάντως με την καρδιά μου», ήταν η απάντηση του -θιγμένου- αληθινού συγγραφέα της επιστολής, ο οποίος παραδέχτηκε ότι η όλη ιστορία εξασφάλισε δημοσιότητα στο βιβλίο του, που πούλησε πολλά αντίτυπα.
Δικαίως μάλλον οργίζεται και ενίσταται ο Μάρκες. Διότι δε θα μπορούσε ποτέ αυτός να διατυπώσει την όποια ψυχική δοκιμασία του κοινότοπα, χωρίς αυστηρή επεξεργασία, πνοή και δύναμη (‘’θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα’’) ή να τη διατυπώσει με «μεγαλόστομες μεταφορές (‘’θα άφηνα ακάλυπτο στον ήλιο όχι μόνο το σώμα μου αλλά και την ψυχή μου’’) ή με παρηγορητικά λογοπαίγνια (‘’πόσο λάθος κάνουν αυτοί που πιστεύουν ότι παύουν να ερωτεύονται επειδή γερνούν, χωρίς να ξέρουν ότι γερνούν, επειδή παύουν να ερωτεύονται’’) ή με αισθηματολογίες του τύπου ‘’θα πότιζα με τα δάκρυά μου τα τριαντάφυλλα, για να νιώσω τον πόνο των αγκαθιών τους’’» (Αγγ. Στουπάκη, ‘’Καθημερινή’’).
Δικαίως μάλλον οργίζεται και ενίσταται ο Μάρκες. Διότι δε θα μπορούσε ποτέ αυτός να διατυπώσει την όποια ψυχική δοκιμασία του κοινότοπα, χωρίς αυστηρή επεξεργασία, πνοή και δύναμη (‘’θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα’’) ή να τη διατυπώσει με «μεγαλόστομες μεταφορές (‘’θα άφηνα ακάλυπτο στον ήλιο όχι μόνο το σώμα μου αλλά και την ψυχή μου’’) ή με παρηγορητικά λογοπαίγνια (‘’πόσο λάθος κάνουν αυτοί που πιστεύουν ότι παύουν να ερωτεύονται επειδή γερνούν, χωρίς να ξέρουν ότι γερνούν, επειδή παύουν να ερωτεύονται’’) ή με αισθηματολογίες του τύπου ‘’θα πότιζα με τα δάκρυά μου τα τριαντάφυλλα, για να νιώσω τον πόνο των αγκαθιών τους’’» (Αγγ. Στουπάκη, ‘’Καθημερινή’’).
Δε θα μπορούσε ποτέ αυτός να εμφανίζεται «σαν πανικόβλητος στιχοπλόκος, ρομαντικός έφηβος ή δακρυρροών γέρων: ‘’Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ΄ έβλεπα να βγαίνεις από την πόρτα, θα σ΄ αγκάλιαζα και θα σου ΄δινα ένα φιλί και θα φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα’’» (Μ. Κατσουνάκη, ‘’Καθημερινή’’) ή ως μετανοών, που επικαλείται τη θεϊκή παντοδυναμία μπροστά στο φάσμα του τέλους, «αυτός που διαθέτει τόσο έντονη την αίσθηση της ειρωνείας και έχει παραμείνει πεισματικά σταθερός στις αριστερές πολιτικές πεποιθήσεις του».
Ανεξάρτητα από την όποια λογοτεχνική αξία τής επιστολής (ο Αργεντινός συγγραφέας Τομάς Ελόι Μαρτίνες, φίλος του Μάρκες, τη χαρακτήρισε «φτωχή απομίμηση», τη στιγμή που «υπάρχουν τόσες ωραίες πλαστογραφίες έργων ζωγραφικής», την καλλιτεχνική αξία των οποίων αναγνωρίζουν και οι πραγματικοί δημιουργοί τους), ανεξάρτητα ακόμη και από το πόσο ταιριάζει στην εικόνα που έχει ο κόσμος για το διάσημο συγγραφέα, η ανάγνωση της ‘’Μαριονέτας’’ μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έχει γραφεί από έναν άνθρωπο συναισθηματικά ταλαιπωρημένο, που τονίζει ‘’τις απλές αλήθειες της ζωής’’ με μια προσευχή αναμφισβήτητης ψυχικής ευθραυστότητας.
Ανεξάρτητα από την όποια λογοτεχνική αξία τής επιστολής (ο Αργεντινός συγγραφέας Τομάς Ελόι Μαρτίνες, φίλος του Μάρκες, τη χαρακτήρισε «φτωχή απομίμηση», τη στιγμή που «υπάρχουν τόσες ωραίες πλαστογραφίες έργων ζωγραφικής», την καλλιτεχνική αξία των οποίων αναγνωρίζουν και οι πραγματικοί δημιουργοί τους), ανεξάρτητα ακόμη και από το πόσο ταιριάζει στην εικόνα που έχει ο κόσμος για το διάσημο συγγραφέα, η ανάγνωση της ‘’Μαριονέτας’’ μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έχει γραφεί από έναν άνθρωπο συναισθηματικά ταλαιπωρημένο, που τονίζει ‘’τις απλές αλήθειες της ζωής’’ με μια προσευχή αναμφισβήτητης ψυχικής ευθραυστότητας.
Από έναν άνθρωπο όμως, που πιστεύει στη ζωή, που πιστεύει στον άνθρωπο και δε διστάζει να διασχίσει με τον πιο επώδυνο τρόπο την απόσταση που τον χωρίζει από το πεπερασμένο σύμπαν. Γι΄ αυτό και έχω την άποψη ότι το κείμενο είναι υπέροχο, γοητευτικό, ελκυστικό, ότι προκαλεί θαυμασμό και συγκίνηση και ότι, ακόμη και χωρίς τη διάσημη υπογραφή, έχει τη δική του αξία. Έστω και ’’ως στίλβον εμβόλιμον’’.
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία
ΥΓ.: Το Διαδίκτυο λοιπόν έχει και την αρνητική του όψη: μπορεί να διευκολύνει την κυκλοφορία της πληροφορίας, διευκολύνει όμως και την παραπληροφόρηση, γιατί δεν μπορεί κάποιος να διαπιστώσει αμέσως και άμεσα την αυθεντικότητα των πηγών. Η ποιότητα των αποκυημάτων τής φαντασίας οποιουδήποτε επιτήδειου μικρό ρόλο παίζει στην άνετη κυκλοφορία τους.
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία
ΥΓ.: Το Διαδίκτυο λοιπόν έχει και την αρνητική του όψη: μπορεί να διευκολύνει την κυκλοφορία της πληροφορίας, διευκολύνει όμως και την παραπληροφόρηση, γιατί δεν μπορεί κάποιος να διαπιστώσει αμέσως και άμεσα την αυθεντικότητα των πηγών. Η ποιότητα των αποκυημάτων τής φαντασίας οποιουδήποτε επιτήδειου μικρό ρόλο παίζει στην άνετη κυκλοφορία τους.
Νοιώθω τυχερός που είχα δάσκαλο αυτόν τον Άνθρωπο. Μια παρατήρηση μόνο δάσκαλε: Αυτό που ορθώς διόρθωσες με το παραπάνω κείμενο είναι μόνο μία των περιπτώσεων. Κυκλοφορούν στο διαδίκτυο εκατοντάδες παραποιημένα κείμενα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι γνώσεις σου είναι πολύτιμες. Θα έπρεπε η "γνώμη" να σου αναθέσει μια στήλη μπας και ανεβάσει λίγο το επίπεδό της.
Σε ευχαριστώ από καρδιάς για τα όμορφα λόγια σου. Είναι ό,τι το καλύτερο μπορεί να ακούσει ένας δάσκαλος από μαθητή του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια την παρατήρησή σου έχεις δίκιο.
Όσο για το τελευταίο που αναφέρεις, η "Γνώμη" μου έχει κάνει την πρόταση, αλλά ακόμη δεν το έχω αποφασίσει.
Σ.Κ.