Παρέμβαση του πρώην Υπουργού Δικαιοσύνης Χάρη Καστανίδη στην εκδήλωση της ΔιαΝΕΟσις για τη Δικαιοσύνη στην Ελλάδα
Ορθά επισημαίνεται ότι η επιτυχία ενός δικαστικού συστήματος εξαρτάται από τρεις θεμελιώδεις παράγοντες:
Α) Τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών.
Β) Την ταχεία απονομή της δικαιοσύνης και
Γ) Την ποιότητα του δικαστικού έργου.
Σε ό, τι αφορά το εγχώριο δικαστικό σύστημα, από πολλές πλευρές και παλαιόθεν, έχουν επισημανθεί αρκετές παθογένειές του, με κύριο χαρακτηριστικό την βραδεία απονομή δικαιοσύνης. Όπως σωστά υπογραμμίζεται στο παρουσιαζόμενο σήμερα συλλογικό έργο άξιων δικαστικών λειτουργών, η καθυστερημένη απονομή της δικαιοσύνης συνιστά εμπόδιο στην αδιατάρακτη λειτουργία του κράτους δικαίου και στη σύνολη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας.
Απόπειρες βελτίωσης και εκσυγχρονισμού του ελληνικού δικαστικού συστήματος υπήρξαν πολλές, άλλοτε επιτυχημένες και άλλοτε ατελέσφορες. Σημαντικά προβλήματα, όμως, παραμένουν άλυτα και θα χρειαστεί μία καλά σχεδιασμένη και εθνικά συμφωνημένη πολιτική παρεμβάσεων για την επίλυσή τους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αποφάσεις που αφορούν στη χωροταξία των δικαστηρίων, στην εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών, στην εγκατάσταση της ψηφιακής Δικαιοσύνης, στην ανάπτυξη εξωδικαστικών λύσεων των διαφορών, είναι σημαντικές και αναγκαίες για τη βελτίωση της απονομής της δικαιοσύνης στην Ελλάδα.
Θεωρώ, όμως, ότι τρεις είναι οι πιο σημαντικές τομές που οφείλουμε ως χώρα να επιλέξουμε, ώστε και η θεσμική εγγύηση της ανεξαρτησίας των δικαστών να ενισχυθεί και η ταχεία και ποιοτική απονομή της δικαιοσύνης να επιτευχθεί.
Η δημιουργία Συμβουλίου Δικαιοσύνης, αποτελούμενο κατά το ήμισυ από δικαστικούς λειτουργούς που οι ίδιοι επιλέγουν και κατά το άλλο ήμισυ από εκπροσώπους εγνωσμένου κύρους άλλων φορέων που υπηρετούν τη Δικαιοσύνη, όπως π.χ. καθηγητές των Νομικών σχολών της χώρας ή προέδρους των Δικηγορικών Συλλόγων.
Αποστολή του Συμβουλίου Δικαιοσύνης θα είναι ο σχεδιασμός και η επεξεργασία των δημόσιων πολιτικών για τη δικαιοσύνη, η εξέταση παραπόνων για δυσλειτουργίες του δικαστικού συστήματος και η διατύπωση προτάσεων για τη αναβάθμισή του.
Η αλλαγή στον τρόπο επιλογής της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας. Η επιλογή ανώτατων δικαστικών λειτουργών για την ηγεσία της Δικαιοσύνης πρέπει να είναι αποτέλεσμα μιας συνθετικής και αξιοκρατικής διαδικασίας, μακριά από κομματικές ή συνδικαλιστικές σκοπιμότητες. Η προνομία του υπουργικού συμβουλίου να επιλέγει την ηγεσία της Δικαιοσύνης πρέπει να καταργηθεί.
Στο πλαίσιο του ισχύοντος Συντάγματος, έγινε το πρώτο βήμα με το νόμο 3841/2010, τον οποίο είχα την τιμή να εισηγηθώ στη Βουλή των Ελλήνων.
Ένα παράδειγμα αλλαγής του συνταγματικού και νομοθετικού πλαισίου θα μπορούσε να είναι το ακόλουθο:
Οι ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων προτείνουν, στη βάση συγκεκριμένων κριτηρίων, έναν κατάλογο υποψηφίων για κάθε κενούμενη θέση. Η διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής ή η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, αποφασίζει με ισχυρή πλειοψηφία, μετά από ακρόαση των υποψηφίων, ποιοι είναι οι επικρατέστεροι. Η τελική επιλογή ανήκει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στο πλαίσιο της λελογισμένης αύξησης των αρμοδιοτήτων του.
Η επιθεώρηση των δικαστικών λειτουργών και ο πειθαρχικός έλεγχός τους πρέπει να αλλάξουν άρδην. Κρίνω ως αναγκαία την ίδρυση αυτοτελούς δικαστικής υπηρεσίας, μιας δικαστικής δομής απολύτως ανεξάρτητης από την άλλη οργανωτική διάρθρωση του δικαστικού μας συστήματος, που θα έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα της επιθεώρησης των δικαστικών λειτουργών και του πειθαρχικού ελέγχου τους.
Α) Τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών.
Β) Την ταχεία απονομή της δικαιοσύνης και
Γ) Την ποιότητα του δικαστικού έργου.
Σε ό, τι αφορά το εγχώριο δικαστικό σύστημα, από πολλές πλευρές και παλαιόθεν, έχουν επισημανθεί αρκετές παθογένειές του, με κύριο χαρακτηριστικό την βραδεία απονομή δικαιοσύνης. Όπως σωστά υπογραμμίζεται στο παρουσιαζόμενο σήμερα συλλογικό έργο άξιων δικαστικών λειτουργών, η καθυστερημένη απονομή της δικαιοσύνης συνιστά εμπόδιο στην αδιατάρακτη λειτουργία του κράτους δικαίου και στη σύνολη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας.
Απόπειρες βελτίωσης και εκσυγχρονισμού του ελληνικού δικαστικού συστήματος υπήρξαν πολλές, άλλοτε επιτυχημένες και άλλοτε ατελέσφορες. Σημαντικά προβλήματα, όμως, παραμένουν άλυτα και θα χρειαστεί μία καλά σχεδιασμένη και εθνικά συμφωνημένη πολιτική παρεμβάσεων για την επίλυσή τους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αποφάσεις που αφορούν στη χωροταξία των δικαστηρίων, στην εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών, στην εγκατάσταση της ψηφιακής Δικαιοσύνης, στην ανάπτυξη εξωδικαστικών λύσεων των διαφορών, είναι σημαντικές και αναγκαίες για τη βελτίωση της απονομής της δικαιοσύνης στην Ελλάδα.
Θεωρώ, όμως, ότι τρεις είναι οι πιο σημαντικές τομές που οφείλουμε ως χώρα να επιλέξουμε, ώστε και η θεσμική εγγύηση της ανεξαρτησίας των δικαστών να ενισχυθεί και η ταχεία και ποιοτική απονομή της δικαιοσύνης να επιτευχθεί.
Η δημιουργία Συμβουλίου Δικαιοσύνης, αποτελούμενο κατά το ήμισυ από δικαστικούς λειτουργούς που οι ίδιοι επιλέγουν και κατά το άλλο ήμισυ από εκπροσώπους εγνωσμένου κύρους άλλων φορέων που υπηρετούν τη Δικαιοσύνη, όπως π.χ. καθηγητές των Νομικών σχολών της χώρας ή προέδρους των Δικηγορικών Συλλόγων.
Αποστολή του Συμβουλίου Δικαιοσύνης θα είναι ο σχεδιασμός και η επεξεργασία των δημόσιων πολιτικών για τη δικαιοσύνη, η εξέταση παραπόνων για δυσλειτουργίες του δικαστικού συστήματος και η διατύπωση προτάσεων για τη αναβάθμισή του.
Το Συμβούλιο Δικαιοσύνης, θεσμός που έχει υιοθετηθεί από άλλες χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης, θα είναι ουσιαστικά ο αξιόπιστος θεσμικός σύμβουλος κάθε κυβέρνησης, στο εσωτερικό του οποίου θα διαμορφώνονται και οι προϋποθέσεις εθνικής συνεννόησης για τις αναγκαίες δημόσιες πολιτικές.
Η αλλαγή στον τρόπο επιλογής της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας. Η επιλογή ανώτατων δικαστικών λειτουργών για την ηγεσία της Δικαιοσύνης πρέπει να είναι αποτέλεσμα μιας συνθετικής και αξιοκρατικής διαδικασίας, μακριά από κομματικές ή συνδικαλιστικές σκοπιμότητες. Η προνομία του υπουργικού συμβουλίου να επιλέγει την ηγεσία της Δικαιοσύνης πρέπει να καταργηθεί.
Στο πλαίσιο του ισχύοντος Συντάγματος, έγινε το πρώτο βήμα με το νόμο 3841/2010, τον οποίο είχα την τιμή να εισηγηθώ στη Βουλή των Ελλήνων.
Ένα παράδειγμα αλλαγής του συνταγματικού και νομοθετικού πλαισίου θα μπορούσε να είναι το ακόλουθο:
Οι ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων προτείνουν, στη βάση συγκεκριμένων κριτηρίων, έναν κατάλογο υποψηφίων για κάθε κενούμενη θέση. Η διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής ή η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, αποφασίζει με ισχυρή πλειοψηφία, μετά από ακρόαση των υποψηφίων, ποιοι είναι οι επικρατέστεροι. Η τελική επιλογή ανήκει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στο πλαίσιο της λελογισμένης αύξησης των αρμοδιοτήτων του.
Η επιθεώρηση των δικαστικών λειτουργών και ο πειθαρχικός έλεγχός τους πρέπει να αλλάξουν άρδην. Κρίνω ως αναγκαία την ίδρυση αυτοτελούς δικαστικής υπηρεσίας, μιας δικαστικής δομής απολύτως ανεξάρτητης από την άλλη οργανωτική διάρθρωση του δικαστικού μας συστήματος, που θα έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα της επιθεώρησης των δικαστικών λειτουργών και του πειθαρχικού ελέγχου τους.
Πρόκειται για ένα είδος Γενικής Επιτροπείας των τακτικών δικαστηρίων της χώρας, κατά το παράδειγμα της σημερινής Γενικής Επιτροπείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Θα αποτελείται από ανώτερους και ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, μη υποκείμενους στο ιεραρχικό σύστημα διοίκησης και εξαρτήσεων της τακτικής δικαιοσύνης. Θα επιφορτιστεί, επιπλέον, στο πλαίσιο των αρχών της διαφάνειας και της λογοδοσίας, να συντάσσει ετήσια έκθεση των πεπραγμένων της, υποβαλλόμενη στον Υπουργό Δικαιοσύνης και στο Συμβούλιο Δικαιοσύνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.