Το πρωί τελέστηκε στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των Ελλήνων του Πόντου, θυμάτων της Οθωμανικής κατοχής και ακολούθησε η εκφώνηση της ομιλίας μνήμης από τον Χαράλαμπο Σιμιτσή, Διευθυντή 7ου Δημοτικού Σχολείου Κιλκίς. Ακολούθως τελέστηκε επιμνημόσυνη δέηση στην Πλατεία Ειρήνης του Κιλκίς μπροστά από το μνημείο του Ποντιακού Ελληνισμού, κατάθεση στεφάνων, τηρήθηκε σιγή ενός λεπτού και η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με την ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου.
Στεφάνια κατέθεσαν ο Αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, βουλευτής Κιλκίς της ΝΔ Γεώργιος Γεωργαντάς, ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ Στέφανος Παραστατίδης, ο εκπρόσωπος του Ανώτερου Διοικητή Φρουράς Νέας Σάντας Κιλκίς Συνταγματάρχης Ευάγγελος Σεφερίδης, ο Δήμαρχος Κιλκίς Δημήτριος Κυριακίδης, ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Κιλκίς Ιωάννης Χατζηαποστόλου, η πρόεδρος της Δημοτικής Κοινότητας Κιλκίς Φεβρωνία Ιωαννίδου, εκ μέρους του Δημάρχου Παιονίας ο δημοτικός σύμβουλος Νικόλαος Παυλίδης, ο Διοικητής Πυροσβεστικών Υπηρεσιών ν. Κιλκίς πύραρχος Χρήστος Γκαντίδης, ο αστυνομικός διευθυντής ν. Κιλκίς Δημήτριος Ντέντας, εκ μέρους του Αντιπεριφερειάρχη Π.Ε. Κιλκίς, ο πρόεδρος της Ένωσης Αποστράτων Αξιωματικών Ν. Κιλκίς υποστράτηγος ε.α. Σπυρίδων Τσερτσίδης, για τον «Σύνδεσμο Εφέδρων Αξιωματικών Κιλκίς», ο Αντιπρόεδρος του, Αδάμ Χριστοδουλίδης , για την «Ένωση Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης», ο Πρόεδρος της, Χαράλαμπος Παπαδόπουλος, για την Ένωση Στρατιωτικών Περιφερειακής Ενότητας Κιλκίς ο Πρόεδρος, Ανθυπασπιστής Πεζικού Ιωάννης Σφήνας, ο πρόεδρος της ΔΕΕΠ ΝΔ ν. Κιλκίς Μηνάς Παπαδόπουλος, για τον «ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ» Κιλκίς η εκπρόσωπος του Παναγίτσα Μιχαήλου, για την «Ελληνική Λύση» Κιλκίς η εκπρόσωπος της, Παρθένα Σαββίδου, για την «Νίκη» Κιλκίς η εκπρόσωπος της Χριστίνα Χρυσοχοΐδου, για την Παμποντιακή Ομοσπονδία Ελλάδος ο Εκπρόσωπος και Γραμματέας του ΣΠΟΣ Κεντρικής Μακεδονίας και Θεσσαλίας, Αθανάσιος Σεφερίδης, για την Ένωση Ποντίων Νομού Κιλκίς ¨Οι Αργοναύτες¨ ο Πρόεδρος της Παναγιώτης Δαμιανίδης, για τον «Ερυθρό Σταυρό Κιλκίς», η εκπρόσωπος του Σταυρούλα Νιζάμη, για τον «Σύλλογο Συνταξιούχων Δημοσίων Υπαλλήλων» Κιλκίς, ο Αντιπρόεδρος, Βασίλειος Τσαχουρίδης και η πρόεδρος του Συλλόγου Καρκινοπαθών Κιλκίς και Παιονίας Άγιος Ευγένιος ο Τραπεζούντιος Γεωργία Κολεσιώτου.
Στην εκδήλωση παρέστησαν επίσης, ο Αντιδήμαρχος Πολιτισμού και Τουρισμού Δήμου Κιλκίς Θεμιστοκλής Κοσμίδης, ο περιφερειακός σύμβουλος Σταμάτης Παπουλίδης και αντιπροσωπείες ποντιακών πολιτιστικών συλλόγων και σωματείων από το ν. Κιλκίς και συγκεκριμένα από την Ενωση Ποντίων Ν. Κιλκίς “Οι Αργοναύτες”, το Σύλλογο Ποντίων Χέρσου, τον Πολιτιστικό Σύλλογο Κ. Ποταμιάς και τον Ποντιακό Πολιτιστικό Σύλλογο Χωρυγίου.
Ομιλία εκπαιδευτικού Χαράλαμπου Σιμιτζή για τη Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου
Η 19η Μαΐου αποτελεί μια σημαντική επέτειο για ολόκληρο τον ελληνισμό. Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, όπως αυτή καθιερώθηκε το 1994 με ομόφωνη απόφαση της Βουλής των Ελλήνων.
Φέτος συμπληρώνονται 106 χρόνια από τη 19η Μαΐου του 1919, την ημέρα δηλαδή, που τέθηκε σε εφαρμογή από τον Μουσταφά Κεμάλ, το σχέδιο για την τελειωτική εξόντωση των Ελλήνων σε όλο τον Πόντο, σε μια ατέλειωτη πορεία θανάτου, ένα «Άσβουιτς εν ροή», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής Πολυχρόνης Ενεπεκίδης.
Είναι η δεύτερη σε χρονολογική σειρά γενοκτονία του 20ου αιώνα, η οποία έλαβε χώρα μετά την αρμενική. Η ποντιακή γενοκτονία συνιστά μια από τις πιο θλιβερές στιγμές της ανθρώπινης ιστορίας, καθώς οδήγησε στον ξεριζωμό από τις πατρογονικές του εστίες ένα κομμάτι του Ελληνισμού που πάλευε για την επιβίωση του για χιλιάδες χρόνια και το οποίο πραγματοποίησε τη δική του αξιόλογη πορεία, παράλληλη με αυτή των υπολοίπων Ελλήνων.
Αυτό που συνέβη δεν ήταν απλώς μια ανθρώπινη τραγωδία. Ήταν γενοκτονία, κατά τον ορισμό του διεθνούς δικαίου. Ήταν η συστηματική προσπάθεια αφανισμού ενός λαού, μιας γλώσσας, ενός πολιτισμού. Και σε αυτή την πράξη βαρβαρότητας δεν υπήρξε ούτε ηθική, ούτε δίκαιο. Ο Ραφαήλ Λέμκιν, ο νομικός που διατύπωσε για πρώτη φορά τον όρο γενοκτονία το 1944, αναφέρθηκε ειδικά στους Έλληνες του Πόντου και της Μικράς Ασίας ως χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, οι Τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους, για να εξολοθρεύσουν τους Έλληνες του Πόντου, το εκλεκτό τμήμα του ελληνισμού που ζούσε στο βόρειο τμήμα της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του Πόντου.
Ο Ποντιακός Ελληνισμός, με ρίζες τριών χιλιετιών, υπήρξε υπόδειγμα πολιτισμού, εμπορικής δραστηριότητας και πνευματικής άνθησης. Από τη Σινώπη και την Τραπεζούντα, μέχρι τη Σαμψούντα και την Αμισό, άνθισε ένας ελληνικός κόσμος, με σχολεία, μονές, βιβλιοθήκες και ισχυρή ορθόδοξη παράδοση.
Οι Έλληνες του Πόντου, μολονότι αποτελούσαν το 40% του πληθυσμού, είχαν καταφέρει να κυριαρχήσουν στην οικονομική ζωή της περιοχής. Η οικονομική τους ανάκαμψη συνδυάστηκε με τη δημογραφική και πνευματική τους άνοδο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα άγγιζαν πλέον τις 700.000. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1.400, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία, οι Έλληνες του Πόντου διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό πνευματικό τους επίπεδο.
Ωστόσο, κατά την περίοδο 1914–1923, αυτός ο κόσμος στοχοποιήθηκε. Το Οθωμανικό και μετέπειτα κεμαλικό καθεστώς εφάρμοσαν ένα οργανωμένο, συστηματικό σχέδιο γενοκτονίας: διώξεις, εκτοπισμοί, βιασμοί, βασανιστήρια, καταναγκαστικά έργα, πορείες θανάτου. Ο τελικός στόχος ήταν η πλήρης εξαφάνιση του ελληνικού πληθυσμού από την περιοχή.
Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμσούντα, ως απεσταλμένος του Σουλτάνου, με τη φαινομενική αποστολή να επιβάλει την τάξη. Αναθέτει στον έμπιστό του, τον αιμοδιψή Τοπάλ Οσμάν να «καθαρίσει το πρόβλημα που ονομάζεται ελληνισμός του Πόντου», λέγοντάς του, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, «Το αφήνω στα έμπιστα χέρια σου». Στο εξής, ο Τοπάλ Οσμάν ουσιαστικά λειτούργησε ως το μακρύ αιματοβαμμένο χέρι του κεμαλικού κινήματος στον Πόντο. Σύμφωνα με αμερικανικές μαρτυρίες της εποχής οι θηριωδίες ήταν καθημερινές και απροκάλυπτες. Η συμμορία του Τοπάλ Οσμάν «εισβάλλει στα σπίτια αιφνιδίως, αρπάζει από τα χέρια των μητέρων τα παιδιά και πολλές φορές τους πυροβολεί κατευθείαν». Αυτή η «επιχείρηση εξόντωσης» διήρκησε έως το 1923, και μετά την ήττα των Ελλήνων στην Μικρασία έως και την ανταλλαγή των πληθυσμών. Τάγματα του τακτικού κεμαλικού στρατού, σε συνεργασία με τους παρακρατικούς του Οσμάν, κατέκαψαν και λεηλάτησαν τον δυτικό και κεντρικό Πόντο
Δεν πρέπει να λησμονούμε βέβαια ότι οι Τούρκοι, με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους», προέβησαν στον εκτοπισμό ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού πληθυσμού στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, μέσω των λεγομένων «Ταγμάτων Εργασίας» («Αμελέ Ταμπουρού»). Στα «Τάγματα Εργασίας» υποχρεώθηκαν να εργαστούν σε καταναγκαστικά έργα άνδρες ηλικίας 18–50 ετών, υπό άθλιες συνθήκες, με αποτέλεσμα να υπάρξουν χιλιάδες θύματα από κακουχίες, πείνα, αρρώστιες και βασανιστήρια.
Οι διωγμοί και τα εγκλήματα των Τούρκων, οδήγησαν τους Έλληνες του Πόντου να πάρουν τα βουνά, οργανώνοντας ένοπλα αντάρτικα σώματα κατά του οργανωμένου εχθρού. Η αντίσταση των Ποντίων υπήρξε ηρωική και πολυδιάστατη. Σήμερα θεωρείται βέβαιο, πως εάν δεν υπήρχε η ένοπλη αντίσταση - κυρίως στον Δυτικό Πόντο - ο αριθμός των θυμάτων θα ήταν ακόμη μεγαλύτερος.
Εκτιμάται ότι περίπου 353.000 Πόντιοι Έλληνες εξοντώθηκαν από το Κεμαλικό καθεστώς. Δολοφονήθηκαν ή πέθαναν κατά τη διάρκεια των «πορειών θανάτου» προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας ή την έρημο της Συρίας. Όσοι επέζησαν, ξεριζώθηκαν, αφήνοντας πίσω τους χώματα ιερά, εκκλησιές, σπίτια και μνήμες.
Ο Ποντιακός Ελληνισμός, παρά τον πόνο και το βίαιο ξεριζωμό, δεν εξαφανίστηκε. Οι επιζώντες κατέφυγαν στον Άνω Πόντο (στην πρώην Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών) και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, εγκαταστάθηκαν στη μητέρα πατρίδα, την Ελλάδα, και ρίζωσαν ξανά. Μετέφεραν εδώ τον πολιτισμό τους, τη λεβεντιά τους, τα ήθη και τα έθιμά τους, την ποντιακή λύρα και τον χορό σέρρα, που σήμερα είναι ζωντανά κομμάτια της εθνικής μας ταυτότητας.
Η 19η Μαΐου δεν αποτελεί μόνο μια υπενθύμιση ενός ιστορικού εγκλήματος. Είναι ταυτόχρονα ένα κάλεσμα για ιστορική δικαίωση. Η Ελλάδα, ως μέλος της διεθνούς κοινότητας, καταβάλει συνεχείς προσπάθειες για την αναγνώριση του εγκλήματος σε διεθνές επίπεδο, διεκδικώντας δικαιοσύνη για τους προγόνους μας και για τις μελλοντικές γενιές. Η διεθνής κοινότητα έχει υποχρέωση να αναγνωρίσει τη γενοκτονία, προκειμένου να διασφαλιστεί η ιστορική αλήθεια και να αποτραπεί η επανάληψη τέτοιων εγκλημάτων στο μέλλον. Τα γεγονότα αυτά αναγνωρίζονται επισήμως ως γενοκτονία από το ελληνικό κράτος, την Κύπρο, την Αρμενία, την Σουηδία, ορισμένες ομοσπονδιακές δημοκρατίες της Ρωσίας, την Σερβία, οκτώ πολιτείες των ΗΠΑ και την Αυστραλία αλλά και από διεθνείς οργανισμούς όπως η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών.
Η ιστορική μνήμη δεν είναι εργαλείο εκδίκησης. Είναι μέσο γνώσης, συνείδησης και πρόληψης. Θυμόμαστε, όχι για να διαιωνίσουμε το μίσος, αλλά για να διαφυλάξουμε την αλήθεια, να εμπνεύσουμε τις επόμενες γενιές, να διασφαλίσουμε πως η Ιστορία δεν θα επαναληφθεί με την ίδια τραγική μορφή.
Σήμερα, 106 χρόνια μετά την έναρξη των διωγμών, η μνήμη των θυμάτων παραμένει ζωντανή. Η αναγνώριση της Γενοκτονίας δεν είναι μόνο ηθική υποχρέωση, αλλά και πολιτική πράξη που ενισχύει τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η Γενοκτονία των Ποντίων αποτελεί μια από τις πιο τραγικές στιγμές της ιστορίας μας. Όμως, μέσα από τον πόνο και την καταστροφή, αναδύεται η δύναμη της αντίστασης, της επιβίωσης και της πολιτιστικής αναγέννησης. Ας τιμήσουμε τη μνήμη των θυμάτων, ας αναγνωρίσουμε την ιστορική αλήθεια και ας δεσμευτούμε να διαφυλάξουμε την κληρονομιά του Ποντιακού Ελληνισμού για τις επόμενες γενιές. Γιατί η μνήμη δεν είναι παρελθόν, η μνήμη είναι η πυξίδα του μέλλοντος.
Ας κρατήσουμε λοιπόν τη μνήμη ζωντανή.
Ας την τιμούμε με σεβασμό, με αλήθεια, με ενότητα.
Και ας δεσμευτούμε ότι δεν θα επιτρέψουμε στη λήθη να διαγράψει την ιστορική πραγματικότητα.
Κλείνω με τα λόγια ενός πρόσφυγα του Πόντου, καθώς ξεριζωνόταν από τις πατρογονικές εστίες:
«Επήεν να δεαβαίν’ ο νους ιμ’.
Εκλίστα κά’ κι εφίλεσα τό χώμαν καί τα χορτάρεα.
Εσ’κώθα έφυγα και οπίσ’ άλλο ‘κι ετέρεσα.
Τά δάκρεα μ’ ετσουρώθαν και η καρδία μ’ πολλά αιματώθεν.»
Αιωνία η μνήμη των θυμάτων της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού.
Σας ευχαριστώ.
Η 19η Μαΐου αποτελεί μια σημαντική επέτειο για ολόκληρο τον ελληνισμό. Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, όπως αυτή καθιερώθηκε το 1994 με ομόφωνη απόφαση της Βουλής των Ελλήνων.
Φέτος συμπληρώνονται 106 χρόνια από τη 19η Μαΐου του 1919, την ημέρα δηλαδή, που τέθηκε σε εφαρμογή από τον Μουσταφά Κεμάλ, το σχέδιο για την τελειωτική εξόντωση των Ελλήνων σε όλο τον Πόντο, σε μια ατέλειωτη πορεία θανάτου, ένα «Άσβουιτς εν ροή», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής Πολυχρόνης Ενεπεκίδης.
Είναι η δεύτερη σε χρονολογική σειρά γενοκτονία του 20ου αιώνα, η οποία έλαβε χώρα μετά την αρμενική. Η ποντιακή γενοκτονία συνιστά μια από τις πιο θλιβερές στιγμές της ανθρώπινης ιστορίας, καθώς οδήγησε στον ξεριζωμό από τις πατρογονικές του εστίες ένα κομμάτι του Ελληνισμού που πάλευε για την επιβίωση του για χιλιάδες χρόνια και το οποίο πραγματοποίησε τη δική του αξιόλογη πορεία, παράλληλη με αυτή των υπολοίπων Ελλήνων.
Αυτό που συνέβη δεν ήταν απλώς μια ανθρώπινη τραγωδία. Ήταν γενοκτονία, κατά τον ορισμό του διεθνούς δικαίου. Ήταν η συστηματική προσπάθεια αφανισμού ενός λαού, μιας γλώσσας, ενός πολιτισμού. Και σε αυτή την πράξη βαρβαρότητας δεν υπήρξε ούτε ηθική, ούτε δίκαιο. Ο Ραφαήλ Λέμκιν, ο νομικός που διατύπωσε για πρώτη φορά τον όρο γενοκτονία το 1944, αναφέρθηκε ειδικά στους Έλληνες του Πόντου και της Μικράς Ασίας ως χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, οι Τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους, για να εξολοθρεύσουν τους Έλληνες του Πόντου, το εκλεκτό τμήμα του ελληνισμού που ζούσε στο βόρειο τμήμα της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του Πόντου.
Ο Ποντιακός Ελληνισμός, με ρίζες τριών χιλιετιών, υπήρξε υπόδειγμα πολιτισμού, εμπορικής δραστηριότητας και πνευματικής άνθησης. Από τη Σινώπη και την Τραπεζούντα, μέχρι τη Σαμψούντα και την Αμισό, άνθισε ένας ελληνικός κόσμος, με σχολεία, μονές, βιβλιοθήκες και ισχυρή ορθόδοξη παράδοση.
Οι Έλληνες του Πόντου, μολονότι αποτελούσαν το 40% του πληθυσμού, είχαν καταφέρει να κυριαρχήσουν στην οικονομική ζωή της περιοχής. Η οικονομική τους ανάκαμψη συνδυάστηκε με τη δημογραφική και πνευματική τους άνοδο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα άγγιζαν πλέον τις 700.000. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1.400, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία, οι Έλληνες του Πόντου διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό πνευματικό τους επίπεδο.
Ωστόσο, κατά την περίοδο 1914–1923, αυτός ο κόσμος στοχοποιήθηκε. Το Οθωμανικό και μετέπειτα κεμαλικό καθεστώς εφάρμοσαν ένα οργανωμένο, συστηματικό σχέδιο γενοκτονίας: διώξεις, εκτοπισμοί, βιασμοί, βασανιστήρια, καταναγκαστικά έργα, πορείες θανάτου. Ο τελικός στόχος ήταν η πλήρης εξαφάνιση του ελληνικού πληθυσμού από την περιοχή.
Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμσούντα, ως απεσταλμένος του Σουλτάνου, με τη φαινομενική αποστολή να επιβάλει την τάξη. Αναθέτει στον έμπιστό του, τον αιμοδιψή Τοπάλ Οσμάν να «καθαρίσει το πρόβλημα που ονομάζεται ελληνισμός του Πόντου», λέγοντάς του, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, «Το αφήνω στα έμπιστα χέρια σου». Στο εξής, ο Τοπάλ Οσμάν ουσιαστικά λειτούργησε ως το μακρύ αιματοβαμμένο χέρι του κεμαλικού κινήματος στον Πόντο. Σύμφωνα με αμερικανικές μαρτυρίες της εποχής οι θηριωδίες ήταν καθημερινές και απροκάλυπτες. Η συμμορία του Τοπάλ Οσμάν «εισβάλλει στα σπίτια αιφνιδίως, αρπάζει από τα χέρια των μητέρων τα παιδιά και πολλές φορές τους πυροβολεί κατευθείαν». Αυτή η «επιχείρηση εξόντωσης» διήρκησε έως το 1923, και μετά την ήττα των Ελλήνων στην Μικρασία έως και την ανταλλαγή των πληθυσμών. Τάγματα του τακτικού κεμαλικού στρατού, σε συνεργασία με τους παρακρατικούς του Οσμάν, κατέκαψαν και λεηλάτησαν τον δυτικό και κεντρικό Πόντο
Δεν πρέπει να λησμονούμε βέβαια ότι οι Τούρκοι, με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους», προέβησαν στον εκτοπισμό ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού πληθυσμού στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, μέσω των λεγομένων «Ταγμάτων Εργασίας» («Αμελέ Ταμπουρού»). Στα «Τάγματα Εργασίας» υποχρεώθηκαν να εργαστούν σε καταναγκαστικά έργα άνδρες ηλικίας 18–50 ετών, υπό άθλιες συνθήκες, με αποτέλεσμα να υπάρξουν χιλιάδες θύματα από κακουχίες, πείνα, αρρώστιες και βασανιστήρια.
Οι διωγμοί και τα εγκλήματα των Τούρκων, οδήγησαν τους Έλληνες του Πόντου να πάρουν τα βουνά, οργανώνοντας ένοπλα αντάρτικα σώματα κατά του οργανωμένου εχθρού. Η αντίσταση των Ποντίων υπήρξε ηρωική και πολυδιάστατη. Σήμερα θεωρείται βέβαιο, πως εάν δεν υπήρχε η ένοπλη αντίσταση - κυρίως στον Δυτικό Πόντο - ο αριθμός των θυμάτων θα ήταν ακόμη μεγαλύτερος.
Εκτιμάται ότι περίπου 353.000 Πόντιοι Έλληνες εξοντώθηκαν από το Κεμαλικό καθεστώς. Δολοφονήθηκαν ή πέθαναν κατά τη διάρκεια των «πορειών θανάτου» προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας ή την έρημο της Συρίας. Όσοι επέζησαν, ξεριζώθηκαν, αφήνοντας πίσω τους χώματα ιερά, εκκλησιές, σπίτια και μνήμες.
Ο Ποντιακός Ελληνισμός, παρά τον πόνο και το βίαιο ξεριζωμό, δεν εξαφανίστηκε. Οι επιζώντες κατέφυγαν στον Άνω Πόντο (στην πρώην Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών) και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, εγκαταστάθηκαν στη μητέρα πατρίδα, την Ελλάδα, και ρίζωσαν ξανά. Μετέφεραν εδώ τον πολιτισμό τους, τη λεβεντιά τους, τα ήθη και τα έθιμά τους, την ποντιακή λύρα και τον χορό σέρρα, που σήμερα είναι ζωντανά κομμάτια της εθνικής μας ταυτότητας.
Η 19η Μαΐου δεν αποτελεί μόνο μια υπενθύμιση ενός ιστορικού εγκλήματος. Είναι ταυτόχρονα ένα κάλεσμα για ιστορική δικαίωση. Η Ελλάδα, ως μέλος της διεθνούς κοινότητας, καταβάλει συνεχείς προσπάθειες για την αναγνώριση του εγκλήματος σε διεθνές επίπεδο, διεκδικώντας δικαιοσύνη για τους προγόνους μας και για τις μελλοντικές γενιές. Η διεθνής κοινότητα έχει υποχρέωση να αναγνωρίσει τη γενοκτονία, προκειμένου να διασφαλιστεί η ιστορική αλήθεια και να αποτραπεί η επανάληψη τέτοιων εγκλημάτων στο μέλλον. Τα γεγονότα αυτά αναγνωρίζονται επισήμως ως γενοκτονία από το ελληνικό κράτος, την Κύπρο, την Αρμενία, την Σουηδία, ορισμένες ομοσπονδιακές δημοκρατίες της Ρωσίας, την Σερβία, οκτώ πολιτείες των ΗΠΑ και την Αυστραλία αλλά και από διεθνείς οργανισμούς όπως η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών.
Η ιστορική μνήμη δεν είναι εργαλείο εκδίκησης. Είναι μέσο γνώσης, συνείδησης και πρόληψης. Θυμόμαστε, όχι για να διαιωνίσουμε το μίσος, αλλά για να διαφυλάξουμε την αλήθεια, να εμπνεύσουμε τις επόμενες γενιές, να διασφαλίσουμε πως η Ιστορία δεν θα επαναληφθεί με την ίδια τραγική μορφή.
Σήμερα, 106 χρόνια μετά την έναρξη των διωγμών, η μνήμη των θυμάτων παραμένει ζωντανή. Η αναγνώριση της Γενοκτονίας δεν είναι μόνο ηθική υποχρέωση, αλλά και πολιτική πράξη που ενισχύει τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η Γενοκτονία των Ποντίων αποτελεί μια από τις πιο τραγικές στιγμές της ιστορίας μας. Όμως, μέσα από τον πόνο και την καταστροφή, αναδύεται η δύναμη της αντίστασης, της επιβίωσης και της πολιτιστικής αναγέννησης. Ας τιμήσουμε τη μνήμη των θυμάτων, ας αναγνωρίσουμε την ιστορική αλήθεια και ας δεσμευτούμε να διαφυλάξουμε την κληρονομιά του Ποντιακού Ελληνισμού για τις επόμενες γενιές. Γιατί η μνήμη δεν είναι παρελθόν, η μνήμη είναι η πυξίδα του μέλλοντος.
Ας κρατήσουμε λοιπόν τη μνήμη ζωντανή.
Ας την τιμούμε με σεβασμό, με αλήθεια, με ενότητα.
Και ας δεσμευτούμε ότι δεν θα επιτρέψουμε στη λήθη να διαγράψει την ιστορική πραγματικότητα.
Κλείνω με τα λόγια ενός πρόσφυγα του Πόντου, καθώς ξεριζωνόταν από τις πατρογονικές εστίες:
«Επήεν να δεαβαίν’ ο νους ιμ’.
Εκλίστα κά’ κι εφίλεσα τό χώμαν καί τα χορτάρεα.
Εσ’κώθα έφυγα και οπίσ’ άλλο ‘κι ετέρεσα.
Τά δάκρεα μ’ ετσουρώθαν και η καρδία μ’ πολλά αιματώθεν.»
Αιωνία η μνήμη των θυμάτων της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού.
Σας ευχαριστώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.