Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Εισήγηση στην Στέγη Τεχνών του Συλλόγου Εικαστικών Καλλιτεχνών Βορείου Ελλάδος – Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016 – Φλέμινγκ 10 – Θεσσαλονίκη
Συν-ευρεθήκαμε σήμερα εδώ, σε συνθήκες κοινωνικής και πολιτικής αμηχανίας, στην Στέγη Τεχνών του Συλλόγου Εικαστικών Καλλιτεχνών Βορείου Ελλάδος, στο ισόγειο κατάστημα μιας πολυκατοικίας, ενός μεγάρου, όπως θα έλεγαν παλαιότερα, στην οδό Φλέμινγκ 10, της Θεσσαλονίκης, της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης του κράτους, το οποίο ονομάζεται Ελλάδα και κείτεται στην χερσόνησο του Αίμου, διεθνώς γνωστής και με το όνομα Βαλκάνια, περιοχής της Ευρώπης, η οποία είναι μια από τις ηπείρους, οι οποίες σχηματίζουν την ξηρά του πλανήτη Γη, ενός από τα δισεκατομμύρια ουράνια σώματα του Γαλαξία μας, ο οποίος αποτελεί με τη σειρά του μέρος του σύμπαντος κόσμου: αυτού του αχανούς χώρου, τον οποίο δυσκολεύεται να συλλάβει ακόμη και η ανθρώπινη φαντασία, αυτός ο εκρηκτικός μηχανισμός του ανθρώπινου νου, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να ταξιδεύει νοητά στους πιο απόμακρους χώρους και στους πιο απίθανους χρόνους.
Σήμερα, ωστόσο, δε θα μιλήσουμε για αυτόν το χώρο, ο οποίος απασχόλησε και απασχολεί τους ανθρώπους της φυσικής επιστήμης και τους φιλοσόφους, από την αρχαιότητα έως σήμερα. [1] Αλλά το αποψινό μας εγχείρημα δεν είναι τόσο φιλόδοξο και περιορίζεται στην ταπεινή πρόθεση να προκαλέσει κάποια ερεθίσματα γύρω από το χώρο, ο οποίος μας περιβάλλει, στον οποίο κινούμαστε και μετακινούμαστε, πράττουμε και ποιούμε. Θα μας απασχολήσει ένας συγκεκριμένος χώρος, ενός συγκεκριμένου τόπου: ενός αστικού τόπου, δηλαδή μιας πόλης, της πόλης στην οποία είναι η έδρα του Συλλόγου Εικαστικών Καλλιτεχνών Βορείου Ελλάδος και στην οποία ευρισκόμαστε εμείς αυτή τη χρονική στιγμή.
Το ενδιαφέρον για το χώρο και την πολιτική και κοινωνική σημασία του έχει αυξηθεί κατακορύφως τις τελευταίες δεκαετίες, σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, ώστε στο πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών να γίνεται λόγος για μια στροφή προς το χώρο, ένα spatial turn, ανάλογο με το linguistic turn, στο πλαίσιο του οποίου αναδύθηκε η γλώσσα από τη λήθη αιώνων και επανατοποθετήθηκε στο κέντρο των φιλοσοφικών αναζητήσεων κυριαρχώντας στην φιλοσοφία του προηγούμενου αιώνα.
Ο αστικός χώρος αποτελεί το πλαίσιο εντός του οποίου ενδιαιτεί ο σύγχρονος άνθρωπος, διαμένει, συγκροτεί κα εκθέτει την καθημερινή του παιδεία. Εδώ διασταυρώνεται η “αισθητική” με την “καλαισθησία” και οι συνέπειες αυτής της συνάντησης καταγράφονται στην κοινωνική συνείδηση. Ο όρος “αισθητική” έχει εδώ την πρωταρχική της σημασία, αυτό το οποίο εκπηγάζει άμεσα από τις αισθήσεις: την αντίληψη των πραγμάτων. [2] Με αυτή την προτίμηση για την πρωταρχική σημασία της λέξης αποκαθιστούμε, τρόπω τινά, τα προβλήματα και τις δυσκολίες τα οποία γεννά διαρκώς το αντιδάνειο “αισθητική” στην ελληνική γλώσσα. [3] Με αυτόν τον τρόπο θα μιλήσουμε στη συνέχεια για την “αισθητική”. Έχουμε ήδη εξαποστείλει ως προκατανόηση τη διάκριση μεταξύ “αισθητικής” και “καλαισθητικής”: η μια αφορά στη σημασία της αισθητικής υπό την γνωσιολογική της διάσταση, αυτό δηλαδή της αντίληψης, η άλλη αφορά στην κριτική και κατανόηση του καλαισθητικού αποθέματος και της καλλιτεχνικής δημιουργίας σε όλες τις εκφάνσεις του ανθρώπινου ποιείν και πράττειν. Εδώ συμπεριλαμβάνονται, πέρα από τις καλές τέχνες, συνήθεις εκφάνσεις “τέχνης” του καθημερινού πολιτισμού μας, όπως η μόδα, το design, το κόσμημα, το ύφος στο χώρο, ηαρχιτεκτονική χώρου κλπ. Τα τελευταία, αν και δεν ανήκουν, υπό την στενή έννοια στο χώρο των καλών τεχνών, εμπίπτουν στην ευρύτερη περιοχή της “καλαισθησίας” και ως τέτοια σχολιάζονται και κρίνονται. Φυσικώς, οι χώροι και οι χρόνοι των καλών τεχνών είναι εντελώς διαφορετικοί από αυτές τις πολιτισμικές εκφάνσεις, όμως το γεγονός αυτό, όπως και ο χρηστικός, διακοσμητικός χαρακτήρας τους δεν είναι λόγος για να τις αποκλείσουμε από κάθε προσπάθεια “καλαισθητικής” αναβάθμισης του χώρου.
Πως κατανέμεται ο χώρος και ο χρόνος στην καθημερινή μας εμπειρία; Πως γίνονται αισθητοί από το υποκείμενο του αστικού περιβάλλοντος και σε τι συνίσταται το καλαισθητικό στοιχείο και η σημασία του για την ανόρθωση αυτού του ίδιου του περιβάλλοντος. Μια πρώτη θέση ως απάντηση: το έργο τέχνης ως έκφανση της αλήθειας ανορθώνει το δημόσιο χώρο, προσθέτει σε αυτόν Είναι. “Έργο” το οποίο αδυνατεί να ανορθώσει το χώρο από τον οποίο περι-βάλλεται ακυρώνει άμεσα τον εαυτό του: συμβάλλει στην καλύτερη περίπτωση στην εξουδετέρωση, στην χειρότερη στην υποβάθμιση και καταστροφή του περιβάλλοντος χώρου. Το εκτεθειμένο στο δημόσιο βλέμμα έργο τέχνης διανοίγει – για να χρησιμοποιήσουμε τη χαϊντεγγεριανή έννοια τουerschliessen – το χώρο και με αυτή τη διάνοιξη διευρύνει το βλέμμα του θεατή και ενισχύει την καλαισθητική ένταση του περιβάλλοντος. Η καλαισθητική ένταση ενός συγκεκριμένου περιβάλλοντος επιδρά στο υποκείμενο. Το υποκείμενο υπό-κειται σε αυτή την ατμόσφαιρα ποιητικής έντασης στο χώρο, η οποία εκπορεύεται από το έργο τέχνης και διαπερνά τη συνείδηση του προσλαμβάνοντος ατόμου. Η καλαισθησία και η καλαισθητική δεν αφορούν στην απλή ευαισθησία ή στο γούστο ή ακόμη και στην εμβιωτική διάσταση των έργων στο δημόσιο χώρο, αλλά αφορούν στον τρόπο με τον οποίο υπάρχουν τα αντικείμενα τέχνης και τα αντικείμενα γενικότερα στο χώρο: από εδώ προκύπτει και η σημασία του ύφους μιας πόλης. Δεν έχουν μόνο τα άτομα, τα κείμενα ή η ζωγραφική ύφος, αλλά και οι πόλεις, ως διευρυμένες κοινότητες και μέσα σε αυτές τις κοινότητες υπάρχουν διάφορες ομαδοποιήσεις υφών. [4] Κάθε ύφος έχει ρυθμό, κάθε ρυθμός έχει χρόνο. Το ύφος μιας πόλης καθορίζεται από αυτό που φαίνεται και από αυτό που αποκρύπτεται, από τη σιωπή και το θόρυβο: οι χρόνοι και οι χώροι των τόπων όπου εκφαίνεται το ύφος της πόλης αφορούν πρωτίστως την καθημερινή εμπειρία του πολίτη μιας πόλης, ο οποίος καλείται να αρθρώσει λόγο για τις ιδιότητες των χώρων του άστεως και για τις δυνατότητες των χρόνων του. Η πόλις έχει τους χώρους και τους χρόνους της. Η καλλιτεχνική πράξη στο δημόσιο χώρο καθιστά ορατά τα κοινά σημεία μιας κοινότητας.
Εκκινώντας από αυτή την αφετηρία θα είχε ιδιαίτερη σημασία για εμάς να προβληματιστούμε για το καλαισθητικό ποιείν στο χώρο της πόλης: πόση καλαισθητική ή “κακαισθητική” αξία/απαξία υπάρχει στο δημόσιο χώρο της Θεσσαλονίκης και πως παράγεται και αναπαράγεται αυτή; Ένα ερώτημα ζωτικής σημασίας για το μέλλον της πόλης και την επιλογή του ύφους της.
Σε ένα πρώτο βήμα θα εστιάσουμε σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε “υπεραξία συντήρησης”: πολίτης και ο καλλιτέχνης ως τέτοιος παραλαμβάνει ένα απόθεμα καλαισθητικής αξίας, το οποίο καλείται να “συντηρήσει”. Ακόμη και στην αγωνιώδη προσπάθεια του καλλιτέχνη να υπερβεί τα δεδομένα, η “συντήρηση” του παραδοσιακού είναι αναπόφευκτη, θα έλεγα, μάλιστα, προϋπόθεση άρσης του είναι η διατήρησή του. Υπερβαίνουμε αυτό που διατηρούμε. Διατηρούμε ενώ υπερβαίνουμε.
Η υπεραξία που δημιουργεί η συντήρηση του καλαισθητικού αποθέματος μιας πόλης, ενός πολιτισμού δεν κινδυνεύει για αυτό από την υπέρβασή του, γιατί αυτή ενέχει πάντοτε στο βάθος της ένα στοιχείο σεβασμού, συντήρησης, αποθήκευσης: κάθε υπέρβαση και άρση προϋποθέτει ένα ελάχιστο σεβασμού και δέους απέναντι σε αυτό που επιχειρεί το υποκείμενο να υπερβεί. Στον αντίποδα αυτής της προσπάθειας υπέρβασης, που καταδεικνύει και μια αυτοπεποίθηση του επιχειρώντος υποκειμένου, ευρίσκεται η πράξη του βανδαλισμού. Ο τελευταίος συγκροτείται από την εσωτερικοποίηση μιας συνειδησιακής ήττας, η οποία εκδηλώνεται με την ασέβεια προς τα πράγματα και το φανατισμό προς τους ανθρώπους. [5] Η κρίση συνείδησης εμφανίζεται ως μορφή βλασφημίας απέναντι στα πράγματα, έλλειψη σεβασμού σε κάθε προσπάθεια καλαισθητικής εννοημάτισης του τόπου, ο οποίος μας περι-χωρεί και τον οποίο εμείς περι-βάλλουμε σε μια αδιάκοπη επιμέλεια και μέριμνα πρόσθεσης εντός αυτού αποθέματος καλαισθητικής αξίας.
Ο βανδαλισμός του τόπου στον οποίο εν-οικούμε χλευάζει κάθε έννοια σεβασμού και εκκενώνει το χώρο από κάθε ίχνος νοήματος: “Η βανδαλιστική υποβάθμιση έχει για προϋπόθεση το τέλος του σεβασμού για τα πράγματα, την αδιαφορία προς το πραγματικό που έχει στο εξής εκκενωθεί από νόημα” [Ζιλ Λιποτσκί, Η εποχή του κενού]
Κινούμεθα και μετα-κινούμεθα “αισθητικά” μέσα στο σώμα της πόλης: αυτό σημαίνει ότι αντιλαμβανόμαστε με όλες μας τις αισθήσεις τον τόπο που μας περιβάλλει: περι-χωρούμαστε. Εδώ η μνήμη διαθέτει το δικό της νοητικό χάρτη (mental map) με τη γεωγραφία των διαφόρων μορφών του αισθάνεσθαι μέσα στους τόπους της πόλης και στους χρόνους τους: γεύση, αφή, όσφρηση, ακοή, όραση – τα αισθητά στη σφαίρα του νοητού.
Κάθε άνθρωπος της πόλης ένα σώμα, κάθε σώμα μια μνήμη. Διαθέτουμε μια ατομική και μια συλλογική μνήμη της πόλης. Στο ερώτημα “που ευρίσκεται” κάποιος ή κάτι απαντάμε με βάση έναν κοινά αποδεκτό νοητικό χάρτη. Μέσω αυτού προσανατολιζόμαστε και οργανώνουμε τις κινήσεις και μετακινήσεις μας στον χώρο της πόλης. Χρησιμοποιούμε σημεία “προσανατολισμού”: υπάρχουν σημεία μιας πόλης – κτίρια, αρχαιολογικοί τόποι, πλατείες και ανοίγματα, έργα τέχνης, τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν ως σημεία αναφοράς, ως σημεία προσανατολισμού. Η πόλη δεν είναι δωρεάν διαθέσιμη, χρειάζεται να μοχθήσουμε για να την μάθουμε: για αυτό οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν με πανομοιότυπο τρόπο την πόλη. Η “ανάγνωση” των σημείων μιας πόλης είναι μια ιδιαίτερα επίμοχθη υπόθεση: μια διαρκής επιμορφωτική διαδικασία, μια υπόθεση ενεργών πολιτών, οι οποίοι διαμένουν στην πόλη και “ευρίσκονται” στους τόπους των συμβάντων της. Δεν παρουσιάζουν οι χώροι μιας πόλης την ίδια ένταση και δεν είναι οι χρόνοι της έντασης ταυτόχρονοι σε όλους τους χώρους.
Το ανθρώπινο σώμα ως φυσικό σώμα ευρίσκεται στο χώρο, αλλά ευρίσκεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο: γίνεται μέρος του συγκεκριμένου χώρου ενόσω τον καταλαμβάνει κατά ένα μέρος του. Η κατάληψη δημόσιου χώρου σημαίνει έκθεση στην απόλυτη εξουσία του ξένου βλέμματος. Ο καλλιτέχνης εκτίθεται στο βλέμμα μέσω του έργου τέχνης στο δημόσιο χώρο: δηλώνει την παρουσία του στο χώρο με το έργο τέχνης. Η δήλωση αυτή είναι μια εγγραφή του έργου τέχνης στο χώρο σε μια διαδικασία συνομιλίας με το περιβάλλον του: το έργο δεν φανερώνει απλώς μια διάσταση της αλήθειας, δε ζει από την ένταση την οποία προκαλεί αυτή στον περιβάλλοντα χώρο, αλλά καλεί σε διαρκή αναζήτηση νέων ανοιγμάτων στον κόσμο.
Από εδώ προέρχεται και η ανάγκη ενστάλαξης ιδεολογίας στο δημόσιο χώρο από την εκάστοτε εξουσία: αυτή επιχειρεί δηλαδή να προκαταλάβει την εννοημάτιση του χώρου και να σφραγίσει τα πιθανά ανοίγματα μιας αυθεντικής μορφής τέχνης, η οποία μπορεί να προκαλέσει προωθητικά τα ξένα βλέμματα. Το έργο τέχνης προωθεί το βλέμμα σε νέα ανοίγματα: το ορών υποκείμενο καλείται να διαπεράσει εκείνη την ένταση, η οποία το περι-βάλλει, καλείται να διανοίξει νέους χώρους εμπειρίας. Το υποκείμενο περι-βάλλει και περι-βάλλεται, περι-χωρεί και περι-χωρείται: αθροίζει και αθροίζεται σε μια συσσώρευση καλαισθητικής υπεραξίας στο δημόσιο χώρο. Η τέχνη τίκτει και τοκίζει: τέχνη, τόκος, τοκετός - η ετυμολογική ρίζα tek είναι κοινή. Η τέχνη στο χώρο είναι μια αν-εύρεση, ένα τοκετός: ένα τόκος, μια προστιθέμενη υπεραξία, συσσώρευση πλούτου. Η τέχνη είναι τα πλούτη: προστιθέμενη αξία μέσω της “καλαισθησίας”.
“Ευρίσκομαι” σε ένα σημείο του χώρου, σημαίνει ότι περι-χωρούμε: υπάγομαι στη δικαιοδοσία, στην πίεση, αυτού του χώρου. Υπόκειμαι στην ισχύ και την εξουσία του, η οποία πρωτίστως είναι το βλέμμα του άλλου: η όψις των πραγμάτων, τα οποία μας “θεωρούν” και το βλέμμα των ανθρώπων, το οποίο μας περι-βάλλει και περι-χωρεί. Δεν κοιτάζουμε μόνο εμείς προς τα πράγματα, αλλά και αυτά προς εμάς: το βλέμμα μας προκαλεί την “αντίδραση” της όψεως των πραγμάτων.
Σε συνθήκες απώλειας του σεβασμού προς τα πράγματα, αποσάθρωσης του νοήματος, τι λόγο έχουμε να συζητούμε για τον χώρο, την πόλη και την τέχνη; Για να μην “χαθούμε”.
“Χάνομαι” στο (αστικό) περιβάλλον, σημαίνει “χάνω” τον προσανατολισμό μου: αδυνατώ να κινηθώ στο χώρο με βεβαιότητα και ασφάλεια, δεν μπορώ να εκπληρώσω τον προορισμό της κίνησής μου. “Χάνομαι» στο αστικό περιβάλλον σημαίνει ότι είμαι έρμαιο ενός “χάους” σημείων, ότι έχω εγκλωβιστεί σε κάτι γνώριμο, αλλά άγνωστο. “Χάνομαι” σημαίνει ότι περιβάλλομαι από έναν όγκο σημείων, τα οποία “αποτραβιούνται και αρνούνται” να απαντήσουν στο βασικό ερώτημα κάθε “χαμένου” υποκειμένου: που ευρίσκομαι, που είμαι τώρα. Το υποκείμενο υπό-κειται στη βία γνωστών αγνώστων σημείων του χώρου, εντός του οποίου ευρίσκεται, εν-οικεί. Το “χάνομαι” δεν ορίζει μια απώλεια, αλλά μια σύγχυση και προσλαμβάνει χαρακτηριστικά “βαράθρου”, χάους. Ο χώρος μετατρέπεται σε ξενότητα και προκαλεί σάστισμα και άγχος. Κίνδυνος κατάρρευσης.
Από εδώ και η μέριμνα της εξουσίας να παράγει αστικό χώρο και να αναπαράγεται στον αστικό χώρο εκδηλώνοντας την ισχύ της. Αυτή εκ-δηλώνεται ως πολιτική απόφαση και δηλώνεται ως σημείο αναφοράς, ως “καλλιτέχνημα”, κυρίως ως “αρχιτεκτόνημα”, στο δημόσιο χώρο.
Η πόλη έχει τις επιφάνειές της οριζόντιες και κάθετες, τις καμπύλες και τα ανοίγματά της, τα υψώματα και τα ισώματα της, τις παραλληλότητες και τις διασταυρώσεις/διακλαδώσεις της, τις κλίμακες και τις υποσκαφές της. Η πόλη υπάρχει μέσα στο έργο τέχνης: μέσα στη λογοτεχνία και μέσα από τη λογοτεχνία. Υπάρχει μια λογοτεχνική αφήγηση για τη ζωή της πόλης, η οποία αρχίζει από τις υλικότητες του σώματός της και καταλήγει στις ειδικές επιστημονικές αναλύσεις της κοινωνίας των πόλεων. Στην λογοτεχνία η ανάγνωση της κοινωνίας των πόλεων ακολούθησε διάφορες διαδρομές και προηγήθηκε των συναφών επιστημών και αυτό το έκανε μέσω της ανάγνωσης των επιμέρους: ο Balzac για παράδειγμα μέσω της έμφασης στο ένδυμα και στις χειρονομίες, ο συμπατριώτης του Hugo ακόμη πιο ακραία μέσω των υπονόμων. [6]
Στη πόλη περι-φερόμαστε, περι-πλανόμαστε: ο πλάνης ως βασικός ανθρώπινος χαρακτήρας της πόλης, όπως τον είδε μέσα από τονFlaubert ο Walter Benjamin. Εδώ στον αστικό περίγυρο η εξουσία, οικονομική, πολιτική, κοινωνική, παράγει και αναπαράγει συμβολικώς την ισχύ της, τα ιδεολογήματά της, μέσω της εννοημάτισης του χώρου. Το έργο τέχνης στο δημόσιο χώρο είναι ένα μέσο καταδήλωσης της ισχύος μιας εξουσίας επί αυτού του τόπου αυτού του χώρου: η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη με την οποία εκφράζεται μια ηγεμονία σε μια ορισμένη ιστορική στιγμή σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο και ένα συγκεκριμένο τόπο. Με τα γλυπτά στο δημόσιο χώρο αποπειράται η εξουσία να ενσταλάξει ιδεολογία και να δηλώσει την επικυριαρχία της στην καθημερινότητα. Η εικονογραφία και οι “εγκαταστάσεις” είναι ένα νέο πεδίο δοκιμής συμβολικής άσκησης εξουσίας μέσω της καλαισθητικής διαπαιδαγώγησης του κοινού. Σε όλες τις περιπτώσεις το άξιο λόγου έργο τέχνης επιτυγχάνει – ανεξαρτήτως από τις προθέσεις εκείνων που το επέλεξαν – διανοίξεις, δημιουργεί ευρυχωρία και ανοίγματα για το βλέμμα της καθημερινότητας: και αυτό είναι στοιχείο της ανατρεπτικής δύναμής του. Τα ευρισκόμενα σε δημόσια θέα έργα τέχνης μας μαθαίνουν να “αισθανόμαστε” : υπό αυτή την έννοια έχουν μνημονικό ανατρεπτικό χαρακτήρα – αντιστέκονται στην απώλεια νοήματος.
Θα ζητήσω λίγο ακόμη χρόνο και την υπομονή σας: αυτό το οποίο αποκαλώ “καλαισθητικό απόθεμα” μπορεί να ενισχυθεί με διάφορους τρόπους – δε θα αναπτύξω πλευρές μια πολιτικής πολιτισμού σε ευρεία έκταση, απλώς ως ερέθισμα θα αναφέρω μια σειρά “ανεπαίσθητες παρεμβάσεις” στο σώμα της πόλης.
Το ξενοδοχείο έχει πάψει προ πολλού να είναι εκείνος ο χώρος των συναντήσεων που γνωρίζουμε από την λογοτεχνία, αλλά και από την λογοτεχνική και οικονομική ιστορία. Το γεγονός αυτό έχει φέρει μια σχετική παραμέληση του εσωτερικού διάκοσμου των μεγάλων αιθουσών του.
Το καλαισθητικό απόθεμα των ξενοδοχείων, θα μπορούσε να ενισχυθεί και να ενισχύσει την πόλη: οι εσωτερικοί χώροι των περισσότερων ξενοδοχείων δεν έχουν καμία σχέση με την τέχνη – αλλά ο συνδυασμός της τέχνης με την φήμη της πόλης, αυτό τοselling the city, μπορεί να συμβάλλει στην αναβάθμιση του καλαισθητικού αποθέματος στο δημόσιο χώρο των ξενοδοχείων. Οι αίθουσες υποδοχής είναι δημόσιος χώρος και ως τέτοιος θα πρέπει να αντιμετωπίζονται: φαντάζομαι μια πόλη, όπου τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, τα καφέ θα προωθούν το “καλαισθητικό” στοιχείο. Τα μεγάλα ξενοδοχεία θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και σαν παραγγελιοδόχοι έργων τέχνης ή και ως επενδυτές έργων τέχνης στους χώρους τους –Μαικήνες. Η πόλη στερείται μεγάλων μουσείων σύγχρονης τέχνης –έχω επ΄ αυτού μια ιδέα, σε μεγάλο βαθμό επεξεργασμένη, αλλά δεν είναι του παρόντος να αναφερθώ σε αυτήν - και αυτό το κενό μπορεί να το καλύψει σε αρκετό βαθμό μια τέτοια πολιτική στους δημόσιους χώρους: στο café Container και στο cafe Poeta λαμβάνουν χώρα εκθέσεις ζωγράφων, το εστιατόριο Καμένη Γωνιά είναι διακοσμημένο με πίνακες εντοπίου καλλιτέχνη, πολλά Cafe της πόλης παρουσιάζουν εξαιρετικό ύφος, η αναβάθμιση του εικαστικού και γλυπτικού στους κοινούς-δημόσιους χώρους των ξενοδοχείων θα αναβάθμιζε το ύφος της πόλης στα μάτια των επισκεπτών της. Και θα αναβάθμιζε τον τρόπο θέασης των πραγμάτων, πολλών συμπολιτών μας: αυτό είναι μια πολιτική ήπιων ανεπαίσθητων παρεμβάσεων στο χώρο, όπου η τέχνη και η καλαισθησία περι-βάλλει το υποκείμενο και διανοίγει προσανατολισμούς.
Σημείωση: Δεν έχει γίνει καμία αλλαγή στο κείμενο της εισήγησης, διατηρήθηκαν και μια σειρά «άλματα» στην ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας για να διατηρηθεί ο χαρακτήρας του ως βάση για συζήτηση με το ακροατήριο της εκδήλωσης, ούτε υπήρξε περαιτέρω επεξεργασία των υποσημειώσεων που ακολουθούν:
1.Ενδεικτική είναι στους τόπους των Ελλήνων η ιστορία του Θαλή του Μιλήσιου και της Θρακιώτισσας υπηρέτριας.
2. Στο βάθος αυτής της διατύπωσης βρίσκεται η αρχαιοελληνική, δηλαδή η αριστοτελική διάκριση των “αισθητών” και “νοητών”.
3. Η “αισθητική” συνδέθηκε από τον Alexander Gottlieb Baumgarten (1714-1762) στις ευρωπαϊκές γλώσσες με την επιστήμη του καλού, του ωραίου στο ομώνυμο σύγγραμμα του “Asthetica” (1750), το οποίο είχε γραφεί στην λατινική γλώσσα. Αυτός προσδίδει στο «αισθητική» τη σημασία της αίσθησης του ωραίου, ενώ μέχρι τότε είχε τη σημασία της αντίληψης των πραγμάτων. Το γεγονός αυτό δημιούργησε και δημιουργεί σχετικές δυσκολίες στη χρήση της λέξης στην ελληνική γλώσσα. Αλλά και στις ξένες γλώσσες φαίνεται να μην έχουν για μεγάλο χρονικό διάστημα ξεκαθαρίσει ολότελα τα πράγματα, εφόσον ακόμη και ο Έγελος, επιχείρησε να εισαγάγει την έννοια της “καλιστικής”, από την αρχαία ελληνική λέξη “το καλόν”, δηλαδή “το ωραίο” στη φιλοσοφία της τέχνης. Στα νέα ελληνικά συντηρείται αυτή η σημασία και χρήση στην έννοια της καλολογίας: ένα γλωσσικό παράδειγμα είναι τα περίφημα καλολογικά στοιχεία για την ανεύρεση των οποίων μοχθούν τα παιδιά κατά τη μελέτη λογοτεχνικών κειμένων.
4.Οι κοινωνικές επιστήμες και οι πολιτιστικές σπουδές, αφιερώνουν μέρος του ενδιαφέροντος τους σε αυτό το στοιχείο.
5. Εδώ, φυσικώς, μπορούμε να συμπεριλάβουμε το χαρακτηριστικό παράδειγμα ασέβειας των οπαδών μιας ευσεβιστικής αντίληψης του θείου, όπως βλέπουμε στην περίπτωση των τζιχαντιστών του ισλαμισμού, ενώ μια πιο ήπια εκδοχή αυτής της μορφής βίας κατά των πραγμάτων και της καλαισθησίας είναι οι “βανδαλισμοί” επιφανειών αρχιτεκτονικής σημασίας, έργων τέχνης, που ευρίσκονται στο δημόσιο χώρο και μορφές αντικληρικαλιστικού βανδαλισμού, όπως αυτές που συνέβησαν στην μητρόπολη της Θεσσαλονίκης. Οι πράξεις αυτές δεν έχουν την αιχμηρότητα του ξυραφιού του “Ανδαλουσιανού σκύλου”.
6.Jacques Renciere, Ο μερισμός του αισθητού, Αισθητική και πολιτική, Αθήνα 2012, σ, 58]
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος της Δημοτικής Κίνησης Θεσσαλονίκης «Υψίπολις» με υποψήφιο δήμαρχο τον Γρηγόρη Ζαρωτιάδη (κοσμήτορα της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ).
Σήμερα, ωστόσο, δε θα μιλήσουμε για αυτόν το χώρο, ο οποίος απασχόλησε και απασχολεί τους ανθρώπους της φυσικής επιστήμης και τους φιλοσόφους, από την αρχαιότητα έως σήμερα. [1] Αλλά το αποψινό μας εγχείρημα δεν είναι τόσο φιλόδοξο και περιορίζεται στην ταπεινή πρόθεση να προκαλέσει κάποια ερεθίσματα γύρω από το χώρο, ο οποίος μας περιβάλλει, στον οποίο κινούμαστε και μετακινούμαστε, πράττουμε και ποιούμε. Θα μας απασχολήσει ένας συγκεκριμένος χώρος, ενός συγκεκριμένου τόπου: ενός αστικού τόπου, δηλαδή μιας πόλης, της πόλης στην οποία είναι η έδρα του Συλλόγου Εικαστικών Καλλιτεχνών Βορείου Ελλάδος και στην οποία ευρισκόμαστε εμείς αυτή τη χρονική στιγμή.
Το ενδιαφέρον για το χώρο και την πολιτική και κοινωνική σημασία του έχει αυξηθεί κατακορύφως τις τελευταίες δεκαετίες, σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, ώστε στο πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών να γίνεται λόγος για μια στροφή προς το χώρο, ένα spatial turn, ανάλογο με το linguistic turn, στο πλαίσιο του οποίου αναδύθηκε η γλώσσα από τη λήθη αιώνων και επανατοποθετήθηκε στο κέντρο των φιλοσοφικών αναζητήσεων κυριαρχώντας στην φιλοσοφία του προηγούμενου αιώνα.
Ο αστικός χώρος αποτελεί το πλαίσιο εντός του οποίου ενδιαιτεί ο σύγχρονος άνθρωπος, διαμένει, συγκροτεί κα εκθέτει την καθημερινή του παιδεία. Εδώ διασταυρώνεται η “αισθητική” με την “καλαισθησία” και οι συνέπειες αυτής της συνάντησης καταγράφονται στην κοινωνική συνείδηση. Ο όρος “αισθητική” έχει εδώ την πρωταρχική της σημασία, αυτό το οποίο εκπηγάζει άμεσα από τις αισθήσεις: την αντίληψη των πραγμάτων. [2] Με αυτή την προτίμηση για την πρωταρχική σημασία της λέξης αποκαθιστούμε, τρόπω τινά, τα προβλήματα και τις δυσκολίες τα οποία γεννά διαρκώς το αντιδάνειο “αισθητική” στην ελληνική γλώσσα. [3] Με αυτόν τον τρόπο θα μιλήσουμε στη συνέχεια για την “αισθητική”. Έχουμε ήδη εξαποστείλει ως προκατανόηση τη διάκριση μεταξύ “αισθητικής” και “καλαισθητικής”: η μια αφορά στη σημασία της αισθητικής υπό την γνωσιολογική της διάσταση, αυτό δηλαδή της αντίληψης, η άλλη αφορά στην κριτική και κατανόηση του καλαισθητικού αποθέματος και της καλλιτεχνικής δημιουργίας σε όλες τις εκφάνσεις του ανθρώπινου ποιείν και πράττειν. Εδώ συμπεριλαμβάνονται, πέρα από τις καλές τέχνες, συνήθεις εκφάνσεις “τέχνης” του καθημερινού πολιτισμού μας, όπως η μόδα, το design, το κόσμημα, το ύφος στο χώρο, ηαρχιτεκτονική χώρου κλπ. Τα τελευταία, αν και δεν ανήκουν, υπό την στενή έννοια στο χώρο των καλών τεχνών, εμπίπτουν στην ευρύτερη περιοχή της “καλαισθησίας” και ως τέτοια σχολιάζονται και κρίνονται. Φυσικώς, οι χώροι και οι χρόνοι των καλών τεχνών είναι εντελώς διαφορετικοί από αυτές τις πολιτισμικές εκφάνσεις, όμως το γεγονός αυτό, όπως και ο χρηστικός, διακοσμητικός χαρακτήρας τους δεν είναι λόγος για να τις αποκλείσουμε από κάθε προσπάθεια “καλαισθητικής” αναβάθμισης του χώρου.
Πως κατανέμεται ο χώρος και ο χρόνος στην καθημερινή μας εμπειρία; Πως γίνονται αισθητοί από το υποκείμενο του αστικού περιβάλλοντος και σε τι συνίσταται το καλαισθητικό στοιχείο και η σημασία του για την ανόρθωση αυτού του ίδιου του περιβάλλοντος. Μια πρώτη θέση ως απάντηση: το έργο τέχνης ως έκφανση της αλήθειας ανορθώνει το δημόσιο χώρο, προσθέτει σε αυτόν Είναι. “Έργο” το οποίο αδυνατεί να ανορθώσει το χώρο από τον οποίο περι-βάλλεται ακυρώνει άμεσα τον εαυτό του: συμβάλλει στην καλύτερη περίπτωση στην εξουδετέρωση, στην χειρότερη στην υποβάθμιση και καταστροφή του περιβάλλοντος χώρου. Το εκτεθειμένο στο δημόσιο βλέμμα έργο τέχνης διανοίγει – για να χρησιμοποιήσουμε τη χαϊντεγγεριανή έννοια τουerschliessen – το χώρο και με αυτή τη διάνοιξη διευρύνει το βλέμμα του θεατή και ενισχύει την καλαισθητική ένταση του περιβάλλοντος. Η καλαισθητική ένταση ενός συγκεκριμένου περιβάλλοντος επιδρά στο υποκείμενο. Το υποκείμενο υπό-κειται σε αυτή την ατμόσφαιρα ποιητικής έντασης στο χώρο, η οποία εκπορεύεται από το έργο τέχνης και διαπερνά τη συνείδηση του προσλαμβάνοντος ατόμου. Η καλαισθησία και η καλαισθητική δεν αφορούν στην απλή ευαισθησία ή στο γούστο ή ακόμη και στην εμβιωτική διάσταση των έργων στο δημόσιο χώρο, αλλά αφορούν στον τρόπο με τον οποίο υπάρχουν τα αντικείμενα τέχνης και τα αντικείμενα γενικότερα στο χώρο: από εδώ προκύπτει και η σημασία του ύφους μιας πόλης. Δεν έχουν μόνο τα άτομα, τα κείμενα ή η ζωγραφική ύφος, αλλά και οι πόλεις, ως διευρυμένες κοινότητες και μέσα σε αυτές τις κοινότητες υπάρχουν διάφορες ομαδοποιήσεις υφών. [4] Κάθε ύφος έχει ρυθμό, κάθε ρυθμός έχει χρόνο. Το ύφος μιας πόλης καθορίζεται από αυτό που φαίνεται και από αυτό που αποκρύπτεται, από τη σιωπή και το θόρυβο: οι χρόνοι και οι χώροι των τόπων όπου εκφαίνεται το ύφος της πόλης αφορούν πρωτίστως την καθημερινή εμπειρία του πολίτη μιας πόλης, ο οποίος καλείται να αρθρώσει λόγο για τις ιδιότητες των χώρων του άστεως και για τις δυνατότητες των χρόνων του. Η πόλις έχει τους χώρους και τους χρόνους της. Η καλλιτεχνική πράξη στο δημόσιο χώρο καθιστά ορατά τα κοινά σημεία μιας κοινότητας.
Εκκινώντας από αυτή την αφετηρία θα είχε ιδιαίτερη σημασία για εμάς να προβληματιστούμε για το καλαισθητικό ποιείν στο χώρο της πόλης: πόση καλαισθητική ή “κακαισθητική” αξία/απαξία υπάρχει στο δημόσιο χώρο της Θεσσαλονίκης και πως παράγεται και αναπαράγεται αυτή; Ένα ερώτημα ζωτικής σημασίας για το μέλλον της πόλης και την επιλογή του ύφους της.
Σε ένα πρώτο βήμα θα εστιάσουμε σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε “υπεραξία συντήρησης”: πολίτης και ο καλλιτέχνης ως τέτοιος παραλαμβάνει ένα απόθεμα καλαισθητικής αξίας, το οποίο καλείται να “συντηρήσει”. Ακόμη και στην αγωνιώδη προσπάθεια του καλλιτέχνη να υπερβεί τα δεδομένα, η “συντήρηση” του παραδοσιακού είναι αναπόφευκτη, θα έλεγα, μάλιστα, προϋπόθεση άρσης του είναι η διατήρησή του. Υπερβαίνουμε αυτό που διατηρούμε. Διατηρούμε ενώ υπερβαίνουμε.
Η υπεραξία που δημιουργεί η συντήρηση του καλαισθητικού αποθέματος μιας πόλης, ενός πολιτισμού δεν κινδυνεύει για αυτό από την υπέρβασή του, γιατί αυτή ενέχει πάντοτε στο βάθος της ένα στοιχείο σεβασμού, συντήρησης, αποθήκευσης: κάθε υπέρβαση και άρση προϋποθέτει ένα ελάχιστο σεβασμού και δέους απέναντι σε αυτό που επιχειρεί το υποκείμενο να υπερβεί. Στον αντίποδα αυτής της προσπάθειας υπέρβασης, που καταδεικνύει και μια αυτοπεποίθηση του επιχειρώντος υποκειμένου, ευρίσκεται η πράξη του βανδαλισμού. Ο τελευταίος συγκροτείται από την εσωτερικοποίηση μιας συνειδησιακής ήττας, η οποία εκδηλώνεται με την ασέβεια προς τα πράγματα και το φανατισμό προς τους ανθρώπους. [5] Η κρίση συνείδησης εμφανίζεται ως μορφή βλασφημίας απέναντι στα πράγματα, έλλειψη σεβασμού σε κάθε προσπάθεια καλαισθητικής εννοημάτισης του τόπου, ο οποίος μας περι-χωρεί και τον οποίο εμείς περι-βάλλουμε σε μια αδιάκοπη επιμέλεια και μέριμνα πρόσθεσης εντός αυτού αποθέματος καλαισθητικής αξίας.
Ο βανδαλισμός του τόπου στον οποίο εν-οικούμε χλευάζει κάθε έννοια σεβασμού και εκκενώνει το χώρο από κάθε ίχνος νοήματος: “Η βανδαλιστική υποβάθμιση έχει για προϋπόθεση το τέλος του σεβασμού για τα πράγματα, την αδιαφορία προς το πραγματικό που έχει στο εξής εκκενωθεί από νόημα” [Ζιλ Λιποτσκί, Η εποχή του κενού]
Κινούμεθα και μετα-κινούμεθα “αισθητικά” μέσα στο σώμα της πόλης: αυτό σημαίνει ότι αντιλαμβανόμαστε με όλες μας τις αισθήσεις τον τόπο που μας περιβάλλει: περι-χωρούμαστε. Εδώ η μνήμη διαθέτει το δικό της νοητικό χάρτη (mental map) με τη γεωγραφία των διαφόρων μορφών του αισθάνεσθαι μέσα στους τόπους της πόλης και στους χρόνους τους: γεύση, αφή, όσφρηση, ακοή, όραση – τα αισθητά στη σφαίρα του νοητού.
Κάθε άνθρωπος της πόλης ένα σώμα, κάθε σώμα μια μνήμη. Διαθέτουμε μια ατομική και μια συλλογική μνήμη της πόλης. Στο ερώτημα “που ευρίσκεται” κάποιος ή κάτι απαντάμε με βάση έναν κοινά αποδεκτό νοητικό χάρτη. Μέσω αυτού προσανατολιζόμαστε και οργανώνουμε τις κινήσεις και μετακινήσεις μας στον χώρο της πόλης. Χρησιμοποιούμε σημεία “προσανατολισμού”: υπάρχουν σημεία μιας πόλης – κτίρια, αρχαιολογικοί τόποι, πλατείες και ανοίγματα, έργα τέχνης, τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν ως σημεία αναφοράς, ως σημεία προσανατολισμού. Η πόλη δεν είναι δωρεάν διαθέσιμη, χρειάζεται να μοχθήσουμε για να την μάθουμε: για αυτό οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν με πανομοιότυπο τρόπο την πόλη. Η “ανάγνωση” των σημείων μιας πόλης είναι μια ιδιαίτερα επίμοχθη υπόθεση: μια διαρκής επιμορφωτική διαδικασία, μια υπόθεση ενεργών πολιτών, οι οποίοι διαμένουν στην πόλη και “ευρίσκονται” στους τόπους των συμβάντων της. Δεν παρουσιάζουν οι χώροι μιας πόλης την ίδια ένταση και δεν είναι οι χρόνοι της έντασης ταυτόχρονοι σε όλους τους χώρους.
Το ανθρώπινο σώμα ως φυσικό σώμα ευρίσκεται στο χώρο, αλλά ευρίσκεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο: γίνεται μέρος του συγκεκριμένου χώρου ενόσω τον καταλαμβάνει κατά ένα μέρος του. Η κατάληψη δημόσιου χώρου σημαίνει έκθεση στην απόλυτη εξουσία του ξένου βλέμματος. Ο καλλιτέχνης εκτίθεται στο βλέμμα μέσω του έργου τέχνης στο δημόσιο χώρο: δηλώνει την παρουσία του στο χώρο με το έργο τέχνης. Η δήλωση αυτή είναι μια εγγραφή του έργου τέχνης στο χώρο σε μια διαδικασία συνομιλίας με το περιβάλλον του: το έργο δεν φανερώνει απλώς μια διάσταση της αλήθειας, δε ζει από την ένταση την οποία προκαλεί αυτή στον περιβάλλοντα χώρο, αλλά καλεί σε διαρκή αναζήτηση νέων ανοιγμάτων στον κόσμο.
Από εδώ προέρχεται και η ανάγκη ενστάλαξης ιδεολογίας στο δημόσιο χώρο από την εκάστοτε εξουσία: αυτή επιχειρεί δηλαδή να προκαταλάβει την εννοημάτιση του χώρου και να σφραγίσει τα πιθανά ανοίγματα μιας αυθεντικής μορφής τέχνης, η οποία μπορεί να προκαλέσει προωθητικά τα ξένα βλέμματα. Το έργο τέχνης προωθεί το βλέμμα σε νέα ανοίγματα: το ορών υποκείμενο καλείται να διαπεράσει εκείνη την ένταση, η οποία το περι-βάλλει, καλείται να διανοίξει νέους χώρους εμπειρίας. Το υποκείμενο περι-βάλλει και περι-βάλλεται, περι-χωρεί και περι-χωρείται: αθροίζει και αθροίζεται σε μια συσσώρευση καλαισθητικής υπεραξίας στο δημόσιο χώρο. Η τέχνη τίκτει και τοκίζει: τέχνη, τόκος, τοκετός - η ετυμολογική ρίζα tek είναι κοινή. Η τέχνη στο χώρο είναι μια αν-εύρεση, ένα τοκετός: ένα τόκος, μια προστιθέμενη υπεραξία, συσσώρευση πλούτου. Η τέχνη είναι τα πλούτη: προστιθέμενη αξία μέσω της “καλαισθησίας”.
“Ευρίσκομαι” σε ένα σημείο του χώρου, σημαίνει ότι περι-χωρούμε: υπάγομαι στη δικαιοδοσία, στην πίεση, αυτού του χώρου. Υπόκειμαι στην ισχύ και την εξουσία του, η οποία πρωτίστως είναι το βλέμμα του άλλου: η όψις των πραγμάτων, τα οποία μας “θεωρούν” και το βλέμμα των ανθρώπων, το οποίο μας περι-βάλλει και περι-χωρεί. Δεν κοιτάζουμε μόνο εμείς προς τα πράγματα, αλλά και αυτά προς εμάς: το βλέμμα μας προκαλεί την “αντίδραση” της όψεως των πραγμάτων.
Σε συνθήκες απώλειας του σεβασμού προς τα πράγματα, αποσάθρωσης του νοήματος, τι λόγο έχουμε να συζητούμε για τον χώρο, την πόλη και την τέχνη; Για να μην “χαθούμε”.
“Χάνομαι” στο (αστικό) περιβάλλον, σημαίνει “χάνω” τον προσανατολισμό μου: αδυνατώ να κινηθώ στο χώρο με βεβαιότητα και ασφάλεια, δεν μπορώ να εκπληρώσω τον προορισμό της κίνησής μου. “Χάνομαι» στο αστικό περιβάλλον σημαίνει ότι είμαι έρμαιο ενός “χάους” σημείων, ότι έχω εγκλωβιστεί σε κάτι γνώριμο, αλλά άγνωστο. “Χάνομαι” σημαίνει ότι περιβάλλομαι από έναν όγκο σημείων, τα οποία “αποτραβιούνται και αρνούνται” να απαντήσουν στο βασικό ερώτημα κάθε “χαμένου” υποκειμένου: που ευρίσκομαι, που είμαι τώρα. Το υποκείμενο υπό-κειται στη βία γνωστών αγνώστων σημείων του χώρου, εντός του οποίου ευρίσκεται, εν-οικεί. Το “χάνομαι” δεν ορίζει μια απώλεια, αλλά μια σύγχυση και προσλαμβάνει χαρακτηριστικά “βαράθρου”, χάους. Ο χώρος μετατρέπεται σε ξενότητα και προκαλεί σάστισμα και άγχος. Κίνδυνος κατάρρευσης.
Από εδώ και η μέριμνα της εξουσίας να παράγει αστικό χώρο και να αναπαράγεται στον αστικό χώρο εκδηλώνοντας την ισχύ της. Αυτή εκ-δηλώνεται ως πολιτική απόφαση και δηλώνεται ως σημείο αναφοράς, ως “καλλιτέχνημα”, κυρίως ως “αρχιτεκτόνημα”, στο δημόσιο χώρο.
Η πόλη έχει τις επιφάνειές της οριζόντιες και κάθετες, τις καμπύλες και τα ανοίγματά της, τα υψώματα και τα ισώματα της, τις παραλληλότητες και τις διασταυρώσεις/διακλαδώσεις της, τις κλίμακες και τις υποσκαφές της. Η πόλη υπάρχει μέσα στο έργο τέχνης: μέσα στη λογοτεχνία και μέσα από τη λογοτεχνία. Υπάρχει μια λογοτεχνική αφήγηση για τη ζωή της πόλης, η οποία αρχίζει από τις υλικότητες του σώματός της και καταλήγει στις ειδικές επιστημονικές αναλύσεις της κοινωνίας των πόλεων. Στην λογοτεχνία η ανάγνωση της κοινωνίας των πόλεων ακολούθησε διάφορες διαδρομές και προηγήθηκε των συναφών επιστημών και αυτό το έκανε μέσω της ανάγνωσης των επιμέρους: ο Balzac για παράδειγμα μέσω της έμφασης στο ένδυμα και στις χειρονομίες, ο συμπατριώτης του Hugo ακόμη πιο ακραία μέσω των υπονόμων. [6]
Στη πόλη περι-φερόμαστε, περι-πλανόμαστε: ο πλάνης ως βασικός ανθρώπινος χαρακτήρας της πόλης, όπως τον είδε μέσα από τονFlaubert ο Walter Benjamin. Εδώ στον αστικό περίγυρο η εξουσία, οικονομική, πολιτική, κοινωνική, παράγει και αναπαράγει συμβολικώς την ισχύ της, τα ιδεολογήματά της, μέσω της εννοημάτισης του χώρου. Το έργο τέχνης στο δημόσιο χώρο είναι ένα μέσο καταδήλωσης της ισχύος μιας εξουσίας επί αυτού του τόπου αυτού του χώρου: η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη με την οποία εκφράζεται μια ηγεμονία σε μια ορισμένη ιστορική στιγμή σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο και ένα συγκεκριμένο τόπο. Με τα γλυπτά στο δημόσιο χώρο αποπειράται η εξουσία να ενσταλάξει ιδεολογία και να δηλώσει την επικυριαρχία της στην καθημερινότητα. Η εικονογραφία και οι “εγκαταστάσεις” είναι ένα νέο πεδίο δοκιμής συμβολικής άσκησης εξουσίας μέσω της καλαισθητικής διαπαιδαγώγησης του κοινού. Σε όλες τις περιπτώσεις το άξιο λόγου έργο τέχνης επιτυγχάνει – ανεξαρτήτως από τις προθέσεις εκείνων που το επέλεξαν – διανοίξεις, δημιουργεί ευρυχωρία και ανοίγματα για το βλέμμα της καθημερινότητας: και αυτό είναι στοιχείο της ανατρεπτικής δύναμής του. Τα ευρισκόμενα σε δημόσια θέα έργα τέχνης μας μαθαίνουν να “αισθανόμαστε” : υπό αυτή την έννοια έχουν μνημονικό ανατρεπτικό χαρακτήρα – αντιστέκονται στην απώλεια νοήματος.
Θα ζητήσω λίγο ακόμη χρόνο και την υπομονή σας: αυτό το οποίο αποκαλώ “καλαισθητικό απόθεμα” μπορεί να ενισχυθεί με διάφορους τρόπους – δε θα αναπτύξω πλευρές μια πολιτικής πολιτισμού σε ευρεία έκταση, απλώς ως ερέθισμα θα αναφέρω μια σειρά “ανεπαίσθητες παρεμβάσεις” στο σώμα της πόλης.
Το ξενοδοχείο έχει πάψει προ πολλού να είναι εκείνος ο χώρος των συναντήσεων που γνωρίζουμε από την λογοτεχνία, αλλά και από την λογοτεχνική και οικονομική ιστορία. Το γεγονός αυτό έχει φέρει μια σχετική παραμέληση του εσωτερικού διάκοσμου των μεγάλων αιθουσών του.
Το καλαισθητικό απόθεμα των ξενοδοχείων, θα μπορούσε να ενισχυθεί και να ενισχύσει την πόλη: οι εσωτερικοί χώροι των περισσότερων ξενοδοχείων δεν έχουν καμία σχέση με την τέχνη – αλλά ο συνδυασμός της τέχνης με την φήμη της πόλης, αυτό τοselling the city, μπορεί να συμβάλλει στην αναβάθμιση του καλαισθητικού αποθέματος στο δημόσιο χώρο των ξενοδοχείων. Οι αίθουσες υποδοχής είναι δημόσιος χώρος και ως τέτοιος θα πρέπει να αντιμετωπίζονται: φαντάζομαι μια πόλη, όπου τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, τα καφέ θα προωθούν το “καλαισθητικό” στοιχείο. Τα μεγάλα ξενοδοχεία θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και σαν παραγγελιοδόχοι έργων τέχνης ή και ως επενδυτές έργων τέχνης στους χώρους τους –Μαικήνες. Η πόλη στερείται μεγάλων μουσείων σύγχρονης τέχνης –έχω επ΄ αυτού μια ιδέα, σε μεγάλο βαθμό επεξεργασμένη, αλλά δεν είναι του παρόντος να αναφερθώ σε αυτήν - και αυτό το κενό μπορεί να το καλύψει σε αρκετό βαθμό μια τέτοια πολιτική στους δημόσιους χώρους: στο café Container και στο cafe Poeta λαμβάνουν χώρα εκθέσεις ζωγράφων, το εστιατόριο Καμένη Γωνιά είναι διακοσμημένο με πίνακες εντοπίου καλλιτέχνη, πολλά Cafe της πόλης παρουσιάζουν εξαιρετικό ύφος, η αναβάθμιση του εικαστικού και γλυπτικού στους κοινούς-δημόσιους χώρους των ξενοδοχείων θα αναβάθμιζε το ύφος της πόλης στα μάτια των επισκεπτών της. Και θα αναβάθμιζε τον τρόπο θέασης των πραγμάτων, πολλών συμπολιτών μας: αυτό είναι μια πολιτική ήπιων ανεπαίσθητων παρεμβάσεων στο χώρο, όπου η τέχνη και η καλαισθησία περι-βάλλει το υποκείμενο και διανοίγει προσανατολισμούς.
Σημείωση: Δεν έχει γίνει καμία αλλαγή στο κείμενο της εισήγησης, διατηρήθηκαν και μια σειρά «άλματα» στην ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας για να διατηρηθεί ο χαρακτήρας του ως βάση για συζήτηση με το ακροατήριο της εκδήλωσης, ούτε υπήρξε περαιτέρω επεξεργασία των υποσημειώσεων που ακολουθούν:
1.Ενδεικτική είναι στους τόπους των Ελλήνων η ιστορία του Θαλή του Μιλήσιου και της Θρακιώτισσας υπηρέτριας.
2. Στο βάθος αυτής της διατύπωσης βρίσκεται η αρχαιοελληνική, δηλαδή η αριστοτελική διάκριση των “αισθητών” και “νοητών”.
3. Η “αισθητική” συνδέθηκε από τον Alexander Gottlieb Baumgarten (1714-1762) στις ευρωπαϊκές γλώσσες με την επιστήμη του καλού, του ωραίου στο ομώνυμο σύγγραμμα του “Asthetica” (1750), το οποίο είχε γραφεί στην λατινική γλώσσα. Αυτός προσδίδει στο «αισθητική» τη σημασία της αίσθησης του ωραίου, ενώ μέχρι τότε είχε τη σημασία της αντίληψης των πραγμάτων. Το γεγονός αυτό δημιούργησε και δημιουργεί σχετικές δυσκολίες στη χρήση της λέξης στην ελληνική γλώσσα. Αλλά και στις ξένες γλώσσες φαίνεται να μην έχουν για μεγάλο χρονικό διάστημα ξεκαθαρίσει ολότελα τα πράγματα, εφόσον ακόμη και ο Έγελος, επιχείρησε να εισαγάγει την έννοια της “καλιστικής”, από την αρχαία ελληνική λέξη “το καλόν”, δηλαδή “το ωραίο” στη φιλοσοφία της τέχνης. Στα νέα ελληνικά συντηρείται αυτή η σημασία και χρήση στην έννοια της καλολογίας: ένα γλωσσικό παράδειγμα είναι τα περίφημα καλολογικά στοιχεία για την ανεύρεση των οποίων μοχθούν τα παιδιά κατά τη μελέτη λογοτεχνικών κειμένων.
4.Οι κοινωνικές επιστήμες και οι πολιτιστικές σπουδές, αφιερώνουν μέρος του ενδιαφέροντος τους σε αυτό το στοιχείο.
5. Εδώ, φυσικώς, μπορούμε να συμπεριλάβουμε το χαρακτηριστικό παράδειγμα ασέβειας των οπαδών μιας ευσεβιστικής αντίληψης του θείου, όπως βλέπουμε στην περίπτωση των τζιχαντιστών του ισλαμισμού, ενώ μια πιο ήπια εκδοχή αυτής της μορφής βίας κατά των πραγμάτων και της καλαισθησίας είναι οι “βανδαλισμοί” επιφανειών αρχιτεκτονικής σημασίας, έργων τέχνης, που ευρίσκονται στο δημόσιο χώρο και μορφές αντικληρικαλιστικού βανδαλισμού, όπως αυτές που συνέβησαν στην μητρόπολη της Θεσσαλονίκης. Οι πράξεις αυτές δεν έχουν την αιχμηρότητα του ξυραφιού του “Ανδαλουσιανού σκύλου”.
6.Jacques Renciere, Ο μερισμός του αισθητού, Αισθητική και πολιτική, Αθήνα 2012, σ, 58]
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος της Δημοτικής Κίνησης Θεσσαλονίκης «Υψίπολις» με υποψήφιο δήμαρχο τον Γρηγόρη Ζαρωτιάδη (κοσμήτορα της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.