Οι ελληνοκυπριακές σχέσεις σήμερα —δηλαδή οι σχέσεις Ελλάδας και Κυπριακής Δημοκρατίας— μπορούν να χαρακτηριστούν εξαιρετικά στενές και στρατηγικά εναρμονισμένες. Σε γενικές γραμμές:
Πολιτικό επίπεδο
Υπάρχει συντονισμός σχεδόν σε όλα τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, ιδίως στο Κυπριακό και στις σχέσεις με την Τουρκία.
Η Ελλάδα παραμένει κύριος υποστηρικτής της Κύπρου σε διεθνή φόρα (ΕΕ, ΟΗΕ, ΝΑΤΟ).
Οι δύο χώρες συμμετέχουν σε κοινές τριμερείς συνεργασίες με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, που έχουν στόχο τη σταθερότητα και την ενεργειακή ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο.
Οικονομικό επίπεδο
Η Ελλάδα είναι σημαντικός εμπορικός εταίρος της Κύπρου, με αμφίδρομες επενδύσεις και τραπεζική συνεργασία.
Υπάρχουν πολλές κοινές επιχειρηματικές δραστηριότητες, ιδιαίτερα στους τομείς ενέργειας, ναυτιλίας και τουρισμού.
Αμυντικό επίπεδο
Η Αμυντική Συμφωνία Ελλάδας–Κύπρου (Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα), παρότι δεν εφαρμόζεται ενεργά όπως τη δεκαετία του ’90, έχει επανέλθει σε επίπεδο στενής επιχειρησιακής συνεργασίας, κοινών ασκήσεων και στρατηγικού σχεδιασμού.
Η παρουσία της Εθνικής Φρουράς και η συνεργασία με τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι συστηματική και αναβαθμισμένη.
Κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο
Οι δύο λαοί διατηρούν ισχυρούς δεσμούς ταυτότητας, γλώσσας και ιστορίας.
Υπάρχει συνεχής κινητικότητα φοιτητών, εργαζομένων και οικογενειακών σχέσεων.
Κάνοντας μια συνολική εκτίμηση θα έλεγε κανείς πως σε σχέση με το παρελθόν που οι ελληνοκυπριακές σχέσεις πέρασαν απο σαράντα κύματα, και ειδικά απο την περίοδο που Η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε δεκτή στού κόλπους της ΕΕ (με σχεδιασμό και μέριμνα της Ελληνικής Δημοκρατίας και τους επιδέξιους χειρισμούς του Αείμνηστου Γιάννου Κρανιδιώτη ) βρίσκονται στο καλύτερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών, με κοινή στρατηγική απέναντι σε προκλήσεις (Τουρκία, ενεργειακή ασφάλεια, Ανατολική Μεσόγειος) και αλληλοστήριξη σε διεθνές επίπεδο.
Παρόλα αυτά τον τελευταίο καιρό, ειδικότερα στο πεδίο των ενεργειακών σχέσεων των δύο κρατών υφίστανται θετικές αλλά και αρνητικές εξελίξεις .
Ας πάρουμε τα θετικά πρώτα:
Οι δύο χώρες συνεργάζονται στο πλαίσιο του έργου Great Sea Interconnector (GSI) — υποθαλάσσιο καλώδιο υψηλής τάσης που θα συνδέει τα ηλεκτρικά δίκτυα Ελλάδας – Κύπρου (και ενδεχόμενα Ισραήλ) για να τερματίσει την «ενεργειακή απομόνωση» της Κύπρου.
Οι υπουργοί Ενέργειας των δύο χωρών δήλωσαν ότι επαναβεβαιώνουν τη θέλησή τους να προχωρήσουν τη συνεργασία και το έργο.
Σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, το έργο χαρακτηρίζεται «έργο κοινό-ενδιαφέροντος» (Project of Common Interest, PCI) και λαμβάνει κοινοτική στήριξη.
Υπάρχουν όμως και βασικά ζητήματα που δυσχαιρένουν την συνέχιση της συνεργασίας ορισμένα απο αυτά παρατίθενται προς ενημέρωση και ανάλυση :
1. Οικονομικά / χρηματοδότηση
Η Κύπρος φαίνεται να μην είναι απόλυτα σταθερή στη δέσμευσή της χρηματοδότησης του έργου. Η ελληνική πλευρά έχει εκφράσει παράπονα για «αντιφατικά μηνύματα» από τη Λευκωσία.
Η ρυθμιστική αρχή της Κύπρου (CERA) και η Κύπρος γενικότερα μπλοκάρουν / αναβάλουν αποφάσεις που η ελληνική πλευρά θεωρεί απαραίτητες για την πρόοδο.
Η κατανομή κόστους μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου για το καλώδιο δεν έχει τελική συμφωνία: ποιος θα πληρώσει ποιο ποσοστό, υπό ποιες προϋποθέσεις
Η Κύπρος φαίνεται να μην είναι απόλυτα σταθερή στη δέσμευσή της χρηματοδότησης του έργου. Η ελληνική πλευρά έχει εκφράσει παράπονα για «αντιφατικά μηνύματα» από τη Λευκωσία.
Η ρυθμιστική αρχή της Κύπρου (CERA) και η Κύπρος γενικότερα μπλοκάρουν / αναβάλουν αποφάσεις που η ελληνική πλευρά θεωρεί απαραίτητες για την πρόοδο.
Η κατανομή κόστους μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου για το καλώδιο δεν έχει τελική συμφωνία: ποιος θα πληρώσει ποιο ποσοστό, υπό ποιες προϋποθέσεις
2. Πολιτικά / ρυθμιστικά
Υπάρχει ενδοκυπριακή διαφωνία — διαφορετικές αρχές (Υπουργείο Οικονομικών, Υπουργείο Ενέργειας) δεν φαίνεται να έχουν ενιαία γραμμή για το έργο. Αυτό δυσκολεύει την ελληνική πλευρά να προχωρήσει με ασφάλεια.
Η Ελλάδα εκφράζει ανησυχία ότι η Κύπρος δεν τηρεί τον ίδιο ρυθμό προόδου ή δεν έχει σαφή στρατηγική για την υλοποίηση
3. Γεωπολιτικά / χωρικά
Το έργο διέρχεται από θαλάσσιες περιοχές με διεκδικήσεις — κυρίως από Τουρκία — κάτι που αυξάνει τον γεωπολιτικό κίνδυνο.
Ο χρόνος καθυστέρησης, η αβεβαιότητα και το ρίσκο από γεωπολιτικές αντιδράσεις (π.χ. κινήσεις από τουρκικά σκάφη σε υποθαλάσσιες έρευνες) επηρεάζουν τη σταθερότητα του έργου.
Έτσι, ενώ η ενέργεια αποτελεί κέντρο στρατηγικής συνεργασίας Ελλάδας-Κύπρου, υπάρχει μία κατάσταση «στην κόψη toy ξυραφιού»:
Το έργο GSI μπορεί να είναι μετασχηματιστικό για την Κύπρο (μόνωση → σύνδεση με ευρωπαϊκό δίκτυο) και ευνοϊκό για την Ελλάδα ως ενεργειακό κόμβο.
Όμως, αν δεν λυθούν άμεσα τα οικονομικά, ρυθμιστικά και γεωπολιτικά ζητήματα, το έργο μπορεί να καθυστερήσει ή να επαναπροσδιοριστεί.
Αυτό προϋποθέτει την διατήρηση του κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών — Ελλάδα και Κύπρος — που υπήρχε μέχρι πρότινος καθώς και την σταθερότητα λήψης των αποφάσεων, που είναι κρίσιμα στοιχεία για την υλοποίηση.
Επιπρόσθετα, θα μπορούσε να πεί κανείς, πως οι κινήσεις κυρίως της Ελληνικής Δημοκρατίας παραμένουν διστακτικές, και ίσως και ανειλικρινείς.
Δηλαδή με λίγα λόγια οι καθυστερήσεις που έχουν παρατηρηθεί ενδεχομένως να μην ανάγονται στο cash flow απο πλευράς Κυπρίων, αλλά σε γεωπολιτικούς λόγους, που προφανέστατα συμβάλλουν αρνητικά στην όλη κατάσταση.
Σε αυτό το έστω όχι και τόσο ασφαλές συμπέρασμα , μπορεί να καταλήξει αν λάβει υπόψιν του κάποιος, και τις κατά καιρούς οργισμένες αντιδράσεις της Άγκυρας με την αποστολή πλοίων στην περιοχή πόντισης του καλωδίου.
Κλείνοντας και αναφορικά πάντα με τους χειρισμούς της Ελληνικής Δημοκρατίας, διαφαίνεται ότι το κύριο πρόβλημα που επηρεάζει τις Ελληνοκυπριακές σχέσεις, είναι η έλλειψη αποφασιστικότητας και ορισμένες φορές η ατολμία στους χειρισμούς της στο πεδίο των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, που λογικότατα προκαλούν αμφιβολίες και στο Ελληνοκυπριακό πολιτικό δυναμικό, με αποτέλεσμα να προκύπτουν δεύτερες και ακόμη και τρίτες σκέψεις από μέρους του. Με φυσικό επακόλουθο, το συγκεκριμενο γεγονος να εκκλαμβανεται αρνητικα απο την Κυπριακή πλευρά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.