prose sur ce qui a été oublié
Το μυστήριο μας γνωρίζει κι ας μη το θυμόμαστε
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ[1]
......τη νύχτα αυτή στ' όνειρο διέσχιζα το δάσος Φρίκη σ' αλφαβητική σειρά, όλα ηττημένα Με μάτια άδεια και βλέμμα ακατοίκητο Περίπου ονειρόδασος. Τα γνωστά. Κορμί λευκό γυμνό λευκό καρφωμένο ενωμένες κνήμες σαν ραμμένες
[ΠΡΑΞΗ ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΙΑ: ......ένας άντρας συνηθίζει να διπλώνει και να ξεδιπλώνει το μαντήλι του
ΣΚΗΝΗ: .....έρημος Εκτυφλωτικός φωτισμός
ΔΡΑΣΗ: .....σπρωγμένος με δύναμη απ' τη δεξιά κουίντα, ο άνθρωπος μπαίνει με την πλάτη, στραβοπατάει, πέφτει, σηκώνεται αμέσως Ξεσκονίζεται, σκέφτεται]
Έκτοτε δέχομαι τη ζωή χωρίς αντιλογίες Έβγαλα το σακάκι και το πέταξα απ' τη γέφυρα Ύστερα έρχεται εκείνος ο δήμιος, ο επιλεγόμενος ιδιοκτήτης: ''Μη με βασανίζετε άλλο, Ναστάσια Φιλίπποβνα, της λέω, είναι αργά- πρέπει να γυρίσετε σπίτι.......''
Ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων και τα ζώα: Πέτρα: απ' το κρύο καμωμένα Αφήνοντας τη συστάδα των πεύκων, κινήθηκε το φως της καταπάνω μου Ο κρότος είναι του ονείρου Ο,τι βλέπω, το βλέπω .....Κάποιο παιδί με πανοπλία θώρακα και προσωπίδα Στο χέρι το κοντάρι- λάμπει η αιχμή Eπιτέλους αληθινό καταφύγιο προς το οποίο κινούμαι με τόσα λάθη, κι ο χρόνος λησμονημένος Ολόγυρα άπειρο Γη και ουρανός- δεν ακούγεται τίποτα ούτε σαλεύει Πρόσωπο γκρίζο αμυδρό σκορπισμένο Θα κινείται στην άμμο ή κάπου ψηλά, θα πούνε
[Σφύριγμα απ' τη δεξιά κουίντα Σκέφτεται Βγαίνει από δεξιά Σπρωγμένος και πάλι Ένα δέντρο κατεβαίνει απ' την οροφή πάνω στην σκηνή Έχει ένα μοναδικό κλωνάρι σε ύψος τριών μέτρων και στην κορφή μια ισχνή τούφα από φοίνικα που σχηματίζει ελάχιστο ίσκιο στο πρόσωπό του Κοιτάζει τα χέρια του Σφύριγμα πιο δυνατό Αναλογίζεται με απορία]
Κι επειδή τα οικονομικά μου πήγαιναν όλο και στο χειρότερο, έγινα εφευρετικός, κατέβαινα στο υπόγειο, λόγου χάρη, όπου βρισκόταν το παλιό χαλασμένο ρολόι, το έβαζα στην πιο κρίσιμη ώρα και περίμενα- και δόξα τω Θεώ- ποτέ δεν έπεσα έξω- λόγια χιλιοειπωμένα σαν τις εποχές, ώσπου, πιωμένος, έπαιρνα από πίσω τον πρώτο τυχόντα κι έτσι έβρισκα το σπίτι μου
Ίσκιος της μέρας Τελευταίο: Πινελιά του ονειρόδασους. Με καλεί πίσω στην αστραπή της ματιάς Είδα να με κρατάει το πρόσωπο Το παιδί ήμουν Εγώ. Ένας άντρας προ του θανάτου μπαίνει στο φουαγιέ ξενοδοχείου Όπου άλλοι προ του θανάτου σκοτώνουν τον καιρό τους, σύντομο ή μακρύ μεταξύ γέννησης και θανής: WELCOME TO SANTA MONICA. Και δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία πως θα βρω τρόπο να φτάσω εκεί, να κοιτώ και ν' ακούω τις αλληλουχίες των σκέψεων με την πλάτη στον τοίχο Πού είναι το σώμα μου; Πώς θα ζήσω ως εκεί, στην καταστολή, του ήλιου, που έρχεται;
[Τα κλαδιά της κορφής διπλώνουν προς τα κάτω Η σκιά στο πρόσωπο λάμπει Ένας μεγάλος κύβος κατεβαίνει απ' την οροφή κι ακουμπάει στο πάτωμα της σκηνής Σιγουρεύεται πως ο κύβος είναι σταθερός Ανεβαίνει πάνω του Ακίνητος]
Ονειρεύομαι το νοσοκομείο για τ' άρρωστα παραμύθια Κύκνους μέσα σε καπέλα καταδίκων, δάφνες για νικημένους- κι εμείς οι ξεχασμένοι που μας αρκεί ένα χαμόγελο για να περάσουμε το σύνορο Αντίο Αντίο Τίποτα Τίποτα δεν επανορθώνεται.....
Το τέλος της ιδιόχειρης γραφής, όταν θέλω να γράψω κάτι στο χαρτί το χέρι αντιστέκεται στον καταναγκασμό η γραφή δε γίνεται αναγνώσιμη
Μιλάω στον Μάκβεθ ή τον Άμλετ: Τα χειρόγραφα έχουν χαθεί Έχω κρεμάσει το ρόλο μου στο βεστιάριο Στο κουτί του γερνάει ο υποβολέας Όλα είναι κοίμηση.
Χίμαιρα Φως Ουδέποτε υπήρξε παρά γκρίζος αέρας άχρονος Δεν ακούγεται τίποτε Άγραφες επιφάνειες σε απόσταση αναπνοής Εκτυφλωτικό λευκό Τα πάντα λησμονημένα [παύση]
[ΦΩΝΗ ΑΦΗΓΗΤΗ: .....Άνοιξε το παράθυρο Θέλω ν' ακούσω τη θάλασσα]
Μόνο με τη σιωπή Σε νοιώθω. Κάθε ομιλία Σε πληγώνει. Κι οι λέξεις μου είναι τα τραύματά σου απ' όπου στάζει η απεραντοσύνη της γης. Στοπ.
Απαξίωση της φωτογραφίας του συγγραφέα Παραβιάζω τη σφραγισμένη σάρκα μου Θέλω να κατοικήσω στις φλέβες, στο μεδούλι των οστών μου, στο λαβύρινθο του κρανίου που κουβαλώ Αποσύρομαι στα σπλάχνα μου Εγκαθίσταμαι στο αίμα Οι σκέψεις θα γίνουν πληγές Τα σκαλοπάτια δεν είναι πολλά Τα είχα μετρήσει ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας, αλλά πόσα ήταν δεν το συγκράτησα ποτέ Δεν έχω καταλάβει αν λες ''ένα'' με το πόδι στο πεζοδρόμιο ή μήπως αυτό δεν υπολογίζεται Ιδού το ζήτημα της πραγματικής αρχής και του αληθινού τέλους
[ΜΙΑ ΦΩΝΗ: .....η φύση μας λησμόνησε!
ΥΠΟΒΟΛΕΑΣ: ......δεν υπάρχει πια φύση!
ΦΩΝΗ: ......υπάρχει [μικρή παύση] Στα περίχωρα!
ΑΛΛΗ ΦΩΝΗ: ......μα εμείς αναπνέουμε, αλλάζουμε! Χάνουμε τα μαλλιά μας, τα δόντια μας! Τα ιδανικά μας!
ΠΡΩΤΗ ΦΩΝΗ: .....τότε δε μας λησμόνησε Δε μας έχει ξεχάσει!]
Κοινοτοπίες αθάνατες Οι ονειροπόλοι γυρίζουν [από πού;]- μέσα στα μάτια τους έχουν πνιγεί τα προάστια και τα δάκρυά έχουν το μέγεθος της μέρας ή ερχόταν ξαφνικά ένας καινούριος πόνος να μας σώσει απ' τον παλιό- ώσπου ξημέρωνε Στοπ
Ο στρατιώτης Βόυτσεκ ζει εκεί όπου κείται θαμμένο το σκυλί του Το σκυλί ονομάζεται Βόυτσεκ: Εντεύθεν των ανθρώπων. Σιγή. Άφησα τη γλάστρα έξω, δεμένη στο σκοινί, που περνούσε απ' το παράθυρό μου Τα απογεύματα που ο καιρός ήταν καλός μια αχτίδα φωτός αναρριχιόταν στον τοίχο Θυμάμαι μόνο τα πόδια μου να ξεπροβάλλουν από τη σκιά, το ένα μετά το άλλο Πρέπει όμως να πω ότι ήμουν πάντα σ' εκείνο το σπίτι
[παύση]
[Ανασηκώνεται Φαίνονται τα χέρια του γαντζωμένα στο χείλος Μετά ξεπροβάλλει το κεφάλι Κρατάει ένα μπουκάλι μπίρας Στήνει αυτί]
Αποτέλεσμα θέσεως, του λέω: Τα βράδια οι φίλοι με αναζητούν στα καφενεία, καθώς βρίσκουν κάποιο ποτήρι κονιάκ ν' αδειάζει σιγά σιγά μόνο του, αλλά τι να ΄κανα που υπήρξα πάντα απ' την άλλη μεριά της ζωής
ΑΥΛΑΙΑ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΦΩΤΟ
[1] ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, τόμος τρίτος, ΚΕΔΡΟΣ 1988
ΑΝΑΦ.: ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, τόμος τρίτος, ΚΕΔΡΟΣ 1988//// ΣΑΜΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ, μτφρ. Κωστής Σκαλιόρας, ΥΨΙΛΟΝ-ΘΕΑΤΡΟ 2000/// Heiner Müller, ΔΥΣΤΗΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ, εισαγ.-επιλογή-μτφρ. Ελένη Βαροπούλου, ΆΓΡΑ 2001
ΣΗΜ.: Ο τίτλος του κειμένου αποτελεί τίτλο ποιήματος του Heiner Müller στον παραπάνω τόμο
https://i.pinimg.com/736x/c2/dc/0e/c2dc0e706fe357f02db0535db1957a28.jpg
https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.