Του Φώτη Μισόπουλου
....ο βίαιος χείμαρρος του παγωμένου ανέμου ίσα στ' αυτιά μου αντάριαζε σημαίνοντας το πώς, κάτω από τη φτέρνα της δύναμης, κατρακυλάνε οι ηγεμονίες- με, συναπτά, τα παρακάλια των σκλάβων- το βόμβο των επιτήδειων............
EDGAR ALLAN POE [1]
.....Η ΣΙΒΥΛΛΑ [2]: .....Ντόριαν, Ντόριαν- προτού σε γνωρίσω η ηθοποιία ήταν πραγματικότητα- ζούσα για το θέατρο- τα νόμιζα όλα αληθινά-/
ΣΚΗΝΙΚΟ 1: [Είχε φτάσει η στιγμή να μιλήσω για την βόλτα στην πόλη ο άλλος βρίσκονταν στο μπαρ Six fingers και περίμενε,- ακολουθούσε αθέατος,- τη μέρα το χρώμα μου ήταν κράμα από λευκό γαλάζιο και γκρίζο όταν βράδιαζε έπαιρνε τις αποχρώσεις του δειλινού Ξεκούραζα το λαιμό ρίχνοντας το κεφάλι στο στήθος- καλά κρυμμένο όπως ο σπόρος που κοιμάται στην αμμουδιά του Χρόνου ή ανοίγει τα μάτια Του ο Θεός ενώ σωπαίνουν τα πάντα Τρόμαξα ακούγοντας τη δική μου φωνή- ήταν σίγουρα η δική μου φωνή όταν απάντησα- αγνώριστη- δεν είχε καμιά σχέση με την παλιά μου, λες, κι από το βάθος ανάβλυζε μαζί με τον ήχο της κι ένα κακόηχο τσίριγμα που δεν μπορούσε να ελέγξει. Ω Αγάπη μου! Αγάπη μου! Σιχάθηκα τις σκιές Με κοίταξε έκπληκτη κι έβαλε τα γέλια Το πορτρέτο αλλαγμένο ή όχι θα ήταν το ορατό έμβλημα της συνείδησης, - ξυπνούσε το πάθος για επικίνδυνα πράγματα
Δια παν ενδεχόμενο ένα πιστόλι παραπάνω είναι χρήσιμο Αντιλαμβάνομαι πως με δουλεύετε κανονικά- έκανε βαθύτατα απογοητευμένη σαν να την είχα προσβάλει- έτσι ησύχασα κανονικά κι απ' το ξυράφι και το λέγειν του: Six fingers Bar: Έκανα νόημα να σκύψει. Έσκυψε. Ξέρετε θα σάς αποκαλύψω τι μου συμβαίνει, ψιθύρισα συνωμοτικά Ακουμπούσα στον τοίχο, όχι όμως νωχελικά, στήριζα το βάρος μου πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο, με τα χέρια να σφίγγουν τα πέτα απ' το σακάκι Να επαιτείς με τα χέρια στις τσέπες κάνει πολύ άσχημη εντύπωση, άσε που καταντά συμβιβασμός ιδίως το χειμώνα ή τα μεσάνυχτα στην πλατεία όταν ανοίγει το έρεβος βάραθρα σήραγγες αμίλητα φωνήεντα που διατρέχω με τα μάτια δεμένα αλφάβητα πεσμένα στα αζήτητα φρεάτια της πόλης και τα λόγια ακούγονται για μια στιγμή μόνο καθαρά και μετά ο αντίλαλος παραμορφώνεται δεν ξέρει κανείς αν είχα ακούσει σωστά ή όχι].
Η ΣΙΒΥΛΛΑ: .....αποκτούσαν εραστές, το έκαναν να βασανίζουν κάποιον με τις αρνήσεις των- ρηχές και αναξιόπιστες Η εικόνα με τα σημάδια της σκληρότητας στο στόμα
ΣΚΗΝΙΚΟ 2: [Ακόμα και το να διαβάζεις την πολυτέλεια εκείνων που έχουν πεθάνει ήταν θαυμάσιο το ένα καλοκαίρι ακολουθούσε το άλλο οι κίτρινοι υάκινθοι άνθισαν και μαράθηκαν πολλές φορές οι νύχτες της φρίκης επαναλάμβαναν την ιστορία της αισχύνης τους αλλά εγώ ή εκείνος παρέμενε αναλλοίωτος- την ίδια στιγμή το ίδιο δευτερόλεπτο έκανα έτσι το χέρι, με κοίταξε. Ώστε λοιπόν με κατασκόπευε προσποιούμενος πως είχε απορροφηθεί με τα εικονογραφημένα περιοδικά Το περιστατικό το έλαβα σοβαρά υπόψη Δεν έδειξα την παραμικρή ανησυχία- ούτε και πως τον είδα σαν με κοίταξε: πραγματικά οράματα, δεν μπορεί, θα το θυμόμουν, εκτός ίσως όταν ήμουν παιδί, έτσι το απαιτεί ο μύθος μου Ήξερα ότι ήταν οράματα γιατί ήταν νύχτα και ήμουν μόνος Τι άλλο θα μπορούσε να ήταν;
Η άμπωτη με τραβούσε στ' ανοιχτά δεν έβλεπα πουθενά κουπιά πρέπει να τα είχαν πάρει κανείς δεν κάνει ανακωχή αγώνας μέχρι θανάτου να πισωστρέψουν να σταματήσουν το ποτάμι από αίμα να σταματήσουν το ποτάμι των λέξεων να γυρίσουν το ρεύμα να γυρίσει η νύχτα το μέσα έξω [3]
Έτοιμος είμαι και προσπάθησα προσέχοντας όσο το δυνατόν την προφορά
κάνοντας μεγάλες παύσεις ανάμεσα στις λέξεις να απαλλάξω τη φωνή μου από κάθε τι το ασυνήθιστο υπάρχει απλώς το πάθος του θεατή με τη λάμψη του θριάμβου στα μάτια οι θαμποί καθρέφτες ξαναβρίσκουν τη μιμητική ζωή τους τα σβηστά κεριά στέκουν εκεί όπου τ' αφήσαμε από τις μη πραγματικές σκιές- στις νύχτες επιστρέφει η αληθινή ζωή που γνωρίζουμε, αλλάζει για χάρη μας το σκοτάδι καθώς τα πάντα αποκτούν νέο σχήμα ένα κόσμο που το παρελθόν θα είναι ελάχιστο ή καθόλου κι αν ζούσε δε θα έπαιρνε καμιά συνειδητή μορφή Καθημερινή θυσία η πιο φοβερή στ' αλήθεια από όλες τις θυσίες του αρχαίου κόσμου στο Λαβύρινθο των ηδονών].
Η ΣΙΒΥΛΛΑ: [κάθε φορά η Ράισα επαναλάμβανε με ψυχρή φωνή] ......τώρα θα ζούμε μαζί! Θ' απατούμε τον Δορυμέδοντα [4]
ΣΚΗΝΙΚΟ 3: [Μπήκα ακόμα πιο πολύ σε κατάσταση ετοιμότητας Όσο κι αν δεν φανέρωνα πως είχα ψυλλιαστεί, δεν μπόρεσα να μη χαμογελάσω με τη σκέψη τι έχει να γίνει στο πολυτελές και πολύ καθωσπρέπει Six fingers αν τυχόν ο ''φίλος'' στα καλά καθούμενα πάρει φόρα προς την έξοδο κι εγώ πίσω του με την πετσέτα κόμπο στο λαιμό το μάγουλο πασαλειμμένο σαπουνάδα και το περίστροφο στο χέρι- επίσης δεν πρέπει να φοράς ποτέ γάντια Συχνά το τέλος της μέρας με έβρισκε με τα μπατζάκια μούσκεμα Πρέπει να έφταιγαν τα αδέσποτα Μου άρεσε να μαστορεύω, έβγαλα λοιπόν το κουρέλι, τσέπωσα τα λίγα κέρματα που είχα κερδίσει, στ' αυτιά μου έφταναν σβησμένες οι κραυγές των γλάρων εκεί κοντά στην παραμικρή μου μετανάστευση Πέρασα το δεύτερο μισό της ζωής μου σπάζοντας βράχια τρυπώντας τείχη γκρεμίζοντας πύλες παραμερίζοντας ο,τι έβαλα χωρίζοντας εμένα και τον ήλιο στο προηγούμενο μισό του βίου μου Θυμόμουν συχνά όντας ξαπλωμένος στο κρεβάτι ''το μυαλό του Φάουστους: αποχαιρέτησε το Ον και το Μη Ον, Γαληνέ, σειρά σου'' [5]- ένοιωθα ελαφρούς πόνους που μάλλον προερχόταν από κακή στάση του σώματος και μόλις σηκωνόμουν οι πόνοι εξαφανίζονταν όπως η κάθε ψευδαίσθηση και αγωνία στη διάλυση των ψευδαισθήσεων Καημένη Σίβυλλα! Τι ειδύλλιο κι αυτό αλήθεια! Είχε μιμηθεί πολλές φορές ότι πέθαινε στη σκηνή- πώς να 'παιξε άραγε την τελευταία φοβερή πράξη;
Περίμενε ένα λεπτό, ύστερα παρεξηγημένη που δεν της δίνανε σημασία το πήρε απόφαση να πάει προς την πόρτα με λιγότερο λίκνισμα. Άφησα να προχωρήσει στο διάδρομο, υπολόγισα ότι θα είχε απομακρυνθεί αρκετά ώστε να μην ακούσει το κλειδί [σκοτάδι].
Σηκώθηκα τότε και πήγα. Κλείδωσα δυο φορές].
ΤΕΛΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΦΩΤΟ
[1] EDGAR ALLAN POE, Ταμερλάνος [στο ''Τρία ποιήματα''] μτφρ. Τάκης Παπατσώνης, Συνέχεια 1990
[2] [υπονοείται παραφράζοντας, η Σύμπιλ Βέην][βλ. Oscar Wilde, Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ, μτφρ. Βασιλική Κοκκίνου από την πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Lippincout 1890- εφημ. ΑΓΟΡΑ, αχρονολόγητο]
[3] OCTAVIO PAZ, Ποιήματα [Το ποτάμι], μτφρ. Μάγια Μαρία Ρούσσου, Ηριδανός 1986
[4] Μaxim Gorky, Ο ΧΑΦΙΕΣ, μτφρ. Ορέστης Ορλώφ, ARS BREVIS / ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ, αχρονολόγητο
[5] Christopher Marlowe, Δόκτωρ Φάουστους, εισαγωγή Jan Kott, μτφρ. Κλείτος Κύρου, Άγρα 1990
https://www.repstatic.it/content/localirep/img/rep-milano/2021/04/14/172139173-6eae71cb-5cf8-47b1-8ed6-3f98e25fd19e.jpg
https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU
[1] EDGAR ALLAN POE, Ταμερλάνος [στο ''Τρία ποιήματα''] μτφρ. Τάκης Παπατσώνης, Συνέχεια 1990
[2] [υπονοείται παραφράζοντας, η Σύμπιλ Βέην][βλ. Oscar Wilde, Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ, μτφρ. Βασιλική Κοκκίνου από την πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Lippincout 1890- εφημ. ΑΓΟΡΑ, αχρονολόγητο]
[3] OCTAVIO PAZ, Ποιήματα [Το ποτάμι], μτφρ. Μάγια Μαρία Ρούσσου, Ηριδανός 1986
[4] Μaxim Gorky, Ο ΧΑΦΙΕΣ, μτφρ. Ορέστης Ορλώφ, ARS BREVIS / ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ, αχρονολόγητο
[5] Christopher Marlowe, Δόκτωρ Φάουστους, εισαγωγή Jan Kott, μτφρ. Κλείτος Κύρου, Άγρα 1990
https://www.repstatic.it/content/localirep/img/rep-milano/2021/04/14/172139173-6eae71cb-5cf8-47b1-8ed6-3f98e25fd19e.jpg
https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.