Γράφει ο Σπύρος Νικ. Καρτσώνης
Τονικά σημάδια για τη γραφή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Μία από τις πιο σημαντικές διαφορές ανάμεσα στην αρχαία ελληνική και τη νεοελληνική γλώσσα έχει να κάνει με το θέμα του τονισμού των λέξεων. Στη νέα ελληνική γλώσσα ο τόνος είναι δυναμικός, η τονισμένη, δηλαδή, συλλαβή
διαφέρει από την άτονη στην ένταση με
την οποία προφέρεται.
Στην αρχαία ελληνική γλώσσα ο τόνος (αν και ακόμα δεν
γραφόταν) ήταν μουσικός, η τονισμένη,
δηλαδή, συλλαβή διέφερε από την άτονη στο ύψος
(η τονισμένη συλλαβή προφερόταν σε μουσικά ανώτερο τόνο, σε υψηλότερη νότα από
την άτονη).
Για τη γραφή της αρχαίας
ελληνικής γλώσσας είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούνται τρία τονικά σημάδια: η οξεία, η βαρεία και η περισπωμένη.
Τα τρία αυτά τονικά σημάδια δείχνουν ότι οι αρχαίες ελληνικές λέξεις είχαν κατά
την προφορά τους τρεις διαφορετικούς τόνους.
Η οξεία (ˊ) φανέρωνε την ανοδική κίνηση της φωνής κατά την προφορά της συλλαβής
που είχε αυτό το σημάδι.
Η βαρεία (ˋ) φανέρωνε την καθοδική κίνηση της φωνής στην τονισμένη συλλαβή ή την έλλειψη υψηλού τόνου (κάτι που
φαίνεται από το γεγονός ότι αρχικά σημειωνόταν η βαρεία σε όλες τις άτονες
συλλαβές μιας λέξης π.χ. άνθρὼπὸς).
Η περισπωμένη (῀) (που
προήλθε από τη συνένωση των δύο και αρχικά λεγόταν οξυβάρεια) φανέρωνε ότι η
κίνηση της φωνής κατά την προφορά του φωνήεντος (πάντοτε μακρόχρονου) ή της
διφθόγγου που είχαν αυτό το τονικό σημάδι ήταν
πρώτα ανοδική και αμέσως μετά καθοδική. Όταν οι αρχαίοι Έλληνες ήθελαν π.χ.
να πουν τη λέξη κῆπος (με περισπωμένη),
που την πρόφεραν κέὲπος (το ήτα είχε την προφορά εε), ανέβαζαν τη φωνή τους στο πρώτο
έψιλον (οξεία) και την κατέβαζαν στο δεύτερο (βαρεία).
Είναι γνωστό ότι στην ελληνική
γλώσσα ισχύει ο νόμος της τρισυλλαβίας. Σύμφωνα με το νόμο αυτό καμία λέξη δεν
μπορεί να τονίζεται σε συλλαβή πιο πάνω από την τρίτη συλλαβή από το τέλος της.
Μπορεί να τονίζεται δηλαδή ή στην τελευταία ή στην προτελευταία ή στην αντιπροτελευταία συλλαβή. Αυτό είχε ως
συνέπεια στην αρχαία ελληνική γλώσσα να συμβαίνουν τα εξής:
- Για να τονίζεται η
αντιπροτελευταία συλλαβή μιας λέξης έπρεπε η τελευταία συλλαβή να είναι
βραχύχρονη, Αν κατά την κλίση γινόταν μακρόχρονη, ο τόνος υποχρεωτικά κατέβαινε
μία συλλαβή πιο κάτω π.χ. ο άνθρωπος, του
ανθρώπου (και όχι του άνθρωπου).
- Αν η λέξη τονιζόταν στη
μακρόχρονη προτελευταία συλλαβή, έπαιρνε περισπωμένη (ανέβασμα-κατέβασμα φωνής),
δηλαδή οξεία-βαρεία, στην περίπτωση που η τελευταία συλλαβή ήταν βραχύχρονη και
οξεία στην περίπτωση που η τελευταία συλλαβή ήταν μακρόχρονη.
Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε
ότι:
- για την αρχαία ελληνική γλώσσα ήταν απαραίτητα τα
τρία αυτά τονικά σημάδια, επειδή με το καθένα απ’ αυτά υποδηλωνόταν ένας
διαφορετικός τρόπος προφοράς (το αν είναι απαραίτητα και στη νέα ελληνική γλώσσα
θα το δούμε σε επόμενο σημείωμά μας).
Στο σημείο αυτό νομίζω
ότι θα ήταν καλό να μιλήσουμε και για άλλα δύο σημάδια, τα πνεύματα, τη δασεία,
δηλαδή, και την ψιλή (για τα πνεύματα
είχαμε μιλήσει και σε προηγούμενο σημείωμά μας, συγκεκριμένα τον περασμένο
Απρίλιο [6-4-2014]).
Με λίγα λόγια:
- Κάθε λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο ή από το σύμφωνο
ρ παίρνει πάνω σ΄ αυτό ένα ιδιαίτερο
σημάδι που λέγεται πνεύμα. Τα
πνεύματα είναι δύο: η ψιλή (᾿) και η δασεία (῾).
- Σε μερικές λέξεις που
άρχιζαν με φωνήεν οι αρχαίοι Έλληνες πρόφεραν την αρχική συλλαβή με μια παχιά
πνοή, όπως περίπου θα κάναμε σήμερα αν υπήρχε μπροστά από τις λέξεις αυτές ένα
ελαφρύ χι: hίππος, hώρα, hάλας. Όταν αργότερα, στα ελληνιστικά χρόνια, που είχαν
γίνει σημαντικές μεταβολές στην προφορά της ελληνικής γλώσσας, οι γραμματικοί
της εποχής (οι αλεξανδρινοί) επινόησαν τα τρία τονικά σημάδια (οξεία, βαρεία
και περισπωμένη) για να δηλώνεται ο διαφορετικός τρόπος προφοράς της τονισμένης
συλλαβής, χρειάστηκε να επινοήσουν και δύο ακόμη σημάδια: ένα για να δηλώνονται
με αυτό οι λέξεις που είχαν δασύ πνεύμα, δηλαδή που έπρεπε να προφέρονται με
αυτήν την παχιά πνοή, και ένα για να δηλώνονται οι υπόλοιπες λέξεις που,
μολονότι άρχιζαν με φωνήεν, δεν έπρεπε να προφέρονται με αυτόν τον τρόπο. Το
πρώτο απ’ αυτά τα σημάδια πήρε το όνομα δασεία
(δασύς στα αρχαία ελληνικά
σήμαινε ‘‘πυκνός’’, ‘‘παχύς’’) και το δεύτερο (πού ήταν αρνητικό ορθογραφικό
σημάδι) πήρε το όνομα ψιλή (ψιλός [με γιώτα, επίθετο] ήταν ο
στερημένος, ο γυμνός από κάτι, και στην περίπτωσή μας η λέξη που δεν είχε το
δασύ πνεύμα).
Τελειώνοντας:
Η καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος γραφής της
γλώσσας μας,
που έγινε το 1982, σήμαινε:
- την κατάργηση των δύο από τα τρία τονικά σημάδια,
δηλαδή της βαρείας (ήδη από τη δεκαετία του ΄50 είχε πέσει θύμα απλοποίησης και το
τριτονικό σύστημα είχε γίνει διτονικό) και,
κυρίως, της περισπωμένης,
-την κατάργηση των πνευμάτων, δηλαδή
της ψιλής και της δασείας (είναι πλέον κατανοητό το γιατί καταργήθηκε το 1982
-μαζί με τους δύο τόνους- η δασεία με την ψιλή: η χρήση των σημαδιών αυτών δεν ικανοποιούσε καμιά ανάγκη της
νεοελληνικής γλώσσας, τη στιγμή που εμείς δεν προφέρουμε με δύο
διαφορετικούς τρόπους τις λέξεις που αρχίζουν με φωνήενˑ όλες τις προφέρουμε με
ψιλή).
Το αν έπρεπε να καθιερωθεί το μονοτονικό είναι ένα μεγάλο θέμα! Το ότι
το μονοτονικό κατάντησε ατονικό είναι κι αυτό ένα μεγάλο
-επίσης- θέμα!
kartswnhs@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.