Απειλητικοί, φοβεροί, ξεπεσμένα, ψόφια βασίλεια
HUGO VON HOFMANNSTAHL [1]
[.......ο,τι δεν μπορείς να βάλεις μες στη βαλίτσα σου γίνεται αφόρητο! Είναι αποπνικτικά εδώ μέσα Ας ανοίξουμε, αν θέλετε το παράθυρο Είμαι υπερβολικά ταραγμένος Όταν ταξιδεύεις ποτέ δεν ξέρεις αν θα βρεις κάπου να δειπνήσεις] Αποσύρθηκε Έμεινα για μια στιγμή μόνος Ήταν μεσάνυχτα
HUGO VON HOFMANNSTAHL [1]
[.......ο,τι δεν μπορείς να βάλεις μες στη βαλίτσα σου γίνεται αφόρητο! Είναι αποπνικτικά εδώ μέσα Ας ανοίξουμε, αν θέλετε το παράθυρο Είμαι υπερβολικά ταραγμένος Όταν ταξιδεύεις ποτέ δεν ξέρεις αν θα βρεις κάπου να δειπνήσεις] Αποσύρθηκε Έμεινα για μια στιγμή μόνος Ήταν μεσάνυχτα
Η βροχή δέρνει τα τζάμια Έχω ημερώσει Όλα κοιμούνται Ωστόσο σηκώνομαι και πηγαίνω στο γραφείο μου Δε νυστάζω Η λάμπα φωτίζει μ' ένα σταθερό και γλυκό φως Θα κρατήσει ίσαμε τα χαράματα [Ήταν ψηλότερη από ένα παιδάκι Χαίρομαι που σε γνωρίζω- Σμίξαμε τα χέρια Μετά στεκόμαστε Η σκιά της μικρή απάνω στη δική μου και οι δυο μια σκιά Τι θα κάνεις εσύ; Βόλτα μάλλον, θα κόψω απ' το δάσος για τον δρόμο και θα γυρίσω απ' την πόλη] Ένας βήχας τάραξε την ατμόσφαιρα του βιβλιοπωλείου μέχρι να φουσκώσουν οι σκοροφαγωμένες κουρτίνες Το αχτένιστο γκρίζο κεφάλι του βιβλιοπώλη παρουσιάστηκε και το αξύριστο κοκκινωπό πρόσωπό του άρχισε πάλι να βήχει Καθάρισε τραχιά το λαρύγγι του κι έφτυσε, το σώμα του διπλώθηκε αφήνοντας να φανεί ένα μαδημένο κρανίο με αραιές τούφες μαλλιών [Τι να πω όμως γι' αυτήν τη στιγμή; Γιατί να μην μιλήσω στο δευτερόλεπτο που ακολούθησε; Ξέρουμε άραγε ποια πράγματα είναι σημαντικά; Ποια αλαζονεία υπάρχει στην επιλογή! Ας κοιτάξουμε τα πάντα με την ίδια επιμονή και, πριν την ταραχή της αναχώρησης, στοχάζομαι ήρεμα ακόμα μια φορά Ας κοιτάξουμε!- τι βλέπω; Τρεις πλανόδιοι μανάβηδες, περνούν Ένα λεωφορείο ήδη μπροστά μας Ο θυρωρός που σκουπίζει την πόρτα] Ακούω τον μεγάλο δούκα Η τρομερή πολεμική του κραυγή! Άλλοτε τον άκουγα ατάραχος Ο γιος μου κοιμάται Ας κοιμάται Θα έρθει η νύχτα, όπου κι αυτός μη μπορώντας να κοιμηθεί, θα κάθεται στο τραπέζι του γραφείου του Εγώ θα είμαι ξεχασμένος [Γυρίζω από την πόλη Ξεκινώ να φύγω Καληνύχτα Στάθηκα Τι θέλεις;
Οι βάτραχοι σε συνωστισμό μυρίζουν βροχή στον αέρα Και το αγιόκλημα Έλα δω Τι θέλεις;- ξανά- την πλησίασα, μου άγγιξε τον ώμο κι έκανε τη σκιά της να σκύψει η άμορφη ασάφεια που ήταν το πρόσωπό της ] Θα πάρω αυτό εδώ Ο βιβλιοπώλης σήκωσε πάνω του τα φρακαρισμένα από τις τσίμπλες μάτια του: Η ηδονή της αμαρτίας, είπε, δίνοντας μικρά χτυπήματα στο βιβλίο Καλό είναι.-
[...........οι μαγαζάτορες ανανεώνουν τις βιτρίνες η μαγείρισσα φεύγει για την αγορά οι μαθητές πάνε σχολείο κάποιος τακτοποιεί τα τραπέζια του καφενείου......Θεέ μου, ας μην μπει τώρα που με έπιασαν οι λυγμοί.......είναι νευρικό με πιάνει σε κάθε καταγραφή....- Κι έπειτα, τώρα τουρτουρίζω!]
Η αναφορά μου θα είναι μεγάλη Ίσως και να μην την τελειώσω Θυμάμαι τη μέρα που πήρα την εντολή να καταπιαστώ με όλ' αυτά Ήταν Κυριακή καλοκαιριού Καθόμουν στο περιβόλι, στην ψάθινη πολυθρόνα, μ' ένα βιβλίο κλειστό πάνω στα γόνατα Κάτι άλλο ήταν Κοιτάζοντας άλλους να κάνουν αυτό που ο ίδιος θα είχα κάνει καλύτερα, αν το είχα θελήσει Μα σ' αυτή τη χαρά δεν μπορούσα να παραδίνομαι παρά σπάνια τη βδομάδα
[Έσκυψε Ξεκολλημένη απ' τη δική μου ψηλή σκιά Κάθισε ένα βήμα πίσω Το νου σου Στο σπίτι Δε νυστάζω Περίμενέ με στο ρέμα Θα κάνω ένα γύρο Θάρθω σύντομα περίμενέ με Να περιμένεις Θα κόψω απ' το δάσος] Ω, αρρώστησα απ' τα γέλια κείνη τη μέρα καλύτερα να μην κάτσω όλη νύχτα να το σκέφτομαι: Ο ένστολος κλητήρας της αίθουσας δημοπρασιών χτύπησε το κουδούνι δυο φορές και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη Κρυφάκουγε απ' το πεζοδρόμιο ήταν μια άλλη αισθανόταν μια άλλη, χωρίς πρόσωπο, με τεντωμένο σε κίνηση τον λαιμό της Άφησε ξαφνικά το κεφάλι να βυθιστεί και να πέσει μπροστά Με νάζι Πολύ νάζι
[Για χάρη μου, ας κλείσουμε, το παράθυρο Πάγωσα- Η ζωή- Ορίζει τη ζωή των άλλων! Αυτό είναι: Να βλέπεις και να σκέφτεσαι τι είναι ζωή!! Και τι θα μπορούσαμε να πούμε γι' αυτήν!(επιφωνήματα) Ας βιαστούμε] Ακούγονταν κάθε λογής θόρυβοι και φυσικά τα πουλιά Η τσίχλα κι ο κότσυφας που κελαηδούσαν λυπητερά, γιατί τα είχε λιώσει το λιοπύρι προσπαθώντας να κρυφτούν στους ίσκιους των θάμνων
[Δεν κοίταξα πίσω μου Οι βάτραχοι με αγνόησαν το σταχτί φως έσταξε από τα δέντρα όμως βροχή δεν είχε πιάσει ακόμα, μετά από λίγο έστριψα γύρισα στην είσοδο του δάσους άρχισε να μυρίζει αγιόκλημα έβλεπα το φως και το αντιφέγγισμα της πόλης την πλατεία σχεδόν στον ουρανό και τις ιτιές στο ποτάμι]
Παρατηρούσα μέσα απ' το αραχνιασμένο παράθυρο τα δάχτυλα του χαράκτη να δοκιμάζουν μια μαυρισμένη στο χρόνο αλυσίδα Ένα στρώμα σκόνης πάνω στα τζάμια και στα ράφια Δάχτυλα γκρίζα από τη σκόνη με νύχια αρπακτικού.-
[Nα φύγουμε! Νοιώθω πως τα πουλιά μεθούν! Μαλλαρμέ - Να φύγουμε νοιώθω πώς τα πουλιά πενθούν! Εγώ. Ό,τι δεν μπορείς να βάλεις μες στη βαλίτσα σου γίνεται αφόρητο! Να μη σημειώνω παρά μόνο τις ποιητικές στιγμές του ταξιδιού επειδή αποδίδουν καλύτερα αυτό που θα επιθυμούσα να κάνω Ένοιωσα την επισημότητα της ημέρας από την υποτροπή τη αγωνίας μου Ακούμπησα απαλά το κεφάλι στην παλάμη] Έτσι έζησα τις τελευταίες στιγμές, της γαλήνης και της ευτυχίας Ένας άνθρωπος στον κήπο που προχώρησε κατά μένα [και η οσμή απ' το νερό Ύστερα μπόρεσα να δω πως είχε χρώμα από αγιόκλημα, ξάπλωσα στην όχθη με το πρόσωπο κολλημένο στο χώμα και δεν μου μύριζε τίποτα πια, ένοιωθα τη γη να διαπερνάει τα ρούχα- έμενα ακίνητος με το πρόσωπο βουλιαγμένο στη λάσπη] Διάλογοι επίκαιροι: -Ναι, εντελώς δίκαιος Κολοσσιαίος και υπέροχος Και ποτέ καθυστερημένος, -Με το μέρος σας, κύριε, μια Δευτέρα πρωί, ναι ναι, περίφημα ΠΩΛΗΤΗΣ: .....δυο ευρώ το καθένα Τέσσερα βιβλία για έξι ευρώ, -Τι κάνεις εδώ; Έλα πες μου τι κάνεις; Εσωτερική δαγκωματιά Δαγκωματιά του εσώτερου Αθλιότητα! [Σ' όλη μου τη ζωή είδα παντού τριγύρω ανθρώπους να μαραζώνουν μέσα σε πάρα πολύ στενά δωμάτια, όπου ο ήλιος δεν έμπαινε ποτέ, μόνο κατά το μεσημέρι λίγες άχρωμες αντανακλάσεις του, όταν δυσφορείς από την αποπνικτική ζέστη, αχτίδες που δεν βρίσκουν διέξοδο και φέρνουν νοσηρή λιγοθυμιά Αχτίδες που αρνήθηκαν τον αφρό των κυμάτων ή τα δημητριακά του κάμπου....] Μα αυτός ο άνθρωπος που ερχόταν δεν ήταν γείτονας κι είχε έρθει να μου χαλάσει την ησυχία Αποφάσισα να τον δεχτώ κρύα, πολύ περισσότερο που είχε την ξεδιαντροπιά να έρθει ολόισια στο μέρος που καθόμουν κάτω απ' τη μηλιά Να με δει να μου μιλήσει να χτυπήσει το κουδούνι στην πόρτα, αυτό έπρεπε......Πίστευα πως ήμουν προφυλαγμένος απ' τα μάτια κάθε επισκέπτη στη σύντομη δεντροστοιχία που ακολουθούσε [Περάσαμε το ρέμα Πήγαινε Έκλαιγε ακόμη Φάνηκε η σκεπή και τα πάνω παράθυρα Κοιμάται τώρα Προχώρησα μέσα στην οσμή της βροχής Τελικά δεν έβρεχε και το αγιόκλημα ξεκινούσε νωχελικά απ' τον φράχτη Ήθελες να με δεις
Με βλέπεις τώρα; Σταμάτησα Κοίταξα πίσω Ήταν καλά στην υγεία της] Συνομιλώ με τη νύχτα Πάνω στον τοίχο παρουσιάζεται μια φιγούρα Τεντώνει τα μπράτσα Αναστενάζει και κουλουριάζεται Κρατώντας το καπέλο και το μπαστούνι Το πρόσωπο θυμίζει ισκιωμένο δάσος Μουρμουρίζω στους τραχείς άμμους της θάλασσας από την ακτή......εκεί που συμβαίνει η παλίρροια και φουσκώνει.-
ΤΕΛΟΣ
ΤΕΛΟΣ
[1] HUGO VON HOFMANNSTAHL, Η μπαλάντα της εξωτερικής ζωής, μτφρ. Γ. Δ. Κεντρωτής, περ. ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ τ.10-11/ 1984
ΓΟΥΊΛΙΑΜ ΦΩΚΝΕΡ, Η Βουή και η Μανία, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2010 ///// ΣΑΜΟΥΕΛ ΜΠΑΚΕΤ, Μολλόυ, μτφρ. Β & Λιλίκας Γεωργίου, ΔΩΡΙΚΟΣ 1970
https://i.pinimg.com/564x/ab/6f/fe/ab6ffec2f9a6e8b9ab6d7f90d5591b49.jpg
https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.