Act Business Center

Act Business Center

Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Οι κυνοσυλλέκτες (Τέλη 19ου – αρχές 20ου αιώνα)

Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης,
Αγρ. Τοπογράφος μηχανικός - πολεοδόμος

Αφιερώνεται στα μέλη του Φιλοζωικού Συλλόγου Κιλκίς
τη δράση και την προσφορά των οποίων εκτιμώ ιδιαίτερα

Ο κυνοσυλλέκτης ή μπόγιας[1] ήταν σύμφωνα με την Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «ο περισυλλέγων από τας οδούς τους αδεσπότους κύνας».
Το επάγγελμά του εμφανίσθηκε αμέσως μετά την απελευθέρωση όταν η νεοσύστατη δημαρχία των Αθηνών προσέλαβε το 1838 τους πρώτους μπόγηδες για να εξοντώσουν τα ενοχλητικά και επικίνδυνα σκυλιά που περιπλανούνταν με άγριες διαθέσεις στους κεντρικούς και συνοικιακούς δρόμους της νέας πρωτεύουσας. Οπλισμένοι με χονδρά και οζώδη ρόπαλα οι δήμιοι των σκύλων εντόπιζαν τα ατυχή τετράποδα και τα φόνευαν με ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι.


1899. Εξόντωση σκύλου με ρόπαλο.
(Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)
Το αποτρόπαιο έργο τους δεν προξενούσε καμία έκπληξη την εποχή εκείνη, υπήρχαν όμως και περιπτώσεις αντίδρασης των κατοίκων όπως συνέβη με τον πρώτο μπόγια που δολοφονήθηκε, επειδή θανάτωσε το αγαπημένο σκυλί ενός οπλαρχηγού: «Εις την πλατείαν των «Αέρηδων» έπεσε νεκρός με το κρανίον διερηγμένον μίαν πρωίαν ο σκύλλος του Μπαλάφα. Εις το θέαμα του νεκρού σκύλλου του ο καπετάνιος δεν εδίστασε στιγμήν, επιστόλισε τον μπόγιαν και τον έρριψε νεκρόν αφού δε ηπείλησε να φονεύση και τους αστυνομικούς έσπευσε με δύο παλληκάρια του και ετράπη προς τα βουνά των Θηβών. Ούτω ο πρώτος μπόγιας των σκύλλων εν Αθήναις εφονεύθη από σφαίραν πιστολίου και ουδέποτε ίσως τραγικός θάνατος ανύποπτος συνάμα ετιμωρήθη τόσον ταχέως και αυστηρώς[2]».

Η άμεση θανάτωση των σκύλων εν μέση οδώ και σε κοινή θέα συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα όπως φαίνεται σε δημοσίευμα, στο οποίο καταγγέλλεται ο δήμαρχος της Καλαμάτας που «διώρισε μπόγια των σκυλιών και των γουρουνιών και βλέπεις καθ’ ημέρα ένα λούστρον ωπλισμένον δια μακρού ξύλου, εις την άκρα του οποίου υπάρχει είδος λόγχης, περιερχόμενον την πόλιν όπως εκτελέση το έργον του, συνοδεία πολλών παίδων παρακολουθούντων και πολλάκις γενομένων θεατών της εκτελέσεως[3]».

Η ζωή των σκύλων δεν κινδύνευε μόνο από τον μπόγια αλλά απειλούνταν πολύ περισσότερο από τις φόλες, τα δηλητηριασμένα με στρυχνίνη κομμάτια κρέατος, που έριχνε η αστυνομία στους δρόμους συνήθως όταν εμφανίζονταν κρούσματα λύσσας. Ο μαρτυρικός αυτός τρόπος εξόντωσης των σκύλων, ακόμη και αυτών που ήταν εντελώς ακίνδυνοι, εκτός από τις διαμαρτυρίες των φιλόζωων οδήγησε και στην αναζήτηση πολιτισμένων τρόπων ευθανασίας όπως η πρόταση ιατρικού συνεδρίου «να θανατώνονται οι σκύλοι ηπιώτερον δι’ οξειδίου του άνθρακος, το οποίον θα αναπνέουν εντός κλωβού[4]». 

Στον αντίποδα βέβαια υπήρχαν όλοι εκείνοι που αισθάνονταν ότι καταδυναστεύονταν από τους ενοχλητικούς σκύλους, οι οποίοι εκφόβιζαν με τις υλακές τους ή εμπόδιζαν την κυκλοφορία καθώς λιάζονταν αμέριμνοι στους δρόμους και στα πεζοδρόμια, που ενοχλούσαν τους θαμώνες των εστιατορίων ή τους πελάτες των κρεοπωλείων αναζητώντας επίμονα τροφή, που επιδίδονταν σε άγριους σκυλοκαυγάδες επικίνδυνους για τους περαστικούς. Συχνά μάλιστα δημοσιεύονταν κείμενα σαν το παρακάτω που στηλίτευαν την «σκυλλοκρατία» και υπέσκαπταν τη συμπάθεια που πάντα έδειχναν οι άνθρωποι για τους πιστούς τους φίλους: 

«Αιωνία η μνήμη της αστυνομικής διαταγής περί σκύλων! Ούτε ένα σκύλον βλέπομεν με φίμωτρον. Τα ευτυχή τετράποδα περιφέρονται μακαρίως με τα δόντια ελεύθερα να βυθισθούν εις τα πόδια των διαβατών. Μη νομίζετε ότι μόνο εις τας αποκέντρους συνοικίας περιφέρονται οι σκύλοι ελεύθεροι και αφίμωτοι. Απεναντίας κάμνουν περιπάτους εις την οδόν Σταδίου, εις την πλατείαν του Συντάγματος, συχνάζουν εις όλα τα δημόσια κέντρα, βλέπουν κόσμον, ακούνε μουσικήν και μόνον γρανίτα δεν παίρνουν εις του Ζαχαράτου και εις του Ρήγου[5]». Μόνιμη επωδός όλων αυτών των δημοσιευμάτων ήταν η έκφραση της απορίας «πού βρίσκεται άραγε ο μπόγιας;» ενώ η επίκλησή του γινόταν επιτακτική κάθε φορά που αύξανε ο αριθμός των λυσσώντων κυνών και των λυσσόδηκτων θυμάτων τους.

Ο μπόγιας. Πίνακας του  Θ. Αριστέως
Η σύλληψη των σκύλων με την τσιμπίδα και την απόχη
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα ο μπόγιας, σύμφωνα με τα κείμενα της περιόδου εκείνης, παρουσιάζεται ως περιθωριακός τύπος, ρακένδυτος και ανυπόδητος, αλλά κυρίως σκληρόκαρδος και υπέρμετρα βίαιος κατά την εκτέλεση της εργασίας του. Η εμφάνιση του στους δρόμους προκαλούσε τον ενθουσιασμό των αποκαλούμενων χαμινιών ή αγυιοπαίδων, που τον ακολουθούσαν αλαλάζοντας χαιρέκακα κάθε φορά που αιχμαλώτιζε με τη μακριά σιδερένια τσιμπίδα του, την κυνάγρα, κάποιο αδέσποτο σκύλο. Στη θέα του τα σκυλιά τρέπονταν σε άτακτη φυγή καθώς αναγνώριζαν τον κίνδυνο της σιδερένιας αρπάγης, όσα όμως δεν κατάφερναν να διαφύγουν συλλαμβάνονταν και ρίχνονταν στο σιδερόφραχτο κάρο του μπόγια, που έμοιαζε με πελώρια ποντικοπαγίδα. 

Η δυνατότητα απόδρασης ενός ζώου από το σιδερένιο κλουβί ήταν σχεδόν απίθανη όχι όμως και αδύνατη όπως επιβεβαιώνεται στο παρακάτω αξιοσημείωτο περιστατικό: «Προχθές δε διήρχετο ο Μπόγιας δια της συνοικίας εκείνης με τον κλωβόν του πλήρη αιχμαλώτων, ότε από μίαν πάροδον ενεφανίσθη ζωηρότατος κύων μπασέ ο οποίος ήρχισε να υλακτεί αγρίως κατά του Αττίλα της φυλής του. Ο Μπόγιας εις απάντησιν εξέτεινε κατ’ αυτού την τσιμπίδαν και τον συνέλαβεν. Αλλά δια κινήσεως δεξιάς ο κύων εξέφυγε. Συνελήφθη τετράκις και τετράκις εξέφυγεν. Αλλ’ αντί να τραπή εις φυγήν εσταμάτα εκάστοτε εις το άκρον της οδού και εγαύγιζεν. Επί τέλους όμως συνελήφθη ασφαλώς και ερρίφθη εις τον κλωβόν. Τόσον δε είχε κοπιάσει ο μπόγιας ώστε εισήλθεν εις γειτονικόν καφενείον δια να πίη και να ξεκουρασθή. Ο δε μπασέ αφού με ταχύ βλέμμα κατενόησε τον μηχανισμόν του κλωβού, ώθησε προς τα επάνω με την κεφαλήν του την σανίδαν την κλείουσαν την είσοδον και έμεινε ανοικτός ο κλωβός. Οι κρατούμενοι κύνες ώρμησαν έξω με υλακάς χαράς και ευγνωμοσύνης. Ο δε ήρως μείνας τελευταίος εξήλθε με ηρεμίαν καταπληκτικήν. Αντί δε να ακολουθήση τους φυγάδας, εσταμάτησεν εις την θύραν ενός παντοπωλείου και εγαύγιζε θριαμβευτικώς. Των σκηνών τούτων ήσαν πολλοί οι θεαταί, οίτινες μόνον που δεν εχειροκρότρησαν τον ήρωα. Όταν δε ο μπόγιας μαθών τα γενόμενα επανήλθεν έξω φρενών και ώρμησε να συλλάβη τον αντάρτην, οι θεαταί επροστάτευσαν τον ηρωικόν μπασέ και δεν επέτρεψαν την σύλληψιν του[6]».

Ο μπόγιας όμως δεν συνελάμβανε μόνο τα αδέσποτα αλλά έβαζε στο στόχαστρο του και τα σκυλιά που είχαν ιδιοκτήτες, καθώς η απελευθέρωσή τους μπορούσε να γίνει με την καταβολή αντιτίμου, που δεν ήταν κατώτερο της μίας δραχμής. Με τον απαράδεκτο αυτό τρόπο μπορούσε να εξοικονομήσει 40 με 50 δραχμές ημερησίως, αφού οι ιδιοκτήτες των απαχθέντων σκύλων ήταν πρόθυμοι να επισκεφθούν τη μάντρα του και να εξαγοράσουν την ελευθερία του αγαπημένου κατοικίδιου τους. Έτσι πολλές φορές ο μπόγιας αιχμαλώτιζε τα σκυλιά που είχαν κάποια αξία έχοντας ως συνεργό τον χωροφύλακα που τον παρακολουθούσε και ενθυλάκωνε μερίδιο από την ιδιότυπη αυτή «επιχείρηση». Κάποιες φορές το θράσος του μπόγια ξεπερνούσε κάθε όριο καθώς άρπαζε τα σκυλιά μέσα από τα χέρια των κυρίων τους αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις τους[7].

Το θέαμα των συρόμενων άσπλαχνα ζώων και οι κραυγές πόνου από την τσιμπίδα του μπόγια οδήγησαν στην αντικατάσταση της το 1910 από την δικτυωτή απόχη. Η είδηση κατάργησης της πρωτόγονης τσιμπίδας προκάλεσε ανακούφιση στους ζωόφιλους αλλά και ειρωνικά σχόλια αφού πλέον οι σκύλοι θα πιάνονταν με την απόχη όπως οι γαρίδες και τα καβούρια: «Δι’ αστυνομικής διατάξεως ο μπόγιας, ο γνωστός τύπος του αθηναϊκού καλοκαιριού έγεινε ψαράς. Από τούδε και εις το εξής η τσιμπίδα του θα τεθή εν αχρηστία και η ευαισθησία των αττικών κυνών δεν θ’ αναστατώνη τον κόσμον από τας αγωνιώδεις κραυγάς των. Η εποχή της ημερότητος εις την οποίαν ζώμεν, έθηκεν εις αχρηστίαν όλα τα ιεροεξεταστικά όργανα με την βάναυσον θέαν. Έτσι ο μπόγιας περιληφθείς και αυτός εις την όλην εξέλιξιν θα αρπά τους σκύλους του δρόμου και θα τους πετά εις το κάρρον με ένα μεγάλο δίκτυ[8]».


Ο Τρικούπης ως μπόγιας συλλαμβάνει με την αρπάγη τον …. 
αδέσποτο Δηλιγιάννη.
(ΝΕΟΣ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ 30-7-1888)
Από το κάρο του μπόγια στο κυνοκτονείο
Τα αιχμαλωτισμένα σκυλιά της πρωτεύουσας μεταφέρονταν με το κάρο του μπόγια στο κυνοσυλλεκτήριο, έναν περιφραγμένο χώρο στην περιοχή του Βοτανικού. Εκεί φυλακίζονταν σε μικρές αποθήκες με καγκελόπορτες και παρέμεναν επί τρεις ημέρες ώστε να υπάρχει η δυνατότητα στους πιθανούς ιδιοκτήτες τους να τα παραλάβουν μετά από καταβολή «λύτρων». Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 συλλαμβάνονταν καθημερινά γύρω στα 50 σκυλιά και από αυτά μόνο το 10% απελευθερώνονταν. Στο σύντομο διάστημα της παραμονής τους στο κυνοσυλλεκτήριο την καθαριότητα του χώρου και τη διατροφή των ταλαίπωρων ζώων αναλάμβανε η εταιρεία φιλόζωων, που αν δεν υπήρχε τα σκυλιά θα έμεναν θεονήστικα μέχρι τη θανάτωσή τους. 

Μετά την παρέλευση του τριημέρου τα σκυλιά οδηγούνταν σε ασφυκτικούς κλιβάνους και θανατώνονταν. Η οδυνηρή διαδικασία θανάτωσής τους περιγράφεται σε ένα σκληρό ρεπορτάζ κυριακάτικης εφημερίδας: «Αφού περάσουν οι τρεις ημέρες ανοίγει το μεγάλο στόμα του φούρνου της θανατώσεως δια να καταπιή τους δυστυχείς ετοιμοθανάτους. Ο όχλος των αδυνατισμένων, των βρωμισμένων ζώων διοχετεύεται μέσα στη σιδερένια κλούβα, πατηκώνεται, γίνεται μια μάζα σαρκών και κοκκάλων, όπου προβάλουν πόδια, κεφάλια, ουρές… Μέσα σε μια κλούβα ενάμισυ κυβικού μέτρου συμπιέζονται είκοσι σκυλιά μικρά και μεγάλα. Όσα κεφάλια βγαίνουν στην επιφάνεια θρηνούν φρικτά, ανατριχιαστικά, για τα άλλα αρχίζει η αγωνία της ασφυξίας. Η κλούβα κλείνει τη σπρώχνουν μέσα στο φούρνο ο οποίος κλείνεται ερμητικώς. Ο [φύλακας] ανοίγει το κλειδί του αεριόφωτος και μέσα στο φούρνο ακούγονται πνιγμένα βογγητά, ουρλιάσματα που όσο πάνε γίνονται πιο αδύνατα. Απ’ έξω, μπροστά στη μπούκα του φούρνου υψούται ένας σωρός από είκοσι σκυλιά. Είνε το προϊόν της πρώτης φουρνιάς. Ξεχωρίζουν μόνον τα ανοιγμένα στόματα που δαγκώνουν τις ξηρές γλώσσες τους και τα γουρλωμένα θαμπά μάτια. Η φρικτή εικών του θανάτου από ασφυξία. Η αγωνία των σκυλλιών εις τον φούρνον αυτόν διαρκεί από επτά λεπτά έως ένα τέταρτον. Όταν το αεριόφως είνε αδύνατον ενδέχεται να παραταθεί και περισσότερον. Γι αυτό η εταιρεία των Φιλοζώων αποφάσισε να φέρη ιδίαις δαπάναις ένα ηλεκτρικόν μηχάνημα θανατώσεως[9]».

Υπάλληλος της εταιρίας
προστασίας ζώων με την απόχη του.
(Συλλογή Ν. Πολίτη)
Το κυνοκομείο
Η δράση του μπόγια και η κακοποίηση των ζώων γενικότερα, υπήρξαν μελανά στίγματα για μια κοινωνία που ήθελε να ονομάζεται πολιτισμένη και γι’ αυτό ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα έγιναν προσπάθειες για τη δημιουργία εταιρίας προστασίας ζώων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1910 κυρίες των Αθηνών συνέστησαν την «Εταιρείαν ζωοφίλων» που πέτυχε να αναλάβει το έργο της κυνοσυλλογής και να μετριάσει τη σκληρότητα με την οποία αντιμετωπίζονταν τα ζώα. Η εταιρεία διαλύθηκε σύντομα και ανασυγκροτήθηκε το 1925 με την επωνυμία «Εταιρεία προστασίας ζώων 1916». Το πρώτο μέλημα της εταιρείας ήταν η ίδρυση κυνοκομείου που επιτεύχθηκε με την παραχώρηση από το δημόσιο κατάλληλου γηπέδου επί της Ιεράς Οδού. 

Τα εγκαίνια του κυνοκομείου έγιναν στις 4 Ιουνίου 1929 και ανατέθηκε στην εταιρία το έργο της κυνοσυλλογής[10]. Έτσι ο περίφημος μπόγιας κατέληξε μια θλιβερή ανάμνηση ενός απολίτιστου παρελθόντος, γεγονός που δεν έμεινε ασχολίαστο από τον Τύπο: «Ενθυμείσθε το περίφημο κάρρο του οποίου η βρώμα προηγείτο κατά χιλιόμετρα και το οποίον τριγυρισμένο από συρματόπλεγμα εις το επάνω μέρος του ενεφανίζετο κάθε εβδομάδα εις την συνοικίαν. Δύο αγριάνθρωποι κρατούντες δυο τεράστιες τανάλιες το ακολουθούσαν. Και πίσω του έτρεχαν τα παιδάκια της γειτονιάς φωνάζοντα: Ο μπόγιας! Ο μπόγιας!

Το ενθυμείσθε βέβαια το περίφημον αυτό αίσχος του ελληνικού πολιτισμού. Ε! λοιπόν το αίσχος αυτό το είδα χθες αντικατασταθέν με κάτι το αφαντάστως πολιτισμένον. Εις την θέσιν του κάρρου ένα αμάξι πολυτελές, φρεσκοβαμμένον, κλειστό, με ωραία παραθυράκια και διπλή θυρίδα. Δίπλα του δύο άνθρωποι, οι ίδιοι, αλλά με στολήν και χρυσά κουμπιά, με πηλήκια και στο χέρι αντί της τανάλιας μιαν απόχη από πλεχτό δίχτυ. Επλησίαζαν τον αδέσποτο σκύλλο, άπλωναν την απόχη, τον έχωναν στον δικτυωτό θύλακά της και απ’ εκεί τον έφερναν μέσα στ’ αμάξι με προσοχή να μην του βλάψουν κανένα πόδι ή να μην του πατήσουν τη ουρά του. Και όμως οι άνθρωποι αυτοί ήσαν οι παληοί μπόγηδες[11]».

Όχημα περισυλλογής σκύλων.
(Συλλογή Ν. Πολίτη)







[1] Από το ιταλικό boza.
[2] Η παληά Αθήνα, ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ, 26-7-1927.
[3] Ο μπόγιας εν Καλαμαίς, ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ 1883.
[4] Τα τραγικά της φόλας, ΣΚΡΙΠ 28-6-1898.
[5] Και πάλιν τα σκυλιά, ΣΚΡΙΠ 31-7-1898.
[6] Ο ελευθερωτής, ΕΜΠΡΟΣ 23-6-1901.
[7] «Από χθες ήρχισεν ο μπόγιας έκαμε δε χρυσές δουλειές. Διότι κάθε σκυλί συλλαμβανόμενον αντιπροσωπεύει μίαν δραχμήν. Ο μπόγιας δε φροντίζει και συλλαμβάνει μόνον τα προσοδοφόρα σκυλλιά. Χθες εις την πλατείαν Ομονοίας άρπαξε σχεδόν μέσα από τα χέρια μιας κυρίας ένα μπουλντόκ σκυλλάκι. Παρ’ όλας δε τας διαμαρτυρίας της κυρίας ο μπόγιας εξηκολούθησε το έργον του απαθής και ανένδοτος. Η κυρία ηναγκάσθη να τον παρακολουθήση μέχρι της διευθύνσεως της αστυνομίας. Εκεί αφού διεσκέδασαν ολίγον και οι χωροφύλακες, εδέησε να παραδοθή το σκυλλάκι, αφού προηγουμένως επήρε την δραχμήν του. Η αστυνομία δεν δύναται να δώση ένα μάθημα εις τον μπόγια τηςΣΚΡΙΠ 17-5-1909.
«Άγριαι σκηναί εκτυλίσσονται καθημερινώς με τον μπόγια των σκύλλων και τους κυρίους των ζώων αυτών. Ο μπόγιας συλλαμβάνει αδιακρίτως κάθε σκύλλον και από τα χέρια ακόμη των κυρίων των δια να τα πωλή κατόπιν. Και τα πωλεί διότι αναλόγως του σκύλλου και του κυρίου ζητεί και 3 και 4 και 5 δραχμάς ενώ μία έχει καθιερωθή από ετών. Και ο παρακολουθών χωροφύλαξ υποστηρίζει τον μπόγια. Προχθές μια κυρία επλήρωσε 5 δραχμάς δια το σκυλλάκι της. Και δια να το πάρη την έσυρεν ο μπόγιας εις το ρέμα της Καλλιρόης». ΣΚΡΙΠ 1-8-1909.
[8] ΕΜΠΡΟΣ 29-7-1910.
[9] Μία επίσκεψις εις το βασίλειον του μπόγια, Κυριακή του Ελευθέρου Βήματος, Ιούλιος 1927.
[10] «Οι πολυετείς αγώνες των ζωοφίλων της πόλεως μας έφεραν επιτέλους το αποτέλεσμά των. Ιδρύθη το «Κυνοκομείον» του οποίου τα εγκαίνια έγιναν την περασμένην εβδομάδα. Και κατηργήθη και ο απαισίας μνήμης μπόγιας ο οποίος εγυρνούσε τας οδούς της πόλεως με το σιδηρόφρακτον κάρρον του και την τσιμπίδα του και εσκορπούσε τον πανικόν εις τους σκύλους, αδέσποτους και μη και αντεκαταστάθη από τους ευπροσώπους υπαλλήλους της εταιρίας Ζωοφίλων». Το κυνοκομείον, ΕΜΠΡΟΣ 12-6-1929.
[11] Πολιτισμός, ΕΜΠΡΟΣ 21-12-1929.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.

Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.

Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.