Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

Αναζητώντας το Άγιο Ποτήριο Παράδοση, Πλάνη και Επιστροφή

Υπογράφει ο Πρεσβύτερος Παναγιώτης Μποζάνης
Εφημέριος Κορωνούδας και Σεβαστού, MSc Θεολογίας
Σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου είναι να γίνει μέτοχος της ζωής του Θεού, να αποκτήσει κοινωνία με τον Θεό, να γίνει δηλαδή Θεός κατά χάριν. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος καθορίζει μέσα σε λίγες λέξεις τις δυνατότητες του ανθρώπου και το πλαίσιο μέσα στο οποίο είναι καλεσμένος - ο άνθρωπος - να κινηθεί, λέγοντας ότι ο άνθρωπος είναι «θεόθεν εἰς θεόν ἐρχόμενος[1]», δηλαδή «από τον Θεό ερχόμενος, προς τον Θεό πορευόμενος».

Ωστόσο, η πορεία του ανθρώπου προς αυτήν την ένωση δεν γίνεται αναγκαστικά. Προϋποθέτει την ελευθερία και την αποδοχή της κλήσης του Θεού από την πλευρά του ανθρώπου. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική η εικόνα της Αποκάλυψης που περιγράφει αυτή την κλήση: «Ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτόν καὶ δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ’ ἐμοῦ[2]». Ο Χριστός πλησιάζει τον άνθρωπο όχι με εξουσία, αλλά με αγάπη και πρόσκληση. Περιμένει ελεύθερη ανταπόκριση. Εισέρχεται μόνο όπου Τον δέχονται και προσφέρει πλήρη ένωση και ζωή αιώνια.

Η ένωση αυτή πραγματοποιείται στη Θεία Λειτουργία και συγκεκριμένα στη μετοχή μας στο Μυστήριο της Θείας Κοινωνίας, όπου ο πιστός γίνεται σύσσωμος και σύναιμος Χριστού. Όμως η ένωση αυτή δεν συντελείται «μαγικῷ τῷ τρόπῳ». Προϋποθέτει τη δεκτικότητα του πιστού, η οποία εκφράζεται με την άσκηση των αρετών και τη διαρκή μετάνοιά του. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Άγιος Παΐσιος, εάν η Θεία Κοινωνία αγίαζε ανεξαιρέτως τους πάντες, τότε οι ιερείς, οι οποίοι καταλύουν ολόκληρο το Ποτήριο, θα είχαν φτάσει σε κατάσταση θεώσεως.[3].

Το πόσο απαραίτητη και ζωτικής σημασίας για τη σωτηρία του πιστού είναι η μετοχή του στη Θεία Κοινωνία αποδεικνύεται από τον ίδιο τον σκοπό τέλεσης της Θείας Λειτουργίας, που είναι: «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε». Η πρόσκληση αυτή δεν απευθύνεται σε όσους προσέρχονται «ἥκει καὶ ὡς ἔτυχεν», δηλαδή απροετοίμαστα, αλλά προϋποθέτει την ευλογία του πνευματικού και την απουσία επιτιμίου ή κανονικού κωλύματος. Η αδικαιολόγητη αποχή από τη Θεία Κοινωνία αποτελεί σοβαρή παράλειψη στην πνευματική ζωή. Γι’ αυτό οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας προβλέπουν κυρώσεις για όσους προσέρχονται στη Θεία Λειτουργία και δεν παραμένουν έως τη Θεία Κοινωνία ή δεν κοινωνούν. Χαρακτηριστικοί είναι επ’ αυτού ο Β΄ Κανόνας της Συνόδου της Αντιόχειας (341 μ.Χ.): «Όλοι όσοι εισέρχονται στην Εκκλησία και ακούν τις Ιερές Γραφές, αλλά δεν συμμετέχουν στην κοινή προσευχή με τον λαό ή αποστρέφονται τη Θεία Μετάληψη του Μυστηρίου, να αποβάλλονται, διότι προκαλούν ταραχή στην Εκκλησία[4]» και ο Β΄ Κανόνας των Αγίων Αποστόλων: «Εάν κάποιος κληρικός ή λαϊκός δεν δεχτεί να μεταλάβει την Αγία Κοινωνία, όταν αυτή προσφέρεται, με κάποια πρόφαση, και δεν κοινωνεί, να αφορίζεται. Αν επιμείνει σε αυτή τη στάση, να αφορίζεται ως ταραχοποιός της Εκκλησίας[5]».

Η Θεία Κοινωνία δεν προϋποθέτει την πλήρη αναμαρτησία, καθώς άλλωστε προσφέρεται «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». Κανένας άνθρωπος δεν είναι απολύτως αναμάρτητος, αλλά κοινωνεί για να λάβει την θεία χάρη και να μετέχει στην εν Χριστώ. Η συχνή προσέλευση στη Θεία Κοινωνία επιβεβαιώνεται και από τον Άγιο Ιουστίνο τον Φιλόσοφο και Μάρτυρα, ο οποίος αναφέρει ότι όλοι οι πιστοί, από τις πόλεις και τους αγρούς, συγκεντρώνονται την Κυριακή και μετέχουν στη Θεία Ευχαριστία. Μάλιστα, σε όσους δεν παρίστανται, η Θεία Κοινωνία μεταφέρεται μέσω των διακόνων[6]. Λίγους αιώνες αργότερα, ο Μέγας Βασίλειος επιβεβαιώνει και ενισχύει τη θεολογική σημασία της συχνής μετοχής, γράφοντας: «Είναι καλό και ωφέλιμο να κοινωνεί κάποιος καθημερινά και να μεταλαμβάνει το άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού... Εμείς πάντως κοινωνούμε τέσσερις φορές την εβδομάδα, την Κυριακή, την Τετάρτη, την Παρασκευή και το Σάββατο, αλλά και άλλες ημέρες, εφόσον υπάρχει μνήμη Αγίου[7]».

Είναι γνωστό ότι Θεία Λειτουργία δεν τελείται κατά τις καθημερινές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, δηλαδή από Δευτέρα έως και Παρασκευή, λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της περιόδου, ο οποίος αντιτίθεται στον αναστάσιμο και θριαμβευτικό χαρακτήρα της Λειτουργίας. Για τον λόγο αυτό θεσπίστηκε, ήδη από τα πρώτα χρόνια, η Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων, προκειμένου οι πιστοί να μπορούν να κοινωνούν τακτικά και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

Τίθεται λοιπόν ένα καίριο και εύλογο ερώτημα: Αφού η παράδοση, η θεολογία των Πατέρων και οι Ιεροί Κανόνες προβλέπουν την τακτική – ακόμη και την καθημερινή – προσέλευση στη Θεία Κοινωνία, γιατί υπάρχει τόσο αραιή συμμετοχή; Ποιες είναι οι αιτίες που οδήγησαν σε αυτή την πρακτική, η οποία συχνά περιορίζεται σε δύο ή τρεις φορές τον χρόνο;

Η πρώτη αιτία εντοπίζεται στη μαζική είσοδο στον Χριστιανισμό κατά την εποχή που η θρησκεία απέκτησε νομική ισχύ και καθιερώθηκε ως επίσημη του Ρωμαϊκού Κράτους. Ενώ μέχρι τότε οι κατηχούμενοι διδάσκονταν επί τριετία εκτενώς τα της πίστεως, η Εκκλησία αναγκάστηκε, λόγω έλλειψης επαρκών διδασκάλων, να συντομεύσει τον χρόνο προετοιμασίας. Έτσι εντάχθηκαν στην εκκλησία άνθρωποι χωρίς επαρκή κατήχηση και εσωτερική πνευματική μεταστροφή, διατηρώντας παράλληλα και τις προηγούμενες τους παγανιστικές αντιλήψεις. Έτσι, η Θεία Λειτουργία άρχισε να βιώνεται περισσότερο ως τελετουργική παρακολούθηση και λιγότερο ως ουσιαστική συμμετοχή στο Μυστήριο.

Παράλληλα αναπτύχθηκε μια φοβική και δεισιδαιμονική αντίληψη περί Θείας Κοινωνίας, σύμφωνα με την οποία η αναξιότητα του πιστού «βεβηλώνει» το Μυστήριο. Έτσι, επικράτησε η άποψη ότι η Θεία Μετάληψη απαιτεί αυστηρή νηστεία και εξομολόγηση, ακόμη κι αν δεν έχει προηγηθεί σοβαρό αμάρτημα. Η Εκκλησία αντέδρασε ήδη από τους πρώτους αιώνες. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει: «Το Μυστήριο τούτο δεν τελείται για να το βλέπουμε, αλλά για να το κοινωνούμε· αυτός είναι ο σκοπός της Θυσίας[8]». Ο Μέγας Αθανάσιος υπογραμμίζει: «Η συχνή Θεία Κοινωνία είναι μέγιστο όπλο κατά του διαβόλου· δεν υπάρχει μεγαλύτερη φροντίδα από το να προσέρχεται κάποιος στο Άγιο Ποτήριο όσο πιο συχνά μπορεί[9]». Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής σημειώνει: «Ο φόβος του Θεού δεν είναι αποχή· είναι ετοιμότητα, κάθαρση, συντριβή. Όποιος περιμένει να γίνει “άξιος” για να κοινωνήσει, δεν θα κοινωνήσει ποτέ[10]».

Μία άλλη αιτία είναι τα δυτικά θεολογικά σχήματα τα οποία επέδρασαν καθοριστικά στον τρόπο κατήχησης και προσέγγισης του Μυστηρίου. Η Δ΄ Σύνοδος του Λατερανού (1215 μ.Χ.) της καθολικής εκκλησίας καθιέρωσε την υποχρεωτική ετήσια εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία κατά το Πάσχα[11]. Κατά την περίοδο της Λατινοκρατίας και της Ενετοκρατίας, κυρίως τον 16ο και 17ο αιώνα, οι καθολικοί ιεραπόστολοι προώθησαν τη λογική της εξομολόγησης ως προϋπόθεσης για κάθε συμμετοχή στο Μυστήριο. Κατήχηση όπως του Πέτρου Κανισίου[12], αλλά και άλλες που επηρεάστηκαν από αυτή (π.χ. του Μητροφάνη Κριτοπούλου, του Πέτρου Μογίλα και του Χρυσάνθου Νοταρά), περιόρισαν τη Θεία Κοινωνία μόνο σε εορτές και με αυστηρές προϋποθέσεις. Την ίδια εποχή στην Ελλάδα, ο Αθανάσιος Πάριος, φωτισμένος θεολόγος των Κολλυβάδων, διαπιστώνει όχι μόνο άγνοια αλλά και πνευματική αδιαφορία. Όπως παρατηρεί, ακόμη και η απλή ανάγνωση πνευματικών βιβλίων από ιερέα αντιμετωπιζόταν ειρωνικά[13].

Η πνευματική αναγέννηση που ξεκίνησε από το Άγιον Όρος τον 18ο αιώνα με το κίνημα των Κολλυβάδων και κορυφαίο εκπρόσωπο τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, ο οποίος συνέγραψε το μνημειώδες έργο «Περί Συνεχούς Μεταλήψεως[14]», αποτέλεσε τομή στην παράδοση. Ο Άγιος υποστήριξε με σθένος τη συχνή Θεία Μετάληψη, επαναφέροντας την εκκλησιαστική ζωή στις ρίζες της.Έτσι, μέσα από τις αντιδράσεις των Πατέρων και τη σύγχρονη πατερική αναγέννηση, η Εκκλησία επανατοποθετεί τη Θεία Ευχαριστία στο κέντρο της ζωής των πιστών, καλώντας σε συνειδητή και τακτική μετοχή, όχι από φόβο αλλά από αγάπη και ελπίδα σωτηρίας.

Δυστυχώς όμως με την έλευση του Βασιλέα Όθωνα στην Ελλάδα, εισήχθη εκ νέου η δυτική σχολαστική θεολογία μέσω της ίδρυσης της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1837. Παρά το γεγονός ότι η σχολή αυτή ήταν επίσημα Ορθόδοξη, υπέστη έντονη επιρροή από τις δυτικές θεολογικές παραδόσεις, τόσο τις καθολικές όσο και τις προτεσταντικές. Καθηγητές όπως ο Κωνσταντίνος Κοντογόνης, ο Μιχαήλ Αποστολίδης, ο Χαρίσιος Παπαδόπουλος και ο Παναγιώτης Τρεμπέλας είτε συνέδεαν τη Θεία Κοινωνία στενά με την εξομολόγηση, περιορίζοντας κατά συνέπεια τη συχνότητα της θείας κοινωνίας με γνώμονα το κριτήριο της «αξιότητας» του πιστού, είτε προέβαλαν τη μελέτη της Αγίας Γραφής ακολουθώντας προτεσταντικά πρότυπα. Ως αποτέλεσμα, η θεολογία στη Σχολή έγινε κυρίως ακαδημαϊκή και λογικοκρατική, απομακρυνόμενη από την παραδοσιακή μυστηριακή και εκκλησιοκεντρική της διάσταση έως και το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.Ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας σημειώνει εύστοχα ότι η δυτική αυτή νοοτροπία επηρέασε ακόμη και τη σύγχρονη Ρωσία, όπου πολλοί πιστοί εξομολογούνται λίγα λεπτά πριν τη Θεία Κοινωνία ώστε να είναι «νωπή» η άφεση[15]

Σημαντικό ορόσημο για την προσπάθεια επαναφοράς της ορθόδοξης πατερικής παράδοσης και την κριτική προς τη δυτική σχολαστική θεολογία υπήρξε η κατάθεση της διδακτορικής διατριβής του πατρός Ιωάννη Ρωμανίδη στη Θεολογική Σχολή Αθηνών το 1958, με θέμα «Το Πρόβλημα του Κακού».1[16] Η διατριβή αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, με σφοδρότερο πολέμιο τον Παναγιώτη Τρεμπέλα, ο οποίος αμφισβήτησε ριζικά τις θεολογικές θέσεις του Ρωμανίδη, ιδίως όσον αφορά την και πατερική προσέγγιση του κακού.2[17]Την ίδια περίπου περίοδο, και συγκεκριμένα το 1959, ο Γεώργιος Φλωρόφσκυ επισκέφθηκε τη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου έδωσε σειρά διαλέξεων και ομιλιών που άσκησαν καθοριστική επίδραση στη νεότερη ελληνική θεολογία. Μία από τις πιο σημαντικές ομιλίες του ήταν η παρουσίαση για τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά και την πατερική θεολογία[18]. Στη συνέχεια, θεολόγοι όπως ο Μητροπολίτης Ιωάννης Ζηζιούλας και ο Παναγιώτης Νέλλας εντρυφώντας στα πατερικά κείμενα υποστήριξαν την συχνή θεία κοινωνία

Χάρη κυρίως σε αυτούς τους θεολόγους άρχισε η συστηματική μελέτη των πατερικών κειμένων, μέσα από την οποία ανακαλύφθηκε εκ νέου η αυθεντική ορθόδοξη παράδοση. Νέοι θεολόγοι οι οποίοι στην συνέχεια χειροτονούνται ιερείς και επίσκοποι σπουδαγμένοι στις θεολογικές σχολές, κατηχούν τον λαό, τονίζοντας τη σημασία της συχνής Θείας Κοινωνίας. Ως εκ τούτου παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στις ενορίες αυξημένη συμμετοχή των πιστών στη Θεία Κοινωνία, η οποία παλαιότερα περιοριζόταν σε δύο έως τρεις φορές τον χρόνο και συνδεόταν πάντοτε με την εξομολόγηση.








[1]Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Έπη περί εαυτού ΜΕ΄ , Θρήνος περί των της αυτού ψυχής παθών , PG 37 , 1354.


[2] Ἀποκάλυψις 3:20


[3] Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης, Λόγοι Ε΄: Πάθη και Αρετές (Θεσσαλονίκη: Ιερόν Ησυχαστήριον Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, 2012), 129.


[4] Σύνοδος Αντιοχείας, Κανών Β΄.:«Πάντας τοὺς εἰσιόντας εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ τῶν ἱερῶν Γραφῶν ἀκούοντας, μὴ κοινωνοῦντας δὲ εὐχῆς ἅμα τῷ λαῷ, ἢ ἀποστρεφομένους τὴν ἁγίαν μετάληψιν τοῦ μυστηρίου, ἐκβαλλέσθω ὡς ταραττόμενος τὴν ἐκκλησίαν ».


[5] Αποστολικοί Κανόνες, Κανών Β΄· βλ. Ν. Τρεμπέλας, Σύνταγμα, τ. Α΄, 47.«Εἴ τις κληρικὸς ἢ λαϊκὸς μὴ προσδεχθείη τὴν ἁγίαν μετάληψιν, ὅταν προσφέρηται, προφάσει τινι, μήτε κοινωνῶν, ἀφοριζέσθω· ἐὰν δὲ ἐπιμένῃ, ἀφοριζέσθω ὡς ταραττῶν τὴν Ἐκκλησίαν».


[6] Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και Μάρτυρας, Πρώτη Ἀπολογία, κεφ. 67, PG 6, 429–432.:«Ἡμεῖς δὲ τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ τῆς ἑβδομάδος συναχθέντες ἀναγιγνώσκομεν τοὺς λόγους τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν προφητῶν, ὅταν δὲ ἡ ἀνάγνωσις τελευτήσῃ, προσευχόμεθα καὶ ψάλλομεν ὑπὲρ βασιλέως καὶ ὅλου τοῦ ἔθνους τῶν Χριστιανῶν, ἐπὶ δὲ τὸ πέρας τῆς προσευχῆς διανέμεται ἄρτος καὶ ποτήριον οἶνον κατὰ τὴν εὐχαριστίαν τοῖς ἐνδεδυμένοις καὶ ἅπαντες μεταλαμβάνουσιν τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, ἃ καὶ λέγομεν εἶναι τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ γεννηθέντος λόγου τοῦ Θεοῦ.»,-«οἱ δὲ διάκονοι ὀνόματι οἱ ἄρτον ἐκ τῆς εὐχαριστίας καὶ ποτήριον λαβόντες μεταφέρουσιν τοῖς ἀπώντες»,


[7] Μέγας Βασίλειος, Επιστολή 93, PG 32, 485.Καὶ καλὸν καὶ συμφέρον ἐστὶ τὸ καθ᾽ ἡμέραν κοινωνεῖν καὶ τὸ ἅγιον τοῦ Χριστοῦ σῶμα καὶ αἷμα μεταλαμβάνειν. Ἡμεῖς δὲ, ὅσον ἡμῖν δύναται, οὕτως πράττομεν, ταπεινοφρονοῦντες τὰ τῆς χάριτος χαρίσματα φρουροῦντες., Ἡμεῖς δὲ κοινωνοῦμεν τετράκις τῇ ἑβδομάδι, τῇ Κυριακῇ, τῇ Τετάρτῃ, τῇ Παρασκευῇ, καὶ τῷ Σαββάτῳ· ἔτι δὲ καὶ ἄλλας ἡμέρας, ἐὰν μνήμη ἀγίου ἔσται.


[8] Ιωάννης Χρυσόστομος, Ομιλία 3η στην Προς Εφεσίους, PG 62, 27


[9] Μέγας Αθανάσιος, Περί τοῦ Πάσχα, PG 26, 1325B.


[10] Μάξιμος ο Ομολογητής, Κεφάλαια περί αγάπης, PG 90, 964


[11]Δ΄ Σύνοδος του Λατερανού (1215 μ.Χ.), Κανών 21· βλ. Heinrich Denzinger, Enchiridion Symbolorum, §437.


[12] Πέτρος Κανίσιος, Κατήχηση. Βλ. και τις αντίστοιχες Ορθόδοξες: Μητροφάνης Κριτόπουλος (17ος αι.), Πέτρος Μογίλας (17ος αι.), Χρύσανθος Νοταράς (18ος αι.).


[13] Αθανάσιος Πάριος, Διδασκαλία Χριστιανική, έκδ. Ορθοδόξου Τύπου, Αθήνα


[14] Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, Περί συνεχούς μεταλήψεως, εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1984.


[15] Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, Ομιλία περί του μυστηρίου της μετανοίας ή εξομολογήσεως, στο: «Ευχαριστίας εξεμπλάριον», εκδ. Ευεργέτις, β΄ έκδοση, 2011, σ. 208–218.


[16] Ιωάννης Ρωμανίδης, Το πρόβλημα του κακού, Διδακτορική Διατριβή, Θεολογική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών, 1958.


[17] Παναγιώτης Τρεμπέλας, Σύγχρονα Ζητήματα Θεολογίας, Αθήνα, Εκδόσεις Ζήτρος, 1970, σσ. 123-135


[18] Georges Florovsky, «The Theology of St Gregory Palamas and Its Significance for Contemporary Orthodox Theology», διάλεξη στη Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 1959

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.

Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.

Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.