Τετάρτη 27 Μαρτίου 2024

Κολλάζ για πρόζα


Του Φώτη Μισόπουλου

.......δεν είμαι μαύρη, είμαι καφέ.....
TRUMAN KAPOTE [1]
[φωτο 1]

prose en fa mineur sur Truman Capote, en deux images


α.
.......κάρφωσε πάνω μου τα μεγάλα της μάτια- που το χρώμα τους ξεχνώ,- ή μάλλον το ένα της μεγάλο μάτι, γιατί το άλλο είχε ξεμείνει στα χρώματα του υάκινθου Γυμνή γινόταν πιο αλλοίθωρη Στεκόμαστε κι οι δυο κοιτάζοντας το παράθυρο Η νεροποντή μας έχει μουσκέψει ''Μια νύχτα λοιπόν ντύθηκε και......'' Θυμώνει Απομακρύνεται γρήγορα στη βροχή. ''Δεν είχε δικαίωμα να το κάνει....''
Κάποια στιγμή μαζεύει κανείς όλα του τα υπάρχοντα: μικρά τετράγωνα- έγχρωμα τεμάχια παρελθόντος και φεύγει Σ' άλλη γη σ' άλλους τόπους κι η αιμορραγία δεν είν' αποτέλεσμα, ίσως υπάρχει ως φυσικό αντανακλαστικό, άλλωστε η συνέπεια της φλεγμονής ή της πληγής είναι ο μόνος ορατός δεσμός ανάμεσα στο θύτη και το θύμα΄΄Κοιτάξτε'', είπε, και σκύβοντας τα στήθη της κρέμασαν, οι ρώγες άρχισαν να σκουραίνουν.......
Επιστράτευσα όση δύναμη μου απόμεινε- ακόμα και με την παρούσα κατάσταση της χλωρίδας, όπου άγρια καρότα και βιολέτες μπορούν να συνυπάρχουν κάλλιστα στο στερέωμα
Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΥΖΕΙ: .....μόσχος σιτευτός!
Η ΦΩΝΗ: .......δεν ακούω- δεν ακούω τίποτε- η βροχή ξαναγυρίζει κι ο άνεμος δυναμώνει κάνοντας τον αέρα να μοιάζει με θρυμματισμένο καθρέφτη.-

Δένει τη μία γη στην άλλη με σύρμα Να μη το χάνει- το σύρμα περνιέται στο κρανίο Στην καινούρια γη βρίσκει μια γυναίκα Τρίτη πρωί πλειοδοτούν για όνειρα χωρίς ταξίδια.-
Μα περνάει καιρός και το βλέμμα κρέμεται απ' το μανίκι των σκιάχτρων Και το χειρότερο άμα ο θύτης είναι το ίδιο το σώμα- όταν οι νύχτες θα μηκυνθούν άνθρωποι ούτε για δείγμα, οι καθαρόαιμοι θα επιμένουν να μην υποκλίνονται, οι υπόλοιποι δεν θα θυμούνται τα όποια ωραία χάθηκαν στα πρόωρα τοπία της μνήμης
Είχε τραβήξει τις κουρτίνες για να φαίνονται καλύτερα όλες οι καμπυλότητές της: Είδα το βουνό, αδιάβατο, σπηλαιώδες, μυστικό, όπου ολημερίς δεν θα άκουγα παρά μόνο τον άνεμο τα θαλασσινά πουλιά τα μεταλλικά χτυπήματα των εργατών που μακριά έσπαζαν πέτρες
Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΥΖΕΙ: [σουρεαλιστικό κολλάζ: πράσινα, κίτρινα και πορτοκαλί μαδημένα φτερά Κρεμασμένος σ' ένα ξύλο από μαόνι στο επίσημο σαλόνι- ασορτί παρκέ το πάτωμα, επένδυση τοίχων, έπιπλα- καρέκλες με ίσια πλάτη, καναπέδες που βάζουν σ' αμηχανία την αντοχή αλύγιστου καθηγητή] .......Επιστρέφοντας κομματιάζομαι στους ύφαλους της τελευταίας δεκαετίας
Η ΦΩΝΗ: ....μια άλλη γυναίκα μαζεύει τα δυο μου μάτια, μου λειαίνει το πρόσωπο ή το μέτωπο, χαϊδεύει τα χέρια και τα πόδια, ξαπλώνω σε οάσεις που εκτείνονται στους απλοποιημένους υπερσυντέλικους που γνώριζα Όμως όλ' αυτά διαρκούν ελάχιστη ώρα πριν μιλήσει η πόρτα τη γλώσσα που ξέρει κι έμαθε,- η κατάφαση εκείνου που ανακοινώνει πως η αιμορραγία είναι φυσικό αντανακλαστικό,- e basta [παύση]

Διστάζω να φύγω Τα φύλλα έχουν ήδη αρχίσει να πέφτουν Τρέμω τον χειμώνα Ωστόσο έχει κι αυτός τις καλοσύνες του - το χιόνι κρατά ζέστη και οι χλωμές μέρες τελειώνουν σύντομα Το καλοκαίρι θα βγαίνω όσο είναι μέρα ανάμεσα στα ρείκια και τ' ασπάλαθα, θέρμη νοτισμένη από μυρωδιές- τη νύχτα θα κοιτάζω από μακριά τα φαρόπλοια και τ' άλλα φώτα της ελπίδας, μιας, πιο ήσυχης ζωής σ' ανυποψίαστο χρώμα
Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΥΖΕΙ: ........βλέπω τις ατέλειωτες φράσεις που περνούν από θάλασσες και βρώμικες πόλεις,- όσες στρίβουν και πλαταίνουν,- τ' απογέματα λάμπουν απατηλά χρησιμοποιώντας τις συλλαβές των μοχλών στα λιμάνια [λίγο φως]
Στοιχηματίζω πως είναι ο κύριος [.......] Απεικονίζεται ως γαιοκτήμονας με στολή κυνηγίου αλεπούς: κόκκινο παλτό, μεταξωτή γραβάτα, τρομπέτα κάτω απ' το αριστερό μπράτσο, μαστίγιο ιππασίας στο άλλο [μεγάλη παύση] Δεν ξέρω με τι έμοιαζε το υπόλοιπο αυτής της ασυνάρτητης κατοικίας.
......οι συλλαβές των μοχλών..... Με μια λέξη μετακινείς το χώμα Οι πεθαμένοι σίγουρα χαίρονται Οι ζωντανοί τρομάζουν απ' τους ήχους κι αναχωρούν μέσα από γυαλιστερά ψεύδη [σκοτάδι]

β.
.......κάθε καινούριο σώμα, [ίσον] = έρωτας και αντέρωτας, ανεβαίνοντας-κατεβαίνοντας τη φωσφορίζουσα σκάλα στις εξισώσεις συναισθημάτων όπως λειτουργούν και πάντα παραμένει η διεργασία απόσβεσης: Προσπάθειες ν' αφομοιωθούν όσα οσμίζονται από κοινού, δήθεν, σαν μεγαλεία κορεσμού οι πρωταίτιοι [παύση] Τα σκαλοπάτια δεν ήταν πολλά Τα είχα μετρήσει χιλιάδες φορές, αλλά το μυαλό μου δεν συγκρατούσε τον αριθμό τους
[ΣΚΗΝΙΚΟ: .....αναγνωρίζει κανείς μιας μέρας δουλειά: Κάπου πίσω: βροχερό απριλιάτικο πρωινό του 197.....Μπορεί και νάναι διάλογος πορτρέτων, στην αρχή βουβός, ύστερα οι χειρονομίες, τα υπονοούμενα Φως]
Η ΦΩΝΗ: ......παρουσίαζε ευκαμψία φολιδωτή, στα χείλια ημιτελείς καταφάσεις συμπλήρωνε τα ψέματα με τις παλάμες, κάτι μεγάλες ασώματες παλάμες, λάμβαναν αθέατες τεράστια κομμάτια....
Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΥΖΕΙ: [μετά από σκέψη] ......αρχίζουν να προβλέπουν ότι σύντομα θα ενσκήψουν σιτοδείες δημογραφική πτώση πολέμοι θάνατοι ένδεια η αγωνία για τα περαιτέρω που κάνει τα στόματα να μυρίζουν παλιό νερό ανθοδοχείου [μικρή παύση][γελάει]
Ο ΔΙΩΓΜΕΝΟΣ: ......ποτέ δεν κατάλαβα αν πρέπει να πεις ένα, με τόνα πόδι στο πεζοδρόμιο, δύο όταν το άλλο πόδι πατά στο πρώτο σκαλοπάτι, και ούτω καθεξής- ή μήπως το πεζοδρόμιο δεν έπρεπε να υπολογίζεται Στο ίδιο δίλημμα σκόνταφτα και στο κεφαλόσκαλο,- κρατώντας το μουσαμαδένιο σάκο για τα ψώνια παραγεμισμένο απορρυπαντικά......
Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΥΖΕΙ: .....τ' απορρυπαντικά, μού ανήκουν, γι' αυτό βρίσκομαι δίπλα σου προσπαθώντας να κρατήσω την ομπρέλα πάνω απ' τους δυο μας, πράγμα που είναι δύσκολο Πολύ ψηλότερο από μένα- κάπου ενάμιση μέτρο: .....Το αλεξιβρόχιο [γελάνε][παύση]
Ο ΔΙΩΓΜΕΝΟΣ: .......μας τάζουν κάθε τόσο ένα χρησμό μα πίσω απ' τα μαύρα ρούχα κρύβουν σώμα διαφανές κι ευλύγιστο σε κάθε συνθήκη
Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΥΖΕΙ: .....την άλλη φορά πέθανα μόνος και δεν άφησα καμιά απολύτως στάχτη
Η ΦΩΝΗ: ......όμως χαμογελούσες όμορφα Κάποτε διέκρινα μια σύντομη αληθινή αγωνία......
Ο ΔΙΩΓΜΕΝΟΣ: .....κι έπονται μεμψιμοιρίες ανασφάλειες πάθη κλειδώνεσαι σπίτι- κυκλοφορούνε μόνο πλουσιοντυμένα φαντάσματα: οι πραγματικοί αντίπαλοι της εξισωτικής μεσιτείας
Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΥΖΕΙ: ......οποιαδήποτε προφύλαξη θα είχε αποδειχτεί περιττή Τίποτα δεν μπορούσε να καλύψει εκείνες τις κραυγές, με καταδίωκαν μέχρι τις σκάλες κι έπειτα έξω στο δρόμο Μπροστά απ' την πόρτα κοντοστάθηκα.....
Η ΦΩΝΗ: .....τ' απορρυπαντικά σου- θα τα ξεχνούσες, οι πελάτες, δε σ' έχουν ανάγκη παρά μια φορά τη βδομάδα........[μεγάλη παύση]
Ο ΔΙΩΓΜΕΝΟΣ: .......έβγαινα γεμάτος αίμα τα βράδια, έσκιζα τους σάκους της σιωπής, στοιβαγμένους στα παράθυρα σε αυλές σε υπόστεγα, φώναζα τα δέντρα και τους βράχους μ' ονόματα αληθινά........[ιδού, ακούγονται τα κίβδηλα τραγούδια των μεγάφωνων με τα ψόφια πετεινά]
Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΥΖΕΙ: .......κι εκεί προς τον δεύτερο χρόνο καθώς τα χτυπήματα ηχούσαν ρυθμικότερα κι όλο πιο δυνατά, ακούστηκαν πολύ μακριά κι έτσι ειδοποιήθηκαν οι φύλακες [γελάει].-

ΑΥΛΑΙΑ




πρόσωπα

Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΥΖΕΙ
Η ΦΩΝΗ
Ο ΔΙΩΓΜΕΝΟΣ

ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ- ΦΩΤΟ

[1] βλ. ΑΝΑΦΟΡΕΣ κτλ.

ΑΝΑΦ.: περ. ''η λέξη'' τ.25/1983 τα ποιητικά κείμενα ΜΑΡΙΑΣ ΣΑΒΒΑΚΗ και Ε.Γ. ΜΠΕΛΙΕ/// περ. ''η λέξη'' τ. 38/1984 το κείμενο ΜΙΑ ΜΈΡΑΣ ΔΟΥΛΕΙΑ του ΤΡΟΥΜΑΝ ΚΑΠΟΤΕ- εισαγωγή & μτφρ Ρούμπη Θεοφανοπούλου/// ΣΑΜΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ, ΠΡΟΖΕΣ 1945-1980,μτφρ. Εριφύλη Μαρωνίτη, εισαγωγή Γεράσιμος Βώκος, ΠΑΤΑΚΗΣ 2002

https://i.pinimg.com/564x/dd/0c/4c/dd0c4cff24fe4ab8550039282391210e.jpg

https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.

Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.

Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.