Act Business Center

Act Business Center

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024

Πριν αλέκτωρ λαλήσει ή ο μεγάλος δούκας


Του Φώτη Μισόπουλου

....στα δάση οι μικροί βάτραχοι είναι σε ταραχή, όταν μυριστούνε βροχή
ΓΟΥΊΛΙΑΜ ΦΩΚΝΕΡ [1]


α.
.......είναι μεσάνυχτα στεκόμουν στη γωνιά περνούσαν ωραίες γυναίκες, τις παρακάλεσα, τις έταξα λεφτά, μα τώρα γέρασα και αρνούνται,- ο άλλος, - εκείνος, που συνάντησα προηγουμένως, τον έφερε ο άνεμος από τ' ανοιχτά- αναπνοή που ταξιδεύει πάνω σε καθρέφτη ξαπλωμένη μέσα στο νερό, το κεφάλι της σε μια γλώσσα άμμου, η βροχή δέρνει τα τζάμια- μα τώρα γέρασα κι αρνούνται- έκανε τη βόλτα του κι επιστρέφει, επιστρέφει στο σπίτι την ώρα του φαγητού ξεθεωμένος- το νερό κυλούσε στους γοφούς της, πιο πολύ φως στο νερό, η φούστα της μισο-μουσκεμένη στα πλάγια μάζευε την κίνηση του ρεύματος, βαριές δίπλες, δίχως ν' αλλάζουν θέση Είμαι μερωμένος όλα κοιμούνται δε νυστάζω ''Υπάρχω ως μεγαλοφυία'', τις λέω, αλλά και πάλι αρνούνται, αρνήθηκαν πολλές φορές- ''πριν αλέκτωρ λαλήσει'', γύρισα τότε και πότισα τους πανσέδες, ζωγραφισμένοι από χρόνια στο κάλυμμα του καναπέ, γι' αυτό δεν μούλειψαν οι κήποι της Εδέμ που κάποτε θα γράψω την ελεγεία τους Στάθηκα στην όχθη μπορούσα να μυρίζω το αγιόκλημα στα μέρη που άφηνε κενά το νερό κι ο αέρας έμοιαζε να είναι ψιχάλισμα και το πριόνισμα του τριζονιού σαν μια ουσία απτή που κάθεται στη σάρκα Θα έφαγε το καταπέτασμα Τώρα έρχεται να ρεμβάσει Μετά το γεύμα περπατάει ένα μίλι η λάμπα με φωτίζει με σταθερό και γλυκό φως την έσιαξα θα μου κρατήσει ίσαμε τα χαράματα γιατί θέλω οι μεταγενέστεροι να μάθουν για μένα: ότι αγάπησα τις πλατείες και την ωραία νεότητα
Α: ....κλαίει ακόμα
Β: .....έχει ένα μικρό λογαριασμό σε κάποια τράπεζα, μια αργομισθία Ακούω τον μεγάλο δούκα Τι τρομερή πολεμική κραυγή! Άλλοτε τον άκουγα ατάραχος
Α: .....θυμάμαι μια μέρα, έβρεχε, ήρθε να προφυλαχτεί στο υπόστεγο απ' τη βροχή- αλλά όχι, δεν ήταν για τη βροχή, κρατούσε ομπρέλα, κλείστηκε στην αποθήκη με τα βαλσαμωμένα πουλιά κι έγειρε στο πλάι....[παύση]- τώρα έρχεται στον ύπνο μου και με ρωτάει ''πότε θα φύγουμε;''
Β: ....βγες απ' το νερό, τρελάθηκες; [όμως έμενε ακίνητη η όψη της σαν άσπρο νεφέλωμα που ξέκοβε στα δυο τη σκοτεινή άμμο]

β.
.......αν άρχιζα να περπατάω τώρα πίσω του, θα τον έκανα να νευριάσει, ωστόσο μαθαίνεις κάτι, βλέπουμε τους εαυτούς μας όπως μας βλέπουν οι άλλοι- όσο οι γυναίκες δεν μας βρίσκουνε γελοίους, προλαβαίνεις Τι;... Ο γιος μου κοιμάται Ας κοιμάται θα έρθει νύχτα όπου κι αυτός μη μπορώντας να κοιμηθεί θα κάθεται στο τραπέζι του γραφείου του, εγώ θα είμαι ξεχασμένος ή θα στρώνω το κρεβάτι με λίγες κινήσεις απαλές σαν να τακτοποιώ το μυστήριο, τραγουδώντας βραχνά, για να ξορκίσουμε τα χαμηλά φώτα των τρένων, τις υγρές εποποιίες της ερημιάς.....κάθε τι απόμερο τη νύχτα
B: ......βγες έξω πια!
........ανακάθισε, πάνω της να στάζει το ρούχο, σκαρφάλωσε στην όχθη, το νερό ρουφούσε ψιθυριστά άλλη μια γλώσσα άμμου και την έστελνε προς το σκοτάδι ανάμεσα στις ιτιές- στα ξέβαθα- μ' ελαφρύ κυματισμό σαν ύφασμα που ανακρατεί σκιές αυτός είναι ο τρόπος να μάθεις αναρωτήσου ποιος είναι αυτός τώρα- ''ο μυστηριώδης άνθρωπος της ακρογιαλιάς''- βραβευθέν διήγημα- ένα λεπτό η στήλη,- η αναφορά μου λοιπόν σ' αυτά τα ζητήματα θα είναι μεγάλη ίσως και να μη τελειώσω, ο γιος μου δεν αμφιβάλλει γι' αυτό πρέπει να πιστεύει πως βρίσκομαι στο κατώφλι- μπορεί και να του φέρνω σύγχυση: Ήταν Κυριακή καλοκαιριού, οι συμμαθητές μου θυμούνται για καιρό τις υπέροχες ειλικρίνειες καθώς έγραφα στα τετράδια τ' όνομά μου κι αργότερα λησμόνησα τον Τιτανικό από μια ιστορία που πεθαίνεις μαζί της χωρίς να το μάθει κανείς παίζοντας το μεγάλο σου ρόλο, έτσι όπως κάνει στο νερό αυτός που έχει ταξιδέψει σ' ολόκληρους ωκεανούς και πέλαγα ύστερα μου μίλησε για κείνον με τα χέρια σταυρωμένα στα βρεγμένα της γόνατα το πρόσωπο γερμένο στο σταχτί φως- λένε ότι το σφύριγμα φέρνει βροχή, πρέπει να βρέχει κάπου, το σώμα είναι αληθινό βαρόμετρο, η βίβλος της προχωρημένης ηλικίας κι οι μακρινοί λόφοι έρχονται κοντύτερα Πυγολαμπίδες ποδηλάτες τα φώτα του φάρου οι πρώτες ενδείξεις βροχής: καλύτερη ώρα για ράντισμα φυτών: η δύση του ήλιου- νυχτώνει- οι εραστές πάντα ίδιοι, αλλάζουν επίθετα. Αυτό.

γ.
.......κάθομαι στο περιβόλι, στην ψάθινη πολυθρόνα, έχω το βιβλίο κλειστό πάνω στα γόνατα γεύομαι τη γλύκα της κυριακάτικης σχόλης, παλιότερα κοίταζα τους άλλους να κάνουν αυτά που εγώ ο ίδιος θα είχα κάνει καλύτερα, μα έκρινα με ειλικρίνεια και σιωπή σαν να δινόμουν άμορφα στη σκέψη που με τριγύριζε κι έδινα απολογία μόνο στον εαυτό μου, διότι ειρήσθω εν παρόδω οι θόρυβοι εξακολουθούσαν σαν κάποια ομορφιά αδιάκοπα να μας ξεφεύγει ή συχνά έμενα ακουμπισμένος στα κάγκελα της γέφυρας μέχρι που νύχτωνε, το τρέξιμο κάθε νύχτα δηλαδή ως την άκρη του κόσμου
Το χέρι της απλώθηκε δεν κουνήθηκα ψαχούλευε το μπράτσο μου κι απίθωσε την απλωμένη παλάμη του στο στήθος της η καρδιά της χτυπούσε μουντά γύρισε το πρόσωπο κατά τον ουρανό που είχε χαμηλώσει- τόσο πολύ χαμηλώσει- που οι ήχοι σα να συνωστίζονταν κάτω απ' το αγιόκλημα. Τώρα όλα ησύχασαν Φαίνονται οι μακρινοί λόφοι Εκεί όπου εμείς Στα ροδόδεντρα Υπάρχει κάποιος που είναι ανόητος Εκείνη έχει το δαμάσκηνο Αυτός το κουκούτσι Ο,τι έλεγα: πόσα και πόσα έχει δει ο γέρικος λόφος Έτσι είναι η μοίρα Οι εραστές φιλιούνται στο στόμα Τα ονόματα αλλάζουν
Μα σ' αυτήν τη χαρά δεν μπορώ να παρευρίσκομαι παρά μια φορά τη βδομάδα Έκαμνε ωραίο καιρό Ήταν οι κυψέλες με το έμπα-έβγα των μελισσών τα βιαστικά βήματα των άλλων στο χαλίκι Όλα είχαν ημερώσει Μήτε πνοή ανέμου Έψαχνα απεγνωσμένα μέσα στο παρελθόν μήπως βρω μια λεπτομέρεια που να με δικαιώνει ή διέσχιζα την πλατεία για να προλάβω το φάντασμα που είχε μείνει απ' την εξέγερση δίχως να με βλέπει Έμεινε ακίνητη τα μάτια ανοιχτά και κοιτούσαν πέρα απ' το κεφάλι μου προς τον ουρανό Σηκώθηκε κι ακολούθησα Ανεβήκαμε- σωπαίναν τα τριζόνια καθώς περνούσαμε- το γκρίζο όλο γκρίζο η πάχνη πήγαινε σε διαγώνιες γραμμές οι σκιές τους μια σκιά- προχωρούσε σαν ακίνητος στάθηκε κοντά του ''δεν είσαι υποχρεωμένος αν δε θέλεις'' οι σκιές κουνήθηκαν Το κεφάλι της στητό Ψηλός και ίσιος Τα δέντρα στο γκρίζο. Αιωνιότητα.

ΤΕΛΟΣ




ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΦΩΤΟ

[1] Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2010

ΑΝΑΦ.: Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2010// Τάσος Λειβαδίτης, Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα, ΚΕΔΡΟΣ 1987

1./ https://api.culture.pl/sites/default/files/images/imported/teatr%20foto%20sylwia/PRZEKROJOWE/zagraniczni_rez/iwan_wyrypajew_forum.jpg

2./ https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.

Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.

Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.