Act Business Center

Act Business Center

Τρίτη 17 Ιουνίου 2025

Η Επίδραση της Δυτικής Θεολογίας στον Ελλαδικό Χώρο (19ος–20ός αι.) - Η περίπτωση του Χρήστου Ανδρούτσου

Υπογράφει ο Πρεσβύτερος Παναγιώτης Μποζάνης
Εφημέριος Κορωνούδας και Σεβαστού, MSc Θεολογίας
Στο προηγούμενο άρθρο είχαμε μιλήσει για το πώς η δυτική θεολογία εισήλθε στον Ελλαδικό χώρο, αρχικά μέσω των δυτικών ιεραποστόλων που δίδαξαν στα Επτάνησα, και αργότερα μέσω της Θεολογικής Σχολής των Αθηνών, η οποία ιδρύθηκε με βασιλικό διάταγμα στις 24 Απριλίου 1837 την οποία στελέχωσαν Έλληνες καθηγητές που είχαν σπουδάσει στη Δύση και επηρεάστηκαν έντονα από τη σχολαστική θεολογία. Η σκέψη τους — σχολαστική — επηρέασε καίρια και την εκκλησιολογία τους. Η σχολή οργανώθηκε κατά το πρότυπο των γερμανικών, κυρίως προτεσταντικών πανεπιστημιακών σχολών Θεολογίας, με πιστή αντιγραφή της διαίρεσης σε κλάδους και γνωστικά αντικείμενα διδακτέας ύλης που απαιτούσε ο προτεσταντικός και σχολαστικός επιστημονισμός. Την ίδια ακριβώς οργάνωση ακολούθησε και η ίδρυση δεύτερης θεολογικής σχολής στην Θεσσαλονίκη ένα αιώνα περίπου μετά, το 1941.

Το πόσο διαχωρισμένες ήταν οι Θεολογικές σχολές από την ορθόδοξη εμπειρία και την εκκλησιαστική ζωή διαπιστώνεται από την απουσία ναού εντός της σχολής, όπου οι φοιτητές της θα εκκλησιάζονται και θα διδάσκονται εντός αυτού τα μαθήματα της λειτουργικής-τελετουργικής. Με άλλα λόγια πλήρης αποκοπή από την ίδια την εν Χριστώ ζωή. Η θεολογία δηλαδή αποτελεί ένα γεγονός ατομικής νοησιαρχίας και όχι έκφραση εμπειρίας του ευχαριστιακού σώματος. Εδώ να σημειώσουμε ότι όταν ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος ίδρυσε θεολογική σχολή στα Τίρανα, τον ναό τον τοποθέτησε στο κέντρο του συγκροτήματος — και όχι απλώς σε κάποια πτέρυγα ή στο περιθώριο! — έτσι ώστε οι φοιτητές, οι καθηγητές και το προσωπικό να συμμετέχουν στις ακολουθίες. Για τον Αναστάσιο η θεολογία δεν μπορεί να αποκοπεί από την προσευχή και την εκκλησιαστική εμπειρία. Η χωροταξική θέση του ναού ως «κέντρου» υπογραμμίζει την αρχή ότι η θεολογία γεννιέται πρώτα «εν προσευχή και λατρεία».

Κατά τον 19ο αιώνα, η πλειοψηφία των ιερέων δεν είχε συστηματική εκπαίδευση, ενώ πολλοί γνώριζαν μόνο τα βασικά της ανάγνωσης και γραφής. Την ίδια στιγμή, δυτικοί ιεραπόστολοι, πλήρως καταρτισμένοι, περιόδευαν και κήρυτταν σε όλη τη χώρα. Όσοι Έλληνες κληρικοί διέθεταν κάποια μόρφωση, την είχαν αποκτήσει φοιτώντας «στις σχολές των εγκατεστημένων στην Ελλάδα ξένων Ιεραποστόλων[1]». Επιπλέον, καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ήταν ουσιαστικά ανενεργή. Οι πρώτοι διορισμένοι καθηγητές ήταν τρεις, εκ των οποίων δίδαξαν μόνο οι δύο. Από την ίδρυσή της μέχρι το 1904, υπήρξε μόλις μία ακαδημαϊκή χρονιά κατά την οποία ο αριθμός των αποφοίτων ξεπέρασε τους τρεις! Γι’ αυτό και τις θρησκευτικές ανάγκες του λαού κάλυπταν συχνά δυτικοί μισσιονάριοι, «διοριζόμενοι μάλιστα καὶ ὑπ’ αὐτῆς τῆς Κυβερνήσεως διδάσκαλοι τῶν θρησκευτικῶν ἐν ταῖς ἑλληνικαῖς σχολαῖς[2]».

Επιπλέον, καθοριστικό πλήγμα για την Ορθόδοξη Παράδοση αποτέλεσε ο συστηματικός διωγμός του μοναχισμού, ο οποίος αποτελεί τη ραχοκοκαλιά και την πνευματική πρωτοπορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι μοναχοί ήταν πάντοτε οι φορείς της ζωντανής και ανόθευτης Παράδοσης. Δεν ήταν λοιπόν τυχαίος ο πόλεμος που δέχτηκαν. Όπως χαρακτηριστικά μαρτυρείται, «οι Βαυαροί του Όθωνα έκλεισαν από τα πεντακόσια τότε μοναστήρια τα τετρακόσια είκοσι πέντε, συνοδεύοντας την ενέργεια αυτή με εκστρατεία δυσφήμισης και συκοφάντησης του μοναχικού βίου[3]».

Τομή στη θεολογική σχολή Αθηνών υπήρξε ο διορισμός ως καθηγητή του Χρήστου Ανδρούτσου (1865-1935). Υπήρξε απόφοιτος της θεολογικής σχολής της Χάλκης, πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία και αναγορεύτηκε διδάκτορ φιλοσοφίας στη Λειψία. Το 1912 διορίστηκε τακτικός καθηγητής της Δογματικής στη θεολογική σχολή της Αθήνας. Ο εκδυτικισμός της θεολογικής του σκέψης φαίνεται στην "Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας" που συνέγραψε. Σε αυτό το έργο διακρίνεται η απολυτοποιημένη νοησιαρχία, ο αποκλεισμός της εμπειρικής μαρτυρίας και η δικανική νοοτροπία. Για τον Ανδρούτσο λοιπόν, «Ἡ Ἐκκλησία καλείται τὸ ἱερὸν καθίδρυμα, τὸ ἱδρυθὲν ὑπὸ τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου τοῦ Θεοῦ ἐπὶ σωτηρίᾳ καὶ ἁγιασμῷ τῶν ἀνθρώπων, καὶ φέρον τὸ θεῖον κύρος καὶ τὴν αὐθεντίαν αὐτοῦ, ἀποτελούμενον δὲ ἐξ ἀνθρώπων τὴν πίστιν ἐχόντων καὶ τῶν μυστηρίων κοινωνούντων, διοικουμένων δὲ ὑπὸ ἱεραρχίας ἀναγομένης εἰς τὸν Κύριον[4].» Δηλαδή, η Εκκλησία είναι θείο καθίδρυμα, όπως τονίζει η συγκεντρωτική ιεροκρατική δομή του Παπισμού που ήλθε στην ύπαρξη μέσω της ενανθρώπησης του Υιού του Θεού και της αποστολής του Αγίου Πνεύματος. Ο ορισμός αυτός παραβλέπει την αγιοπνευματική, χαρισματική και εσχατολογική φύση της Εκκλησίας, όπως τη βίωσαν και θεολόγησαν οι Πατέρες και οι άγιοι της Ορθόδοξης Παραδόσεως, και την βλέπει ως εξωτερικό θεσμό. Απουσιάζει η αλήθεια οτι η Εκκλησίας είναι «σῶμα Χριστοῦ». Αυτό όμως είναι σχολαστική–ρωμαιοκαθολική επιρροή, που προσεγγίζει την Εκκλησία οντολογικά-μεταφυσικά ή θεσμικά. Η εκκλησία όμως είναι τρόπος υπάρξεως εν κοινωνία προσώπων, όχι συσσωμάτωση ατόμων υπό κοινή διοίκηση ή πίστη.Εδώ ας σημειώσουμε ο,τι στην αρχαιότερη εκκλησιαστική παράδοση δεν υπήρξε ποτέ προσπάθεια για συστηματική επεξεργασία και διατύπωση ορισμού της Εκκλησίας, αλλά μόνο περιγραφή της και παρουσίαση της με παραβολές και εικόνες[5].

Η επίδραση του από την σχολαστική θεολογία διαπιστώνεται και απο την αρίθμηση των μυστηρίων ως επτά. Κατά τον Ανδρούτσο τα μυστήρια «είναι θεοσύσταται τελεταί εμφαίνουσαι άμα και μεταδίδουσαι την αόρατον χάριν».[6] Παραθέτει μόλις δύο μαρτυρίες, «απελπιστικά ισχνές» σύμφωνα με τον Νικόλαο Ματσούκα[7]. Όταν αναφέρεται στο μυστήριο του βαπτίσματος διαπιστώνει κανείς τις σχολαστικές έννοιες «δικαίωση, ενοχή, ποινή». Η περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης[8] (satisfactio Dei ) θεολογία του Ανσέλμου Καντερβουρίας είναι εμφανείς στον Ανδρούτσο.Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ανδρούτσος :«η δε ενέργεια του βαπτίσματος είναι οία και η της δικαιώσεως, αφ’ ου το όργανον, δι’ ου μεταλαμβάνομεν της δικαιούσης χάριτος, είνε το βάπτισμα. Και λοιπόν το βάπτισμα ενεργεί διττώς, αρνητικώς μεν απαλείφει από του βαπτιζομένου την αρχέγονον και τας προσωπικάς αμαρτίας, ου μόνον αίρον την ενοχήν και τας ποινάς»[9]. Στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας ο Ανδρούτσος αναφέρει ο,τι αυτό έχει έχει διπλή όψη, είναι δηλαδή και μυστήριο και θυσία. Επηρεασμένος όμως απο τον σχολαστικισμό, προχωρεί στην υποδιαίρεση της μυστηριακής όψης, πρώτον στην ουσία του μυστηρίου και δεύτερον στην τελείωση και στη μετάδοση αυτής[10]. Η ορθόδοξη εκκλησία πάντα τονίζει τον θεραπευτικό χαρακτήρα του μυστηρίου της εξομολόγησης.Η Εκκλησία δεν είναι ένας χώρος για τους ήδη αγίους ή ηθικά άμεμπτους· είναι ένα πνευματικό θεραπευτήριο, ένα νοσοκομείο της ψυχής, στο οποίο προσέρχονται οι άνθρωποι όχι επειδή είναι υγιείς, αλλά επειδή είναι τραυματισμένοι από την αμαρτία και αναζητούν ίαση και ανακαίνιση. Η αμαρτία είναι υπαρξιακό τραύμα, πληγή στην καρδιά και στο νου του ανθρώπου, που θολώνει τη θέα προς τον Θεό και διαταράσσει τη σχέση με τον εαυτό του και τον πλησίον.Οι ιερείς, ως πνευματικοί ιατροί, δεν είναι δικαστές ή τιμωροί, αλλά λειτουργοί του ελέους του Θεού. Δεδομένου ότι, κατά την πατερική φράση, «οὐδεὶς ἀναμάρτητος», όλοι μας είμαστε πνευματικά ασθενείς[11]· άρα όλοι έχουμε ανάγκη της Εκκλησίας ως θεραπευτηρίου και της θείας χάριτος ως ζωοποιού δύναμης. Στο μυστήριο της Μετάνοιας - Εξομολόγησης πραγματοποιείται ένα θαύμα, γιατί καθώς ο πιστός εξαγορεύει τα αμαρτήματά του, ο ιερεύς - εξομολόγος επικαλείται τη θεία χάρη για να τον φωτίσει και να προσφέρει τα απαραίτητα φάρμακα στην πληγωμένη ψυχή. Ετσι, γίνεται αντιληπτό ότι ακόμη και τα επιτίμια έχουν φιλεύσπλαχνο-ιαματικό χαρακτήρα

Στο μυστήριο της Μετάνοιας και της Εξομολόγησης τελείται ένα βαθύτατο πνευματικό θαύμα. Ο πιστός, ομολογώντας με ειλικρίνεια τις αμαρτίες του, παραδίδει την πληγωμένη του ψυχή στη φροντίδα της Εκκλησίας, και ο ιερέας – ως πνευματικός οδηγός – επικαλείται τη χάρη του Θεού για να του προσφέρει τα κατάλληλα «φάρμακα» για την ίαση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ακόμη και τα επιτίμια δεν έχουν τιμωρητικό χαρακτήρα, αλλά είναι εκφράσεις αγάπης και φιλανθρωπίας, που στοχεύουν στη θεραπεία και όχι στην εξόντωση του ανθρώπου.

Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι στη Δογματική διδασκαλία του Χρήστου Ανδρούτσου, απουσιάζει αυτή η βασική και πατερικά θεμελιωμένη οπτική της Εκκλησίας ως θεραπευτηρίου ψυχών. Στη θέση της, εντοπίζονται έντονες σχολαστικές επιρροές, κυρίως από τη θεωρία της “satisfactio dei” του Ανσέλμου Καντέρμπουρυ. Σύμφωνα με την αιρετική αυτή αντίληψη, η πτώση του ανθρώπου προσέβαλε τη θεία δικαιοσύνη σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Θεός απαιτούσε ικανοποίηση· εφόσον ο άνθρωπος δεν μπορούσε να την προσφέρει επαρκώς, κρίθηκε απαραίτητο να προσφερθεί ο ίδιος ο Χριστός ως θυσία, για να κατευναστεί ο “θυμωμένος” Θεός.

Η θεωρία αυτή οδηγεί στην παρουσίαση ενός Θεού σκληρού, αυστηρού τιμωρού[12], ο οποίος ζητά ανταλλάγματα και αποκαθίσταται μόνο μέσω δικανικών πράξεων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο καθηγητής Ανδρούτσος ερμηνεύει τη μετάνοια[13] και τα επιτίμια με νομικιστικό και ποινικό τρόπο, παραγνωρίζοντας τον θεραπευτικό χαρακτήρα της Ορθόδοξης παράδοσης, όπως αυτός διατυπώνεται με συνέπεια από τους Πατέρες της Εκκλησίας. Πρόκειται για μια σημαντική παρέκκλιση, που αλλοιώνει τη θεολογική αλήθεια και οδηγεί σε μία αποξενωμένη και αλλοτριωμένη πρόσληψη του που αλλοιώνει τη θεολογική αλήθεια και οδηγεί σε μία αποξενωμένη και αλλοτριωμένη πρόσληψη του μυστηρίου.

Επιπλέον, την ίδια περίοδο-αρχές 20ου αιώνα- παρατηρείται η εμφάνιση και η έντονη δραστηριότητα των θρησκευτικών οργανώσεων, οι οποίες δημιουργήθηκαν κατά μίμηση αντίστοιχων οργανώσεων της Δύσης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διάδοση μιας νοοτροπίας ξένης προς το ορθόδοξο εκκλησιαστικό ήθος. Όπως έχει επισημανθεί, οι οργανώσεις αυτές απομακρύνθηκαν από τη ζωή του ναού και μετέφεραν τη δράση τους σε ιδιωτικές αίθουσες. Έδωσαν μεγάλη έμφαση στο κήρυγμα και στα χριστιανικά τραγούδια, υποβαθμίζοντας έτσι την αξία της ορθόδοξης λατρείας. Παράλληλα, πρόβαλαν υπερβολικά την Αγία Γραφή, κατά τα πρότυπα των προτεσταντών ,μειώνοντας τη σημασία της Παράδοσης και των Πατέρων της Εκκλησίας. Επιπλέον, προώθησαν ως εναλλακτικό πρότυπο του ορθόδοξου μοναχισμού, τους λαϊκούς άγαμους που ζούσαν μέσα στον κόσμο. Δεν δίστασαν μάλιστα να συκοφαντήσουν και να πολεμήσουν τον μοναχισμό. Τέλος, αμφισβήτησαν τον ρόλο και την ευθύνη των επισκόπων σε ό,τι αφορά την πνευματική καθοδήγηση της Εκκλησίας και υποστήριξαν την ιδέα μιας γενικευμένης «ιερωσύνης του λαού», παραποιώντας έτσι την ορθόδοξη εκκλησιολογία.[14]

Συνοψίζοντας τα ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι από τον 19ο αιώνα έως και τα μέσα του 20ού, η πανεπιστημιακή θεολογία παρουσίαζε σε μεγάλο βαθμό έναν χαρακτήρα αποκομμένο από τον ησυχαστικό βίωμα, τη μοναστική παράδοση και, γενικότερα, τη μυστηριακή και πνευματική ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αντί να αποτελεί καρπό εσωτερικής εμπειρίας και άσκησης, όπως συνέβαινε κατά την περίοδο του Βυζαντίου, όταν οι θεολόγοι προέρχονταν τόσο από τον χώρο των μοναστηριών όσο και από εκείνον των πανεπιστημίων, η θεολογία αυτή μετατράπηκε σε ένα κατά βάση ακαδημαϊκό και διανοητικό εγχείρημα. Έτσι, απομακρύνθηκε από τη ζώσα παράδοση της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα να στερείται συχνά της μυσταγωγικής και βιωματικής διάστασης που χαρακτηρίζει αυθεντικά την ορθόδοξη θεολογική σκέψη.

Στο παρόν άρθρο επιχείρησα να αναδείξω τον τρόπο με τον οποίο η Ορθόδοξη Θεολογία, ιδίως από τον 19ο αιώνα και εξής, διήλθε έναν κρίσιμο πειρασμό: μια μορφή θεολογικής αιχμαλωσίας, κατά την οποία υιοθέτησε γλωσσικά σχήματα και εννοιολογικά περιεχόμενα ξένα προς την ίδια την ορθόδοξη παράδοση και εκκλησιαστική εμπειρία. Κατά την περίοδο αυτή, η πατερική θεολογία παραμερίστηκε , καθώς το θεολογικό έργο διαμορφωνόταν υπό την επίδραση εξωτερικών προτύπων και μεθοδολογιών – κυρίως δυτικής προέλευσης – που δεν είχαν ως βάση την ασκητική και μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Το αποτέλεσμα ήταν η σταδιακή απομάκρυνση από τη ζώσα Παράδοση και η διαμόρφωση μιας θεολογίας περισσότερο θεωρητικής και ακαδημαϊκής, παρά εμπειρικής και πνευματικής, όπως την εξέφρασαν οι Πατέρες της Εκκλησίας.

Στο επόμενο άρθρο θα ασχοληθούμε με την Δογματική του Παναγιώτη Τρεμπέλα.

[1] Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τόμ. Α΄, Ἀθῆναι: Παπαδημητρίου, 1920, σ. 326.

[2] Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τόμ. Α΄, Ἀθῆναι: Παπαδημητρίου, 1920, σ. 331

[3] Θεοδώρου Ζήση (Πρωτοπρ.), Επόμενοι τοις Θείοις Πατράσι, Αρχές και κριτήρια της Πατερικής Θεολογίας, έκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1997 σ.109

[4] Χρήστος Ανδρούτσος Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Αθήνα: Αδελφότης Θεολόγων «Η Ζωή», 1956, σ..262.

[5] Ιωάννης Καρμίρης Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, Αθήνα 1973, σ. 106.

[6] Χρήστου Ανδρούτσου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, σ. 295.

[7] Νικόλαος Ματσούκας Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Β΄, Θεσσαλονίκη: Π. Πουρναράς, 1986, σ. 77.

[8] Σύμφωνα με αυτήν ο Χριστός, ως Θεάνθρωπος, πλήρωσε τον “ορφανό δίκαιο λογαριασμό” προς τον Θεό, επειδή κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το άπειρο της προσβολής της θείας τιμής που προξένησε το προπατορικό αμάρτημα. Η θεωρία αυτή παρουσιάζει έναν Θεό τιμωρό, προσβεβλημένο, ο οποίος ζητά ικανοποίηση, επανόρθωση, πληρωμή του τιμήματος.

Βλέπε και Anselm of Canterbury, Cur Deus Homo, μεταγλωττ. S.N. Deane, Chicago: Open Court, 1962 (ή στην ελληνική βιβλιογραφία ως: «Περί του διατί ο Θεός έγινε άνθρωπος»).

[9] Χρήστου Ανδρούτσου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, σ. 320.

[10] Χρήστου Ανδρούτσου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, σ. 344-345

[11] Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου,, έκδ. Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 7

[12] Δημήτριος Ι. Τσελεγγίδης Ορθόδοξη Θεολογία και Ζωή: Μελέτες Συστηματικής Θεολογίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 235

[13] Χρήστου Ανδρούτσου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, σ. 384-385

[14] Θεοδώρου Ζήση (Πρωτοπρ.), Επόμενοι τοις Θείοις Πατράσι, Αρχές και κριτήρια της Πατερικής Θεολογίας, έκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 110-111.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.

Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.

Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.