Πέμπτη 6 Ιουνίου 2024

Τ' άδεια σπίτια έχουν δύσπνοια


Του Φώτη Μισόπουλου

......δεν θάπρεπε ν' αφήνουν καθρέφτες κρεμασμένους στα δωμάτια.......
ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ[1]

α.
.....αλλά έξω, ο καθρέφτης κατόπτριζε το τραπέζι του διαδρόμου: Τα ηλιοτρόπια, το δρομάκι του κήπου, με τόση ακρίβεια και σταθερότητα ώστε φαίνονταν να χωρούν εκεί μέσα τα πάντα, χωρίς ελπίδα διαφυγής
Η θέση σου είναι εδώ Το όψιμο φθινόπωρο στην έπαυλη ξεγελά κι οι πικροδάφνες φυλλοροούν στο πέτρινο κλιμακοστάσιο Ξενίζουν
-Ήθελες να μου δείξεις μια παραίσθηση;
-Όχι Την έσβησα
-Για τις μέρες που έφυγαν- για τη νοσταλγία-
Η κίνηση των δαχτύλων στα βλέφαρα σταμάτησε Το λευκό πουκάμισο ακίνητο στη διχάλα: σκιές που τρεμόπαιζαν Οι ρόδες ήταν δίχτυ αράχνης

Ήταν μια περίεργη αντίθεση, όλα αλλάζουν εδώ
Ή ακινητούν εκεί Δεν μπορούσε κανείς να μην κοιτάξει απ' το ένα στο άλλο Εντωμεταξύ, όλες οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν ανοιχτά στη ζέστη Υπήρχε ο διαρκής ήχος που άρχιζε και σταματούσε, σαν νάτανε η φωνή του πρόσκαιρου και του φθαρτού, νάρχεται και να φεύγει η ανθρώπινη ανάσα Ακούς τα παραδείσια πουλιά στις λακκούβες του νερού Χτυπάει εντός σου η μηχανική καρδιά της πόλης Λες, αύριο θα εκφωνήσω τον επικήδειο των ποιητών- και το αναβάλλεις Θαλάσσιες εκδρομές και τα βραδάκια λικνίζεσαι στις δισκοθήκες
Έκανα μια απρόσμενη ερώτηση:
-Όταν αφήνεις τα μαλλιά σου ξέπλεκα, σκεπάζουν τους ώμους σου; -Ναι Τα λούζω με ζεστό νερό, όμως μετά, μια δική μου παραξενιά ίσως, τα ξεπλένω με κρύο Μ' αρέσει να αισθάνομαι τα μαλλιά πάνω στους ώμους στα μπράτσα στο στήθος Στοπ Φυσικά η κοπέλα μιλούσε ξανά Οι ρόδες σαν δίχτυ αράχνης Κάτω απ' την κοιλιά της καρότσας οι οπλές σβέλτες και μεθοδικές προχωρούσαν Έσβηναν δίχως συνέχεια Ο δρόμος έστριβε πάλι Μπορούσα να βλέπω τον άσπρο θόλο και την στρογγυλή χαζή επιβεβαίωση που πρόσφερε το ρολόι Μισή ώρα πριν η οικοδέσποινα είχε έρθει απ' το χορταρένιο δρομάκι φορώντας το λευκό καλοκαιρινό της φόρεμα Μ' ένα καλάθι στο χέρι είχε εξαφανιστεί απ' την επίχρυση κορνίζα του καθρέφτη -Όμως η θέση σου είναι εδώ, η φωνή σου δεν άλλαξε, σ' άκουσα μ' άλλη μουσική να θρηνωδείς.-
Η νύχτα πέφτει

β.
........δυσκολευόταν να περιγράψει την αίσθηση του κρύων βρεγμένων μαλλιών πάνω στα στήθη Μήπως το μπράτσο, χωρισμένο από το σώμα είχε χάσει την ντροπή και την συστολή του; Κάλυψα με την παλάμη του αριστερού μου χεριού την καμπύλη του ώμου που ήταν δική μου τώρα Και μετά
η παλάμη γέμιζε με την στρογγυλάδα του μικρού στήθους Η καμπύλη του ώμου έγινε η απαλή καμπύλη του στήθους της Όταν άνοιγες την πόρτα χτυπούσε ένα καμπανάκι, αλλά μόνο μια φορά, με ήχο ψιλό, καθαρό κι αδύνατο μέσα στο νοικοκυρεμένο μισοσκόταδο Αυτός ο ήχος υπήρξε υπολογισμένος και ρυθμισμένος χωρίς να ξοδεύεται μεγάλη ποσότητα σιωπής Λεπταίσθητη ισορροπία ανάμεσα σε δυο φεγγάρια Σ' εκκρεμότητα.....
Πιθανώς είχε πάει στον κήπο για λουλούδια Να μαζέψει κάτι φωτεινό κι ιδιαίτερο, πλούσιο σε φύλλωμα, αναρριχώμενο, μια κληματίδα, κάποιο από κείνα τα κομψά κλαριά καμπανέλας που σκαρφαλώνουν σε άσχημους τοίχους γεμίζοντας τους με άσπρα και βιολετί μπουμπούκια Ω, διορισμένη Πριγκίπισσα πόσο σε νοιώθω Δεν υποφέρω το ραγισμένο χαμόγελο στα κατάπληκτα πλήθη Προφασίζεσαι τύψεις- οι πεθαμένοι υπαγορεύουν τη δική τους φωνή Προφασίζεσαι αιώνια άνοιξη- αυτό τ' ορκίζεσαι κι ισχυρίζεσαι πως δήθεν δεν ένοιωσες το δάκρυ μας Δευτέρα πρωί- χωρίς αιτία.....Στοπ
Το χέρι της ακουμπούσε απαλά στα βλέφαρά Τα δάχτυλα και η παλάμη κολλούσαν και βυθίζονταν και το εσωτερικό των βλεφάρων μου ζεσταινόταν από το άγγιγμα Αισθανόμουν τη ζεστασιά να εισδύει στα μάτια
Σελήνη, λοιπόν- Σελήνες, είπε, φεγγάρια στη γέμιση, κίτρινα όπως η Σελήνη του θερισμού και του Αυγούστου Η σύγκριση έδειχνε πόσο λίγο τη γνώριζα Η σκέψη λειτουργούσε σαν πρόκληση Κάποιος θα έπρεπε να μπει στη θέση της Η μέρα αργοσβήνει σε χιονισμένες πλαγιές, ενώ εκείνη οδεύει ψηλότερα Τα χέρια αγκάλιασαν το τιμόνι Γύρισα και είδα τον άρρωστο ήλιο στις πορτοκαλιές- τα νυχτολούλουδα και τις κατάκλειστες γρίλιες Τ' άλογά βόσκουν συλλογισμένα στη χλόη Το αίμα, που μας δόθηκε, δεν μας ανήκει

γ.
.........κυκλοφορεί τώρα- είπα ήσυχα- κυκλοφορεί Δεν υπήρχε ούτε ρίγος ούτε σπασμός στον ώμο Ούτε τον δικό της Επέπλεα σ' ένα μεγάλο κύμα Ήταν η ομίχλη που τύλιγε τα πάντα και είχε πάρει ένα ήρεμο μωβ χρώμα με μικρούς πράσινους ανακυματισμούς Γύρω απ' το μεγάλο κύμα η μοναξιά του δωματίου δεν υπήρχε πια Εκεί έξω απ' όλα: Κίτρινο Όπως τα βήματα ποδιών απ' το περπάτημα κάπως Ύστερα πληροφορείσαι πως όλα αυτά τα μυστηριακά κι επιβλητικά κάτι έκρυβαν Πως όλα αυτά τα εσώτερα σχημάτιζαν μια εξωτερική τρυφερότητα που κάτι προσδοκά, ένα άγγιγμα για να. Υδαρής σήψη, πνιγμένα αντικείμενα που επιπλέουν σαν ξεπλυμένο ελαστικό που κολλάει μυρωδιές από αγιόκλημα κι όλα μαζί ανάκατα Το γκριζοπράσινο φόρεμα και τα όμορφα παπούτσια Το καλάθι και κάτι που άστραφτε στο λαιμό της Ήρθε τόσο αργά που δε φάνηκε να διαταράσσει την εικόνα μέσα στον καθρέφτη, παρά μόνο για να βάλει μέσα ένα καινούριο στοιχείο, το οποίο ανεπαίσθητα μετακινούσε και άλλαζε τα υπόλοιπα αντικείμενα ζητώντας μ' ευγένεια να κάνουν λίγο χώρο για κείνη Κι εγώ; Δυο χρόνια τριγυρνούσα μόνος στα νησιά, σ' ερημικές ακρογιαλιές αγγίζοντας μόλις την άμμο Πικρό απόσταγμα κάθε εκθαμβωτικής προϊστορίας Θλίβομαι βαθιά για ο,τι συνέβη στα βορεινά ακρογιάλια
Αυτή η εξοικείωση με βύθισε στον ύπνο Ξύπνησα με μια κραυγή ''Πού είναι το χέρι της;'' Ήταν πεσμένο στα πόδια του κρεβατιού με την παλάμη προς τα πάνω Τ' απλωμένα δάχτυλα ήταν ακίνητα Η παλάμη φάνταζε κάτασπρη στο μισοσκόταδο Την αγκάλιασα όπως αγκαλιάζει κανείς ένα ετοιμοθάνατο μωρό Σχεδόν ούτε ψυχή εκεί γύρω να κολλάει μυρουδιά απ' τ' αγιόκλημα Πήγαμε στο σταθμό Περάσαμε τις γραμμές Φτάσαμε στο ποτάμι Όλα τα σπίτια έμοιαζαν άδεια ''Τα άδεια σπίτια έχουν δύσπνοια'', είπε- Όμως δεν γίνεται να είναι όλα άδεια Εδώ Σιγανή βροχή δεν ακούγαμε τίποτε Μόνο τη στέγη και το αίμα στα δάχτυλα στο πρόσωπο στο στήθος Η βροχή να κυλάει γρήγορη Το αίμα σα να χορεύεις Απλόχερα.-

ΤΕΛΟΣ




ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΦΩΤΟ

[1] ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ, Η ΚΥΡΙΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ, μτφρ. Βίλμα Σύρμου-Βεκρή, ΟΚΤΑΣΕΛΙΔΟ του Μπιλιέτου 2006
ΑΝΑΦ.: Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, ΩΔΕΣ ΣΤΟΝ ΠΡΙΓΚΙΠΑ, Ύψιλον 1991 //// ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ, Η ΚΥΡΙΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ, μτφρ. Βίλμα Σύρμου-Βεκρή, ΟΚΤΑΣΕΛΙΔΟ του Μπιλιέτου 2006

https://www.penna.gr/media/k2/items/cache/1eadcbe6a638e479dfe49a96e8c2e0a5_XL.jpg?t=20190115_111150

https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.

Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.

Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.