Του Φώτη Μισόπουλου
........και για τη Σελήνη- τη λευκή Σελήνη την κερένια, τι να τής πεις; ...........ίδια με εικόνα ενού προσώπου που ζωγραφίστηκε μεταθανάτια, όξω της ζωής
EDGAR ALLΑN POE, TAMERLANE[1]
.........θα περιμένω την ημέρα ή την άλλη ιστορία. Καθώς θυμάμαι πως στο επόμενο επεισόδιο κάποιος πυροβόλησε τη φωνή του. Άνοιξε την πόρτα μέσα στο μισόφωτο. Το πρόσωπό του έμοιαζε τα σπονδυλωτά των ωκεανών. Τα πρώτα αγάλματα. Αδέξια. Άκαμπτα γόνατα, προσπαθώντας να βρούνε τις λέξεις τους. Και φυσικά ακούγονταν τα πουλιά, που κελαηδούσαν λυπητερά, γιατί τα είχε λιώσει το λιοπύρι- παρατούσαν τα ψηλά κλαριά της αυγής για να κρυφτούνε στον ίσκιο των θάμνων. Έτσι έζησα τις τελευταίες μου στιγμές- της γαλήνης και της ευτυχίας. Τελικά τους διέψευσα. Περίμεναν να με δουν ξοφλημένο. Τύλιγα και ξετύλιγα τα παλιά εισιτήρια για το καινούριο ταξίδι- συναντήσεις στον κήπο με τις λυπημένες κυρίες, όπου σιτίζεται η ανωνυμία. Αναχώρησε. Ορμάει. Με μια δαγκωματιά κόβει το όπλο στα δύο και μετά το παράδωσε. Σκούπισε τα χέρια σ' ένα μεταξωτό μαντήλι. Τόριξε στη φωτιά. Το έχω ακούσει κάμποσες φορές, το συμβάν αυτό. Χωρίς αιδώ αποκαλύπτοντας τον πηλό τους. Κρατώντας ψηλά γεμάτα έρωτα τα αιδοία τους. Φύλλα που είπαν ο,τι είχαν να πουν και γυρίζουν τα σπλάχνα τους στον ήλιο- τέφρα και σιωπή. Και κάπου στην πολλή ενατένιση ανακαλύπτουμε πως τα στόματα είναι πλασμένα για τους Άλλους.
Τα πάντα έχουν μερώσει. Μήτε πνοή ανέμου. Μα σ' αυτήν τη χαρά δεν μπορούσα να παραδίνομαι παρά σπάνια, τη βδομάδα. Έκανε ωραίο καιρό. Αισθανόμουν πάνω στο χαλίκι τα βιαστικά βήματα των ανθρώπων. Πίστευα πως ήμουν προφυλαγμένος από τα μάτια κάθε επισκέπτη. Σάς είπα ακούγονταν τα πουλιά. Η τσίχλα και ο κότσυφας. Ανάσαινα μ' ευχαρίστηση την ανασεμιά που μύριζε λεμονανθό. Και μόνο οι μέθυσοι ξέρουν ν' αφοσιώνονται στο καπέλο τους που ταξιδεύει σε άλλη ήπειρο, γιαυτό κάπου πετάξαν το κλειδί που αν το βρεις σώθηκες. Ή συχνά ενώ βαδίζεις στο δρόμο κοιτάς με αποστροφή το χέρι σου σα ν' άγγιξες τη λύση του μυστηρίου. Αφού όλα είναι όνειρο και μπορεί κάθε στιγμή να βρεθείς στην κοιλιά του Αλόγου, απ' την πλευρά των ηττημένων. Την ίδια νύχτα.
........ο ποταμός έλαμπε πέρα απ' τη στροφή. Είχαμε ένα άλογο ράτσας κάποτε. Στον στάβλο, υπέροχο.. Αλλά στο τρέξιμο ψοφίμι. Το έλεγε ο Φώκνερ:
''Ο Κουέντιν πυροβόλησε ολωνών τις φωνές από το πάτωμα του δωματίου της Κάντυ'' [2]. Το λεωφορείο σταμάτησε. Κατέβηκα τώρα στη μέση της σκιάς μου. Ο δρόμος διασταυρωνόταν με τις γραμμές. Κάτι μου κλέβουν οι μέρες. Ο χρόνος με μαδάει φύλλο-φύλλο. Έζησα χίλια χρόνια, χίλιες αγάπες που έσβησαν, χίλια φιλιά- καιρός να βάλω το αυτί στο χώμα. Να ενδώσω. Πώς ξεφεύγουν την πτώση του βράχου οι ανθρακωρύχοι, γαντζωμένοι σε μια γυναίκα γυμνή,- καλώντας σε βοήθεια. Έβγαλα λοιπόν το σακάκι και τα παπούτσια. Ξεκούμπωσα το παντελόνι και γλίστρησα κάτω απ' τις κουβέρτες, με τη συνείδηση ήσυχη, ξέροντας καλά τι έκανα.
Στην περίσταση υπήρχαν άλλοι λόγοι πιο σοβαροί, ελπίζω, που δίναν περισσότερη ευχαρίστηση παρά χρησιμότητα. Ο Μολλόυ ή Μολλόζ, δεν ήταν άγνωστος για μένα, υποστήριξε ο Μπέκετ [3]. Έτσι χάνουμε σιγά-σιγά τις αναμνήσεις,- χαμερπείς και θλιμμένοι. Ο Ρεμπώ ευχαρίστως θα τους φόνευε μ' ένα ψαλίδι[4]. Βγαίνουν καπνοί σε σχήματα αγχόνης να κρεμάσουν κάποτε τους δημαγωγούς [5],- με δυο πυροβολισμούς στα μάτια απ' την έκπληξη της μέρας ή τα στενά που πλανιόμαστε σιωπηλοί πριν το ξημέρωμα.
Έβλεπα την καμινάδα. Τής γύρισα πλάτη. Ποδοπάτησα τη σκιά μου μέσα στη σκόνη. Κάτι επίφοβο κειτόταν μέσα μου μερικές φορές. Το έβλεπα να μορφάζει τα βράδια,- πίσω απ' τους άλλους να κάνει γκριμάτσες. Μέσα στα πρόσωπά τους. Τώρα πάει πέρασε. Αναρρώνω. Κι η φωνή ενός σκύλου πάει πιο μακριά απ' το θόρυβο του τρένου στο σκοτάδι. Ανάμεσα στις άρρωστες καμήλες, στην έρημο. Πλένοντας τα πόδια όσων χάθηκαν θ' αποδεχτώ την ψυχή και το σώμα, καθώς η γυάλινη ησυχία ξύνει τις πληγές αδιάφορα- Το κρανίο γυμνό, ύστερα το φεγγάρι. Τα πόδια όσων χάθηκαν, - που λίγο πριν εκσπερμάτωσαν φώσφορο και σάλιο περιμένοντας να επιτεθούν στον ύπνο σου. Τέρατα πολυπλόκαμα [παύση] ΦΩΣ.
........για μένα μερικά βήματα εκείνη την εποχή ήταν κάτι σαν τη μεγάλη στοργή στον εαυτό μου. Έπρεπε να ήταν άνοιξη. Τέλοσπαντων το λέω αυτό, τώρα. Δεν ανησυχούσα. Άλλες σκηνές από τη ζωή ξανάρχονταν στο μυαλό μου. Φαινόταν πως έβρεχε, πως είχε ήλιο, πότε το ένα, πότε το άλλο. Είχα όρεξη να γυρίσω πάλι στον κήπο. Ή στο πάρκο. Η απάντηση, βέβαια, θάρθει κάποτε, [αργά πάντα] σε μια έρημη κάμαρα, ή αρκετά βαθιά στο μέλλον, όταν γέρος για ποιήματα- σβήνοντας με το παλιό ντεμοντέ καπέλο όλο το παρελθόν. Ιστορίες που τραβούν σε μάκρος, ανέγγιχτες, περιττές.
Καθόμουν στα ξερά φύλλα που ψιθύριζαν κάπως την ανάσα της αναμονής, την εισπνοή της γης μέσα στην άπνοια, την οσμή του φεγγαριού να λερώνει τον γυάλινο αέρα. Αφουγκράζομαι τα σκυλιά και τον αντίλαλο, απ' τις φωνές, να σβήνει. Άρχισα να νοιώθω το νερό προτού φτάσω στη γέφυρα. ''Καλέ γερόντοι'', είπα, ''πάρτε μου την ελπίδα κι άστε μου ένα μάτι να δακρύζει μιλώντας για μένα [6], η ζωή όλους μάς χώρεσε,- παρακαλώ σας κι όλα θα πάρουν το δρόμο τους, συλλαβιστά''. Τώρα θα μπορέσω να τελειώσω. Ένα αεράκι κυνηγούσε τα σύννεφα, που μόλις φωτιζόταν. Είναι ωραίο να έχεις μια παραχώρηση για πάντα. Μιλούσα με μια φωνή που μου έλεγε τούτο ή το άλλο. Μπορώ να πω ότι είμαι πιο ελεύτερος τώρα; Δεν ξέρω. Θα μάθω. Ησυχία. Κι οι ιστορίες που έζησα σχεδόν φανταστικές. Ίσως ο,τι και όπου αρνήθηκα βρισκόταν το σύνορο, που κάθε βράδυ δρασκελίζουν οι πεθαμένοι να μάς δουν. Μια αβάσταχτη μουσική- ένα βιολί για μονόχειρες[7]Έτσι θα έχουμε τώρα ολόκληρο τον καιρό με το μέρος μας. Κάθε νύχτα θα μπορώ ν' ανεβαίνω στον ουρανό. Όποια πόρτα ανοίξω βρίσκομαι στα χρόνια που ονειρεύτηκα. Λοιπόν γύρισα στο σπίτι και άρχισα να γράφω. Ήταν μεσάνυχτα. Η γη μπροστά στην πόρτα έλαμπε γυμνή. Είχε κάτι σαν επίστρωση. Σαν να την είχαν πατήσει πέλματα γυμνά πόδια γενιές πολλές. Κυμάτιζαν αφηρημένα στο περαστικό αεράκι. Δικαιοσύνη. Ήταν μεσάνυχτα. Έβρεχε. Δεν ήταν μεσάνυχτα. Δεν έβρεχε.
ΤΕΛΟΣ
[1] EDGAR ALLAN POE, ΤΡΙΑ ΠΟΙΉΜΑΤΑ, μτφρ. Τάκης Κ. Παπατσώνης, ΣΥΝΕΧΕΙΑ 1990
[2] ΓΟΥΊΛΙΑΜ ΦΏΚΝΕΡ, Η ΒΟΥΉ ΚΑΙ Η ΜΑΝΊΑ, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, ΚΑΣΤΑΝΙΏΤΗΣ 2010
[3] ΣΑΜΟΥΕΛ ΜΠΈΚΕΤ, ΜΟΛΛΌΥ, μτφρ. Β.& Λιλίκα Γεωργίου, ΔΩΡΙΚΌΣ 1970
[4] ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΊΤΗΣ, ΕΓΧΕΙΡΊΔΙΟ ΕΥΘΑΝΑΣΊΑΣ, β' έκδοση ΚΈΔΡΟΣ 1980
[5] ο.π.
[6] ΑΝΔΡΈΑΣ ΑΓΓΕΛΆΚΗΣ, ΟΙ ΕΦΙΑΛΤΕΣ, ΚΑΣΤΑΝΙΏΤΗΣ 1974
[7] τίτλος έργου του Τάσου Λειβαδίτη
https://assets.architecturaldigest.in/photos/6008327eb3d78db39997cd9e/16:9/w_2560%2Cc_limit/4.maxernstwomanoldmanandflower192324new-1366x768.jpg
https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.