Του Φώτη Μισόπουλου
........ούτε να βουίζουν οι μύγες, ούτε να γίνεται χίλια κομμάτια τούτη η στιγμή που δεν περνά, που μοναχά καίει και δεν περνά
ΟΚΤΑΒΙΟ ΠΑΣ[1]
1
......κάτι μου κλέβουν οι μέρες
Κάτι μου αφαιρούν οι νύχτες Ο χρόνος Με μαδάει φύλλο φύλλο Ολοένα πιο πολλοί μαζεύονται στην πόρτα Φτύνουν στα σκαλιά Με ληστεύουν απ' του φίλους Ένοικοι της ματαιότητας Η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα Ταραγμένοι καιροί Σκιές απ' το παρελθόν
Εμφανίστηκαν στους δρόμους Το μεσημέρι ξεδιπλώνει το διάφανο κορμί του δεμένο στην πέτρα Το φως Με χτυπάει με τα μεγάλα αόρατα σφυριά του Είμαι η παύση ανάμεσα σ' ένα παλμό και στον άλλο Το ζωτικό σημείο που διχοτομούνται τα βλέμματα όταν αγνοούνται μεταξύ τους και συναντώνται μέσα μου Είναι μεσάνυχτα Η βροχή δέρνει τα τζάμια Είμαι μερωμένος Όλα κοιμούνται Ωστόσο σηκώνομαι
Πηγαίνω στο γραφείο μου Δε νυστάζω Η λάμπα φωτίζει με σταθερό τρόπο Την έσιαξα Θα κρατήσει ως τα χαράματα Ακούω τα μεγάλα πουλιά
Πολεμικές κραυγές! Άλλοτε άκουγα ατάραχος Ο γιος μου κοιμάται Ας κοιμάται
Θα έρθει νύχτα Που κι αυτός μη μπορώντας να κοιμηθεί θα κάθεται στο τραπέζι του γραφείου του Εγώ θα είμαι ξεχασμένος Το χιόνι θα με προστατέψει τελικά Χτίζοντας ένα μαντρί με άλογα σανό και λήθη Έζησα πεντακόσια χρόνια Πεντακόσιους έρωτες Πεντακόσια φιλιά
Καιρός να βάλω το αυτί μου στο χώμα Να ενδώσω Κάποιοι ευφάνταστοι είδαν και τον τυφλό ραψωδό Εξακολουθούσε ενοχλητικά να υμνεί την Τροία Εμείς σερνόμαστε συντριμμένοι απ' το μεγαλείο όσων δεν πράξαμε
Τ' άστρα φώτιζαν το ακατανόητο του κόσμου Καθαρά κενό το πεδίο της μάχης Μέσα απ' το σώμα μου το άλλο μου σώμα Ο ήλιος Μου βγάζει τα μάτια
Η αναφορά που κάνω θα είναι μεγάλη Ίσως και να μην τελειώσω Με λένε κάπως Το μικρό όνομα κάπως Δεν πρέπει ν' αμφιβάλλω γι' αυτό
Πιστεύω πως βρίσκομαι στο κατώφλι της αληθινής ζωής Τον λένε κι αυτόν κάπως όπως εμένα Αυτό δεν μπορεί να φέρει σύγχυση
2
ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙΣ Θα περάσεις κι εσύ Να δώσω κουράγιο στον εαυτό μου όπως όταν τα καράβια συγκολλούν δακρυσμένα τα ονόματά τους
Σφίγγοντας τα δόντια Δεν μπορεί εσαεί νάχω αυτό το άγχος και τότε την ώρα που πέφτει ο ήλιος αφομοιωμένος σε άλλο σάλιο σε άλλο όνομα
άλλα χέρια κι απελπισία να βγαίνεις χωρίς ήχο απ' το νερό Τέρας πολυπλόκαμο μ' όλη τη μαγγανεία σου στα μάτια Κι ο αδελφός μου πέθανε στο νοσοκομείο Μόλις ξεψύχησε μάλιστα του βάλανε μπροστά ένα παραβάν Για να μην ξεχάσω Τα κυπαρίσσια αντίκρυ Σιωπηλά Κάνουν νοήματα στους επιλήσμονες Ακόμα και οι εποχές Γερνάνε Θυμάσαι τον αντεροβγάλτη του καναπέ; Ήρθε καιρός να ξεκοιλιάσει κι εμένα μια αστόχαστη λέξη
Σταμάτα- του λέω- καιρός ν' ακούσεις τις ιστορίες απ' το βάθος των ρολογιών
Ας σκεπάσουμε τους καθρέφτες Τα παιδικά φαντάσματα μας εγκατέλειψαν Να πάρουμε τη θέση τους βιαστικά
Παραμονεύουν όσοι τους ξεχάσαμε όντας κάτι ανάμεσα σε σύννεφο πουλί ή γυναίκα Να ξορκίσεις το ψηλαφητό μέχρι τη σάρκωσή του Το τέλος ή την αρχή
Θυμάμαι τη μέρα που πήρα εντολή να καταπιαστώ με κείνον Το απρόφερτο Ήταν μια Κυριακή καλοκαιριού Καθόμουν στο περιβόλι Στην ψάθινη πολυθρόνα Ελεεινολογούσα τη σημασία που δίνουν - Η δουλειά και το παιχνίδι Κυριακή- δεν ήταν αξιοκατάκριτο Κατά την γνώμη μου [παύση]
Και μ' όλ' αυτά προσπαθούν να μας πείσουν για κάτι Που δεν ξέρουν και οι ίδιοι Αλλά τους πνίγει το σκοτάδι Μένει λίγο φώσφορο στη θέση τους
Και περιμένουν να επιτεθούν στον ύπνο σου Ξύπνησα μέσα στη νύχτα ηττημένος Πρέπει να βρω απάντηση αλλοιώς είναι σαν να μην έζησα η απειλή είναι άγνωστη όπως αυτοί που μας ταπείνωσαν ένοικοι της ματαιότητας και θα μας διώξουν σε λίγο Ένας πόνος που προχωράει κι ανοίγει δρόμο ανάμεσα σε σπλάχνα και κόκαλα που αντιστέκονται ή σαν διαμαντένιο ποτάμι που τρώει το βράχο Κατακλυσμός αγαλμάτων Λευκότατων ναών
Έτσι έζησα τις τελευταίες μου στιγμές Της γαλήνης και της ευτυχίας
3
Όλα θα φαγωθούνε Δάση Σπίτια Μισοφωτισμένα Πόρνοι και κέρατα Φύλλα που είπαν ο,τι είχαν να πουν και τώρα βρωμάνε κοπριά Σπλάχνα στον ήλιο Θα γίνουν όλα τέφρα και σιωπή Αλλά και ποιος δεν έκλεισε μια πόρτα χωρίς να προφτάσει ν' ακούσει την απάντηση;
Ή ποιος μπορεί ν' αποδείξει ότι είναι αθώος;
Κι αγάπησα με πάθος αυτά που δε γνώρισα ποτέ Τι ήταν; Σαν το πουλί που ανεβαίνει Τον κεραυνό που κατεβαίνει- Φτεροκόπημα Ράμφος που σκίζει κι ανοίγει τον καρπό Το ξέκομμα απ' το σώμα ενός άστρου
Κάποιος μπήκε στον κήπο και προχώρησε ζωηρά κατά μένα Τον γνώριζα καλά
Καλέ γερόντοι -είπα- Πάρτε μου την ελπίδα κι άστε μου ένα μάτι τουλάχιστο Να δακρύζει Όταν μιλούν για μένα Η κόλαση μας χωράει όλους
Τέλος τη νύχτα έρχεται και κάθεται πάνω στο στήθος φριχτή υποψία Τότε τι κάνεις; Τακτοποιούσα το ανάστατο παρελθόν μου Βέβαιος ότι μου έκλεψαν το άπειρο Που φυσικά δεν μου χρησίμευε σε τίποτε Κι όμως με βοηθούσε να ζώ - γιατί κάθε στιγμή συμβαίνει το απερίγραπτο και δεν το μαθαίνουμε ποτέ Και μόνο οι νεκροί κοιμούνται του καλού καιρού Γιατί το έμαθαν
Ατέρμονη φυγή σ' έναν ουρανό από κάτοπτρα που σε πολλαπλασιάζουν και σε γυρίζουν αμέτρητο κι ανώνυμο στον ήχο του σύμπαντος
Μα αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν γείτονας μου Γνωριζόμαστε από αλισβερίσια Είχε έρθει να μου χαλάσει την ησυχία μου Ήμουν λοιπόν αποφασισμένος να τον δεχτώ κρύα Αν ήθελε να με δει και να μου μιλήσει δεν είχε παρά να χτυπήσει το κουδούνι του σπιτιού Είχε το όνομά μου
ΤΕΛΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΦΩΤΟ
[1]
ΑΝΑΦ.: ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ, 21 ΕΦΙΑΛΤΕΣ ποιήματα, ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 1974 ///// ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα, ΚΕΔΡΟΣ 1991 ///// ΟΚΤΑΒΙΟ ΠΑΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, μτφρ.-εισαγ. Μάγια Μαρία Ρούσου, ΗΡΙΔΑΝΟΣ 1986 ///// ΣΑΜΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ, ΜΟΛΛΌΥ, Β&ΛΙΛΙΚΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΔΩΡΙΚΟΣ 1970
https://cycladic.gr/wp-content/uploads/2024/03/PPTkiu1467635582-1271x1536.jpg
https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU

.jpg)
.png)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.