Γράφει ο Γρηγόρης Κυριακού
Γραμματέας Ν.Ε. ΔΗΜΑΡ Κιλκίς
Έχοντας συμμετάσχει συνειδητά ως μαθητής γυμνασίου στο μεγάλο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης το 1992 και στη συνέχεια έχοντας διδαχθεί το μακεδονικό ζήτημα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, παρακολουθώ με ενδιαφέρον τις εξελίξεις στο ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ.
Για να προλάβω τυχόν παρεξηγήσεις, θα πρέπει να δηλώσω εξ αρχής ότι πρόθεση του παρόντος δεν είναι να διχάσει την κοινωνία και με το πατριώμετρο να μετρήσει πόσο πατριώτης είναι ο καθένας.
Πρόθεση είναι να εξετάσουμε τι έκανε το νέο ελληνικό κράτος το 1920 οπότε τέθηκε για πρώτη φορά το ζήτημα των macedonski, τι έκανε το 1946 οπότε το γιουγκοσλαβικό σύνταγμα και ο Τίτο δημιούργησαν τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και τι έπραξε από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, η απάντηση είναι ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική έπραξε ουδέν με εξαίρεση ίσως το γνωστό εμπάργκο, το οποίο όμως είναι αμφιλεγόμενο.
Και αυτό γιατί αντί να διδασκόμαστε από τη διεθνή τακτική και να καταρτίζουμε μια εθνική γραμμή, η οποία να υπηρετείται ανεξαρτήτως εναλλαγών στην εξουσία και η οποία να αποδίδει αποτελέσματα σε βάθος χρόνου χρησιμοποιώντας όλα τα εργαλεία όπως η οικονομική διείσδυση, η πολιτιστική διπλωματία, η παιδεία, το διεθνές εμπόριο κλπ εμείς αρεσκόμαστε σε φωνασκίες εσωτερικής κατανάλωσης που είναι αμφίβολο αν έχουν το αποτέλεσμα που αναμφισβήτητα όλοι επιθυμούμε ακόμα και αν δεν συμμετέχουμε στο όποιο συλλαλητήριο.
Τον Σεπτέμβριο του 1920 τίθεται για πρώτη φορά από τους Βούλγαρους το θέμα της ενιαίας αυτόνομης Μακεδονίας κάτι το οποίο απέρριψαν όλοι οι εκπρόσωποι των βαλκανικών κομμουνιστικών κομμάτων ενώ λίγο αργότερα ο Έλληνας εκπρόσωπος Γεωργιάδης εξέφρασε την αντίρρηση του στον Λένιν και επιστρέφοντας στην Ελλάδα αποχώρησε. Από το 1923 έως το 1934 το θέμα προκάλεσε αποχωρήσεις στελεχών του ΚΚΕ ενώ ήδη από το 1935 το κόμμα άρχισε να προτάσσει την εθνική του φυσιογνωμία έως ότου αναθεώρησε πλήρως.
Η Ελλάδα μετά από εναλλαγή κυβερνήσεων και δικτατοριών (με γνωστή τη ζημιά που προκάλεσε στο ζήτημα ο Πάγκαλος) φθάνει στο 1928, οπότε ο Ελ. Βενιζέλος με το πρωτόκολλο του Βελιγραδίου παραχωρεί ελεύθερη ζώνη στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης δίνοντας στους Σέρβους διέξοδο στη θάλασσα και προσωρινά έστω λύση στο πρόβλημα. Δυστυχώς η ελληνική εξωτερική πολιτική αποδεικνύεται κοντόφθαλμη.
Για να προλάβω τυχόν παρεξηγήσεις, θα πρέπει να δηλώσω εξ αρχής ότι πρόθεση του παρόντος δεν είναι να διχάσει την κοινωνία και με το πατριώμετρο να μετρήσει πόσο πατριώτης είναι ο καθένας.
Πρόθεση είναι να εξετάσουμε τι έκανε το νέο ελληνικό κράτος το 1920 οπότε τέθηκε για πρώτη φορά το ζήτημα των macedonski, τι έκανε το 1946 οπότε το γιουγκοσλαβικό σύνταγμα και ο Τίτο δημιούργησαν τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και τι έπραξε από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, η απάντηση είναι ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική έπραξε ουδέν με εξαίρεση ίσως το γνωστό εμπάργκο, το οποίο όμως είναι αμφιλεγόμενο.
Και αυτό γιατί αντί να διδασκόμαστε από τη διεθνή τακτική και να καταρτίζουμε μια εθνική γραμμή, η οποία να υπηρετείται ανεξαρτήτως εναλλαγών στην εξουσία και η οποία να αποδίδει αποτελέσματα σε βάθος χρόνου χρησιμοποιώντας όλα τα εργαλεία όπως η οικονομική διείσδυση, η πολιτιστική διπλωματία, η παιδεία, το διεθνές εμπόριο κλπ εμείς αρεσκόμαστε σε φωνασκίες εσωτερικής κατανάλωσης που είναι αμφίβολο αν έχουν το αποτέλεσμα που αναμφισβήτητα όλοι επιθυμούμε ακόμα και αν δεν συμμετέχουμε στο όποιο συλλαλητήριο.
Τον Σεπτέμβριο του 1920 τίθεται για πρώτη φορά από τους Βούλγαρους το θέμα της ενιαίας αυτόνομης Μακεδονίας κάτι το οποίο απέρριψαν όλοι οι εκπρόσωποι των βαλκανικών κομμουνιστικών κομμάτων ενώ λίγο αργότερα ο Έλληνας εκπρόσωπος Γεωργιάδης εξέφρασε την αντίρρηση του στον Λένιν και επιστρέφοντας στην Ελλάδα αποχώρησε. Από το 1923 έως το 1934 το θέμα προκάλεσε αποχωρήσεις στελεχών του ΚΚΕ ενώ ήδη από το 1935 το κόμμα άρχισε να προτάσσει την εθνική του φυσιογνωμία έως ότου αναθεώρησε πλήρως.
Η Ελλάδα μετά από εναλλαγή κυβερνήσεων και δικτατοριών (με γνωστή τη ζημιά που προκάλεσε στο ζήτημα ο Πάγκαλος) φθάνει στο 1928, οπότε ο Ελ. Βενιζέλος με το πρωτόκολλο του Βελιγραδίου παραχωρεί ελεύθερη ζώνη στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης δίνοντας στους Σέρβους διέξοδο στη θάλασσα και προσωρινά έστω λύση στο πρόβλημα. Δυστυχώς η ελληνική εξωτερική πολιτική αποδεικνύεται κοντόφθαλμη.
Η Γιουγκοσλαβία τον Ιανουάριο του 1946 δημιουργεί τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας» ενώ τον Δεκέμβριο του 1948 κλείνει τα σύνορα με την Ελλάδα, διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο για την έκβαση του εμφυλίου. Οι αντιδράσεις της εποχής – αν υπήρξαν – ήταν αναποτελεσματικές. Άλλωστε είχαμε σοβαρότερα ζητήματα καθώς για άλλη μια φορά διχασμένοι και ενώ αδελφός σκότωνε αδελφό, η κοινωνία προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της.
Αν η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση είχε διορατικότητα θα ήταν προσεκτική όταν υπέγραφε συμφωνίες όπως αυτή που κυρώθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 4009 (ΦΕΚ 238/Α/5-11-1959) και στο οποίο ο μετέπειτα δακρύζων αείμνηστος πρόεδρος της δημοκρατίας υπέγραφε ως πρωθυπουργός συμφωνία όπου στο άρθρο 7 ρητά αναφερόταν η «Δημοκρατία της Μακεδονίας» ως μέλος της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας.
Συνεπώς δεν πρόκειται για ζήτημα που ξεκίνησε με τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας το 1990. Απλώς τότε καταλάβαμε τις συνέπειες της αναβλητικότητας μας. Πρόκειται για ζήτημα που ξεκίνησε μόλις πέντε χρόνια μετά τους βαλκανικούς πολέμους κατά τη διάρκεια των οποίων θυσιάσαμε τον ελληνισμό της Πελαγονίας (Μοναστήρι, Στρώμνιτσα κλπ) που ως έκταση προφανώς δεν εκπροσωπεί την ιστορική Μακεδονία.
Και αν η Ελλάδα του 1920 καθημαγμένη από τους συνεχείς πολέμους, εμπλεκόμενη στο μέτωπο της Μικράς Ασίας και διχασμένη μεταξύ βενιζελικών αντιβενιζελικών δεν είχε τη δυνατότητα άμεσα να αντιδράσει στα διεθνή φόρα, εν τούτοις όφειλε να καταστρώσει το δικό της σχέδιο για την αντιμετώπιση του ζητήματος και όχι να το αφήνει να…λυθεί με την πάροδο του χρόνου. Γιατί όταν οι γείτονες μιλάνε για εθνική ταυτότητα δεν αναφέρονται στα τελευταία τριάντα χρόνια αλλά αναφέρονται στον τελευταίο αιώνα.
Γιατί αν θέλαμε να λυθεί το ζήτημα της Μακεδονίας, δεν θα μιλούσαμε περί ελληνικών δικαίων. Ο ίδιος ο Ελ. Βενιζέλος σε δήλωση του μετά τη συνθήκη των Σεβρών ξεκαθάρισε ότι οι Ευρωπαίοι το μόνο που αντιλαμβάνονται είναι τα συμφέροντα. Τα ελληνικά συμφέροντα που θα πρέπει να ταυτίζονται με τα διεθνή συμφέροντα.
Πότε εδώ και έναν αιώνα φροντίσαμε να δημιουργήσουμε το όνομα "Μακεδονία"; Πότε το συμπεριλάβαμε σε τυποποιημένα προϊόντα με εξαγωγικό χαρακτήρα; Πότε προβάλαμε τη βόρεια Ελλάδα και ειδικά τη Μακεδονία ως τουριστικό προορισμό και ως τόπο επενδύσεων με τις κατάλληλες καμπάνιες στο εξωτερικό; Ποτέ δημιουργήσαμε καλές σχέσεις με τους γείτονες ώστε να εκμεταλλευτούμε αυτό που ακόμα και τα σχολικά εγχειρίδια της ιστορίας αναφέρουν ως ενδοχώρα της Θεσσαλονίκης; Ακόμα και το περιβόητο Ελληνικό Σχέδιο για την Οικονομική Ανασυγκρότηση των Βαλκανίων (2002/2004-2011 - Ε.Σ.Ο.Α.Β.) δεν είχε συνέχεια ώστε το αποτέλεσμα να είναι διαρκές.
Εξαιτίας της δικής ανεπάρκειας, η πραγματικότητα και η ζωή μας έχει ξεπεράσει. Ευτυχώς ουδείς σοβαρός επιστήμων στο εξωτερικό αμφισβητεί τα επιστημονικά τεκμήρια για την ελληνικότητα της Μακεδονίας και του Μ. Αλεξάνδρου. Το θέμα είναι να γίνουμε κατανοητοί και στον απλό λαό. Γιατί όσοι έχουμε ταξιδέψει στο εξωτερικό και με διάφορες ιδιότητες έχουμε εκπροσωπήσει την χώρα, νιώσαμε πολλές φορές μόνοι απαιτώντας να χρησιμοποιηθεί για τη γείτονα το όνομα της ενδιάμεσης συμφωνίας καθώς οι ξένοι μας αντιμετώπιζαν το λιγότερο ως γραφικούς.
Αν το αναβάλλουμε για ακόμα μία φορά, θα έχουμε επανάληψη της υπόθεσης τη Κύπρου. Κάθε πρόταση που θα έρχεται στο τραπέζι θα είναι χειρότερη της προηγούμενης. Με μία προϋπόθεση όμως, η όποια συμφωνία με την ΠΓΔΜ θα διασφαλίζει ζητήματα αλυτρωτισμού και ιστορίας ενώ ως χώρα θα αναπτύξουμε επιτέλους ένα master plan (οικονομικό, πολιτιστικό, εκπαιδευτικό, τουριστικό κλπ) για τη Μακεδονία που σε βάθος χρόνου θα μας φέρει αποτελέσματα και θα είναι η μόνη Μακεδονία που γνωρίζει ο κόσμος. Αλλά αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει σοβαρό κράτος. Άραγε θα γίνουμε ποτέ;
Αν η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση είχε διορατικότητα θα ήταν προσεκτική όταν υπέγραφε συμφωνίες όπως αυτή που κυρώθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 4009 (ΦΕΚ 238/Α/5-11-1959) και στο οποίο ο μετέπειτα δακρύζων αείμνηστος πρόεδρος της δημοκρατίας υπέγραφε ως πρωθυπουργός συμφωνία όπου στο άρθρο 7 ρητά αναφερόταν η «Δημοκρατία της Μακεδονίας» ως μέλος της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας.
Συνεπώς δεν πρόκειται για ζήτημα που ξεκίνησε με τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας το 1990. Απλώς τότε καταλάβαμε τις συνέπειες της αναβλητικότητας μας. Πρόκειται για ζήτημα που ξεκίνησε μόλις πέντε χρόνια μετά τους βαλκανικούς πολέμους κατά τη διάρκεια των οποίων θυσιάσαμε τον ελληνισμό της Πελαγονίας (Μοναστήρι, Στρώμνιτσα κλπ) που ως έκταση προφανώς δεν εκπροσωπεί την ιστορική Μακεδονία.
Και αν η Ελλάδα του 1920 καθημαγμένη από τους συνεχείς πολέμους, εμπλεκόμενη στο μέτωπο της Μικράς Ασίας και διχασμένη μεταξύ βενιζελικών αντιβενιζελικών δεν είχε τη δυνατότητα άμεσα να αντιδράσει στα διεθνή φόρα, εν τούτοις όφειλε να καταστρώσει το δικό της σχέδιο για την αντιμετώπιση του ζητήματος και όχι να το αφήνει να…λυθεί με την πάροδο του χρόνου. Γιατί όταν οι γείτονες μιλάνε για εθνική ταυτότητα δεν αναφέρονται στα τελευταία τριάντα χρόνια αλλά αναφέρονται στον τελευταίο αιώνα.
Γιατί αν θέλαμε να λυθεί το ζήτημα της Μακεδονίας, δεν θα μιλούσαμε περί ελληνικών δικαίων. Ο ίδιος ο Ελ. Βενιζέλος σε δήλωση του μετά τη συνθήκη των Σεβρών ξεκαθάρισε ότι οι Ευρωπαίοι το μόνο που αντιλαμβάνονται είναι τα συμφέροντα. Τα ελληνικά συμφέροντα που θα πρέπει να ταυτίζονται με τα διεθνή συμφέροντα.
Πότε εδώ και έναν αιώνα φροντίσαμε να δημιουργήσουμε το όνομα "Μακεδονία"; Πότε το συμπεριλάβαμε σε τυποποιημένα προϊόντα με εξαγωγικό χαρακτήρα; Πότε προβάλαμε τη βόρεια Ελλάδα και ειδικά τη Μακεδονία ως τουριστικό προορισμό και ως τόπο επενδύσεων με τις κατάλληλες καμπάνιες στο εξωτερικό; Ποτέ δημιουργήσαμε καλές σχέσεις με τους γείτονες ώστε να εκμεταλλευτούμε αυτό που ακόμα και τα σχολικά εγχειρίδια της ιστορίας αναφέρουν ως ενδοχώρα της Θεσσαλονίκης; Ακόμα και το περιβόητο Ελληνικό Σχέδιο για την Οικονομική Ανασυγκρότηση των Βαλκανίων (2002/2004-2011 - Ε.Σ.Ο.Α.Β.) δεν είχε συνέχεια ώστε το αποτέλεσμα να είναι διαρκές.
Εξαιτίας της δικής ανεπάρκειας, η πραγματικότητα και η ζωή μας έχει ξεπεράσει. Ευτυχώς ουδείς σοβαρός επιστήμων στο εξωτερικό αμφισβητεί τα επιστημονικά τεκμήρια για την ελληνικότητα της Μακεδονίας και του Μ. Αλεξάνδρου. Το θέμα είναι να γίνουμε κατανοητοί και στον απλό λαό. Γιατί όσοι έχουμε ταξιδέψει στο εξωτερικό και με διάφορες ιδιότητες έχουμε εκπροσωπήσει την χώρα, νιώσαμε πολλές φορές μόνοι απαιτώντας να χρησιμοποιηθεί για τη γείτονα το όνομα της ενδιάμεσης συμφωνίας καθώς οι ξένοι μας αντιμετώπιζαν το λιγότερο ως γραφικούς.
Αν το αναβάλλουμε για ακόμα μία φορά, θα έχουμε επανάληψη της υπόθεσης τη Κύπρου. Κάθε πρόταση που θα έρχεται στο τραπέζι θα είναι χειρότερη της προηγούμενης. Με μία προϋπόθεση όμως, η όποια συμφωνία με την ΠΓΔΜ θα διασφαλίζει ζητήματα αλυτρωτισμού και ιστορίας ενώ ως χώρα θα αναπτύξουμε επιτέλους ένα master plan (οικονομικό, πολιτιστικό, εκπαιδευτικό, τουριστικό κλπ) για τη Μακεδονία που σε βάθος χρόνου θα μας φέρει αποτελέσματα και θα είναι η μόνη Μακεδονία που γνωρίζει ο κόσμος. Αλλά αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει σοβαρό κράτος. Άραγε θα γίνουμε ποτέ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.