Του Κώστα Μπούζα
Το κατάστημά του βρισκόταν στο βάθος της στοάς. Απόμερο καθώς ήταν, δύσκολα κάποιος μπορούσε να το ανακαλύψει. Εξάλλου, τα υποτονικά, φθαρμένα χρώματά του και η σκονισμένη του μικρή βιτρίνα, το έκαναν να μοιάζει λίγο εκτός τόπου και χρόνου. Φαινόταν κάπως σαν ξεχασμένο. Σαν μια παράταιρη πινελιά σ’ αυτή τη γωνιά της μεγαλούπολης.
Πλησίασα. Μια ματιά ήταν αρκετή για να μου επιβεβαιώσει την προηγούμενη αίσθησή μου. Πίσω από το τζάμι αντίκρισα ένα σωρό ρολόγια… μιας άλλης εποχής. Ξυπνητήρια, αλλά και του χεριού, κουρδιστά τα περισσότερα. Υπήρχαν, ακόμη, και κάποια μεγάλα επιτραπέζια, από αυτά που στόλιζαν κάποτε μπουφέδες, τζάκια και άλλες παρόμοιες γωνιές του σπιτιού. Μερικά μάλιστα απ’ αυτά ήταν σωστά κομψοτεχνήματα, με αγαλματίδια, απομιμήσεις διαφόρων σκηνών της ζωής και διάφορα άλλα στολίδια.
Δεν άντεξα στον πειρασμό και διάβηκα το κατώφλι. Ο καταστηματάρχης, μάλλον ηλικιωμένος και αρκετά μικρόσωμος, ήταν σκυμμένος σε ένα μικρό γραφειάκι και παιδευόταν με το κούμπωμα ενός γυναικείου ρολογιού. Απορροφημένος καθώς ήταν, δε με αντιλήφθηκε από την πρώτη στιγμή. Όταν τελικά με πρόσεξε, σηκώθηκε από την καρέκλα του, για να με υποδεχτεί εγκάρδια.
Μετά τις πρώτες συστάσεις, άρχισε να μου επιδεικνύει, με καμάρι, τη συλλογή του – έτσι ονόμαζε αυτό, που κάποιος άλλος θα αποκαλούσε εμπόρευμα. Παράλληλα, μου εξηγούσε διάφορες λεπτομέρειες που αφορούσαν τη λειτουργία, αλλά και την ιστορία των ρολογιών του. Εμένα, όμως, αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, ήταν κάποιες συνήθειες, που είχε αναπτύξει τόσα χρόνια σ’ αυτό το επάγγελμα.
Με ξάφνιασε, για παράδειγμα, το ότι κούρδιζε, κάθε μέρα, όλα του τα ρολόγια. Μου εξήγησε, ότι δεν πρέπει να σταματούν, για να δουλεύει σωστά ο μηχανισμός τους. Εκείνο, όμως, που με άφησε έκπληκτο, ήταν κάτι που ανεπιφύλακτα το χαρακτήρισα σαν ιδιορρυθμία. Συγκεκριμένα, όπως μου εκμυστηρεύτηκε δειλά, σε δύσκολες στιγμές στεναχώριας, άγχους, ή αγωνίας, έπαιρνε το ρολόι που βρισκόταν απέναντί του στο γραφείο, και το γυρνούσε μπροστά. “Τρέχω τον χρόνο μου μπροστά” έλεγε “για να περάσει γρήγορα αυτό”. Υπενθύμιζε έτσι στο εαυτό του, ότι τίποτε δεν κρατάει για πάντα. Οι καταστάσεις αλλάζουν, και τα σημερινά συναισθήματα, αύριο, θα τα διαδεχθούν σίγουρα κάποια άλλα. Αντίθετα, τώρα, θέλοντας να παρατείνει στιγμές ευτυχίας ή χαράς, μόλις ένοιωθε ότι τα συναισθήματα αυτά έπαιρναν ν’ ατονήσουν, γυρνούσε τους δείκτες πίσω. “Γυρνώ τον χρόνο πίσω, την ώρα εκείνη που χάρηκα. Θυμάμαι, έτσι, πως ένοιωσα εκείνη τη στιγμή, και μ’ αυτόν τον τρόπο η χαρά επιστρέφει” ξανάλεγε.
Εκείνο, πάντως, που ποτέ δεν παρέλειπε ο παράξενος αυτός, φιλόσοφος ρολογάς, ήταν το καθημερινό κούρδισμα. Θαρρείς κι ο χτύπος των δευτερολέπτων ήταν ο χτύπος της καρδιάς του. Σαν να ήταν συνυφασμένος με την ίδια του τη ζωή. Όπως μου εξήγησε, ο ρυθμικός αυτός ήχος του υπενθύμιζε, συνεχώς, ένα παρελθόν, που άντεξε ώστε ν’ αξιωθεί να είναι σήμερα παρόν, και βάσιμα φιλοδοξεί να εξελιχθεί σε μέλλον.
Όταν έφυγα από το κατάστημα, πολύ αργότερα, είχα την εντύπωση ότι βγήκα από μία χρονοκάψουλα στην πραγματική ζωή. Η επίσκεψή μου όμως αυτή, μου είχε αφήσει μια αίσθηση περίεργη. Κάτι σαν μια απροσδιόριστη νοσταλγία, σαν μια μελαγχολία ανεπαίσθητη, ανάμικτη με μια ρομαντική διάθεση. Κι ο χώρος ξεπηδούσε κι αυτός στο μυαλό μου, σαν ο τόπος που αυτός ο αλχημιστής, ο μύστης του χρόνου, δημιουργούσε την αυστηρά προσωπική του μαγεία. Υποσχέθηκα, τότε, στον εαυτό μου, κάποτε να επιστρέψω.
Άργησα να πραγματοποιήσω την υπόσχεσή μου. Ο ρυθμός της ζωής, οι καθημερινές φροντίδες και ασχολίες και τόσα άλλα, με έκαναν και ξέχασα τελείως αυτόν τον δεξιοτέχνη των στιγμών, των ολόδικών του, μοναδικών στιγμών. Όταν ξαναπέρασα τυχαία από κει, μετά από καιρό, το κατάστημα ήταν κλειστό και άδειο. Σύνταξη; Αναδουλειές; Κάποιο δυσάρεστο συμβάν; Ποιος ξέρει… Άραγε κουρδίζει ακόμη τα αγαπημένα του ρολόγια; Ή μήπως όχι; Θα ήταν θλιβερό, γιατί θα σήμαινε ότι ο προσωπικός του χρόνος, όπως θα έλεγε κι ο ίδιος, έλαβε τέλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.