Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
ΔΙΑΘΕΤΟΥΜΕ τρία ενδεικτικά παραδείγματα στην πόλη της Θεσσαλονίκης, τα οποία καθιστούν απαγορευτική την “αναπλαστική πρόταση” της διοίκησης της Διεθνούς Εκθέσεως (Δ.Ε.Θ.), τα οποία σχετίζονται με το αναστρέψιμο ή μη-αναστρέψιμό της.
ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ για “σημαντικά έργα”, όπως πάντοτε υποστηρίζουν οι θιασώτες μιας αντίληψης η οποία ταυτίζει κάθε βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών με τα κτίρια και το μπετόν. Δεν υπονοώ ότι η αρχιτεκτονική δεν έχει πρωτεύουσα σημασία για μια πόλη. Είμαι πεπεισμένος ότι χρειαζόμαστε μια νέα αρχιτεκτονική της πόλης που θα δημιουργεί δημιουργικές αλληλεπιδράσεις στην σχέση της με τους πολίτες, σε όλα τα επίπεδα της καθημερινότητας τους.
Στα παραδείγματά μας:
Α. ΟΤΑΝ ξεκίνησε η κατασκευή του ξενοδοχείου του Ασφαλιστικού Ταμείου του ΟΤΕ (ΤΑΠ-ΟΤΕ) υπήρξαν αντιδράσεις. Τέλη δεκαετίας του 1950, αρχές δεκαετίας του 1960 είχε σχεδιαστεί και άρχισε να κατασκευάζεται το συγκεκριμένο κτίριο. Οι εργασίες, όταν το έργο βρισκόταν ακόμη στα “μπετά” του “υπογείου” διακόπηκαν με την αλλαγή κυβέρνησης την ταραχώδη εκείνη δεκαετία. Και η κατασκευή του συνεχίστηκε με την επιβολή της δικτατορίας. Ήταν η εποχή της αυθαιρεσίας του “μυστριού”, το οποίο είχε αναδειχθεί σε σύμβολο της σύμπλευσης τυραννίας και προόδου.
ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ να επεκταθώ στην μετέπειτα ιστορία του ξενοδοχείου, στα οικονομικά προβλήματά του και στον τρόπο με τον οποίο χρεοκόπησε και “διασώθηκε” και την συμβολή του ή όχι στην οικονομία της πόλης. Κρατώ μόνο το δεδομένο ότι αυτό το κτίριο αποτελεί μια οικοδομική σφήνα η οποία διακόπτει βίαια τον ελεύθερο χώρο της νέας παραλίας και επιπλέον ότι σήμερα είναι αδύνατον να γκρεμιστεί. Μια απόφαση που ελήφθη πριν εξήντα χρόνια και εκτελέστηκε λίγο αργότερα οδήγησε σε ένα μη-αναστρέψιμο αποτέλεσμα. Σήμερα μας κρατάει αιχμάλωτους και δημιουργεί με την παρουσία του μια μόνιμη απειλή και για άλλες περίεργες επεκτάσεις, π .χ. την κατασκευή ιδιωτικής μαρίνας.
ΤΟ ΜΗ-ΑΝΑΣΤΡΕΨΙΜΟ κάποιων τεχνικών έργων - δημόσιοι δρόμοι δύνανται να ανασκαφούν και να ξαναγίνουν ρέματα, αλλά ένα κτίριο ιδιωτικών συμφερόντων και κατοχής είναι σχεδόν αδύνατον - οφείλει να είναι ο βασικός προβληματισμός μιας πολιτικής τάξης με αίσθηση καθήκοντος και ευθύνης. Οπότε εάν για την μετεμφυλιακή περίοδο και την κατασκευή του σημερινού MAKEDONIA PALACE δυνάμεθα να απαριθμήσουμε για τους πολιτικούς ένα σωρό ελαφρυντικά, κυρίως τις κυρίαρχες ιδεολογικές αντιλήψεις της εποχής, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε το ίδιο για το επόμενο έργο που ταλάνισε την πόλη και τους περιοίκους της περιοχής του.
Β. ΕΝΘΥΜΟΥΜΑΙ με πόση ζέση στο δημοτικό συμβούλιο, στο κτίριο του Καραβάν Σαράι, ο τότε δήμαρχος Ντίνος Κοσμόπουλος “αγωνιζόταν” για να ξεπεραστούν τα εμπόδια της αρχαιολογικής υπηρεσίας για να γίνει το πάργκινγκ στην πλατεία Διοικητηρίου. Και στις τότε συζητήσεις στο δημοτικό συμβούλιο ακούγαμε ως παρακολουθητές διάφορες “μεσοβέζικες” εκδοχές του “τσιμενταρίσματος”.
ΤΕΛΙΚΩΣ δεν προχώρησε το έργο, λόγω των αρχαιοτήτων, γλίτωσε η περιοχή το “μπετονάρισμα” και τον κυκλοφοριακό φόρτο. Το πάρκινγκ δεν κατασκευάστηκε, αλλά ο χώρος σήμερα αποπνέει παραμέληση, μιζέρια και ευτέλεια. Ζητώ εκ των προτέρων συγγνώμη από τον συμπαθή κλάδο των αρχαιολόγων, αλλά κάποια πράγματα θα πρέπει να λέγονται δημοσίως.
ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ της καταστροφής ενός δημόσιου χώρου και της δημιουργίας μιας ακόμη δυσχωρίας στην πόλη ξεκίνησε με το ξήλωμα της μαρμαρόστρωτης πλατείας. Ένα σημείο αναφοράς για την περιοχή και πολλαπλής χρήσης για τους περιοίκους. Και η βιασύνη των αναπλαστών εκείνης της περιόδου βασιζόταν στην πρακτική του εκβιασμού της κεντρικής εξουσίας και των πολιτών που αντιδρούσαν. Κάποια στιγμή θα πρέπει να παρουσιαστούν και να αναλυθούν από μελετητές της ιστορίας της Θεσσαλονίκης αυτές οι διαδικασίες διότι έχουν μεγαλύτερη σημασία από τις απεραντολογίες και φλυαρίες περί πολυπολιτισμικής Θεσσαλονίκης του παρελθόντος και άλλα ιδεολογικά αυτού του τύπου.
ΣΤΟΝ τόπο ενός δημόσιου χώρου υψηλής επικοινωνιακής σημασίας προέκυψε μια ακόμη δυσχωρία με όλα τα αρνητικά της για τους περιοίκους της και την ευρύτερη περιοχή. Δεν χρειάζεται πολύ φαντασία για να αντιληφθεί κανείς την πολλαπλή δυναμική ενός συνδυασμού πλατείας Διοικητηρίου και “κινητικότητας” στην Οδό Ολύμπου και το Ψυλλοπάζαρο (μπητ παζάρ). Τώρα η ευρύτερη περιοχή ευρίσκεται σε διαρκή “σκαμπανεβάσματα” και δεν μπορεί να κεφαλαιοποιήσει κάποια από τα πλεονεκτήματά της.
ΟΣΟΙ συνέβαλλαν στην καταστροφή της πλατείας για να δημιουργήσουν πάρκινγκ εξυπηρετώντας μια λογική ενίσχυσης της πρόσβασης με αυτοκίνητο στο κέντρο της πόλης εγκλημάτησαν και το έγκλημα τους είναι διαχρονικό. Μη-αναστρέψιμο. Τώρα θα πρέπει να αναζητηθούν λύσεις με την αρχαιολογική υπηρεσία, δύσκολες, πανάκριβες και ενδεχομένως μη συμφέρουσες. Μια περιφραγμένη “τρύπα” με ερείπια σε μια σημαντική γειτονιά του κέντρου της πόλης.
Γ. Η ΤΡΙΤΗ περίπτωση είναι εκείνη της περιοχής του Μεγάρου Μουσικής. Αναφέρομαι και στα δύο κτίρια. Δεν θα κρίνω την αρχιτεκτονική αξία και σημασία τους. Γιατί και επ΄ αυτού φλυάρησαν αρκετοί και πολλοί ανόητοι μεταξύ τους. Και εδώ έχουμε μια κατάσταση που θα πρέπει να μας οδηγήσει σε κάποιες συσχετίσεις με το προτεινόμενο αναπλαστικό εγχείρημα στον χώρο της Δ.Ε.Θ. Και έχει σχέση με την αποτελεσματικότητα των κατασκευών.
Η ΠΕΡΙΟΧΗ γύρω από το Μέγαρο Μουσικής είναι απαράδεκτη. Τα δύο κτίρια βρίσκονται εγκλωβισμένα από μια συστάδα λυόμενων σχολικών κτιρίων, έναν ιερό ναό, ο οποίος αναγέρθηκε μάλλον παρανόμως, το κακόμορφο κτίριο ενός κολυμβητηρίου το οποίο περιστοιχίζεται από εγκαταλελειμμένα οικόπεδα ή αθλητικές δημοτικές εγκαταστάσεις, μια τεράστια αλάνα άτυπο πάρκινγκ, ένα γήπεδο ποδοσφαίρου ερασιτεχνικού συλλόγου της πόλης, αντάλλαγμα για το παλαιό γήπεδό του, για το οποίο δεν διέθετε έγγραφα ιδιοκτησίας και κατοχής πάνω στον μπαζωμένο θαλάσσιο χώρο και πίσω του ακριβώς το θλιβερό κουφάρι ενός από τα βασικότερα και πιο ιστορικά μνημεία βιομηχανικής αρχαιολογίας της Θεσσαλονίκης, το κτίριο των Μύλων Αλλατίνι (μια Πολιτεία άξια λόγου θα είχε κινήσει από χρόνια την διαδικασία απαλλοτρίωσης, εξαγοράς ή όποιας άλλης νόμιμης δυνατότητας υφίσταται για το πέρασμα του κτιρίου στην δικαιοδοσία του δήμου Θεσσαλονίκης).
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ του Μεγάρου Μουσικής είναι ενδεικτική για την συνάφειά μας για έναν λόγο: δεν αρκεί ένα κτίριο, όσο άρτιο και να είναι αρχιτεκτονικά να λειτουργήσει ως κινητήριος δύναμη στην ενίσχυση κάποιας κοινωνικής διαδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση υπέρ της μουσικής παιδείας και γενικότερα του πολιτισμού. Ο λειτουργικός εκπεσμός του Μεγάρου Μουσικής είναι ένα παράδειγμα προς αποφυγή και για την Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Χωρίς ενίσχυση της μουσικής παιδείας ενός τόπου ένα Μέγαρο Μουσικής είναι βέβαιο ότι θα καταντήσει όπως το αντίστοιχο της Θεσσαλονίκης. Δηλαδή θα μετατραπεί σε χώρο εκθεάτρισης της ματαιοδοξίας εγχώριων ποπ αστέρων, τοποθέτησης ξεφτισμένων και ανίκανων τοπικών παραγόντων της πολιτικής στην διοίκησή του ως μέσο ενσωμάτωσής τους στην μια ή την άλλη κατάσταση, διάφοροι μικροπαράγοντες θα λυμαίνονται ασήμαντες εκ πρώτης όψεως διευκολύνσεις, όπως οι δωρεάν προσκλήσεις για να τροφοδοτούν με αυτές το πελατειακό τους σύστημα, εκδοτικοί οίκοι θα διοργανώνουν παρουσιάσεις βιβλίων κ.ο.κ.
ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ του Μεγάρου Μουσικής είναι διδακτικό και για το μέλλον της Διεθνούς Εκθέσεως. Δεν είναι τα κτίρια που δημιουργούν την κινητικότητα σε ένα χώρο. Πολύ φοβούμαι ότι η φυγή προς το ογκώδες των κατασκευών είναι ένα άλλοθι για την ραγδαία πτώση της παραγωγής αξιών από την Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και αυτό θα επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο εάν συνεχίσει ο θεσμός να κινείται στην ίδια κατεύθυνση.
ΕΚΕΙ που διαφοροποιείται η περίπτωση του Μεγάρου Μουσικής από το προτεινόμενο ανάπλασμα της Δ.Ε.Θ. είναι η δυνατότητα αναστρεψιμότητάς του. Στην περίπτωση του Μεγάρου Μουσικής και της γύρω περιοχής παραμένει ανοικτό το ενδεχόμενο μελλοντικής αναβάθμισης της ευρύτερης περιοχής, των λειτουργιών του κτιρίου και της πολιτισμικής αποδοτικότητας του θεσμού.
ΑΝΤΙΘΕΤΑ το αναπλαστικό σχέδιο για τον χώρο της Δ.Ε.Θ. οδηγεί σε μη-αναστρέψιμες καταστάσεις, όχι μόνο στην χρήση του χώρου και της ευρύτερης περιοχής, αλλά και στις λειτουργίες του θεσμού, με νομοτελειακή σχεδόν τάση την οικονομική υποβάθμισή του μέσω πρόχειρων και εύκολων επιλογών. Αφενός δηλαδή τα ογκώδη κτίρια θα “φυλακίσουν” τον χώρο της Δ.Ε.Θ., αλλά και τους τριγύρω ευρύτερους χώρους (Γ΄ Σώμα Στρατού, Πανεπιστήμιο κλπ) σε ένα αντιπαραγωγικό χωροταξικό και κοινωνικό πλαίσιο λειτουργίας. Αφετέρου η διοίκηση της Δ.Ε.Θ. δεν νομίζω να έχει την ψευδαίσθηση ότι προτείνει κάτι δημιουργικό για την πόλη, κάτι που διαθέτει την δική του ενδογενή προοπτική και για αυτό συνδέει, με πλήρη επίγνωση των πράξεών της, την τελευταία με την βιαιότητα επί του χώρου, την ευκολία και το αβασάνιστο αυτής της πρότασής της και την προχειρότητα του σχεδιασμού με την κατασκευή ξενοδοχείου, πάρκινγκ κλπ.
ΤΕΛΟΣ, η προοπτική μεταφοράς της Εκθέσεως στην Σίνδο θα μπορέσει να γίνει αφορμή για την διεύρυνση των προβληματισμών και των ιδεών για το μέλλον της. Για τρόπους με τους οποίους θα μπορέσει να διαδραματίσει ο θεσμός κάποιο δυναμικό ρόλο στην ελληνική οικονομία, στην ενίσχυση της Θεσσαλονίκης στην διεθνή διάταξη των πόλεων, στον δημιουργικό εξαστισμό του ευρύτερου τόξου της δυτικών και κύριων εισόδων στην πόλη - οι αυτοκινητόδρομοι και οι αερογέφυρες στην περιοχή του Γαλλικού έχουν ήδη καταστρέψει ένα μεγάλο μέρος προοπτικών μιας συντεταγμένης επέκτασης της πόλης προς εκείνη την περιοχή – στην δημιουργία νέων μικρότερων και μεγαλύτερων υποδομών στην βορειοδυτική μεριά του πολεοδομικού συγκροτήματος.
Υ.Γ.: ΕΠΕΙΔΗ κάποιοι διαβάζουν την επιχειρηματολογία μου ως συνηγορία υπέρ της διεξαγωγής δημοψηφίσματος τονίζω ότι είμαι αντίθετος σε αυτό το ενδεχόμενο. Και αδιαφορώ αν η μία ή η άλλη πλευρά χρησιμοποιεί επιχειρήματά μου στην μεταξύ τους διαμάχη. Η θέση μου είναι η καθ΄ ολοκληρίαν απομάκρυνση της Διεθνούς Εκθέσεως από τον συγκεκριμένο χώρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.