Του Φώτη Μισόπουλου
Δεν θα τού ζητήσω να αποκαλύψει το όνομα του ασθενούς: θα το φανερώσει την τελευταία στιγμή
ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ[1]
......όλα θα φαγωθούνε: δάση, σπίτια μισοφωτισμένα. Γλυκύτατοι πόρνοι και κέρατα. Εκφυλισμένα ζώα Και τι είναι αυτό που έπινες; Δεν απάντησα Πάνω που πήγαινα να πω κάτι εξαιρετικό Τι έπινες; Τη μυρωδιά του φωτός. Και του δέρματος Δεν υπάρχει ψυχή στο ταμείο του κουκλοθέατρου Ούτε μέσα στην αίθουσα. Μόνο δυο απλίκες στους πλαϊνούς τοίχους Σβησμένες Ο Ντεμπυσόν στη Τζαμάικα: Ανάμεσα στα βυζιά της εξεγερμένης νέγρας Στο Παρίσι ο Ροβεσπιέρος Με σπασμένο σαγόνι. Η Ζαν Ντ' Αρκ. Όταν ο άγγελος δεν πρόλαβε Πάντα στο τέλος οι άγγελοι έρχονται, ανάμεσα στα λιθάρια ή τις λόχμες [2] Φύλλα που είπαν ο,τι είχαν να πουν, βρωμώντας κοπριά Σπλάχνα στον ήλιο, τέφρα και σιωπή Απρόοπτα ραγίζει ο πάγος Εκείνο το δάκρυ όταν βάζουν το χέρι στην καρδιά και ορκίζονται: Να ξαναμπεί το βόδι στο αλέτρι. Το νερό να υποκύψει στις Μοίρες και κάπου ν' αποκαλύψουμε πως το στόμα ανήκει αλλού. Η κόκκινη αυλαία del castello e' chiusa Κάθομαι στην τελευταία σειρά Το τίποτε που επικρατεί είναι αλλοιώς απ' τη γαλήνη του άδειου Υποκριτική παύση που έχει κάτι να πει. Ακούγεται όπως το τέλος της Εποχής Ακολουθεί ο θάνατος των ερπετών. Παρακαλώ: Μονολόγησε. Η θάλασσα μού είχε θυμίσει την άλλη γυναίκα. Μοιάζανε πραγματικά οι διαφορετικές φωνές Μήπως ηχούσαν όμοιες λέξεις επειδή οι σκιές ήταν ίδιες; Τα κλαδιά των δέντρων είναι υγρά Και οι φτερούγες Και τα πόδια των πουλιών βρεγμένα Ζεστός άνεμος. Η ομίχλη αλλάζει χρώμα. Ήτανε τρεις Τρία και τ' άλογά τους. Ο ένας λεπρός Ο λιγδιασμένος Ο τρίτος τυφλός με το συγχωροχάρτι στη μέσα τσέπη Ύποπτοι[3]. Ακουμπάω στον μπροστινό πάγκο Η άποψη ότι όλοι οι πρωταγωνιστές θα μπορούσαν να είχαν διαπράξει το φόνο, φαινόταν λανθασμένη και παράλογη Είτε γελοία. Έτσι ονειρεύομαι σπάνια Και τα όνειρά μου είναι ανάξια λόγου Ασήμαντα γεγονότα. Βαρετά. Ξετύλιξα τη θάλασσα απ' το λαιμό και την ακούμπησα στο τραπέζι. Ο ΔΑΝΤΟΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΔΩΣΕΙ ΚΡΕΑΣ ΣΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΣ. Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. -/ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ: [γαληνεύει περιμένοντας την Ιστορία] ........ τον καιρό της Προδοσίας είναι τα τοπία ωραία. Και στιλπνά.-/
Σ' ευχαριστώ που ήρθες ακόμα μια φορά Αγκάλιασες πάλι και φίλησες τα μάτια μου μη τολμώντας να φανταστείς το τέλος Το αύριο δεν θα συντελεστεί Είμαι αυτός που υποδύεται τον Άμλετ. Η Ελσινόρη, το Παλάτι: Η ΦΥΛΑΚΗ! Η μάνα μου νύφη Ένας τοίχος ξεφυτρώνει ανάμεσά μας Απ' τη ρωγμή του τοίχου αναδύεται η μήτρα της και η δική σου, μήτρα, γριά Οφηλία: Δεν σταματά η μοναξιά που περίμενε να φοβίσει κι εμένα.
ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΩΣΤΟΣΟ ΓΚΡΕΜΙΖΟΝΤΑΙ: Ο ΛΑΚΚΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΕΧΙΔΝΕΣ. Η ΜΗΤΡΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ Σού δένω πισθάγκωνα τα χέρια με το νυφικό σου πέπλο: Μητέρα ξέχασες το κείμενό σου Θα υπαγορεύω απ' το υποβολείο τα όργια που θα' πρεπε ναπανηγυρίσεις[3] Ορισμένοι- πελάτες- βαριούνται το πολύκροτο συναρπαστικό θέαμα Ξεδιπλώνουν την εφημερίδα τους Μόνο παλιές εφημερίδες κυκλοφορούν στα όνειρά μου. Υποθέτω ότι ο χώρος στον οποίο βρίσκομαι εμπνέει συναρπαστικές εικόνες[4] Ομολόγησα τη θάλασσα. Μου φαινόταν ότι απείχε μια αιωνιότητα Και μια μέρα Πολύ μακριά, είπε Σα να ήθελε την παραμυθία μου. Ο κόσμος ψάχνει να βρει τον εαυτό του Και τον βρίσκει; Η θάλασσα υπήρχε τώρα στο δικό μου δωμάτιο. Που δεν επισκέφτηκες ποτέ. Κουνήθηκε ελαφρά η αυλαία. Πασαλείβω τα κουρέλια του νυφικού σου με χώμα και σπέρμα, κόπρανα γλάρων που μάζευε ο Κονσταντίν Γαβρίλοβιτς Τρέπλεβ [Βγαίνει ο Πολώνιος. Πλαδαρός. Έκφυλος Με ανύπαρκτο πέος. Διασχίζει τις κάμαρες των κρυφών ερώτων Η σκηνή είναι άδεια Η Οφηλία δεμένη σε αναπηρικό αμαξίδιο. Δοκιμάζει τις γόβες της. Αυνανίζεται κρυφά. Γελάει. Χωρίς ήχο. Σκοτάδι].
Κάτι κλέβουν οι μέρες μου Κάτι αφαιρούν οι νύχτες Ο χρόνος με μαδάει φύλλο φύλλο. Ο Γκινιόλ κοιτάζει την αίθουσα όπως άλλοτε εγώ. Βήματα αντηχούν Μια γυναίκα παίρνει θέση δίπλα μου Προκαλεί ίλιγγο Με αναγκάζει να δω το κενό που χάσκει ολόγυρα. Η υγρασία θόλωνε τα τζάμια. Έμοιαζε να ήταν ξαπλωμένη πάνω στην κοιλιά της θαλάσσιας χελώνας όπως η ομίχλη συγκρατεί τη βροχή.
ΟΦΗΛΙΑ: ........αδειάζω το σπέρμα που δέχτηκα Θάβω τον κόσμο που γέννησα μες στην ντροπή μου. Ο ΔΟΚΤΩΡ ΖΙΒΑΓΚΟ ΚΛΑΙΕΙ ΤΟΥΣ ΛΥΚΟΥΣ ΤΟΥ, ΣΤΗ ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΗ ΑΘΗΝΑ. ΠΑΓΩΜΕΝΑ ΣΩΜΑΤΑ. ΚΟΠΡΑΝΑ ΣΤΙΣ ΛΕΩΦΟΡΟΥΣ ΑΠ' ΤΗΝ ΠΟΛΥΗΜΕΡΗ ΝΑΥΤΙΑ.-/
Ολοένα πιο πολλοί ζητιάνοι μαζεύονται. Ξύνουν τον τοίχο. Φτύνουν στα σκαλιά. Με ληστεύουν από φίλους Δεν παίζω πια ρόλους Τα λόγια μου δεν έχουν να μιλήσουν τίποτα Οι σκέψεις ρουφάνε το αίμα των εικόνων. Η εξέγερση αρχίζει σαν περίπατος τις εργάσιμε ώρες Το χειρόγραφο έχει χαθεί. Οι ηθοποιοί κρεμούν τα πρόσωπα στο βεστιάριο Στο κουτί του: Σαπίζει ο υποβολέας Τα πτώματα με την πανούκλα: Βαλσαμωμένα στα θεωρεία. Χωρίς σημεία ζωής Κι επιστρέφω στο σπίτι δολοφονώντας το αδιαίρετο Εγώ μου. Ένα χαμόγελο μου φάνηκε πως διαπέρασε τη θάλασσα Έμοιαζε με τη δροσιά στα μικρά στήθη της γυναίκας. Όταν χαμογελούσε.
ΟΦΗΛΙΑ: ........ελπίζω να μη με κάνετε να υποφέρω
Ο ΥΠΟΒΟΛΕΑΣ: ......δεν έχετε τίποτα να φοβηθείτε-/
Στρέφει το πρόσωπο προς το μέρος μου: Παράξενη μορφή, ελάχιστα διαμορφωμένη Η απλή γραμμή με μολύβι σημαδεύει τη μύτη Υποδέχεται την πρωτοβουλία με εμφανή ικανοποίηση Απογοητευτήκατε; Το στόμα της καλύτερα σχεδιασμένο Το άσπρο θα με προστατέψει τελικά, ένα μαντρί με σανό και λήθη. Έζησα πεντακόσια χρόνια, πεντακόσιους έρωτες, πεντακόσια φιλιά. Καιρός να βάλω το αυτί μου στο χιόνι. Να πληρώσω.
ΤΕΛΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΦΩΤΟ
[1] βλ. σημ [4]
[2] Heiner Müller, ΔΥΣΤΗΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ, εισαγωγή, επιλογή, μτφρ.: Ελένη Βαροπούλου, ΑΓΡΑ 2001
]3] Ανδρέας Αγγελάκης, 21 Ποιήματα, Καστανιώτης 1982
[3] Heiner Müller ο.π. Η ΜΗΧΑΝΗ ΑΜΛΕΤ
[4] Βασίλης Αλεξάκης, Ο ΜΙΚΡΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ, Εξάντας 2013
https://static01.nyt.com/images/2017/02/05/arts/05PUPPETFEST1/05PUPPETFEST1-jumbo.jpg
https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.