Ναι, το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ ενωμένο, δυνατό και θα μείνει έτσι, ενωμένο, δυνατό, ανανεωμένο, υπεύθυνο, λαϊκό, πατριωτικό, όπως αξίζει στην ιστορία και όπως αξίζει στο μέλλον το δικό μας που είναι ταυτισμένο με το μέλλον της πατρίδας, με το μέλλον των παιδιών μας.
Φίλες και φίλοι, ας σκεφτούμε ψύχραιμα τι είναι αυτό που έγινε χθες και προχθές στη χώρα και διεθνώς σε σχέση με το ελληνικό δημόσιο χρέος, σε σχέση με το περιβόητο PSI που μπήκε ως έκφραση όχι μόνο στο στόμα όλων των Ελλήνων, αλλά όλης της διεθνούς κοινής γνώμης.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η χθεσινή μέρα ήταν ιστορική, γιατί βγάλαμε από τις πλάτες του ελληνικού λαού, ελαφρύναμε τις επόμενες γενιές αφαιρώντας 100 δισεκατομμύρια χρέους, αφαιρώντας 50 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.
Θα μπορούσαμε να πούμε πολύ απλά πως χθες αποκαταστήσαμε με τη βοήθεια των εταίρων μας και με τη βοήθεια των πιστωτών μας, αλλά κυρίως χάρις στις θυσίες και στις προσπάθειες και τις αγωνίες και τις αντοχές του ελληνικού λαού μια μεγάλη ιστορική αδικία. Μια αδικία που είχε γίνει σε βάρος των επόμενων γενεών, σε βάρος των νέων Ελλήνων.
Γιατί ο δημόσιος δανεισμός και κυρίως ο εκτροχιασμένος δημόσιος δανεισμός είναι ένα αναγκαστικό δάνειο που με επιπολαιότητα συνήθως συνάπτει η παρούσα κάθε φορά γενιά αντλώντας πόρους από την επόμενη ή από τις επόμενες γενιές.
Και αυτή η περιγραφή είναι πράγματι μια σωστή περιγραφή. Χθες συνετελέστηκε η μεγαλύτερη αναδιάρθρωση και μείωση χρέους στην παγκόσμια οικονομική και δημοσιονομική ιστορία.
Χθες άλλαξαν τα δημοσιονομικά και οικονομικά δεδομένα της Ελλάδας. Χθες η Ελλάδα απέφυγε πια οριστικά τη χρεοκοπία.
Αυτή η περιγραφή όμως είναι κολοβή, γιατί στην πραγματικότητα αυτό που έγινε χθες είναι η αλλαγή της εικόνας της χώρας. Όλος ο πλανήτης από χθες ξαναμιλάει θετικά για την Ελλάδα, την βλέπει με άλλο μάτι.
Οι ταπεινώσεις που έχουμε υποστεί, τα πλήγματα που έχουμε δεχτεί στην εθνική μας υπερηφάνεια, στη συλλογική μας αξιοπρέπεια, η βλάβη που έχει επέλθει στη διεθνή επωνυμία της χώρα τώρα πια αρχίζει σιγά – σιγά να αντιστρέφεται.
Κι αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, γιατί ο κόσμος από χθες δεν αντιμετωπίζει τους Έλληνες ως μια περίεργη κατηγορία Ευρωπαίων φυγόπονων που δεν μπορούν να θέσουν υπό έλεγχο τα ίδια τα δημοσιονομικά τους πράγματα, αλλά τους αντιμετωπίζει ως Ευρωπαίους πολίτες ισότιμους, αξιοπρεπείς, υπομονετικούς που πόνεσαν, που πονάνε ακόμη λόγω του προγράμματος προσαρμογής, που ματώνουν, γιατί ματώσαμε, αλλά που στέκονται όρθιοι και που ξέρουν να διεκδικούν την αξιοπρέπεια και την περηφάνια της πατρίδας τους.
Άρα, χθες συνέβησαν δύο γεγονότα. Ένα πολύ μεγάλο χρηματοοικονομικό και δημοσιονομικό γεγονός, που γράφεται στην ιστορία. Ένα γεγονός πολιτικό, επικοινωνιακό εθνικού χαρακτήρα που μας δίνει μια τεράστια ευκαιρία, μια ευκαιρία που οφείλουμε να αξιοποιήσουμε στο έπακρο με υπευθυνότητα, συνέπεια, ενότητα, συναίνεση, συστηματικότητα και κυρίως δουλειά, δουλειά, δουλειά.
Γιατί, ναι, χθες αποφύγαμε οριστικά τη χρεοκοπία, αλλά η κρίση δεν τελείωσε. Και τώρα το κλειδί για την επάνοδο σε τροχιά ανάπτυξης, το κλειδί για να ξανά αποκτήσουμε τη δημοσιονομική μας και οικονομικής μας κυριαρχία βρίσκεται στα χέρια και στο μυαλό των Ελλήνων.
Γιατί μέσα από τις ικανότητες της φυλής, μέσα από το διανοητικό κεφάλαιο που έχει η Ελλάδα και κυρίως μέσα από μία Ελλάδα που θα μετατραπεί συνολικά σε ένα εθνικό κίνημα παραγωγής μπορούμε να λύσουμε το τεράστιο πρόβλημα που έχουμε ως χώρα και ως εθνική οικονομία.
Αυτή είναι, φίλες και φίλοι, μια σημαντική στιγμή που πρέπει να την καταγράψουμε στη συνείδησή μας και να την σκεφτούμε σε βάθος. Τώρα είναι η στιγμή να απευθυνθούμε και απευθύνομαι εξ ονόματος όλων μας στον ελληνικό λαό, στην κάθε Ελληνίδα, στον κάθε Έλληνα για να του πούμε και να του πω κι εγώ προσωπικά, ένα μεγάλο ευχαριστώ για τις θυσίες, για την υπομονή, για τη συλλογική προσπάθεια, για την αντοχή έστω για την ανοχή. Ό,τι πετυχαίνουμε -και το προχθεσινό- είναι επίτευγμα που ανήκει στον ελληνικό λαό, στον κάθε Έλληνα και στην κάθε Ελληνίδα προσωπικά.
Και τώρα που η στιγμή είναι θετική, τώρα που μπορούμε να πούμε αυτό το ευχαριστώ, οφείλουμε να κοιτάξουμε ξανά στα μάτια τον κάθε συμπολίτη μας και να του πούμε με ειλικρίνεια, με απόλυτη ειλικρίνεια ένα μεγάλο συγνώμη για διαχρονικά πολιτικά και ιστορικά λάθη και παραλείψεις που βεβαίως βαραίνουν και την παράταξή μας και εμάς, όσους ασκήσαμε και ασκούμε εξουσία προσωπικά.
Δεν φτάσαμε τυχαία στο αποτέλεσμα αυτό. Τίποτα δεν ήταν προϊόν του αυτόματου πιλότου. Τίποτα δεν είναι εύκολο και αυτονόητο. Επί μήνες και πάντως τους τελευταίους εννέα μήνες που έτυχε κι εγώ μετά από την επίμονη παρότρυνση και πρόσκληση του Γιώργου Παπανδρέου να βρίσκομαι στο τιμόνι του Υπουργείου Οικονομικών, δώσαμε μια συνεχή διαπραγματευτική μάχη.
Η συμφωνία αυτή, η απόφαση της 26ης Οκτωβρίου του 2011, η τελική απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου του 2012, το προχθεσινό πρακτικό τελικό αποτέλεσμα πέρασε από 400, όχι από 40, κύματα. Μέχρι και την τελευταία στιγμή αγωνιστήκαμε με τον Γιώργο Παπανδρέου δίπλα – δίπλα, διαπραγματευτήκαμε, προσπαθήσαμε, ζήσαμε στιγμές βαθιάς απογοήτευσης, είδαμε να κινδυνεύει το οικοδόμημα που κρεμόταν από μία κλωστή. Και συνεχίσαμε μετά το Νοέμβριο με τη νέα Κυβέρνηση, με το Λουκά Παπαδήμο και συνεχίζουμε παρ’ ότι βεβαίως υπάρχει πάντα αυτή η ελληνική ιδιορρυθμία: κάποιοι να θέλουν να είναι συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση και αντιπολιτευόμενη συμπολίτευση χωρίς να αντιλαμβάνονται πόσο μεγάλη είναι η ιστορική ευκαιρία που απεμπολούν.
Τώρα, φίλες και φίλοι, που η χρεοκοπία αποφεύχθηκε και αυτό το αναγνωρίζουν οι αγορές πανηγυρικά, γιατί δεν αρκούν πολιτικές αποφάσεις και διαβεβαιώσεις δυστυχώς, τώρα η ελπίδα, η προοπτική αρχίζει να φαίνεται κάπως πιο καθαρά. Και έχει σημασία να μιλήσουμε στον Έλληνα πολίτη πιο αισιόδοξα, πιο ελπιδοφόρα, να του πούμε ότι ναι, δεν υπάρχει μόνον η ύφεση, δεν υπάρχουν μόνον οι περικοπές, δεν υπάρχει μόνον η ανάγκη για αυξημένα φορολογικά έσοδα, δεν υπάρχει μόνον αυτό το θλιβερό αλλά αναγκαστικό φαινόμενο της περικοπής μισθών και συντάξεων, δεν υπάρχει μόνον η συνεχής κριτική από τους εταίρους και φίλους μας και δανειστές μας.
Υπάρχει η προσδοκία, η προσδοκία να γυρίσει ξανά ο τροχός της ανάπτυξης, να αποκαταστήσουμε απώλειες, αδικίες και ανισότητες παλιές και νέες. Γιατί η κρίση γεννά νέες ανισότητες και πολλαπλασιάζει αδικίες σε βάρος των λιγότερο ισχυρών.
Φίλες και φίλοι, ας πούμε κατ΄ αρχάς εδώ μεταξύ μας και μας ακούει ο ελληνικός λαός, τι είναι αυτό που συνέβη στην Ελλάδα τα δυόμισι τελευταία χρόνια, τι είναι αυτό που έπαθε μια χώρα δημοκρατική, ανεπτυγμένη, ένα ιστορικό έθνος, μια χώρα που ανήκει στις τριάντα μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, μια χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, με ένα υψηλό επίπεδο ζωής, τι είναι αυτό που συνέβη;
Είχε δυστυχώς νοθευθεί η ίδια η συλλογική μας συνείδηση και η Ελλάδα μπήκε με καθυστέρηση αλλά με τον πιο ακραίο και βίαιο τρόπο στη δίνη της διεθνούς οικονομικής κρίσης και ταυτόχρονα ήρθε το τέλος πολλών ψευδαισθήσεων. Και ήρθε με ακραίο τρόπο, ξαφνικά, το τέλος της μεταπολιτευτικής ευφορίας.
Η χώρα, όπως είπα και προηγουμένως, ταπεινώθηκε, γιατί αναγκάστηκε να καταφύγει στη διεθνή βοήθεια και κάθε βοήθεια -ας λέμε τα πράγματα με το όνομά τους- είναι και εξάρτηση. Πρέπει τώρα να τοποθετηθούμε όλοι ξανά. Όλα επανατοποθετούνται, όλοι ξαναγνωριζόμαστε.
Το ΠΑΣΟΚ χρώσταγε στον τόπο. Του έλαχε η ιστορική μοίρα να διαχειριστεί τη μεγαλύτερη κρίση της μεταπολεμικής περιόδου, τη μεγαλύτερη κρίση από το τέλος του εμφυλίου πολέμου και οφείλαμε αναμφίβολα το δικό μας μερίδιο να το ανταποδώσουμε.
Αναγκαστήκαμε να σηκώσουμε το σύνολο της ευθύνης, το σύνολο του πολιτικού κόστους και από δικές μας εσφαλμένες εκτιμήσεις, αλλά και γιατί όλες οι άλλες πολιτικές δυνάμεις βιάστηκαν να κρυφτούν με έναν συμβατικό, δημαγωγικό, ψευτοσυνδικαλιστικό τρόπο, πίσω από την πολιτική υπευθυνότητα, την εθνική υπευθυνότητα του ΠΑΣΟΚ.
Φταίμε γιατί καλλιεργήσαμε προσδοκίες, αλλά υπάρχουν πολλοί άλλοι που καλλιέργησαν πολύ περισσότερες προσδοκίες, χωρίς να υπάρχουν περιθώρια. Φταίμε γιατί καθυστερήσαμε να λάβουμε κρίσιμες αποφάσεις, αλλά κάποιοι άλλοι δεν είναι ούτε σήμερα ούτε θα είναι ποτέ έτοιμοι να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις.
Αργήσαμε να κάνουμε ρήξεις με συντεχνίες καθηλωμένες στο παρελθόν, αλλά κάποιοι άλλοι ενεργούν ως πολιτικοί εκπρόσωποι και μεταπράτες συντεχνιών. Έχουμε συμβάλλει κι εμείς σε έναν πολιτικό λόγο ανεπίγνωστο, χωρίς επίγνωση των επιπτώσεων, αλλά κάποιοι άλλοι εξακολουθούν να παράγουν ακόμη ακατάσχετα μεγάλες ποσότητες ανεύθυνου και ανεπίγνωστου πολιτικού λόγου.
Το ΠΑΣΟΚ έπρεπε να σηκώσει το βάρος της δικής του ευθύνης, γιατί είναι η δύναμη που κατ΄ εξοχήν εξέφρασε και εκφράζει την εποχή και το πνεύμα της μεταπολίτευσης. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι αυτός που έδωσε το στίγμα των τελευταίων σαράντα ετών, μιλώντας για «Αλλαγή» και για «μη προνομιούχους».
Αλλά δυστυχώς, από ένα σημείο και μετά, το κίνημα της Αλλαγής, η ιστορική και η υπαρξιακή ανάγκη της Αλλαγής, μετατράπηκε σε έναν φοβικό συντηρητισμό. Οι δε μη προνομιούχοι της δεκαετίας του ΄80 δεν υπάρχουν πια, άλλοι είναι οι μη προνομιούχοι, αλλού πρέπει να στρέψουμε τώρα την προσοχή μας: Στους νέους ανέργους, στους μεσήλικες που διακινδυνεύουν να χάσουν το μεροκάματο, στους συνταξιούχους οι οποίοι νοιώθουν αυτή τη στιγμή να κλονίζεται η σταθερότητα του ασφαλιστικού συστήματος, που πρέπει να το προστατεύσουμε και το προστατεύουμε. Στους νέους επιχειρηματίες, σε κάθε είδους επιχειρηματικότητα που είναι υγιής και προστατεύει ή αυξάνει τις θέσεις εργασίας.
Άρα, πρέπει να ξαναδούμε από την οπτική γωνία του μέλλοντος το παρελθόν μας και πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε αξιακά, δηλαδή ιδεολογικά και πολιτικά, τις γενετικές έννοιες, το γενετικό υλικό του ΠΑΣΟΚ, που νομίζω ότι συγκεφαλαιώνεται σε αυτές τις δύο καίριες λέξεις: «Αλλαγή» και «μη προνομιούχοι», εν έτει όμως 2012 και με το βλέμμα στραμμένο στο 2020.
Η χώρα με μεγάλους κόπους, με μεγάλο κόστος και κυρίως με μεγάλες θυσίες των Ελλήνων, στάθηκε όρθια. Η κατάρρευση και η χρεοκοπία, όπως είπαμε, δεν ήρθαν, οι θυσίες όμως επιβλήθηκαν. Το ένα το ζούμε, τις θυσίες, το άλλο, την κατάρρευση, το παρουσιάζουμε και το σκεπτόμαστε.
Δίνουμε, φίλες και φίλοι, έναν διπλό ασύμμετρο πόλεμο, γιατί στο εσωτερικό ο πόλεμός μας είναι ασύμμετρος, καθώς παλεύουμε να κρατήσουμε τη χώρα όρθια, όταν οι άλλοι με ευκολία μπορούν να δημαγωγούν, να λαϊκίζουν και να υπεραπλουστεύουν και επικαλούμαστε κάτι που θέλουμε να αποφύγουμε. Και πετυχαίνοντας το στόχο μας το αποφεύγουμε, δεν το ζούμε κι έτσι αυτό δεν μπορεί να κυριαρχήσει ως βίωμα πάνω στο βίωμα της περικοπής και της θυσίας.
Αυτό είναι μια ασύμμετρη μάχη, που είναι δύσκολο να κερδηθεί, αλλά πρέπει να την κερδίσουμε, γιατί ο ελληνικός λαός έχει βιώματα, ένστικτο, ευφυΐα και τελικά ξέρει να αξιολογεί και κανείς δεν πρέπει να τον υποτιμά ούτε πολιτικά ούτε δημοσκοπικά.
Ο πόλεμος που δίνουμε είναι ασύμμετρος και στο εξωτερικό και διεθνώς, γιατί μετέχουμε σε έναν πόλεμο ανάμεσα στα κράτη, τους θεσμούς, τους διεθνείς οργανισμούς που βρίσκονται στη μια μεριά και τις κερδοσκοπικές και αρρύθμιστες και ανεξέλεγκτες οντότητες της περιβόητης αγοράς, από την άλλη μεριά.
Και δίνουμε τη μάχη αυτή με τους θεσμούς, τα κράτη, τους διεθνείς οργανισμούς, ανήμπορους, αμήχανους, αβέβαιους, ανίκανους να διαχειριστούν με πολιτικούς όρους την κρίση. Κι έτσι, μια κρίση βαθιά πολιτική, κοινωνική, αναπτυξιακή, ιδεολογική, μια κρίση που αφορά ότι θεμελιωδέστερο υπάρχει, που είναι η Δημοκρατία, τελικά «διευθετείται» -και χρησιμοποιώ τη λέξη μέσα σε εισαγωγικά- με βάση τους κανόνες που επιβάλλει το πιο ακραίο και κερδοσκοπικό τμήμα της αγοράς.
Άρα, χρειάζεται υπομονή, επιμονή, συστηματικότητα, στρατηγική σκέψη, προκειμένου να κερδίσουμε αυτούς τους δύσκολους ασύμμετρους πολέμους, που αρχίσαμε να δίνουμε χωρίς πλήρη επίγνωση και που πρέπει να τους κερδίσουμε έχοντας τώρα πλήρη επίγνωση των δεδομένων, της ευθύνης, της ευκαιρίας και της αποστολής μας.
Αυτή είναι η αποστολή μας: Να κερδίσουμε δύο ασύμμετρους πολέμους και αυτός, φίλες και φίλοι, είναι ο βαθύτερος λόγος, για τον οποίον έχοντας εικόνα της κατάστασης δέχθηκα την τιμητική πρόσκληση του Γιώργου πριν από εννιά μήνες, να αναλάβω τα βαριά καθήκοντα του Υπουργού των Οικονομικών και να επωμισθώ μια ευθύνη εξ αντικειμένου στο όνομα της παράταξης και τελικά στο όνομα της χώρας.
Το ερώτημα: Τι μέλλον υπάρχει για την πατρίδα μας; Υπάρχει ζωή όσο διαρκεί η κρίση και πως θα είναι η ζωή στον πλανήτη που λέγεται Ελλάδα μετά την κρίση; Η απάντηση, φίλες και φίλοι, εξαρτάται μόνο από εμάς.
Ναι, υπάρχει το καλύτερο, το λαμπρότερο μέλλον για τη πατρίδα μας. Γιατί η διάσωση είναι το πρώτο στάδιο. Έρχεται, όπως έχουμε πει, η ανάκτηση του εδάφους που έχουμε χάσει και από στέρεη βάση η εκτίναξη για να καταλάβει και πάλι η Ελλάδα ή για να καταλάβει για πρώτη φορά η Ελλάδα, τη θέση που της αναλογεί στον ευρωπαϊκό και τον παγκόσμιο καταμερισμό.
Πώς μπορούμε να διαμορφώσουμε αυτό το μέλλον; Ανταποκρινόμενοι σε δυο θεμελιώδη εθνικά καθήκοντα. Το πρώτο καθήκον είναι το εθνικό καθήκον αλήθειας και επειδή η αλήθεια μπορεί να έχει πολλές όψεις, υπάρχει ένα εθνικό καθήκον ειλικρίνειας που είναι η υποκειμενική προϋπόθεση για να πεις την αλήθεια, ακόμη κι αν κάποια στιγμή κάνεις λάθος ή καθυστερήσεις να καταλάβεις και να πεις όλη την αλήθεια. Υπάρχει ένα εθνικό καθήκον αλήθειας και ειλικρίνειας.
Και ένα δεύτερο, ακόμη μεγαλύτερο και ακόμη σπουδαιότερο, που το έχουμε υποτιμήσει: Το εθνικό καθήκον αλληλεγγύης. Γιατί η αλληλεγγύη δεν είναι μόνο κοινωνική, δεν είναι μόνο η όψη του κοινωνικού κράτους που είναι θεμελιώδης, είναι και εθνική η αλληλεγγύη και πρέπει να διαφυλάξουμε τη συνοχή της πατρίδας, τη συνοχή του έθνους.
Μόνο έτσι θα διαμορφώσουμε ένα νέο δημοσιονομικό, αναπτυξιακό, κοινωνικό, πολιτικό και θεσμικό τοπίο. Μόνο έτσι θα αποκαταστήσουμε τη δημοσιονομική και πολιτική κυριαρχία της χώρας μέσα στη νομισματική Ένωση, μέσα στην Ευρώπη μέσα στον κόσμο.
Σε ποια Ευρώπη; Σε ποιο κόσμο; Ναι, η Ευρώπη είναι το πλαίσιο αναφοράς, στην Ευρώπη ανήκουμε στην Ευρώπη πρέπει να αγωνιστούμε, μέσα στην Ευρώπη πρέπει να διαμορφώσουμε συσχετισμούς. Οι Ευρωπαίοι είναι οι εταίροι μας, χωρίς την Ελλάδα δεν υπάρχει Ευρώπη, χωρίς Ευρώπη δεν μπορεί να αντέξει η Ελλάδα την υπαρξιακή κρίση που διέρχεται. Αλλά, η Ευρώπη του 2012 δεν είναι η Ευρώπη του 2000, δεν είναι η Ευρώπη του 1990 και πολύ περισσότερο δεν είναι η Ευρώπη των εμπνευστών της στη δεκαετία του ’50.
Μπορεί να μιλάμε για το ευρωπαϊκό κεκτημένο, για την Ευρώπη ως Ήπειρο πολιτισμού, ποιότητας, δικαιωμάτων, διαφάνειας. Για την Ευρώπη ως μητέρα και μήτρα του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους που είναι ό,τι σημαντικότερο έχει προσφέρει στην ανθρωπότητα ο 20ός αιώνας. Αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το χειρότερο.
Η Ευρώπη είναι μονοδιάστατη, μονόχρωμη, γκρίζα, είναι συντηρητική και δεν αναφέρομαι, φίλες και φίλοι, σε Κυβερνήσεις, σε συμφέροντα που ασκούν πίεση στις Κυβερνήσεις, σε Πρωθυπουργούς και Αρχηγούς Κρατών, αναφέρομαι σε λαούς, σε κοινωνίες, σε εκλογικά σώματα που αναδεικνύουν συγκεκριμένους συσχετισμούς στα εθνικά Κοινοβούλια και αυτά με τη σειρά τους συγκεκριμένες Κυβερνήσεις.
Αλλού Κυβερνήσεις ισχυρές, αλλού Κυβερνήσεις μειοψηφικές, αλλού Κυβερνήσεις μικρής συνεργασίας, αλλού Κυβερνήσεις μεγάλου συνασπισμού. Μέσα σε ένα κυλιόμενο μεγάλο συνασπισμό που κυβερνά πάντοτε την Ευρώπη ανάμεσα στις δυο μεγάλες πολιτικές οικογένειες, τη Σοσιαλδημοκρατική και τη Συντηρητική. Αλλά, βλέπετε, σε αυτό το διαρκή κυλιόμενο συνασπισμό, την περίοδο αυτό το σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα ασκεί ένα δευτερεύοντα, μικρό ρόλο.
Το ερώτημα είναι: Τι απέμεινε από την Ευρώπη μας και πώς μπορούμε να ξαναφτιάξουμε την Ευρώπη μας, την ιστορική Ήπειρο του πολιτισμού, της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων, της ποιότητας και της κοινωνικής συνοχής.
Μετέωρο είναι το βήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετέωρο είναι το βήμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μετέωρο είναι το βήμα της Ευρωζώνης που έχει αποδεχτεί με πάρα πολύ μεγάλη ευκολία, κατ’ ανάγκη προφανώς, και την ενεργό συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σε όλες τις θεσμικές της διαδικασίες και ένα πολύ εμφανή οικονομικό συσχετισμό δυνάμεων, που έχει θέσει εκποδών την περιβόητη θεσμική ισοτιμία των κρατών – μελών, πάνω στην οποία έχει βασιστεί το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, η Ευρωπαϊκή Ένωση ως Ένωση λαών και εθνών.
Άρα, δεν αρκεί να αγωνιζόμαστε μέσα στην Ευρώπη. Πρέπει να αγωνιζόμαστε, ναι, εμείς κατά τη διάρκεια της κρίσης και για μια άλλη Ευρώπη. Και αυτή η διπλή κίνηση είναι μια δύσκολη και αντιφατική κίνηση, που θέλει ισχυρή πολιτική διεύθυνση, γνώση, βούληση, σχέδιο, συσχετισμούς, συμμαχίες γιατί χωρίς συμμαχίες δεν γίνεται και τα παλιά μέτωπα που ξέραμε δεν υπάρχουν πια. Ούτε τα μέτωπα του Νότου ούτε τα μέτωπα των μικρών και μεσαίων χωρών, ούτε τα μέτωπα τα ιδεολογικά, πολιτικά και κομματικά. Υπάρχει οικονομικός εθνικισμός, υπάρχουν σκληρά συμφέροντα, υπάρχουν δεδομένα τα οποία έχουν αλλάξει ριζικά την εικόνα μέσα στα θεσμικά όργανα της Ευρώπης.
Είχαμε την ευκαιρία να το συζητήσουμε αυτό και με την αντι-Τρόικα που έστειλε ως αντιπροσωπεία το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα πριν από λίγες μέρες προετοιμάζοντας την ακρόαση της Τρόικα στην αρμόδια Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και με την κοινοβουλευτική διακομματική αντιπροσωπεία του ιταλικού Κοινοβουλίου εκφράζοντας την κοινή μας αγωνία για την ευρωπαϊκή κατάσταση και το μέλλον της Ευρώπης.
Αν η Ευρωζώνη δεν γίνει ο πρωταγωνιστής στην προσπάθεια για θεσμούς παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, θα καταστεί το πρώτο και μεγαλύτερο θύμα της έλλειψης θεσμών παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης. Αν δεν διαμορφωθεί ένα νέο συνειδητό, σύγχρονο πλαίσιο ευρωατλαντικής συνεργασίας, τότε και οι δυο πλευρές του Ατλαντικού θα ευθύνονται για την πλήρη απώλεια του πολιτικού ελέγχου στις οικονομικές και χρηματοοικονομικές εξελίξεις σε βάρος κάθε είδους πολιτικής εξουσίας, κάθε είδους πολιτικού και δημοκρατικού συσχετισμού ακόμη και του πιο συντηρητικού, πολύ περισσότερο όταν διεκδικείς ένα προοδευτικό συσχετισμό δυνάμεων.
Εδώ ανακύπτει το ερώτημα που μας αφορά περισσότερο: Τι σημαίνει, φίλες και φίλοι, να δηλώνεις ή να είσαι σήμερα Ευρωπαίος Σοσιαλιστής; Πώς αποδεικνύεις την ταυτότητά σου με πρακτικό και συγκεκριμένο τρόπο, διαχειριζόμενος ή θέλοντας να διαχειριστείς εθνική εξουσία και ευρωπαϊκή επιρροή; Αυτό είναι που πρέπει να συζητήσουμε και στο ΠΑΣΟΚ και στο Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, γιατί από το ερώτημα αυτό που πρέπει να το απαντήσουν πρωτίστως οι μεγάλες χώρες. Αλλά και εμείς δεν είμαστε μικρή χώρα, είμαστε μια μεσαία χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί μόνο αν διατυπωθεί αυτή η ευρωπαϊκή σοσιαλιστική πρόταση για την έξοδο από την κρίση και το μέλλον της ολοκλήρωσης και της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, μπορούμε να νιώσουμε ότι έχουμε προοπτική μεταβολής του συσχετισμού των δυνάμεων.
Μπορούμε όμως να ξεκινήσουμε από το εθνικό πεδίο, από τον εθνικό συσχετισμό δυνάμεων. Γιατί ούτως ή άλλως στο επίπεδο του κράτους–μέλους, στο επίπεδο του εθνικού κράτους κρίνονται και παίζονται πολύ κρίσιμα ζητήματα κυρίως ζητήματα πολιτικής δημοκρατίας και δικαιωμάτων.
Τι χρειαζόμαστε λοιπόν; Χρειαζόμαστε ένα θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο που πολύ απλά δεν θα επιτρέψει να ξαναζήσει η χώρα την περιπέτεια που ζει. Αυτό το οφείλουμε στον εαυτό μας, στην ιστορία μας και στα παιδιά μας. Πρέπει να διαμορφώσουμε αυτό το θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο.
Γιατί ο χαρακτήρας του οικονομικού μας προβλήματος είναι πρωτίστως πολιτικός και πρέπει να απαντήσουμε καταφατικά στο ερώτημα αν υπάρχουν περιθώρια άσκησης πολιτικής μέσα σε αυτή την Ευρώπη, σε αυτό τον κόσμο και με αυτό το Μνημόνιο. Ναι, εμείς πρέπει να διαμορφώσουμε τα μεγαλύτερα δυνατά περιθώρια άσκησης πολιτικής.
Και γι' αυτό χρειάζονται συντακτικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες. Πρέπει να ξαναγράψουμε τους βασικούς κανόνες της κοινωνικής και πολιτειακής μας συμβίωσης, πρέπει να ξαναφτιάξουμε ένα νέο εθνικό συμβόλαιο.
Αυτό προϋποθέτει, φίλες και φίλοι, κατά κυριολεξία μια διαφορετική αντίληψη για τη Δημοκρατία και την πολιτική. Μιλάω από το 2008 για τη μεταντιπροσωπευτική Δημοκρατία που είναι κάτι πολύ περισσότερο από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και τους θεσμούς, ημιάμεσης ή άμεσης Δημοκρατίας. Γιατί εγώ μιλάω για νέες μορφές πολιτικής συμμετοχής, για μια ριζοσπαστική αναδιανομή της πολιτικής επιρροής. Μόνο έτσι θα έχουμε νέο ρόλο για τα Κόμματα, νέο ρόλο για τη Βουλή, νέο ρόλο για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Και βεβαίως, για να είμαστε αξιόπιστοι, χρειαζόμαστε μηχανισμούς διαρκούς ελέγχου και διαρκούς αυτοκάθαρσης της πολιτικής και του πολιτικού προσωπικού. Αλλά όχι μόνο της πολιτικής και του πολιτικού προσωπικού, μηχανισμοί ελέγχου και αυτοκάθαρσης πρέπει να υπάρχουν για κάθε χώρο και μορφή εξουσίας.
Το σύνθημά μας πρέπει να είναι: «Όχι στο λαθρεμπόριο επιρροής, Ναι στη Δημοκρατία της ευθύνης». Μόνο έτσι μπορούμε να αποκαταστήσουμε το κομμένο νήμα που συνδέει, που συνέδεε και πρέπει να ξανασυνδέσει τον πολίτη με την πολιτική. Γιατί χωρίς πολιτική δεν υπάρχει δημοκρατία, δεν υπάρχει πρόοδος, δεν υπάρχει δικαιοσύνη.
Οι κοινωνίες –το έχουμε πει πολλές φορές– δεν είναι ούτε ίσες, ούτε δημοκρατικές. Κοινωνία χωρίς θεσμούς δημοκρατικούς, είναι ζούγκλα, είναι φασισμός, είναι ισοπέδωση, είναι η κατίσχυση του πιο δυνατού πάνω στον πιο αδύνατο. Γι’ αυτό χρειάζεται ένα άλλο κράτος. Αλλά μη βλέπουμε το κράτος ως διοικητικό μηχανισμό. Το κράτος είναι κάτι πολύ περισσότερο, είναι η συμπύκνωση του συσχετισμού των κοινωνικών δυνάμεων.
Κράτος σημαίνει μια συγκεκριμένη αντίληψη για την κοινωνία, την πολιτική, την ανάπτυξη. Άρα χρειαζόμαστε μια άλλη αντίληψη για την κοινωνία, την πολιτική, την ανάπτυξη και την σχέση κράτους και οικονομίας. Ένα πραγματικό κράτος δικαίου. Ένα κράτος δικαιοσύνης και όχι απλά ένα κράτος της νομιμότητας. Αλλά και χωρίς νομιμότητα δεν μπορείς να έχεις δικαιοσύνη. Άρα χρειάζεται και δικαιοσύνη που απονέμεται και νομιμότητα που γίνεται σεβαστή.
Το θεμελιώδες δικαίωμα στην ασφάλεια δεν είναι προνομιακός χώρος των ακροδεξιών ή συντηρητικών δυνάμεων. Το δικαίωμα στην ασφάλεια είναι δικαίωμα κάθε πολίτη.
Και φυσικά όταν μιλάμε για ένα άλλο κράτος, μιλούμε για ένα κράτος φορολογικά δίκαιο και ασφαλές, θα είναι ευτύχημα αν ολοκληρωθεί το νέο εθνικό φορολογικό σύστημα συναινετικά, μακράς πνοής και μακράς εφαρμογής.
Χρειάζονται όλες αυτές οι παρεμβάσεις στο επίπεδο της φορολογικής διοίκησης, τα προγεφυρώματα στα οποία αναφέρθηκε ο Γιώργος Παπανδρέου προηγουμένως, στην μάχη κατά της φοροδιαφυγής, της παραοικονομίας, του οικονομικού εγκλήματος. Όλα αυτά που έγιναν, οι λίστες των οφειλετών, οι λίστες των εμβασμάτων στο εξωτερικό, η Ελβετία, το φορολογικό πιστοποιητικό, οι έλεγχοι, οι συλλήψεις.
Η άλλη δημόσια διοίκηση εξαρτάται από μας. Εμείς είμαστε σε πολύ μεγάλο βαθμό η δημόσια διοίκηση. Κάποιοι από μας. Μια διοίκηση έξυπνη, φιλική, φιλοαναπτυξιακή.
Μια τοπική αυτοδιοίκηση που δεν ενεργεί ως βραχίονας του κράτους, αλλά ως εκφραστής της τοπικής κοινωνίας των πολιτών και κυρίως ένα σύγχρονο λειτουργικό κοινωνικό κράτος που καλύπτει με λιγότερες αλλά καλύτερα στοχευμένες δαπάνες πολύ περισσότερες ανάγκες προς όφελος των πραγματικά αδύναμων.
Δεν νοείται ο κοινωνικός προϋπολογισμός στην Ελλάδα να είναι πολύ μεγαλύτερος από τον σουηδικό και το αποτέλεσμά του να είναι τραγικά μικρότερο. Άρα οι στόχοι είναι εφικτοί.
Χρειαζόμαστε συνεπώς, φίλες και φίλοι, ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης αλλά ποιος ακούει αυτή την στερεότυπη, την ξύλινη πια έκφραση; Ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης βασισμένο στην εθνική ανταγωνιστικότητα. Η κρίση αποδεικνύεται όταν μετατρέπεται σε κρίση των λέξεων και των εννοιών, όταν ο πολίτης θεωρεί ότι χρησιμοποιώντας καίριες λέξεις δεν του λες τίποτα. Και έτσι έχει δυστυχώς καταντήσει και η λέξη «ανάπτυξη» και η λέξη «ανταγωνιστικότητα».
Και εδώ υπάρχουν αυτοί που διαλέγουν με ευκολία δημαγωγικά, προκλητικά τον εύκολο ρόλο. Είναι οι εκπρόσωποι της ανάπτυξης λες και εμείς είμαστε οι εκπρόσωποι της ύφεσης, μετατρέπουν το αυτονόητο και το προφανές σε ανακάλυψη της Αμερικής.
Η μετάβαση όμως από την ρητορία της ανάπτυξης στην πράξη είναι πάρα πολύ δύσκολη, φίλες και φίλοι. Γιατί πρώτη προϋπόθεση της ανάπτυξης είναι η ρευστότητα και πρώτη προϋπόθεση της ρευστότητας είναι η ύπαρξη ενός σταθερού, υγιούς, βιώσιμου, επανακεφαλαιοποιημένου τραπεζικού συστήματος.
Γιατί το νέο πρόγραμμα στήριξης της ελληνικής οικονομίας είναι πολύ σημαντικό; Και πού διαφέρει από το πρώτο πρόγραμμα τώρα που όλοι γίναμε σοφότεροι και εμείς και οι εταίροι μας;
§ Πρώτον, έχουμε την δραστική μείωση και αναδιάρθρωση του χρέους.
§ Δεύτερον, έχουμε την επιβεβαιωμένη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους.
§ Τρίτον, έχουμε ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης συντριπτικά μικρότερο, άρα έχουμε πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες να παράγουμε πρωτογενή πλεονάσματα, ακόμα και δημοσιονομικά πλεονάσματα, γιατί ως τότε προσθέτουμε χρέος στο χρέος.
§ Επιπλέον αυτού, όμως, έχουμε τη διαβεβαίωση για πρώτη φορά ότι οι εταίροι μας θα μας στηρίξουν έως ότου βγούμε στις αγορές.
Άρα, δεν έχουμε ένα πρόγραμμα μέχρι το 2015. Τώρα πια με την νέα απόφαση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου μέχρι τις αρχές του 2016, αλλά έχουμε μια αποφασισμένη και δεδομένη στήριξη έως ότου βγούμε στις αγορές.
Και επιπλέον έχουμε επανακεφαλαίωση και εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος και έχουμε άλλες προϋποθέσεις για την αποκατάσταση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία.
Διαμορφώνονται, λοιπόν, μετά από την προχθεσινή έκβαση οι πραγματικές προϋποθέσεις επανόδου σε τροχιά ανάπτυξης. Έτσι η Ελλάδα δεν είναι απλά και μόνο ένα ασφαλές και σταθερό μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά είναι και μια χώρα που μπορεί να ανακτήσει την οικονομική της και αναπτυξιακή της αυτοπεποίθηση.
Η βιωσιμότητα της χώρας είναι προϋπόθεση για την βιωσιμότητα του χρέους. Και το αντίστροφο βεβαίως. Αλλά, σας διαβεβαιώ, η βιωσιμότητα της χώρας, η πολιτική, η πολιτιστική, η εθνική, είναι προϋπόθεση για την βιωσιμότητα του χρέους. Και έτσι η Ελλάδα μπορεί να γίνει μια πραγματικά φιλοεπενδυτική χώρα.
Χρειαζόμαστε όμως χρήσεις γης, χωροταξικό σχεδιασμό, εύκολη διοικητική αδειοδότηση, γρήγορο και δίκαιο δικαστικό έλεγχο, πράγματα που δεν είναι δεδομένα και αυτονόητα. Και αυτά ανακόπτουν την ανάπτυξη, αυτά είναι τα πραγματικά εμπόδια στην εθνική ανταγωνιστικότητα.
Από εκεί και πέρα το ζήτημα δεν είναι να μιλάς για τα προνομιακά πεδία ανάπτυξης για τα οποία μιλάνε όλοι με ευκολία επί χρόνια. Ποιος έχει αντίρρηση για την αναζωπύρωση της πρωτογενούς παραγωγής; Για μια νέα βιομηχανία τροφίμων; Για επώνυμα προϊόντα ποιότητας; Για ανάπτυξη ακινήτων; Για άλλες μορφές τουρισμού; Για την πλήρη ενίσχυση της ναυτιλίας; Για την ενίσχυση του διανοητικού κεφαλαίου μέσα από την έρευνα, την τεχνολογία και την καινοτομία; Για μεγάλες επενδύσεις στην ενέργεια και ιδίως στις ανανεώσιμες πηγές;
Το ζήτημα είναι άλλο. Είναι να διαμορφώσεις πολιτικές, νομοθετικές, δικαστικές προϋποθέσεις για να γίνουν αυτά πράξη. Μπορούμε. Αυτό που έγινε με το PSI και την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους, δείχνει ότι γίνεται, ότι μπορούμε να το κάνουμε και θα το κάνουμε.
Έτσι μπορούμε να διαμορφώσουμε περιφερειακές αναπτυξιακές ταυτότητες με τους ίδιους τους πόρους του EΣΠΑ. Έτσι μπορούμε να προσελκύσουμε άμεσες ξένες επενδύσεις. Και να μετατρέψουμε το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων σε πρόγραμμα επενδύσεων και μείωσης της ανεργίας. Και οι τράπεζες, το χαρτοφυλάκιο των οποίων περιέρχεται στον έλεγχο του Δημοσίου μέσω των κοινών μετοχών, είναι μοχλός ανάπτυξης και κοινωνικής αλληλεγγύης μέσα από τον διακανονισμό των δανείων γιατί ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος και είναι κοινό συμφέρον να τακτοποιείς αυτές τις εκκρεμότητες με τον καλύτερο τρόπο.
Άρα, πρέπει να μετατρέψουμε το νέο πρόγραμμα στήριξης που θεωρούμε ότι είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό και είναι προϊόν επιλογής και επιβολής εκ μέρους των εταίρων μας.
Πρέπει να μετατρέψουμε το νέο πρόγραμμα στήριξης σε ένα ολοκληρωμένο και ενδογενές εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης. Όσοι ζουν στην πλάνη της επαναδιαπραγμάτευσης νομίζω ότι είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα και είδα με χαρά να εγκαταλείπεται αυτή η θεωρία της επαναδιαπραγμάτευσης. Το ζήτημα δεν είναι η επαναδιαπραγμάτευση, είναι η διαρκής διαπραγμάτευση και επεξεργασία αυτού του ολοκληρωμένου εθνικού ενδογενούς σχεδίου ανασυγκρότησης.
Γιατί, φίλες και φίλοι, ας πούμε την αλήθεια. Δημοσιονομική προσαρμογή χρειαζόμασταν επειγόντως. Αλλιώς δεν υπήρχε εθνικό μέλλον, λέγαμε ψέματα στα παιδιά μας. Τρώγαμε το μέλλον τους.
Εάν η επιλογή ήταν δική μας η δημοσιονομική προσαρμογή θα γινόταν με πιο ήπιο τρόπο σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Αυτό θα ήταν και πολύ πιο σωστό από αναπτυξιακής πλευράς.
Η σωρευτική πολυετής ύφεση που άρχισε το 2008 θα είχε ανακοπεί, δεν θα είχε πολλαπλασιαστεί. Όμως δυστυχώς όταν σου καλύπτουν με δανεικά τις ταμειακές σου ανάγκες, δεν μπορείς να διαμορφώσεις μόνος σου το σχέδιο της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Ιδίως όταν η αναδιάρθρωση του χρέους καθυστέρησε δυόμισι χρόνια, ενώ έπρεπε οι εταίροι μας με την υποτιθέμενη τεχνογνωσία τους να έχουν αντιληφθεί από το 2009–2010 ότι αυτή ήταν η μόνη λύση.
Άρα, η δημοσιονομική προσαρμογή είναι απολύτως αναγκαία γιατί αλλιώς δεν υπάρχει η αναπτυξιακή προοπτική και βέβαια τώρα που έχουμε διαμορφώσει τις προϋποθέσεις πρέπει να δούμε πώς θα χρησιμοποιήσουμε τον άλλο πυλώνα των διαρθρωτικών αλλαγών χωρίς ενοχές, χωρίς αμφιθυμίες προκειμένου να ενισχύσουμε την Ελλάδα της παραγωγής, την Ελλάδα της ανάπτυξης, την Ελλάδα της πραγματικής οικονομίας. Αλλιώς θα μείνουμε αιχμάλωτοι καταστάσεων που σε μεγάλο βαθμό έχουμε συνδιαμορφώσει και οι οποίες με μαθηματική ακρίβεια θα μας οδηγήσουν ξανά σε κρίση. Και αυτό δεν μπορούμε να το κάνουμε στη χώρα μας, στο έθνος μας, στην παράταξή μας.
Υπάρχει ζωή και κατά τη διάρκεια του προγράμματος και μετά από αυτό. Αρκεί να έχουμε την αναγκαία εθνική ενότητα, την αναγκαία κοινωνική αλληλεγγύη και δικαιοσύνη, την αναγκαία πολιτική συναίνεση.
Από ποιον εξαρτάται αυτό; Σε μεγάλο βαθμό από εμάς. Από το νέο ΠΑΣΟΚ, από το ΠΑΣΟΚ της νέας ιστορικής φάσης. Γιατί το νέο ΠΑΣΟΚ είναι πάντα το ίδιο ΠΑΣΟΚ, είναι το ΠΑΣΟΚ που ανανεώνεται αλλά που σέβεται τον εαυτό του και τη σχέση με τον πολίτη. Ένα ΠΑΣΟΚ συντηρητικό, καθηλωμένο στο παρελθόν που κινείται με βάση παραδοχές και αντιλήψεις άλλων δεκαετιών, είναι ένα ΠΑΣΟΚ που προδίδει και τον εαυτό του και τον ιδρυτή του, τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Τώρα που φτάσαμε στο τέλος της μεταπολιτευτικής αμεριμνησίας και μάλιστα με πολύ σκληρό τρόπο, πρέπει να μετατρέψουμε και το ΠΑΣΟΚ από ένα κόμμα του δημόσιου τομέα σε ένα κατά κυριολεξία κίνημα της κοινωνίας των πολιτών. Τώρα πρέπει να μετατρέψουμε ξανά το ΠΑΣΟΚ σε ένα γνήσια λαϊκό και πατριωτικό κίνημα.
Λαϊκό, φίλες και φίλοι, είναι το κίνημα που λέει στο λαό την αλήθεια και αγωνίζεται για τα πραγματικά συμφέροντα του λαού. Πατριωτικό είναι το κίνημα που ξέρει να βάλει πλάτη για να σωθεί η πατρίδα. Που διαχειρίζεται κρίσεις και αναλαμβάνει ευθύνες.
Πήραμε δύσκολες και δυσάρεστες αποφάσεις. Είπα στο προηγούμενο Εθνικό Συμβούλιο ότι πικράναμε το λαό για να προστατέψουμε το έθνος, αλλά δεν χάσαμε τη ψυχή μας. Κρατάμε τη δύναμη της ψυχής της μεγάλης δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης.
Το ΠΑΣΟΚ ήταν, είναι και θα είναι ο εκφραστής της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης, της κεντροαριστεράς. Στη δική μας παράδοση ανήκει η μνήμη του Χαρίλαου Τρικούπη, του Ελευθέριου Βενιζέλου, του Νικόλαου Πλαστήρα, του Γεωργίου Παπανδρέου, του Ανδρέα Παπανδρέου.
Θέλουμε ένα ΠΑΣΟΚ ανοικτό, συλλογικό, αποκεντρωμένο, ανανεωμένο, θεσμικό. Ένα ΠΑΣΟΚ -ακούστε με έχει σημασία, γιατί έχουμε μια μικρή απόσταση από αυτά- ένα ΠΑΣΟΚ που σέβεται τη Δημοκρατία, τη διαφάνεια, την αξιοκρατία, το κράτος δικαίου στο εσωτερικό του. Γιατί αυτό είναι προϋπόθεση για να τα σέβεται όλα αυτά και στο επίπεδο του κράτους και της κοινωνίας.
Χρειαζόμαστε, φίλες και φίλοι, ενότητα, συσπείρωση, συστράτευση, ανανέωση και απευθύνω πρόσκληση συστράτευσης σε όλους αυτούς που θα έπρεπε να είναι σήμερα εδώ μαζί μας και που θα είναι μαζί μας.
Κυρίως, όμως, χρειαζόμαστε μια νέα κοινωνική συμμαχία. Με τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους, τους βιοτέχνες, τους επιχειρηματίες, τους νέους επιστήμονες και φοιτητές, τους αγρότες, τους ανέργους στο όνομα των οποίων δεν μιλά κανείς στις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Ναι, θα κάνουμε και πρέπει να κάνουμε τη νέα κοινωνική συμμαχία με αυτούς που κουβαλούν στην πλάτη τους όλη αυτή την κρίση, με αυτούς που πικράναμε, με αυτούς που είδαν να μειώνονται οι ήδη μικρές αποδοχές τους ή οι μεσαίες συντάξεις τους. Αλλά αυτή η προσπάθεια υπερβαίνει τη συγκυρία και τελικά διαφυλάσσει εισοδήματα, περιουσίες, προοπτικές.
Η αποστολή μας είναι πολύ δύσκολη γιατί η αποστολή μας ούτε λίγο ούτε πολύ είναι να ξαναφτιάξουμε την Ελλάδα και να ξαναγράψουμε τους όρους λειτουργίας της χώρας. Άρα το ΠΑΣΟΚ ήταν και είναι ένα κόμμα, ένα κίνημα πολιτικής και κοινωνικής ευθύνης και όχι απλής διαχείρισης της εξουσίας.
Έτσι θα επαναθεμελιώσουμε και την ευρωπαϊκή και τη σοσιαλιστική μας ταυτότητα με ιστορική μνήμη και ευαισθησία και με προγραμματικό λόγο επί του συγκεκριμένου. Και συγκεκριμένο σημαίνει να μπορούμε να δώσουμε ευθεία απάντηση στο ερώτημα πώς θα κυβερνηθεί ο τόπος μετά τις εκλογές.
Και η απάντηση είναι αυτή που καλείται να δώσει ο ελληνικός λαός που έχει τον έλεγχο της μοίρας του. Ο τόπος θα κυβερνηθεί όπως θα αποφασίσει και όπως πει ο ελληνικός λαός. Οι εκλογές είναι στρατηγικού χαρακτήρα. Κρίνουν το μέλλον της δεκαετίας, κρίνουν την ταυτότητα του έθνους.
Βεβαίως όταν η πατρίδα είναι σε κρίση χρειάζονται συναινέσεις αλλά οι συναινέσεις δεν είναι ουδέτερες και κενές, δεν είναι λευκές επιταγές. Πώς διαχωρίζονται πλέον οι πολιτικές δυνάμεις; Μήπως με βάση την επίσημη θέση τους στο φάσμα το ιδεολογικό ή το κοινοβουλευτικό;
Θα έλεγα ότι αυτό είναι πια ανακριβές σε πολύ μεγάλο βαθμό. Πρέπει να διαχωρίσουμε εμείς τη θέση μας. Πρώτον, από τον καταστροφικό και επικίνδυνο δεξιό λαϊκισμό. Δεύτερον, από τον εξίσου επικίνδυνο αριστερόστροφο τυχοδιωκτισμό και από τους εκφραστές της συμπαθητικής υπεκφυγής που θέλουν να τα έχουν καλά με όλους, που λένε «ναι στο ευρώ, όχι στο πρόγραμμα».
Το μέτωπό μας είναι ανοιχτό με τον εθνικό κίνδυνο του λαϊκισμού και της δημαγωγίας. Και μας έχει διδάξει πολλά και η εμπειρία της λειτουργίας της κυβέρνησης Λουκά Παπαδήμου.
Στόχος μας είναι η νίκη, στόχος είναι το ΠΑΣΟΚ πρώτο κόμμα. Ανατροπή των δημοσκοπήσεων. Όλες οι πολιτικές δυνάμεις τίθενται αντιμέτωπες με τις ευθύνες που αντιστοιχούν στο μέγεθος της επιρροής που διεκδικούν. Αλλά που απλώς διεκδικούν.
Τώρα αρχίζει η μάχη φίλες και φίλοι. Αρχίζουμε σήμερα ξανά. Ξαναγράφουμε τους όρους της σχέσης μας με τον ελληνικό λαό. Με αλήθεια και ειλικρίνεια. Επικαλούμενοι τον εθνικό μας ποιητή, τον Διονύσιο Σολωμό: «Εθνικό είναι το αληθές».
Η μεγάλη δημοκρατική παράταξη απέδειξε όλες τις κρίσιμες στιγμές ότι υπάρχει χάριν της πατρίδας. Η πατρίδα δεν είναι ένα πουκάμισο αδειανό, μια Ελένη. Είναι το σπίτι μας, η προοπτική μας, η ψυχή μας. Θα την κερδίσουμε γιατί ανήκει σε όλους τους Έλληνες και σε όλες τις Ελληνίδες.
Γεια σας. Και με τη νίκη!
Αρχίζουμε μια προσπάθεια που πρέπει να αγκαλιάσει όλη τη χώρα, όλο τον ελληνικό λαό, όλες τις δυνάμεις που μετέχουν στη νέα μεγάλη κοινωνική συμμαχία. Η δημοκρατική προοδευτική παράταξη ενωμένη, ανανεωμένη, δυνατή ξεκινάει σήμερα για τη νίκη. Τίποτα λιγότερο.
Γεια σας. -
Φίλες και φίλοι, ας σκεφτούμε ψύχραιμα τι είναι αυτό που έγινε χθες και προχθές στη χώρα και διεθνώς σε σχέση με το ελληνικό δημόσιο χρέος, σε σχέση με το περιβόητο PSI που μπήκε ως έκφραση όχι μόνο στο στόμα όλων των Ελλήνων, αλλά όλης της διεθνούς κοινής γνώμης.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η χθεσινή μέρα ήταν ιστορική, γιατί βγάλαμε από τις πλάτες του ελληνικού λαού, ελαφρύναμε τις επόμενες γενιές αφαιρώντας 100 δισεκατομμύρια χρέους, αφαιρώντας 50 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.
Θα μπορούσαμε να πούμε πολύ απλά πως χθες αποκαταστήσαμε με τη βοήθεια των εταίρων μας και με τη βοήθεια των πιστωτών μας, αλλά κυρίως χάρις στις θυσίες και στις προσπάθειες και τις αγωνίες και τις αντοχές του ελληνικού λαού μια μεγάλη ιστορική αδικία. Μια αδικία που είχε γίνει σε βάρος των επόμενων γενεών, σε βάρος των νέων Ελλήνων.
Γιατί ο δημόσιος δανεισμός και κυρίως ο εκτροχιασμένος δημόσιος δανεισμός είναι ένα αναγκαστικό δάνειο που με επιπολαιότητα συνήθως συνάπτει η παρούσα κάθε φορά γενιά αντλώντας πόρους από την επόμενη ή από τις επόμενες γενιές.
Και αυτή η περιγραφή είναι πράγματι μια σωστή περιγραφή. Χθες συνετελέστηκε η μεγαλύτερη αναδιάρθρωση και μείωση χρέους στην παγκόσμια οικονομική και δημοσιονομική ιστορία.
Χθες άλλαξαν τα δημοσιονομικά και οικονομικά δεδομένα της Ελλάδας. Χθες η Ελλάδα απέφυγε πια οριστικά τη χρεοκοπία.
Αυτή η περιγραφή όμως είναι κολοβή, γιατί στην πραγματικότητα αυτό που έγινε χθες είναι η αλλαγή της εικόνας της χώρας. Όλος ο πλανήτης από χθες ξαναμιλάει θετικά για την Ελλάδα, την βλέπει με άλλο μάτι.
Οι ταπεινώσεις που έχουμε υποστεί, τα πλήγματα που έχουμε δεχτεί στην εθνική μας υπερηφάνεια, στη συλλογική μας αξιοπρέπεια, η βλάβη που έχει επέλθει στη διεθνή επωνυμία της χώρα τώρα πια αρχίζει σιγά – σιγά να αντιστρέφεται.
Κι αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, γιατί ο κόσμος από χθες δεν αντιμετωπίζει τους Έλληνες ως μια περίεργη κατηγορία Ευρωπαίων φυγόπονων που δεν μπορούν να θέσουν υπό έλεγχο τα ίδια τα δημοσιονομικά τους πράγματα, αλλά τους αντιμετωπίζει ως Ευρωπαίους πολίτες ισότιμους, αξιοπρεπείς, υπομονετικούς που πόνεσαν, που πονάνε ακόμη λόγω του προγράμματος προσαρμογής, που ματώνουν, γιατί ματώσαμε, αλλά που στέκονται όρθιοι και που ξέρουν να διεκδικούν την αξιοπρέπεια και την περηφάνια της πατρίδας τους.
Άρα, χθες συνέβησαν δύο γεγονότα. Ένα πολύ μεγάλο χρηματοοικονομικό και δημοσιονομικό γεγονός, που γράφεται στην ιστορία. Ένα γεγονός πολιτικό, επικοινωνιακό εθνικού χαρακτήρα που μας δίνει μια τεράστια ευκαιρία, μια ευκαιρία που οφείλουμε να αξιοποιήσουμε στο έπακρο με υπευθυνότητα, συνέπεια, ενότητα, συναίνεση, συστηματικότητα και κυρίως δουλειά, δουλειά, δουλειά.
Γιατί, ναι, χθες αποφύγαμε οριστικά τη χρεοκοπία, αλλά η κρίση δεν τελείωσε. Και τώρα το κλειδί για την επάνοδο σε τροχιά ανάπτυξης, το κλειδί για να ξανά αποκτήσουμε τη δημοσιονομική μας και οικονομικής μας κυριαρχία βρίσκεται στα χέρια και στο μυαλό των Ελλήνων.
Γιατί μέσα από τις ικανότητες της φυλής, μέσα από το διανοητικό κεφάλαιο που έχει η Ελλάδα και κυρίως μέσα από μία Ελλάδα που θα μετατραπεί συνολικά σε ένα εθνικό κίνημα παραγωγής μπορούμε να λύσουμε το τεράστιο πρόβλημα που έχουμε ως χώρα και ως εθνική οικονομία.
Αυτή είναι, φίλες και φίλοι, μια σημαντική στιγμή που πρέπει να την καταγράψουμε στη συνείδησή μας και να την σκεφτούμε σε βάθος. Τώρα είναι η στιγμή να απευθυνθούμε και απευθύνομαι εξ ονόματος όλων μας στον ελληνικό λαό, στην κάθε Ελληνίδα, στον κάθε Έλληνα για να του πούμε και να του πω κι εγώ προσωπικά, ένα μεγάλο ευχαριστώ για τις θυσίες, για την υπομονή, για τη συλλογική προσπάθεια, για την αντοχή έστω για την ανοχή. Ό,τι πετυχαίνουμε -και το προχθεσινό- είναι επίτευγμα που ανήκει στον ελληνικό λαό, στον κάθε Έλληνα και στην κάθε Ελληνίδα προσωπικά.
Και τώρα που η στιγμή είναι θετική, τώρα που μπορούμε να πούμε αυτό το ευχαριστώ, οφείλουμε να κοιτάξουμε ξανά στα μάτια τον κάθε συμπολίτη μας και να του πούμε με ειλικρίνεια, με απόλυτη ειλικρίνεια ένα μεγάλο συγνώμη για διαχρονικά πολιτικά και ιστορικά λάθη και παραλείψεις που βεβαίως βαραίνουν και την παράταξή μας και εμάς, όσους ασκήσαμε και ασκούμε εξουσία προσωπικά.
Δεν φτάσαμε τυχαία στο αποτέλεσμα αυτό. Τίποτα δεν ήταν προϊόν του αυτόματου πιλότου. Τίποτα δεν είναι εύκολο και αυτονόητο. Επί μήνες και πάντως τους τελευταίους εννέα μήνες που έτυχε κι εγώ μετά από την επίμονη παρότρυνση και πρόσκληση του Γιώργου Παπανδρέου να βρίσκομαι στο τιμόνι του Υπουργείου Οικονομικών, δώσαμε μια συνεχή διαπραγματευτική μάχη.
Η συμφωνία αυτή, η απόφαση της 26ης Οκτωβρίου του 2011, η τελική απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου του 2012, το προχθεσινό πρακτικό τελικό αποτέλεσμα πέρασε από 400, όχι από 40, κύματα. Μέχρι και την τελευταία στιγμή αγωνιστήκαμε με τον Γιώργο Παπανδρέου δίπλα – δίπλα, διαπραγματευτήκαμε, προσπαθήσαμε, ζήσαμε στιγμές βαθιάς απογοήτευσης, είδαμε να κινδυνεύει το οικοδόμημα που κρεμόταν από μία κλωστή. Και συνεχίσαμε μετά το Νοέμβριο με τη νέα Κυβέρνηση, με το Λουκά Παπαδήμο και συνεχίζουμε παρ’ ότι βεβαίως υπάρχει πάντα αυτή η ελληνική ιδιορρυθμία: κάποιοι να θέλουν να είναι συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση και αντιπολιτευόμενη συμπολίτευση χωρίς να αντιλαμβάνονται πόσο μεγάλη είναι η ιστορική ευκαιρία που απεμπολούν.
Τώρα, φίλες και φίλοι, που η χρεοκοπία αποφεύχθηκε και αυτό το αναγνωρίζουν οι αγορές πανηγυρικά, γιατί δεν αρκούν πολιτικές αποφάσεις και διαβεβαιώσεις δυστυχώς, τώρα η ελπίδα, η προοπτική αρχίζει να φαίνεται κάπως πιο καθαρά. Και έχει σημασία να μιλήσουμε στον Έλληνα πολίτη πιο αισιόδοξα, πιο ελπιδοφόρα, να του πούμε ότι ναι, δεν υπάρχει μόνον η ύφεση, δεν υπάρχουν μόνον οι περικοπές, δεν υπάρχει μόνον η ανάγκη για αυξημένα φορολογικά έσοδα, δεν υπάρχει μόνον αυτό το θλιβερό αλλά αναγκαστικό φαινόμενο της περικοπής μισθών και συντάξεων, δεν υπάρχει μόνον η συνεχής κριτική από τους εταίρους και φίλους μας και δανειστές μας.
Υπάρχει η προσδοκία, η προσδοκία να γυρίσει ξανά ο τροχός της ανάπτυξης, να αποκαταστήσουμε απώλειες, αδικίες και ανισότητες παλιές και νέες. Γιατί η κρίση γεννά νέες ανισότητες και πολλαπλασιάζει αδικίες σε βάρος των λιγότερο ισχυρών.
Φίλες και φίλοι, ας πούμε κατ΄ αρχάς εδώ μεταξύ μας και μας ακούει ο ελληνικός λαός, τι είναι αυτό που συνέβη στην Ελλάδα τα δυόμισι τελευταία χρόνια, τι είναι αυτό που έπαθε μια χώρα δημοκρατική, ανεπτυγμένη, ένα ιστορικό έθνος, μια χώρα που ανήκει στις τριάντα μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, μια χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, με ένα υψηλό επίπεδο ζωής, τι είναι αυτό που συνέβη;
Είχε δυστυχώς νοθευθεί η ίδια η συλλογική μας συνείδηση και η Ελλάδα μπήκε με καθυστέρηση αλλά με τον πιο ακραίο και βίαιο τρόπο στη δίνη της διεθνούς οικονομικής κρίσης και ταυτόχρονα ήρθε το τέλος πολλών ψευδαισθήσεων. Και ήρθε με ακραίο τρόπο, ξαφνικά, το τέλος της μεταπολιτευτικής ευφορίας.
Η χώρα, όπως είπα και προηγουμένως, ταπεινώθηκε, γιατί αναγκάστηκε να καταφύγει στη διεθνή βοήθεια και κάθε βοήθεια -ας λέμε τα πράγματα με το όνομά τους- είναι και εξάρτηση. Πρέπει τώρα να τοποθετηθούμε όλοι ξανά. Όλα επανατοποθετούνται, όλοι ξαναγνωριζόμαστε.
Το ΠΑΣΟΚ χρώσταγε στον τόπο. Του έλαχε η ιστορική μοίρα να διαχειριστεί τη μεγαλύτερη κρίση της μεταπολεμικής περιόδου, τη μεγαλύτερη κρίση από το τέλος του εμφυλίου πολέμου και οφείλαμε αναμφίβολα το δικό μας μερίδιο να το ανταποδώσουμε.
Αναγκαστήκαμε να σηκώσουμε το σύνολο της ευθύνης, το σύνολο του πολιτικού κόστους και από δικές μας εσφαλμένες εκτιμήσεις, αλλά και γιατί όλες οι άλλες πολιτικές δυνάμεις βιάστηκαν να κρυφτούν με έναν συμβατικό, δημαγωγικό, ψευτοσυνδικαλιστικό τρόπο, πίσω από την πολιτική υπευθυνότητα, την εθνική υπευθυνότητα του ΠΑΣΟΚ.
Φταίμε γιατί καλλιεργήσαμε προσδοκίες, αλλά υπάρχουν πολλοί άλλοι που καλλιέργησαν πολύ περισσότερες προσδοκίες, χωρίς να υπάρχουν περιθώρια. Φταίμε γιατί καθυστερήσαμε να λάβουμε κρίσιμες αποφάσεις, αλλά κάποιοι άλλοι δεν είναι ούτε σήμερα ούτε θα είναι ποτέ έτοιμοι να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις.
Αργήσαμε να κάνουμε ρήξεις με συντεχνίες καθηλωμένες στο παρελθόν, αλλά κάποιοι άλλοι ενεργούν ως πολιτικοί εκπρόσωποι και μεταπράτες συντεχνιών. Έχουμε συμβάλλει κι εμείς σε έναν πολιτικό λόγο ανεπίγνωστο, χωρίς επίγνωση των επιπτώσεων, αλλά κάποιοι άλλοι εξακολουθούν να παράγουν ακόμη ακατάσχετα μεγάλες ποσότητες ανεύθυνου και ανεπίγνωστου πολιτικού λόγου.
Το ΠΑΣΟΚ έπρεπε να σηκώσει το βάρος της δικής του ευθύνης, γιατί είναι η δύναμη που κατ΄ εξοχήν εξέφρασε και εκφράζει την εποχή και το πνεύμα της μεταπολίτευσης. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι αυτός που έδωσε το στίγμα των τελευταίων σαράντα ετών, μιλώντας για «Αλλαγή» και για «μη προνομιούχους».
Αλλά δυστυχώς, από ένα σημείο και μετά, το κίνημα της Αλλαγής, η ιστορική και η υπαρξιακή ανάγκη της Αλλαγής, μετατράπηκε σε έναν φοβικό συντηρητισμό. Οι δε μη προνομιούχοι της δεκαετίας του ΄80 δεν υπάρχουν πια, άλλοι είναι οι μη προνομιούχοι, αλλού πρέπει να στρέψουμε τώρα την προσοχή μας: Στους νέους ανέργους, στους μεσήλικες που διακινδυνεύουν να χάσουν το μεροκάματο, στους συνταξιούχους οι οποίοι νοιώθουν αυτή τη στιγμή να κλονίζεται η σταθερότητα του ασφαλιστικού συστήματος, που πρέπει να το προστατεύσουμε και το προστατεύουμε. Στους νέους επιχειρηματίες, σε κάθε είδους επιχειρηματικότητα που είναι υγιής και προστατεύει ή αυξάνει τις θέσεις εργασίας.
Άρα, πρέπει να ξαναδούμε από την οπτική γωνία του μέλλοντος το παρελθόν μας και πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε αξιακά, δηλαδή ιδεολογικά και πολιτικά, τις γενετικές έννοιες, το γενετικό υλικό του ΠΑΣΟΚ, που νομίζω ότι συγκεφαλαιώνεται σε αυτές τις δύο καίριες λέξεις: «Αλλαγή» και «μη προνομιούχοι», εν έτει όμως 2012 και με το βλέμμα στραμμένο στο 2020.
Η χώρα με μεγάλους κόπους, με μεγάλο κόστος και κυρίως με μεγάλες θυσίες των Ελλήνων, στάθηκε όρθια. Η κατάρρευση και η χρεοκοπία, όπως είπαμε, δεν ήρθαν, οι θυσίες όμως επιβλήθηκαν. Το ένα το ζούμε, τις θυσίες, το άλλο, την κατάρρευση, το παρουσιάζουμε και το σκεπτόμαστε.
Δίνουμε, φίλες και φίλοι, έναν διπλό ασύμμετρο πόλεμο, γιατί στο εσωτερικό ο πόλεμός μας είναι ασύμμετρος, καθώς παλεύουμε να κρατήσουμε τη χώρα όρθια, όταν οι άλλοι με ευκολία μπορούν να δημαγωγούν, να λαϊκίζουν και να υπεραπλουστεύουν και επικαλούμαστε κάτι που θέλουμε να αποφύγουμε. Και πετυχαίνοντας το στόχο μας το αποφεύγουμε, δεν το ζούμε κι έτσι αυτό δεν μπορεί να κυριαρχήσει ως βίωμα πάνω στο βίωμα της περικοπής και της θυσίας.
Αυτό είναι μια ασύμμετρη μάχη, που είναι δύσκολο να κερδηθεί, αλλά πρέπει να την κερδίσουμε, γιατί ο ελληνικός λαός έχει βιώματα, ένστικτο, ευφυΐα και τελικά ξέρει να αξιολογεί και κανείς δεν πρέπει να τον υποτιμά ούτε πολιτικά ούτε δημοσκοπικά.
Ο πόλεμος που δίνουμε είναι ασύμμετρος και στο εξωτερικό και διεθνώς, γιατί μετέχουμε σε έναν πόλεμο ανάμεσα στα κράτη, τους θεσμούς, τους διεθνείς οργανισμούς που βρίσκονται στη μια μεριά και τις κερδοσκοπικές και αρρύθμιστες και ανεξέλεγκτες οντότητες της περιβόητης αγοράς, από την άλλη μεριά.
Και δίνουμε τη μάχη αυτή με τους θεσμούς, τα κράτη, τους διεθνείς οργανισμούς, ανήμπορους, αμήχανους, αβέβαιους, ανίκανους να διαχειριστούν με πολιτικούς όρους την κρίση. Κι έτσι, μια κρίση βαθιά πολιτική, κοινωνική, αναπτυξιακή, ιδεολογική, μια κρίση που αφορά ότι θεμελιωδέστερο υπάρχει, που είναι η Δημοκρατία, τελικά «διευθετείται» -και χρησιμοποιώ τη λέξη μέσα σε εισαγωγικά- με βάση τους κανόνες που επιβάλλει το πιο ακραίο και κερδοσκοπικό τμήμα της αγοράς.
Άρα, χρειάζεται υπομονή, επιμονή, συστηματικότητα, στρατηγική σκέψη, προκειμένου να κερδίσουμε αυτούς τους δύσκολους ασύμμετρους πολέμους, που αρχίσαμε να δίνουμε χωρίς πλήρη επίγνωση και που πρέπει να τους κερδίσουμε έχοντας τώρα πλήρη επίγνωση των δεδομένων, της ευθύνης, της ευκαιρίας και της αποστολής μας.
Αυτή είναι η αποστολή μας: Να κερδίσουμε δύο ασύμμετρους πολέμους και αυτός, φίλες και φίλοι, είναι ο βαθύτερος λόγος, για τον οποίον έχοντας εικόνα της κατάστασης δέχθηκα την τιμητική πρόσκληση του Γιώργου πριν από εννιά μήνες, να αναλάβω τα βαριά καθήκοντα του Υπουργού των Οικονομικών και να επωμισθώ μια ευθύνη εξ αντικειμένου στο όνομα της παράταξης και τελικά στο όνομα της χώρας.
Το ερώτημα: Τι μέλλον υπάρχει για την πατρίδα μας; Υπάρχει ζωή όσο διαρκεί η κρίση και πως θα είναι η ζωή στον πλανήτη που λέγεται Ελλάδα μετά την κρίση; Η απάντηση, φίλες και φίλοι, εξαρτάται μόνο από εμάς.
Ναι, υπάρχει το καλύτερο, το λαμπρότερο μέλλον για τη πατρίδα μας. Γιατί η διάσωση είναι το πρώτο στάδιο. Έρχεται, όπως έχουμε πει, η ανάκτηση του εδάφους που έχουμε χάσει και από στέρεη βάση η εκτίναξη για να καταλάβει και πάλι η Ελλάδα ή για να καταλάβει για πρώτη φορά η Ελλάδα, τη θέση που της αναλογεί στον ευρωπαϊκό και τον παγκόσμιο καταμερισμό.
Πώς μπορούμε να διαμορφώσουμε αυτό το μέλλον; Ανταποκρινόμενοι σε δυο θεμελιώδη εθνικά καθήκοντα. Το πρώτο καθήκον είναι το εθνικό καθήκον αλήθειας και επειδή η αλήθεια μπορεί να έχει πολλές όψεις, υπάρχει ένα εθνικό καθήκον ειλικρίνειας που είναι η υποκειμενική προϋπόθεση για να πεις την αλήθεια, ακόμη κι αν κάποια στιγμή κάνεις λάθος ή καθυστερήσεις να καταλάβεις και να πεις όλη την αλήθεια. Υπάρχει ένα εθνικό καθήκον αλήθειας και ειλικρίνειας.
Και ένα δεύτερο, ακόμη μεγαλύτερο και ακόμη σπουδαιότερο, που το έχουμε υποτιμήσει: Το εθνικό καθήκον αλληλεγγύης. Γιατί η αλληλεγγύη δεν είναι μόνο κοινωνική, δεν είναι μόνο η όψη του κοινωνικού κράτους που είναι θεμελιώδης, είναι και εθνική η αλληλεγγύη και πρέπει να διαφυλάξουμε τη συνοχή της πατρίδας, τη συνοχή του έθνους.
Μόνο έτσι θα διαμορφώσουμε ένα νέο δημοσιονομικό, αναπτυξιακό, κοινωνικό, πολιτικό και θεσμικό τοπίο. Μόνο έτσι θα αποκαταστήσουμε τη δημοσιονομική και πολιτική κυριαρχία της χώρας μέσα στη νομισματική Ένωση, μέσα στην Ευρώπη μέσα στον κόσμο.
Σε ποια Ευρώπη; Σε ποιο κόσμο; Ναι, η Ευρώπη είναι το πλαίσιο αναφοράς, στην Ευρώπη ανήκουμε στην Ευρώπη πρέπει να αγωνιστούμε, μέσα στην Ευρώπη πρέπει να διαμορφώσουμε συσχετισμούς. Οι Ευρωπαίοι είναι οι εταίροι μας, χωρίς την Ελλάδα δεν υπάρχει Ευρώπη, χωρίς Ευρώπη δεν μπορεί να αντέξει η Ελλάδα την υπαρξιακή κρίση που διέρχεται. Αλλά, η Ευρώπη του 2012 δεν είναι η Ευρώπη του 2000, δεν είναι η Ευρώπη του 1990 και πολύ περισσότερο δεν είναι η Ευρώπη των εμπνευστών της στη δεκαετία του ’50.
Μπορεί να μιλάμε για το ευρωπαϊκό κεκτημένο, για την Ευρώπη ως Ήπειρο πολιτισμού, ποιότητας, δικαιωμάτων, διαφάνειας. Για την Ευρώπη ως μητέρα και μήτρα του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους που είναι ό,τι σημαντικότερο έχει προσφέρει στην ανθρωπότητα ο 20ός αιώνας. Αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το χειρότερο.
Η Ευρώπη είναι μονοδιάστατη, μονόχρωμη, γκρίζα, είναι συντηρητική και δεν αναφέρομαι, φίλες και φίλοι, σε Κυβερνήσεις, σε συμφέροντα που ασκούν πίεση στις Κυβερνήσεις, σε Πρωθυπουργούς και Αρχηγούς Κρατών, αναφέρομαι σε λαούς, σε κοινωνίες, σε εκλογικά σώματα που αναδεικνύουν συγκεκριμένους συσχετισμούς στα εθνικά Κοινοβούλια και αυτά με τη σειρά τους συγκεκριμένες Κυβερνήσεις.
Αλλού Κυβερνήσεις ισχυρές, αλλού Κυβερνήσεις μειοψηφικές, αλλού Κυβερνήσεις μικρής συνεργασίας, αλλού Κυβερνήσεις μεγάλου συνασπισμού. Μέσα σε ένα κυλιόμενο μεγάλο συνασπισμό που κυβερνά πάντοτε την Ευρώπη ανάμεσα στις δυο μεγάλες πολιτικές οικογένειες, τη Σοσιαλδημοκρατική και τη Συντηρητική. Αλλά, βλέπετε, σε αυτό το διαρκή κυλιόμενο συνασπισμό, την περίοδο αυτό το σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα ασκεί ένα δευτερεύοντα, μικρό ρόλο.
Το ερώτημα είναι: Τι απέμεινε από την Ευρώπη μας και πώς μπορούμε να ξαναφτιάξουμε την Ευρώπη μας, την ιστορική Ήπειρο του πολιτισμού, της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων, της ποιότητας και της κοινωνικής συνοχής.
Μετέωρο είναι το βήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετέωρο είναι το βήμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μετέωρο είναι το βήμα της Ευρωζώνης που έχει αποδεχτεί με πάρα πολύ μεγάλη ευκολία, κατ’ ανάγκη προφανώς, και την ενεργό συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σε όλες τις θεσμικές της διαδικασίες και ένα πολύ εμφανή οικονομικό συσχετισμό δυνάμεων, που έχει θέσει εκποδών την περιβόητη θεσμική ισοτιμία των κρατών – μελών, πάνω στην οποία έχει βασιστεί το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, η Ευρωπαϊκή Ένωση ως Ένωση λαών και εθνών.
Άρα, δεν αρκεί να αγωνιζόμαστε μέσα στην Ευρώπη. Πρέπει να αγωνιζόμαστε, ναι, εμείς κατά τη διάρκεια της κρίσης και για μια άλλη Ευρώπη. Και αυτή η διπλή κίνηση είναι μια δύσκολη και αντιφατική κίνηση, που θέλει ισχυρή πολιτική διεύθυνση, γνώση, βούληση, σχέδιο, συσχετισμούς, συμμαχίες γιατί χωρίς συμμαχίες δεν γίνεται και τα παλιά μέτωπα που ξέραμε δεν υπάρχουν πια. Ούτε τα μέτωπα του Νότου ούτε τα μέτωπα των μικρών και μεσαίων χωρών, ούτε τα μέτωπα τα ιδεολογικά, πολιτικά και κομματικά. Υπάρχει οικονομικός εθνικισμός, υπάρχουν σκληρά συμφέροντα, υπάρχουν δεδομένα τα οποία έχουν αλλάξει ριζικά την εικόνα μέσα στα θεσμικά όργανα της Ευρώπης.
Είχαμε την ευκαιρία να το συζητήσουμε αυτό και με την αντι-Τρόικα που έστειλε ως αντιπροσωπεία το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα πριν από λίγες μέρες προετοιμάζοντας την ακρόαση της Τρόικα στην αρμόδια Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και με την κοινοβουλευτική διακομματική αντιπροσωπεία του ιταλικού Κοινοβουλίου εκφράζοντας την κοινή μας αγωνία για την ευρωπαϊκή κατάσταση και το μέλλον της Ευρώπης.
Αν η Ευρωζώνη δεν γίνει ο πρωταγωνιστής στην προσπάθεια για θεσμούς παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, θα καταστεί το πρώτο και μεγαλύτερο θύμα της έλλειψης θεσμών παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης. Αν δεν διαμορφωθεί ένα νέο συνειδητό, σύγχρονο πλαίσιο ευρωατλαντικής συνεργασίας, τότε και οι δυο πλευρές του Ατλαντικού θα ευθύνονται για την πλήρη απώλεια του πολιτικού ελέγχου στις οικονομικές και χρηματοοικονομικές εξελίξεις σε βάρος κάθε είδους πολιτικής εξουσίας, κάθε είδους πολιτικού και δημοκρατικού συσχετισμού ακόμη και του πιο συντηρητικού, πολύ περισσότερο όταν διεκδικείς ένα προοδευτικό συσχετισμό δυνάμεων.
Εδώ ανακύπτει το ερώτημα που μας αφορά περισσότερο: Τι σημαίνει, φίλες και φίλοι, να δηλώνεις ή να είσαι σήμερα Ευρωπαίος Σοσιαλιστής; Πώς αποδεικνύεις την ταυτότητά σου με πρακτικό και συγκεκριμένο τρόπο, διαχειριζόμενος ή θέλοντας να διαχειριστείς εθνική εξουσία και ευρωπαϊκή επιρροή; Αυτό είναι που πρέπει να συζητήσουμε και στο ΠΑΣΟΚ και στο Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, γιατί από το ερώτημα αυτό που πρέπει να το απαντήσουν πρωτίστως οι μεγάλες χώρες. Αλλά και εμείς δεν είμαστε μικρή χώρα, είμαστε μια μεσαία χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί μόνο αν διατυπωθεί αυτή η ευρωπαϊκή σοσιαλιστική πρόταση για την έξοδο από την κρίση και το μέλλον της ολοκλήρωσης και της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, μπορούμε να νιώσουμε ότι έχουμε προοπτική μεταβολής του συσχετισμού των δυνάμεων.
Μπορούμε όμως να ξεκινήσουμε από το εθνικό πεδίο, από τον εθνικό συσχετισμό δυνάμεων. Γιατί ούτως ή άλλως στο επίπεδο του κράτους–μέλους, στο επίπεδο του εθνικού κράτους κρίνονται και παίζονται πολύ κρίσιμα ζητήματα κυρίως ζητήματα πολιτικής δημοκρατίας και δικαιωμάτων.
Τι χρειαζόμαστε λοιπόν; Χρειαζόμαστε ένα θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο που πολύ απλά δεν θα επιτρέψει να ξαναζήσει η χώρα την περιπέτεια που ζει. Αυτό το οφείλουμε στον εαυτό μας, στην ιστορία μας και στα παιδιά μας. Πρέπει να διαμορφώσουμε αυτό το θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο.
Γιατί ο χαρακτήρας του οικονομικού μας προβλήματος είναι πρωτίστως πολιτικός και πρέπει να απαντήσουμε καταφατικά στο ερώτημα αν υπάρχουν περιθώρια άσκησης πολιτικής μέσα σε αυτή την Ευρώπη, σε αυτό τον κόσμο και με αυτό το Μνημόνιο. Ναι, εμείς πρέπει να διαμορφώσουμε τα μεγαλύτερα δυνατά περιθώρια άσκησης πολιτικής.
Και γι' αυτό χρειάζονται συντακτικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες. Πρέπει να ξαναγράψουμε τους βασικούς κανόνες της κοινωνικής και πολιτειακής μας συμβίωσης, πρέπει να ξαναφτιάξουμε ένα νέο εθνικό συμβόλαιο.
Αυτό προϋποθέτει, φίλες και φίλοι, κατά κυριολεξία μια διαφορετική αντίληψη για τη Δημοκρατία και την πολιτική. Μιλάω από το 2008 για τη μεταντιπροσωπευτική Δημοκρατία που είναι κάτι πολύ περισσότερο από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και τους θεσμούς, ημιάμεσης ή άμεσης Δημοκρατίας. Γιατί εγώ μιλάω για νέες μορφές πολιτικής συμμετοχής, για μια ριζοσπαστική αναδιανομή της πολιτικής επιρροής. Μόνο έτσι θα έχουμε νέο ρόλο για τα Κόμματα, νέο ρόλο για τη Βουλή, νέο ρόλο για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Και βεβαίως, για να είμαστε αξιόπιστοι, χρειαζόμαστε μηχανισμούς διαρκούς ελέγχου και διαρκούς αυτοκάθαρσης της πολιτικής και του πολιτικού προσωπικού. Αλλά όχι μόνο της πολιτικής και του πολιτικού προσωπικού, μηχανισμοί ελέγχου και αυτοκάθαρσης πρέπει να υπάρχουν για κάθε χώρο και μορφή εξουσίας.
Το σύνθημά μας πρέπει να είναι: «Όχι στο λαθρεμπόριο επιρροής, Ναι στη Δημοκρατία της ευθύνης». Μόνο έτσι μπορούμε να αποκαταστήσουμε το κομμένο νήμα που συνδέει, που συνέδεε και πρέπει να ξανασυνδέσει τον πολίτη με την πολιτική. Γιατί χωρίς πολιτική δεν υπάρχει δημοκρατία, δεν υπάρχει πρόοδος, δεν υπάρχει δικαιοσύνη.
Οι κοινωνίες –το έχουμε πει πολλές φορές– δεν είναι ούτε ίσες, ούτε δημοκρατικές. Κοινωνία χωρίς θεσμούς δημοκρατικούς, είναι ζούγκλα, είναι φασισμός, είναι ισοπέδωση, είναι η κατίσχυση του πιο δυνατού πάνω στον πιο αδύνατο. Γι’ αυτό χρειάζεται ένα άλλο κράτος. Αλλά μη βλέπουμε το κράτος ως διοικητικό μηχανισμό. Το κράτος είναι κάτι πολύ περισσότερο, είναι η συμπύκνωση του συσχετισμού των κοινωνικών δυνάμεων.
Κράτος σημαίνει μια συγκεκριμένη αντίληψη για την κοινωνία, την πολιτική, την ανάπτυξη. Άρα χρειαζόμαστε μια άλλη αντίληψη για την κοινωνία, την πολιτική, την ανάπτυξη και την σχέση κράτους και οικονομίας. Ένα πραγματικό κράτος δικαίου. Ένα κράτος δικαιοσύνης και όχι απλά ένα κράτος της νομιμότητας. Αλλά και χωρίς νομιμότητα δεν μπορείς να έχεις δικαιοσύνη. Άρα χρειάζεται και δικαιοσύνη που απονέμεται και νομιμότητα που γίνεται σεβαστή.
Το θεμελιώδες δικαίωμα στην ασφάλεια δεν είναι προνομιακός χώρος των ακροδεξιών ή συντηρητικών δυνάμεων. Το δικαίωμα στην ασφάλεια είναι δικαίωμα κάθε πολίτη.
Και φυσικά όταν μιλάμε για ένα άλλο κράτος, μιλούμε για ένα κράτος φορολογικά δίκαιο και ασφαλές, θα είναι ευτύχημα αν ολοκληρωθεί το νέο εθνικό φορολογικό σύστημα συναινετικά, μακράς πνοής και μακράς εφαρμογής.
Χρειάζονται όλες αυτές οι παρεμβάσεις στο επίπεδο της φορολογικής διοίκησης, τα προγεφυρώματα στα οποία αναφέρθηκε ο Γιώργος Παπανδρέου προηγουμένως, στην μάχη κατά της φοροδιαφυγής, της παραοικονομίας, του οικονομικού εγκλήματος. Όλα αυτά που έγιναν, οι λίστες των οφειλετών, οι λίστες των εμβασμάτων στο εξωτερικό, η Ελβετία, το φορολογικό πιστοποιητικό, οι έλεγχοι, οι συλλήψεις.
Η άλλη δημόσια διοίκηση εξαρτάται από μας. Εμείς είμαστε σε πολύ μεγάλο βαθμό η δημόσια διοίκηση. Κάποιοι από μας. Μια διοίκηση έξυπνη, φιλική, φιλοαναπτυξιακή.
Μια τοπική αυτοδιοίκηση που δεν ενεργεί ως βραχίονας του κράτους, αλλά ως εκφραστής της τοπικής κοινωνίας των πολιτών και κυρίως ένα σύγχρονο λειτουργικό κοινωνικό κράτος που καλύπτει με λιγότερες αλλά καλύτερα στοχευμένες δαπάνες πολύ περισσότερες ανάγκες προς όφελος των πραγματικά αδύναμων.
Δεν νοείται ο κοινωνικός προϋπολογισμός στην Ελλάδα να είναι πολύ μεγαλύτερος από τον σουηδικό και το αποτέλεσμά του να είναι τραγικά μικρότερο. Άρα οι στόχοι είναι εφικτοί.
Χρειαζόμαστε συνεπώς, φίλες και φίλοι, ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης αλλά ποιος ακούει αυτή την στερεότυπη, την ξύλινη πια έκφραση; Ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης βασισμένο στην εθνική ανταγωνιστικότητα. Η κρίση αποδεικνύεται όταν μετατρέπεται σε κρίση των λέξεων και των εννοιών, όταν ο πολίτης θεωρεί ότι χρησιμοποιώντας καίριες λέξεις δεν του λες τίποτα. Και έτσι έχει δυστυχώς καταντήσει και η λέξη «ανάπτυξη» και η λέξη «ανταγωνιστικότητα».
Και εδώ υπάρχουν αυτοί που διαλέγουν με ευκολία δημαγωγικά, προκλητικά τον εύκολο ρόλο. Είναι οι εκπρόσωποι της ανάπτυξης λες και εμείς είμαστε οι εκπρόσωποι της ύφεσης, μετατρέπουν το αυτονόητο και το προφανές σε ανακάλυψη της Αμερικής.
Η μετάβαση όμως από την ρητορία της ανάπτυξης στην πράξη είναι πάρα πολύ δύσκολη, φίλες και φίλοι. Γιατί πρώτη προϋπόθεση της ανάπτυξης είναι η ρευστότητα και πρώτη προϋπόθεση της ρευστότητας είναι η ύπαρξη ενός σταθερού, υγιούς, βιώσιμου, επανακεφαλαιοποιημένου τραπεζικού συστήματος.
Γιατί το νέο πρόγραμμα στήριξης της ελληνικής οικονομίας είναι πολύ σημαντικό; Και πού διαφέρει από το πρώτο πρόγραμμα τώρα που όλοι γίναμε σοφότεροι και εμείς και οι εταίροι μας;
§ Πρώτον, έχουμε την δραστική μείωση και αναδιάρθρωση του χρέους.
§ Δεύτερον, έχουμε την επιβεβαιωμένη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους.
§ Τρίτον, έχουμε ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης συντριπτικά μικρότερο, άρα έχουμε πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες να παράγουμε πρωτογενή πλεονάσματα, ακόμα και δημοσιονομικά πλεονάσματα, γιατί ως τότε προσθέτουμε χρέος στο χρέος.
§ Επιπλέον αυτού, όμως, έχουμε τη διαβεβαίωση για πρώτη φορά ότι οι εταίροι μας θα μας στηρίξουν έως ότου βγούμε στις αγορές.
Άρα, δεν έχουμε ένα πρόγραμμα μέχρι το 2015. Τώρα πια με την νέα απόφαση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου μέχρι τις αρχές του 2016, αλλά έχουμε μια αποφασισμένη και δεδομένη στήριξη έως ότου βγούμε στις αγορές.
Και επιπλέον έχουμε επανακεφαλαίωση και εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος και έχουμε άλλες προϋποθέσεις για την αποκατάσταση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία.
Διαμορφώνονται, λοιπόν, μετά από την προχθεσινή έκβαση οι πραγματικές προϋποθέσεις επανόδου σε τροχιά ανάπτυξης. Έτσι η Ελλάδα δεν είναι απλά και μόνο ένα ασφαλές και σταθερό μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά είναι και μια χώρα που μπορεί να ανακτήσει την οικονομική της και αναπτυξιακή της αυτοπεποίθηση.
Η βιωσιμότητα της χώρας είναι προϋπόθεση για την βιωσιμότητα του χρέους. Και το αντίστροφο βεβαίως. Αλλά, σας διαβεβαιώ, η βιωσιμότητα της χώρας, η πολιτική, η πολιτιστική, η εθνική, είναι προϋπόθεση για την βιωσιμότητα του χρέους. Και έτσι η Ελλάδα μπορεί να γίνει μια πραγματικά φιλοεπενδυτική χώρα.
Χρειαζόμαστε όμως χρήσεις γης, χωροταξικό σχεδιασμό, εύκολη διοικητική αδειοδότηση, γρήγορο και δίκαιο δικαστικό έλεγχο, πράγματα που δεν είναι δεδομένα και αυτονόητα. Και αυτά ανακόπτουν την ανάπτυξη, αυτά είναι τα πραγματικά εμπόδια στην εθνική ανταγωνιστικότητα.
Από εκεί και πέρα το ζήτημα δεν είναι να μιλάς για τα προνομιακά πεδία ανάπτυξης για τα οποία μιλάνε όλοι με ευκολία επί χρόνια. Ποιος έχει αντίρρηση για την αναζωπύρωση της πρωτογενούς παραγωγής; Για μια νέα βιομηχανία τροφίμων; Για επώνυμα προϊόντα ποιότητας; Για ανάπτυξη ακινήτων; Για άλλες μορφές τουρισμού; Για την πλήρη ενίσχυση της ναυτιλίας; Για την ενίσχυση του διανοητικού κεφαλαίου μέσα από την έρευνα, την τεχνολογία και την καινοτομία; Για μεγάλες επενδύσεις στην ενέργεια και ιδίως στις ανανεώσιμες πηγές;
Το ζήτημα είναι άλλο. Είναι να διαμορφώσεις πολιτικές, νομοθετικές, δικαστικές προϋποθέσεις για να γίνουν αυτά πράξη. Μπορούμε. Αυτό που έγινε με το PSI και την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους, δείχνει ότι γίνεται, ότι μπορούμε να το κάνουμε και θα το κάνουμε.
Έτσι μπορούμε να διαμορφώσουμε περιφερειακές αναπτυξιακές ταυτότητες με τους ίδιους τους πόρους του EΣΠΑ. Έτσι μπορούμε να προσελκύσουμε άμεσες ξένες επενδύσεις. Και να μετατρέψουμε το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων σε πρόγραμμα επενδύσεων και μείωσης της ανεργίας. Και οι τράπεζες, το χαρτοφυλάκιο των οποίων περιέρχεται στον έλεγχο του Δημοσίου μέσω των κοινών μετοχών, είναι μοχλός ανάπτυξης και κοινωνικής αλληλεγγύης μέσα από τον διακανονισμό των δανείων γιατί ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος και είναι κοινό συμφέρον να τακτοποιείς αυτές τις εκκρεμότητες με τον καλύτερο τρόπο.
Άρα, πρέπει να μετατρέψουμε το νέο πρόγραμμα στήριξης που θεωρούμε ότι είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό και είναι προϊόν επιλογής και επιβολής εκ μέρους των εταίρων μας.
Πρέπει να μετατρέψουμε το νέο πρόγραμμα στήριξης σε ένα ολοκληρωμένο και ενδογενές εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης. Όσοι ζουν στην πλάνη της επαναδιαπραγμάτευσης νομίζω ότι είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα και είδα με χαρά να εγκαταλείπεται αυτή η θεωρία της επαναδιαπραγμάτευσης. Το ζήτημα δεν είναι η επαναδιαπραγμάτευση, είναι η διαρκής διαπραγμάτευση και επεξεργασία αυτού του ολοκληρωμένου εθνικού ενδογενούς σχεδίου ανασυγκρότησης.
Γιατί, φίλες και φίλοι, ας πούμε την αλήθεια. Δημοσιονομική προσαρμογή χρειαζόμασταν επειγόντως. Αλλιώς δεν υπήρχε εθνικό μέλλον, λέγαμε ψέματα στα παιδιά μας. Τρώγαμε το μέλλον τους.
Εάν η επιλογή ήταν δική μας η δημοσιονομική προσαρμογή θα γινόταν με πιο ήπιο τρόπο σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Αυτό θα ήταν και πολύ πιο σωστό από αναπτυξιακής πλευράς.
Η σωρευτική πολυετής ύφεση που άρχισε το 2008 θα είχε ανακοπεί, δεν θα είχε πολλαπλασιαστεί. Όμως δυστυχώς όταν σου καλύπτουν με δανεικά τις ταμειακές σου ανάγκες, δεν μπορείς να διαμορφώσεις μόνος σου το σχέδιο της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Ιδίως όταν η αναδιάρθρωση του χρέους καθυστέρησε δυόμισι χρόνια, ενώ έπρεπε οι εταίροι μας με την υποτιθέμενη τεχνογνωσία τους να έχουν αντιληφθεί από το 2009–2010 ότι αυτή ήταν η μόνη λύση.
Άρα, η δημοσιονομική προσαρμογή είναι απολύτως αναγκαία γιατί αλλιώς δεν υπάρχει η αναπτυξιακή προοπτική και βέβαια τώρα που έχουμε διαμορφώσει τις προϋποθέσεις πρέπει να δούμε πώς θα χρησιμοποιήσουμε τον άλλο πυλώνα των διαρθρωτικών αλλαγών χωρίς ενοχές, χωρίς αμφιθυμίες προκειμένου να ενισχύσουμε την Ελλάδα της παραγωγής, την Ελλάδα της ανάπτυξης, την Ελλάδα της πραγματικής οικονομίας. Αλλιώς θα μείνουμε αιχμάλωτοι καταστάσεων που σε μεγάλο βαθμό έχουμε συνδιαμορφώσει και οι οποίες με μαθηματική ακρίβεια θα μας οδηγήσουν ξανά σε κρίση. Και αυτό δεν μπορούμε να το κάνουμε στη χώρα μας, στο έθνος μας, στην παράταξή μας.
Υπάρχει ζωή και κατά τη διάρκεια του προγράμματος και μετά από αυτό. Αρκεί να έχουμε την αναγκαία εθνική ενότητα, την αναγκαία κοινωνική αλληλεγγύη και δικαιοσύνη, την αναγκαία πολιτική συναίνεση.
Από ποιον εξαρτάται αυτό; Σε μεγάλο βαθμό από εμάς. Από το νέο ΠΑΣΟΚ, από το ΠΑΣΟΚ της νέας ιστορικής φάσης. Γιατί το νέο ΠΑΣΟΚ είναι πάντα το ίδιο ΠΑΣΟΚ, είναι το ΠΑΣΟΚ που ανανεώνεται αλλά που σέβεται τον εαυτό του και τη σχέση με τον πολίτη. Ένα ΠΑΣΟΚ συντηρητικό, καθηλωμένο στο παρελθόν που κινείται με βάση παραδοχές και αντιλήψεις άλλων δεκαετιών, είναι ένα ΠΑΣΟΚ που προδίδει και τον εαυτό του και τον ιδρυτή του, τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Τώρα που φτάσαμε στο τέλος της μεταπολιτευτικής αμεριμνησίας και μάλιστα με πολύ σκληρό τρόπο, πρέπει να μετατρέψουμε και το ΠΑΣΟΚ από ένα κόμμα του δημόσιου τομέα σε ένα κατά κυριολεξία κίνημα της κοινωνίας των πολιτών. Τώρα πρέπει να μετατρέψουμε ξανά το ΠΑΣΟΚ σε ένα γνήσια λαϊκό και πατριωτικό κίνημα.
Λαϊκό, φίλες και φίλοι, είναι το κίνημα που λέει στο λαό την αλήθεια και αγωνίζεται για τα πραγματικά συμφέροντα του λαού. Πατριωτικό είναι το κίνημα που ξέρει να βάλει πλάτη για να σωθεί η πατρίδα. Που διαχειρίζεται κρίσεις και αναλαμβάνει ευθύνες.
Πήραμε δύσκολες και δυσάρεστες αποφάσεις. Είπα στο προηγούμενο Εθνικό Συμβούλιο ότι πικράναμε το λαό για να προστατέψουμε το έθνος, αλλά δεν χάσαμε τη ψυχή μας. Κρατάμε τη δύναμη της ψυχής της μεγάλης δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης.
Το ΠΑΣΟΚ ήταν, είναι και θα είναι ο εκφραστής της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης, της κεντροαριστεράς. Στη δική μας παράδοση ανήκει η μνήμη του Χαρίλαου Τρικούπη, του Ελευθέριου Βενιζέλου, του Νικόλαου Πλαστήρα, του Γεωργίου Παπανδρέου, του Ανδρέα Παπανδρέου.
Θέλουμε ένα ΠΑΣΟΚ ανοικτό, συλλογικό, αποκεντρωμένο, ανανεωμένο, θεσμικό. Ένα ΠΑΣΟΚ -ακούστε με έχει σημασία, γιατί έχουμε μια μικρή απόσταση από αυτά- ένα ΠΑΣΟΚ που σέβεται τη Δημοκρατία, τη διαφάνεια, την αξιοκρατία, το κράτος δικαίου στο εσωτερικό του. Γιατί αυτό είναι προϋπόθεση για να τα σέβεται όλα αυτά και στο επίπεδο του κράτους και της κοινωνίας.
Χρειαζόμαστε, φίλες και φίλοι, ενότητα, συσπείρωση, συστράτευση, ανανέωση και απευθύνω πρόσκληση συστράτευσης σε όλους αυτούς που θα έπρεπε να είναι σήμερα εδώ μαζί μας και που θα είναι μαζί μας.
Κυρίως, όμως, χρειαζόμαστε μια νέα κοινωνική συμμαχία. Με τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους, τους βιοτέχνες, τους επιχειρηματίες, τους νέους επιστήμονες και φοιτητές, τους αγρότες, τους ανέργους στο όνομα των οποίων δεν μιλά κανείς στις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Ναι, θα κάνουμε και πρέπει να κάνουμε τη νέα κοινωνική συμμαχία με αυτούς που κουβαλούν στην πλάτη τους όλη αυτή την κρίση, με αυτούς που πικράναμε, με αυτούς που είδαν να μειώνονται οι ήδη μικρές αποδοχές τους ή οι μεσαίες συντάξεις τους. Αλλά αυτή η προσπάθεια υπερβαίνει τη συγκυρία και τελικά διαφυλάσσει εισοδήματα, περιουσίες, προοπτικές.
Η αποστολή μας είναι πολύ δύσκολη γιατί η αποστολή μας ούτε λίγο ούτε πολύ είναι να ξαναφτιάξουμε την Ελλάδα και να ξαναγράψουμε τους όρους λειτουργίας της χώρας. Άρα το ΠΑΣΟΚ ήταν και είναι ένα κόμμα, ένα κίνημα πολιτικής και κοινωνικής ευθύνης και όχι απλής διαχείρισης της εξουσίας.
Έτσι θα επαναθεμελιώσουμε και την ευρωπαϊκή και τη σοσιαλιστική μας ταυτότητα με ιστορική μνήμη και ευαισθησία και με προγραμματικό λόγο επί του συγκεκριμένου. Και συγκεκριμένο σημαίνει να μπορούμε να δώσουμε ευθεία απάντηση στο ερώτημα πώς θα κυβερνηθεί ο τόπος μετά τις εκλογές.
Και η απάντηση είναι αυτή που καλείται να δώσει ο ελληνικός λαός που έχει τον έλεγχο της μοίρας του. Ο τόπος θα κυβερνηθεί όπως θα αποφασίσει και όπως πει ο ελληνικός λαός. Οι εκλογές είναι στρατηγικού χαρακτήρα. Κρίνουν το μέλλον της δεκαετίας, κρίνουν την ταυτότητα του έθνους.
Βεβαίως όταν η πατρίδα είναι σε κρίση χρειάζονται συναινέσεις αλλά οι συναινέσεις δεν είναι ουδέτερες και κενές, δεν είναι λευκές επιταγές. Πώς διαχωρίζονται πλέον οι πολιτικές δυνάμεις; Μήπως με βάση την επίσημη θέση τους στο φάσμα το ιδεολογικό ή το κοινοβουλευτικό;
Θα έλεγα ότι αυτό είναι πια ανακριβές σε πολύ μεγάλο βαθμό. Πρέπει να διαχωρίσουμε εμείς τη θέση μας. Πρώτον, από τον καταστροφικό και επικίνδυνο δεξιό λαϊκισμό. Δεύτερον, από τον εξίσου επικίνδυνο αριστερόστροφο τυχοδιωκτισμό και από τους εκφραστές της συμπαθητικής υπεκφυγής που θέλουν να τα έχουν καλά με όλους, που λένε «ναι στο ευρώ, όχι στο πρόγραμμα».
Το μέτωπό μας είναι ανοιχτό με τον εθνικό κίνδυνο του λαϊκισμού και της δημαγωγίας. Και μας έχει διδάξει πολλά και η εμπειρία της λειτουργίας της κυβέρνησης Λουκά Παπαδήμου.
Στόχος μας είναι η νίκη, στόχος είναι το ΠΑΣΟΚ πρώτο κόμμα. Ανατροπή των δημοσκοπήσεων. Όλες οι πολιτικές δυνάμεις τίθενται αντιμέτωπες με τις ευθύνες που αντιστοιχούν στο μέγεθος της επιρροής που διεκδικούν. Αλλά που απλώς διεκδικούν.
Τώρα αρχίζει η μάχη φίλες και φίλοι. Αρχίζουμε σήμερα ξανά. Ξαναγράφουμε τους όρους της σχέσης μας με τον ελληνικό λαό. Με αλήθεια και ειλικρίνεια. Επικαλούμενοι τον εθνικό μας ποιητή, τον Διονύσιο Σολωμό: «Εθνικό είναι το αληθές».
Η μεγάλη δημοκρατική παράταξη απέδειξε όλες τις κρίσιμες στιγμές ότι υπάρχει χάριν της πατρίδας. Η πατρίδα δεν είναι ένα πουκάμισο αδειανό, μια Ελένη. Είναι το σπίτι μας, η προοπτική μας, η ψυχή μας. Θα την κερδίσουμε γιατί ανήκει σε όλους τους Έλληνες και σε όλες τις Ελληνίδες.
Γεια σας. Και με τη νίκη!
Αρχίζουμε μια προσπάθεια που πρέπει να αγκαλιάσει όλη τη χώρα, όλο τον ελληνικό λαό, όλες τις δυνάμεις που μετέχουν στη νέα μεγάλη κοινωνική συμμαχία. Η δημοκρατική προοδευτική παράταξη ενωμένη, ανανεωμένη, δυνατή ξεκινάει σήμερα για τη νίκη. Τίποτα λιγότερο.
Γεια σας. -
ΣΤΟ ΓΟΥΔΙ
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο γιαούρτι τελικά ήταν ληγμένο η όχι
ΑπάντησηΔιαγραφήΣΤΟ ΚΙΛΚΙΣ ΨΗΦΙΖΟΥΜΕ ΠΑΠΟΥΤΣΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΒΟΔΙ
ΑπάντησηΔιαγραφή