Γράφει ο Σπύρος Καρτσώνης
Ξύπνησε και μαζί του ξύπνησε και η λαχτάρα του για
τη θάλασσα! Πήρε επιτέλους την άδειά του και σήμερα θα έφευγε για τις διακοπές
του. Τα είχε κανονίσει όλα από πριν. Είχε επιλέξει το μέρος, είχε κλείσει
δωμάτιο, είχε αγοράσει τα απαραίτητα: Ομπρέλα (πέταξε την περσινή του, που είχε
σπάσει από ένα δυνατό ξαφνικό φύσημα του αέρα), στρώμα (το είχε ήδη φουσκώσει
από την προηγούμενη μέρα), πτυσσόμενη πλαστική καρέκλα-ξαπλώστρα (την ήθελε την
άνεσή του!), μαγιό (το παλιό τού είχε μικρύνει -τα περιττά… βλέπετε), φορητό
ψυγείο (αυτά από φελιζόλ), γυαλιά ηλίου, καπελάκι μοντέρνο (;) ναυτικό,
παντόφλες άνετες ελαφριές, ραδιοφωνάκι μπαταρίας, αντιηλιακό… Δεν είχε ξεχάσει
τίποτε…
Όλα μελετημένα ως την τελευταία λεπτομέρεια. Το μόνο παλιό ήταν το…
καινούργιο του αυτοκίνητο! Το αυτοκίνητο δηλαδή που αγόρασε φέτος, αλλά τα είχε
τα χρονάκια του (περίπου είκοσι πέντε), αφού το πήρε από τρίτο (;) χέρι! Και
φέτος θα ήταν η πρώτη χρονιά που θα πήγαινε στη θάλασσα με δικό του ‘‘μέσον’’!
Μικρό μεν και σε χώρο και σε άλογα (αφού τα μισά και παραπάνω είχαν… ψοφήσει
-λόγω ηλικίας και λόγω χιλιομέτρων!), αλλά τη δουλειά του την έκανε. Μέχρι τώρα
ίδρωνε και ξαναΐδρωνε μέσα στα λεωφορεία που τον πήγαιναν στις κοντινές
ακρογιαλιές. Γι’ αυτό φέτος, που είχε δικό του αυτοκίνητο, είπε να οργανωθεί.
Είπε να το χαρεί, όσο μπορούσε πιο πολύ. Θα πήγαινε μάλιστα και πιο μακριά.
Βαρέθηκε τις ίδιες και τις ίδιες κοντινές παραλίες.
Φόρεσε το πολύχρωμο κοντό
παντελονάκι του, τη θαλασσιά άνετη μπλούζα του, πήρε το κλειδί του αυτοκινήτου,
άνοιξε την πόρτα, φόρτωσε προσεκτικά (για να χωρέσουν) όλα τα μπαγκάζια του στο
πίσω κάθισμα (το στρώμα το έβαλε στο πίσω παράθυρο), ‘‘χίλιοι καλοί χωράνε’’ σιγομουρμούρισε ευχαριστημένος, πήρε το
σακουλάκι με τα σάντουιτς (δυο τρία για το δρόμο), το πλαστικό ποτήρι με το
φραπεδάκι του (είχε ειδική θήκη στο ταμπλό του αυτοκινήτου, κάτω από το
σταυρουδάκι, τη μπλε χάντρα και τις χρυσοποίκιλτες καρδούλες -όλα κρεμασμένα
στον καθρέφτη), κάθισε χωρίς να βάλει τη ζώνη του, ‘‘αυτή είναι για τους ατζαμήδες’’ σκέφτηκε, γύρισε το κλειδί στη
μηχανή, ‘‘άντε, καλά να περάσω’’
ψιθύρισε και ξεκίνησε.
Στο πρώτο STOP δε σταμάτησε (γιατί δεν το είδε),
αλλά στάθηκε τυχερός, που δεν ερχόταν από τον άλλο δρόμο αυτοκίνητο, το δεύτερο
όμως το είδε και σταμάτησε για να ελέγξει το δρόμο, αφού βλαστήμησε αυτούς που
το έβαλαν εκεί πέρα. Ύστερα και από πολλά κόκκινα φανάρια (σε κάθε ένα από τα
οποία -περιμένοντας- έδειξε ότι όχι μόνο έχει κόρνα με ωραίο ήχο, αλλά ότι έχει
και γρήγορα αντανακλαστικά -από τη στιγμή που το φανάρι άναβε πράσινο, ήταν ο
πρώτος που κόρναρε και μάλιστα τόσο παρατεταμένα!) βγήκε στο μεγαλύτερο δρόμο.
Τώρα ο δρόμος αυτός (έτσι ένιωθε)
ήταν όλος δικός του. ‘‘Τι οδηγάρα είμαι,
ο άτιμος’’! μονολόγησε ‘‘κι ας πήρα
φέτος το δίπλωμα’’ (το ότι το πήρε με την όγδοη δεν το είπε) και ξεχύθηκε
στην άσφαλτο (όχι σαν αφηνιασμένο άλογο, αλλά) σαν εξήντα αφηνιασμένα άλογα
(από τα οποία τα μισά -το είπαμε- ήταν ψόφια!). Αισθάνθηκε κυρίαρχος της
ασφάλτου! Έπιασε την αριστερή άκρη της λωρίδας (άλλωστε μία λωρίδα -και κάτι-
σε κάθε κατεύθυνση είχε ο δρόμος σ’ εκείνη τη διαδρομή) και κάλπαζε με όλη τη δύναμη
των εξήντα (μείον τα μισά) αλόγων του! Με το ένα χέρι στο τιμόνι (που έτριζε σε
κάθε γύρισμά του) και με το άλλο να αλλάζει τις ταχύτητες (ο λεβιές ήταν κοντός
και άβολος), να τηλεφωνεί (το ‘‘κινητό’’ του στο ίδιο χρώμα -το μπλε- με το
χρώμα του αυτοκινήτου), να πίνει τον καφέ του (σκέτο, χωρίς γάλα), να καπνίζει
(η μάρκα αμερικάνικη, το πακέτο κι αυτό μπλε), να ψάχνει για πεντάευρω (ψιλά
δεν είχε) για τα διόδια, όταν θα έμπαινε στο μεγάλο δρόμο (ποτέ του δε συνήθιζε
να βάζει τα ‘‘χάρτινα’’ σε μια σειρά -όλα ανακατωμένα), να ψάχνει για τα
αγαπημένα του στο ραδιοσιντί (το ‘‘οπ πο
πο πο πο πο πο πο πο πο πο ………θα τρελαθώ’’, που ήταν η αδυναμία του, και τα
του ιδίου στιλ). Όταν δεν είχε τίποτε από όλα αυτά να κάνει, τότε άλλαζε χέρι:
το ένα χέρι έξω από το παράθυρο και το άλλο στο τιμόνι. ‘‘Δε με φτάνει κανείς’’ αυτοπαινευόταν και χαιρετούσε (σαν
πολιτικός) τους οδηγούς των άλλων αυτοκινήτων, που τον χαιρετούσαν κι αυτοί
(αλλά με ανοιχτή την παλάμη και τεντωμένα και τα πέντε δάχτυλα!).
Κάλπαζε λοιπόν με… πενήντα στα
αριστερά του δρόμου (για την ακρίβεια: της λωρίδας του). Πίσω του ουρά τα
αυτοκίνητα που δεν μπορούσαν να τον περάσουν, αφού η κίνηση από την αντίθετη
κατεύθυνση ήταν μεγάλη, ο δε δρόμος (όπως είπαμε) είχε μόνο μία λωρίδα σε κάθε
κατεύθυνση. Είδε αυτή την ουρά στον καθρέφτη και αυτοθαυμάστηκε: ‘‘πρώτος είμαι ο άτιμος! Κανείς μπροστά μου,
όλοι πίσω μου’’! Αφού πολύ το ευχαριστήθηκε, δυνάμωσε την ένταση του
ραδιοσιντί και άρχισε να κουνιέται σύμφωνα με το ρυθμό του τραγουδιού. Έστριβε
μάλιστα, σύμφωνα με το ρυθμό, και το τιμόνι του, μία δεξιά μία αριστερά, για να
χορεύει μαζί του και το αυτοκίνητο: ‘‘Χόρεψε
΄΄σαΐτα΄΄ μου (έτσι το έλεγε),
είμαστε οι πρώτοι των πρώτων’’! Και δώσ’ του πίσω του η ουρά να μεγαλώνει
και δώσ’ του τα κορναρίσματα και τα φώτα. Αυτός εκεί! Κυρίαρχος του δρόμου! Η
μουσική δεν τον άφηνε ν’ ακούσει τίποτε, τους δε καθρέφτες τους είχε μάλλον για
φιγούρα (τον εσωτερικό τον είχε -είδαμε- αχρηστέψει, αφού έβαλε το στρώμα στο
πίσω παράθυρο). Εδώ που τα λέμε, σαν να ‘βλεπε κάτι σαν φώτα μέσα τους, αλλά το
μυαλό του πήγαινε στο ότι οι πίσω απ’ αυτόν χαιρετούν τους ερχόμενους από απέναντι!
Κάποτε (όταν η εκπομπή με τα
τραγούδια τελείωσε και άρχισαν οι διαφημίσεις), χαμήλωσε την ένταση και εδέησε
να κοιτάξει στον εξωτερικό καθρέφτη! Είδε το τεράστιο φορτηγό σχεδόν κολλητό
στη ‘‘σαΐτα’’ του. Είδε τα φώτα του να αναβοσβήνουν. Άκουσε την κόρνα του. Δεν
έδωσε όμως σημασία, γιατί όλα αυτά νόμισε (και πάλι) πως είναι συνεχείς
χαιρετισμοί προς τους απέναντι, και συνέχισε την πορεία του. Αλλά δεν ηρέμησε:
η κόρνα δεν σταμάτησε ούτε λεπτό, τα δε φώτα τα αισθανόταν στα μάτια του.
Ξανακοίταξε στον καθρέφτη, ξαναείδε την ίδια εικόνα. Νευρίασε. Ποιος ήταν αυτός
ο μοχθηρός που επέμενε; Είναι δυνατόν να γνωρίζει και να χαιρετά όλους αυτούς
που έρχονταν από απέναντι; Όχι! Άρα όλα αυτά τα κάνει (το κατάλαβε!), γιατί
θέλει να προσπεράσει. Ποιος; Το φορτηγό! Ποιον; τη ‘‘σαΐτα’’ του! ‘‘Τώρα θα δεις, αλήτη, ξεστόμισε, γιά να δω τώρα τι θα κάνεις; αν μπορείς
φτάσε με’’! και πάτησε απότομα το -έτσι νόμισε- γκάζι! Έλα όμως που πάνω
στη σύγχυσή του πάτησε το -ούτε που το κατάλαβε- φρένο!
Όταν ύστερα από μέρες ξύπνησε στο
νοσοκομείο, άργησε να συνειδητοποιήσει πού βρίσκεται. Μόλις θυμήθηκε,
χαμογέλασε (όσο του επέτρεπαν τα πρησμένα χείλη, τα σπασμένα δόντια, τα
μελανιασμένα μάγουλα, η δαγκωμένη γλώσσα) ευχαριστημένος: ‘‘Καλά να πάθει ο άσχετος! Τώρα θα βρει το μπελά του! Για να μάθει ο
ατζαμής να μην τρέχει· και προπαντός να τηρεί τις αποστάσεις’’!
Και ξανάπεσε σε κώμα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.