Του Φώτη Μισόπουλου
πάνω σε μια ιδέα του Δημ. Λ. Σταθόπουλου
......άλλωστε δεν έβλεπα πουθενά κουπιά, πρέπει να τα είχαν πάρει
ΣΑΜΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ[1]
.........καθώς γύριζε σπίτι,- έπειτα όμως περνά, τα πάντα περνούν ή γερνούν, εγώ είμαι μακριά πολύ μακριά με κάποια επίσης μακρινή ιστορία- και πυκνή ομίχλη στις σκέψεις, περήφανες και τυφλές Περίμενα σε διαισθητική νάρκη, ώσπου να διαλυθεί και φανεί τι έκρυψε- Σαν κάρβουνο μπαίνει στα χώματα ο Θεός κλεινόμαστε στους σβώλους της γης Ολοένα χτυπούν την πόρτα να μην κοιμηθούμε και μένει μόνο μετέωρη μια φωνή- ας τελειώσει, παρόλο που ετούτη η φωνή δεν είναι δική μου Εκεί θα πήγαινα αν μπορούσα να πάω Αυτός θα ήμουν αν μπορούσα να είμαι, ακολουθώντας την
Ο άλλος πήρε το ποτήρι, λίγο κάτω από τη μέση γεμάτο- το σήκωσε σα να πήγαινε να πιει, ύστερα το άφησε στο μάρμαρο Ούτε γουλιά. Το αποτέλεσμα ήταν ένα κουρέλι γκρίζο, παρά μαύρο, για να μην πω ίσως καφέ, αλλά έπρεπε ν'αρκεστώ σ' αυτό
Το πρόσωπο στραμμένο στο νότο, μετά το έστρεφα προς τη δύση, μέχρι να γίνει νύχτα. Ούτε συζήτηση, μαζεύουμε τα υπάρχοντά μας Έφαγε ανόρεχτα, όταν το φαγητό τελείωσε τα λιγδιασμένα πιάτα έμειναν εγκαταλειμμένα Πήγε στο παράθυρο Κάτω βρέχει ''Δε στο είπα πως είναι μυγιάγγιχτοι; Η θέση τους είναι στο μουσείο'' Χωρίς κουβέντα: Πρέπει να είχα επισκεφτεί το υπόγειο την ώρα που κοιμόμουν.
Οι αξίνες αναστατώνουν τους αμίλητους λόφους ''Πάμε στη θάλασσα'': ευωδιάζει αγωνία,- γριά, περιμένοντας τα ποτάμια- το φως του δειλινού υπήρχε ακόμα στον ουρανό και το βαρύ άρωμα του λουλουδιού που άνθιζε τον Ιούνιο στον κήπο ''Θ' αργήσουμε κάνε πιο γρήγορα'', ακούστηκε ηχηρό φτεροκόπημα, το φορτηγό είχε αρχίσει να κινείται αργά- Καθαρίζοντας με τη γλώσσα τα υπολείμματα που είχαν μείνει στο στόμα, και το λίπος από τα χείλια του Δεν είμαστε και τόσο σιωπηλοί, συχνά τα λέμε: μνήμες από ταξίδια και απροσδιόριστα πρόσωπα Στην κατάσταση του ζώου που γλείφεται μετά το φαγητό Ήταν το τέλος Η ομίχλη του μυαλού με τις αχτίνες του φόβου Υπήρχε αμηχανία σαν να μην ήξεραν πού ακριβώς βρίσκονταν, τι έλεγαν ή γιατί το έλεγαν Μια παρεξήγηση μήπως; Τα πουλιά όμως εδώ είναι κουφά Δεν ακούν τους κρότους, δεν τρομάζουν Μένουν κολλημένα στα κίτρινα κλαδιά Πρέπει κανείς να μεταναστέψει να πάει αλλού σ' άλλα πουλιά σ' άλλα βήματα Θυμήθηκα το χωράφι των καλοκαιρινών μεσημεριών Θάναι καλά εκεί[2] Καλύτερα να προχωρήσουμε να τελειώνουμε απ' τις παλιές σκηνές να έρθουμε στις άλλες και στην ανταμοιβή μου Η φωνή που κάποτε ήταν μέσα στο στόμα σου ή στο δικό μου κι η περιπλάνηση αποκτούσε ρυθμό, περιπλάνηση για την περιπλάνηση, όχι πρόγραμμα και συγκεκριμένος στόχος- Κόλλησε το πρόσωπο στο τζάμι και κοίταξε έξω το δρόμο που σκοτείνιαζε, μορφές πέρα δώθε σπρώχνοντας στο μισοσκόταδο η μια την άλλη αργά κι επίμονα.
Αέρας αληθινός, έπεφτε βαρύς, τόσο που θα μπορούσε ν' αποδειχτεί μοιραίος μετά από μερικές εισπνοές- περνούν κάτω απ' τα παράθυρα, ο καθένας τραγουδώντας παράφωνα Άκου: ο φίλος μας ο θόρυβος per la strada,- εμείς, διπλωμένοι στα δυο από μια απίστευτη ηλικία, η αφήγηση παίρνει σχήμα, αλλάζει μάλιστα περιγράμματα, καθώς νέα μέγιστα κι ελάχιστα τείνουν να ενταχθούν στη σκιά και στη λήθη, όσα στιγμιαία δοξάστηκαν: η ψυχή του είχε παχύνει, είχε πήξει σε χοντρή μάζα λίπους, βυθιζόταν όλο και περισσότερο σε τρόμο βουβό, στο ζοφερό απειλητικό λυκόφως, ενώ το σώμα του ατιμασμένο στην παρακμή, αδιάφορο, κοίταζε να δει με μάτι θολό, ανήμπορο και ανθρώπινο έναν χαύνο θεό.
Ανεβαίνουν στους βράχους Τους αγαπούν Σκούριασαν κουβαλώντας χρόνια και χρόνια σκεπάζουν τη σιωπή με φύκια ή πούπουλα περιστεριών και γλάρων που ξέμειναν Ποια ήταν λοιπόν αυτή η πραγματικότητα που αγκομαχούσε τόσο καιρό να βρει την έκφρασή της κι αντί γι' αυτό παρέμενε απωθημένη και μίζερη σα να ήταν κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ντρέπεται κανείς; Με κινήσεις μηχανικές άνοιξα τη βαλίτσα κι άρχισα να ψάχνω-
η ζωή γίνεται όλο και πιο αλλόκοτη ή έτσι φαίνεται τουλάχιστο.
Νυχτώνει.
Ο ΑΛΛΟΣ: .....τι επιθυμείτε ακόμα; Το κλειδί και το πιστόλι στο προσκεφάλι σας. Κοιμηθείτε ήσυχα. [Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ τυλίγεται στα ρούχα του Ακούγεται ροχαλητό σχεδόν αμέσως] Τώρα, κυρίες και κύριοι, είναι ευκαιρία να πιω τα χάπια μου και να κοιμηθώ κι εγώ Τώρα ας κοιμηθώ κι εγώ τον δικό μου ύπνο [Πίνει τα χάπια Σβήνει τη λάμπα και μέσα στο σκοτάδι φεύγει από το δωμάτιο. Το πρωινό φως πέφτει στο παράθυρο. Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ ξυπνά]
Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ: .....καλημέρα σας! [κοιτάζει γύρω, πιάνει το μπουκάλι] Τάπιε όλα!....[κοιτάζει κάτω απ' τα κρεβάτια Τρέχει στην πόρτα] Είναι κλειδωμένη! [σηκώνει το προσκέφαλο] Το κλειδί είναι στη θέση του: Μα πού πήγε; Από πού έφυγε; Γιατί έφυγε; [φωνάζει] Πού είσαι; Πού; [κοιτάζει γύρω τους τοίχους] Χαράζει Τώρα που φώτισε χάθηκες.....[τα μάτια του καρφώνονται πάνω στη λάμπα] Την έσβησε!.....[Γελά][3]-/
Οτιδήποτε βουλιάζει ζωγραφίζοντας κύκλους ανέμελους Ο μουχλιασμένος ύπνος βρίσκει την καρδιά του Όλα είναι κοίμηση
ΤΕΛΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΦΩΤΟ
[1] Σάμουελ Μπέκετ, Το Τέλος, μτφρ. Θάλεια Μελή- Χωλλ, Αλεξάνδρεια 2019
[2] Ματθαίος Μουντές, Χείμαρροι του νότου, διήγημα- βλ. ετήσιο τεύχος Χριστιανικό Συμπόσιο, Εστία 1966
[3] Δημ. Λ. Σταθόπουλος, Η λάμπα ήταν σβηστή, μονόπρακτο, Χριστιανικό Συμπόσιο ο.π.
https://www.sardegnateatro.it/sites/default/files/styles/flexslider_full/public/Cappotto-Daniela%20Zedda%20_2.jpg?itok=QenyXY4q
https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.