†Ο Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως & Πολυκάστρου Δημήτριος
Μας προκάλεσε θλίψη και αποτροπιασμό, αναστάτωση και απογοήτευση για τα επίπεδα ήθους του σύγχρονου Ελληνισμού η τάχα “ανθρωπιστική” απεχθής ανάρτηση του “καθηγητή”. Και συνάμα η υποτονική “ενόχληση” και κυρίως η αδιαφορία του ευρέος πολιτικού, πολιτισμικού, επιστημονικού φάσματος να ανακαλέσει τον τολμητία (τον κάθε επίδοξο τολμητία) στη δεοντολογία μιας απαραίτητης αυτοσυγκράτησης.
Αν η αυτοδικαίωση στον οποιοδήποτε επαγγελματικό η πολιτικό κοινωφελή ρόλο τόσο πολύ αποτυφλώνει το μυαλουδάκι του κάθε προσωρινού, ώστε να μην σέβεται τα στοιχειωδέστερα όρια της ευπρέπειας, και δεν ανευρίσκεται “φρένο” στην πολιτισμένη κοινωνία, τότε σχεδόν χαθήκαμε. Μας προλαβαίνει όπου να ᾽ναι ένας άλλος φασισμός: ο φασισμός της αναιδέστατης ελευθερογνωμίας, έκγονο του φασισμού της αγνωσίας, “λίγα” βήματα πριν νομιμοποιηθεί ο φασισμός της μαζικής αγνωμίας.
Και μην πάμε μακρυά. Τόσα και τόσα νομιμοποιήθηκαν μέσα σε λίγα χρόνια, που, αν ζούσαν στα χρόνια μας ο Κολοκοτρώνης η ο Παύλος Μελάς η ο άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης η ο Δαβάκης, θα πάλευαν να μας ξαναελευθερώσουν. Ειδάλλως, θα προτιμούσαν τρέχοντας να ξαναγυρίσουν στα ματωμένα χρόνια τους, παρά να ζουν μαζί με τη δική μας ευρέως και προγραμματικά κατεφθαρμένη επικαιρότητα. Όχι πως όλα ήταν άγια στο παρελθόν μας, θα το ξαναθυμηθούμε έντονα στο ερχόμενο 2022. Μα υπήρχαν δυναμικότερες και ευρύτερες αντιστάσεις, αυτές που μερικοί τώρα θέλουν να αναστρέψουν, να διαστρέψουν, να καταστρέψουν, να παρωθήσουν σε δαιμονιώδεις συνειρμούς βλασφημίας.
Όταν μια απορφανισμένη οικογένεια, με μια πολύ νέα μάνα και δυό πολύ μικρά παιδιά, με τον ένα παππού και τη γιαγιά τους (ενώ ο πατέρας ήταν χαμένος στα “τάγματα εργασίας”), όταν λοιπόν βρέθηκε στην Ελλάδα μαζί με αναρίθμητους πρόσφυγες και άκουσαν πρώτη φορά βλαστήμιες από γηγενείς Έλληνες, είπαν “Καλύτερα να γυρίσουμε πίσω, να μας σφάξουν οι Τούρκοι, παρά εδώ που βλαστημούν τα ιερά μας”.
Αυτοί οι ευλογημένοι Ρωμιοί, αν έβλεπαν σήμερα την ανάρτηση του “καθηγητή”, θα τον κατοίκτειραν μεν για την δαιμονόστικτη αδιαντροπιά του εφησυχασμού του, αλλά και θα τολμούσαν να του πουν κατάμουτρα: “καλύτερα να πεθάνουμε, παρά να ξεθαρρεύεις να βεβηλώνεις το Ευαγγέλιο, τους Χαιρετισμούς, την Μεγαλόχαρη της Τήνου, το Αγιονόρος της Παναγίας, τη Μητρική καταφυγή της πανορθόδοξης πίστης μας”.
Είναι κατάντημα κοινωνίας να ευτελίζει τη σημαία της οντότητάς της για χαρτί περιτυλίγματος των φαρμάκων. Στα φάρμακα και στα εμβόλια θα χρησιμοποιήσουμε τη συσκευασία της προσωρινής μας επιβιωματικότητος. Δεν θα χρησιμοποιήσουμε τα σύμβολα της διάρκειάς μας, πολύ δε περισσότερο δεν θα χρησιμοποιήσουμε τον εθνικό ύμνο της ψυχής μας, τον εθνικό ύμνο του πολιτισμού μας, τον εθνικό ύμνο της πνευματικής μας (και σωματικής) ελευθερίας, τον εθνικό ύμνο της πίστης μας, το “Υπερμάχω Στρατηγώ” τόσων αιώνων υμνολόγου συναγερμού του λαού μας.
Είναι κατάντημα κοινωνίας να ευτελίζει τη σημαία της οντότητάς της για χαρτί περιτυλίγματος των φαρμάκων. Στα φάρμακα και στα εμβόλια θα χρησιμοποιήσουμε τη συσκευασία της προσωρινής μας επιβιωματικότητος. Δεν θα χρησιμοποιήσουμε τα σύμβολα της διάρκειάς μας, πολύ δε περισσότερο δεν θα χρησιμοποιήσουμε τον εθνικό ύμνο της ψυχής μας, τον εθνικό ύμνο του πολιτισμού μας, τον εθνικό ύμνο της πνευματικής μας (και σωματικής) ελευθερίας, τον εθνικό ύμνο της πίστης μας, το “Υπερμάχω Στρατηγώ” τόσων αιώνων υμνολόγου συναγερμού του λαού μας.
Και το διατυπώνω μ᾽ αυτόν τον τρόπο, μήπως και από τους συμβολισμούς της γλώσσας αντιληφθούν μερικοί “φαντασιωμένοι” της φυλής μας, αυτό που δεν τους έμαθε το σπιτικό τους κατ᾽ ελάχιστον να σέβονται, ώστε να είναι και να φέρονται ελληνικά, ρωμέϊκα. Ακόμη και οι μετεξηγήσεις τους αποδεικνύουν μεν μια τυπική παραδοχή ενός ιδεολογήματος πίστης, μια απλή πολιτική παραδοχή της θρησκειακότητας του λαού μας. Όμως, συνάμα, από την αταραξία των εξηγήσεων διαπιστώνουμε πως δεν έμαθαν η δεν θέλουν να βάλουν φρένο στις φαντασιώσεις της αγνωσίας και της βιωματικής απιστίας, συνομιλώντας δημόσια με τόσους κληρονόμους ενός πολιτισμού ευλάβειας προς την Θεοτόκο και Μητέρα του Φωτός.
Χρησιμοποιώ σκληρές διατυπώσεις, τραβώντας το αυτί σαν πατέρας στο γιο, μήπως αφυπνιστούν και συνέλθουν οι υπαρξιστές και οι υπασπιστές της αλαζονείας. Το χρειαζόμαστε σαν λαός να ξαναβρούμε τα ευλογημένα όριά μας η μάλλον να μην τα απωλέσουμε εξωθημένοι, από μιαν επιστημοσύνη υπέρβασης των ορίων της (για χώρους που εκείνη αγνοεί η οι θιασώτές της επιμένουν ανεπιστημόνως και αναισθήτως να καταφρονούν τόσο άνετα και τόσο εύκολα).
Επιτέλους, να θελήσουμε να ξαναβρεθούμε στα όριά μας, όχι θαλασσοπνιγμένοι στον ανθρωπισμό του ιδεολογικού ψευδο-εξορθολογισμού, αλλά στην ανθρωπιά της πίστης που μας κράτησε τουλάχιστον ελεύθερους Ρωμιούς. Διότι, όσο και να φτύνει κανείς προς τα πάνω, το φτύσιμο πάνω του γυρίζει. Μακάρι να ξυπνήσει κατ᾽ ελάχιστον η επιστημονική συνείδηση της άγνοιας η έστω της ανιστορικότητας.
Εδώ όμως προκύπτει και ένα άλλο βαθύτερο ζήτημα.
Ζούμε σε μια κοινωνία προσχηματικά επικοινωνιακή, κι ας είναι τόσο “πληθωριστική” σε επικοινωνιακότητα (όχι απλώς πληθωρική, αλλά πληθωριστική). Από την μια ο οργανωτικός εκσυγχρονισμός, κι από την άλλη οι τρέχουσες διεθνικές εξελίξεις, μέσα στην οικονομική επανερμηνεία και επαναδιαχείριση του παγκόσμιου σκηνικού σε ενοποιημένα είτε ενοποιήσιμα υποσύνολα. Με τόσες μεταλλαγμένες ανάγκες πλουτισμού των ολίγων (και των μεγάλων κρατών) και τόσα μεταλλαγμένα προβλήματα των πολλών (της πανανθρωπότητος).
Σε ένα τέτοιο τεράστιο καμβά, η ανθρωπινότητα του καθενός μας, ευρισκόμενη μάλιστα εμπρός σε τεράστια προβλήματα ωσάν την πανδημία, πως να μην παραμερίσει μιαν ιδεολογοποιημένη θρησκευτική παιδεία που έτυχε κάποτε να προσλάβει τυποποιημένα, ανούσια, δίχως βιωματικότητα σχέσης ζώσας και πίστης ζώσας στον επιφανέντα Θεό; Και η τωρινή ελλαδική κοινωνία δομείται σήμερα και αναδομείται από το χθες με την ελαχιστότερη μαθησιακή προσέγγιση στο μυστήριο της θείας αποκαλύψεως.
Χρησιμοποιώ σκληρές διατυπώσεις, τραβώντας το αυτί σαν πατέρας στο γιο, μήπως αφυπνιστούν και συνέλθουν οι υπαρξιστές και οι υπασπιστές της αλαζονείας. Το χρειαζόμαστε σαν λαός να ξαναβρούμε τα ευλογημένα όριά μας η μάλλον να μην τα απωλέσουμε εξωθημένοι, από μιαν επιστημοσύνη υπέρβασης των ορίων της (για χώρους που εκείνη αγνοεί η οι θιασώτές της επιμένουν ανεπιστημόνως και αναισθήτως να καταφρονούν τόσο άνετα και τόσο εύκολα).
Επιτέλους, να θελήσουμε να ξαναβρεθούμε στα όριά μας, όχι θαλασσοπνιγμένοι στον ανθρωπισμό του ιδεολογικού ψευδο-εξορθολογισμού, αλλά στην ανθρωπιά της πίστης που μας κράτησε τουλάχιστον ελεύθερους Ρωμιούς. Διότι, όσο και να φτύνει κανείς προς τα πάνω, το φτύσιμο πάνω του γυρίζει. Μακάρι να ξυπνήσει κατ᾽ ελάχιστον η επιστημονική συνείδηση της άγνοιας η έστω της ανιστορικότητας.
Εδώ όμως προκύπτει και ένα άλλο βαθύτερο ζήτημα.
Ζούμε σε μια κοινωνία προσχηματικά επικοινωνιακή, κι ας είναι τόσο “πληθωριστική” σε επικοινωνιακότητα (όχι απλώς πληθωρική, αλλά πληθωριστική). Από την μια ο οργανωτικός εκσυγχρονισμός, κι από την άλλη οι τρέχουσες διεθνικές εξελίξεις, μέσα στην οικονομική επανερμηνεία και επαναδιαχείριση του παγκόσμιου σκηνικού σε ενοποιημένα είτε ενοποιήσιμα υποσύνολα. Με τόσες μεταλλαγμένες ανάγκες πλουτισμού των ολίγων (και των μεγάλων κρατών) και τόσα μεταλλαγμένα προβλήματα των πολλών (της πανανθρωπότητος).
Σε ένα τέτοιο τεράστιο καμβά, η ανθρωπινότητα του καθενός μας, ευρισκόμενη μάλιστα εμπρός σε τεράστια προβλήματα ωσάν την πανδημία, πως να μην παραμερίσει μιαν ιδεολογοποιημένη θρησκευτική παιδεία που έτυχε κάποτε να προσλάβει τυποποιημένα, ανούσια, δίχως βιωματικότητα σχέσης ζώσας και πίστης ζώσας στον επιφανέντα Θεό; Και η τωρινή ελλαδική κοινωνία δομείται σήμερα και αναδομείται από το χθες με την ελαχιστότερη μαθησιακή προσέγγιση στο μυστήριο της θείας αποκαλύψεως.
Όχι βιωματική, αλλά μαθησιακή, γνωσιολογική! Αν μάλιστα δεν υπήρχαν τα τόσα προσωπικά και οικογενειακά και κοινωνικά αδιέξοδα, αν δεν υπήρχαν σε τόσην αμεσότητα οι Άγιοι των ημερών μας, αν δεν είχαν διασωθεί κάποιες πολιτισμικές ρίζες παραδοσιακής ευρείας θρησκευτικότητος, τότε θα είχαμε ξεφύγει εντελώς από την παραδοσιακότητα των προγόνων μας και θα ήμασταν έωλοι “παντί ανέμω της διδασκαλίας, εν τη κυβεία των ανθρώπων, εν πανουργία προς την μεθοδείαν της πλάνης” (Εφ. 4,14) του αντιδίκου.
Πρέπει να το ομολογήσουμε ότι η θρησκειακή μας πίστη διαθέτει μιαν ελάχιστη θεολογική, εκκλησιαστική, λατρευτική πιστότητα. Αρκετά θρησκευτικά παιδικά βιβλία είτε διαδικτυακά ενεικονίσματα παραθέτουν σχεδιάσματα ωσάν τις πηγές από τις οποίες άντλησε και μετάλλαξε σε “Ο” αφελούς αλαζονείας ο τωρινός βλάσφημος τολμητίας. Το σκηνικό που παρέθεσε στη διαδικτυακή του ανάρτηση ήταν τα απομεινάρια τυπικών θρησκευτικών αναμνήσεων, διασκευασμένα με την κοινότυπη ανθρώπινη λογικότητα.
Πρέπει να το ομολογήσουμε ότι η θρησκειακή μας πίστη διαθέτει μιαν ελάχιστη θεολογική, εκκλησιαστική, λατρευτική πιστότητα. Αρκετά θρησκευτικά παιδικά βιβλία είτε διαδικτυακά ενεικονίσματα παραθέτουν σχεδιάσματα ωσάν τις πηγές από τις οποίες άντλησε και μετάλλαξε σε “Ο” αφελούς αλαζονείας ο τωρινός βλάσφημος τολμητίας. Το σκηνικό που παρέθεσε στη διαδικτυακή του ανάρτηση ήταν τα απομεινάρια τυπικών θρησκευτικών αναμνήσεων, διασκευασμένα με την κοινότυπη ανθρώπινη λογικότητα.
Αυτό έμαθε, αυτό έδειξε. Η, αν θέλετε, αυτό μόνο άξιζε να μάθει, αυτό μόνο γύρεψε να μάθει, αυτό μόνο αγωνίστηκε να ζήσει, αυτό και πρόβαλε. Επιπλέον, η προβληματικότητα της στάσης του εστιάζεται και στο γεγονός ότι μια τόσο πενταμηνίτικη ανωριμότητα τόλμησε να την προκαλύψει μέσα από τον τυπικό επιστημονικό του τίτλο και ευρωπαϊστικό του ρόλο. Προσποιήθηκε τον πιλοτιέρη αεροπλάνου, ενώ δεν έμαθε ούτε να ανεβαίνει σε πιλοτήριο και αποποιήθηκε να πιλοτάρει την ίδια τη ζωή του προς τον Χριστό.
Αλλά και στα παιδιά μας πολλές φορές αρκούμεθα να τους δείχνουμε σχεδιάσματα μιας φυσικότητας στη ζωή του Κυρίου μας ως βρέφους ωσάν τη δική μας καθημερινότητα. Χωρίς να βλέπουν σε μας τους ίδιους και στους δασκάλους και στον κοινωνικό περίγυρο ένα ήθος εξομολογητικό, κατανυγμένο, ευχαριστιακό, λειτουργημένο, κοινωνημένο, αποφασισμένα φιλόχριστο, αγαπητικά και θυσιαστικά φιλάνθρωπο.
Θέλω να πω ότι η κοινωνία μας ευρύτερα δεν ζυμώνεται με τη θεολογική εκκλησιαστική εμπειρία. Με έναν περιορισμένο εκκλησιασμό (το κατεξοχήν μυστήριο κοινωνικής κοινωνίας και θείας κοινωνίας), με μια τυπική μετοχή στα ιερά μυστήρια, με μια εθιμική υποτίμηση των τυπικών κοινωνικών μυστηρίων (γάμος, βάπτιση, χρίσμα, κηδεία), με μια θρησκειακή ψυχολογική υποβάθμιση της εξομολογήσεως και της πνευματικής ζωής, αυτή η κοινωνία άνετα εισπράττει το σκηνικό των αναρτήσεων του κάθε ανθρωπιστή που ποτέ του δεν έμαθε να αποζητεί ολοκάρδια κι εκκλησιαστικά τον αληθινό Θεό.
Κι αν κανείς αποδέχεται θεσμικά την Εκκλησία, ακόμη και με τον εαυτό του ως τυπικό ενιστορικό συμμέτοχο, αποδέχεται μόνο μια θρησκειακή (συναισθηματική η ιδεολογική) εκδοχή της, όχι την ζώσα σχέση με τον ζώντα Θεό της ενανθρωπήσεως και θείας επιφανείας. Αποδέχεται περισσότερο τον φιλανθρωπικό η τον ψυχολογικό κοινωνισμό της Εκκλησίας. Τίποτε άλλο. Γιαυτό και παραδέχεται ισόκυρα το ίδιο εύκολα κάποιες τυπικές θρησκειακές κινήσεις σε όποιο θρησκειακό χώρο κι αν βρεθεί!
Εδώ βρίσκεται ο μεγαλύτερος καημός μας, η μεγαλύτερη αγωνία μας, ο μεγαλύτερος προβληματισμός μας, ο πόνος μας προς τον Σωτήρα και την Πανυπέραγνη Αειπάρθενο Μητέρα Του, με μια διαρκή κραυγή προσευχής: «μη δη παραδώης ημάς εις τέλος δια το όνομά σου το άγιον».
Τόσοι και τόσοι βρίσκονται ακόμη πολύ πίσω. Ωσάν να μην σαρκώθηκε ο Θεός επί γης. Σ᾽ αυτούς τους ανθρωπιστές που φαντασιώνονται τον σπουδαίο με τόση κοντόφθαλμη ενιστορικότητα, θα ήθελα να θυμίσω τουλάχιστον εκείνο που διατύπωσε ο Ντοστογιέφσκι: «Το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης δεν βρίσκεται στο να μένουμε απλώς ζωντανοί, αλλά στο να βρούμε κάτι για να ζούμε».
Αλλά και στα παιδιά μας πολλές φορές αρκούμεθα να τους δείχνουμε σχεδιάσματα μιας φυσικότητας στη ζωή του Κυρίου μας ως βρέφους ωσάν τη δική μας καθημερινότητα. Χωρίς να βλέπουν σε μας τους ίδιους και στους δασκάλους και στον κοινωνικό περίγυρο ένα ήθος εξομολογητικό, κατανυγμένο, ευχαριστιακό, λειτουργημένο, κοινωνημένο, αποφασισμένα φιλόχριστο, αγαπητικά και θυσιαστικά φιλάνθρωπο.
Θέλω να πω ότι η κοινωνία μας ευρύτερα δεν ζυμώνεται με τη θεολογική εκκλησιαστική εμπειρία. Με έναν περιορισμένο εκκλησιασμό (το κατεξοχήν μυστήριο κοινωνικής κοινωνίας και θείας κοινωνίας), με μια τυπική μετοχή στα ιερά μυστήρια, με μια εθιμική υποτίμηση των τυπικών κοινωνικών μυστηρίων (γάμος, βάπτιση, χρίσμα, κηδεία), με μια θρησκειακή ψυχολογική υποβάθμιση της εξομολογήσεως και της πνευματικής ζωής, αυτή η κοινωνία άνετα εισπράττει το σκηνικό των αναρτήσεων του κάθε ανθρωπιστή που ποτέ του δεν έμαθε να αποζητεί ολοκάρδια κι εκκλησιαστικά τον αληθινό Θεό.
Κι αν κανείς αποδέχεται θεσμικά την Εκκλησία, ακόμη και με τον εαυτό του ως τυπικό ενιστορικό συμμέτοχο, αποδέχεται μόνο μια θρησκειακή (συναισθηματική η ιδεολογική) εκδοχή της, όχι την ζώσα σχέση με τον ζώντα Θεό της ενανθρωπήσεως και θείας επιφανείας. Αποδέχεται περισσότερο τον φιλανθρωπικό η τον ψυχολογικό κοινωνισμό της Εκκλησίας. Τίποτε άλλο. Γιαυτό και παραδέχεται ισόκυρα το ίδιο εύκολα κάποιες τυπικές θρησκειακές κινήσεις σε όποιο θρησκειακό χώρο κι αν βρεθεί!
Εδώ βρίσκεται ο μεγαλύτερος καημός μας, η μεγαλύτερη αγωνία μας, ο μεγαλύτερος προβληματισμός μας, ο πόνος μας προς τον Σωτήρα και την Πανυπέραγνη Αειπάρθενο Μητέρα Του, με μια διαρκή κραυγή προσευχής: «μη δη παραδώης ημάς εις τέλος δια το όνομά σου το άγιον».
Τόσοι και τόσοι βρίσκονται ακόμη πολύ πίσω. Ωσάν να μην σαρκώθηκε ο Θεός επί γης. Σ᾽ αυτούς τους ανθρωπιστές που φαντασιώνονται τον σπουδαίο με τόση κοντόφθαλμη ενιστορικότητα, θα ήθελα να θυμίσω τουλάχιστον εκείνο που διατύπωσε ο Ντοστογιέφσκι: «Το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης δεν βρίσκεται στο να μένουμε απλώς ζωντανοί, αλλά στο να βρούμε κάτι για να ζούμε».
Κι επειδή υπάρχει κίνδυνος να ασφαλιστούν πίσω από τούτη την ταμπέλα, θα προχωρήσω και σε μιαν άλλη πιο δυνατή αυτεξομολόγηση του μεγάλου λογοτέχνη: «Αν κάποιος μπορούσε να μου αποδείξει ότι ο Χριστός δεν έχει σχέση με την αλήθεια, και ότι στην πραγματικότητα η αλήθεια δεν έχει καμία σχέση με τον Χριστό, τότε θα προτιμούσα να μείνω με τον Χριστό παρά με την αλήθεια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.