Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2022

Θανάσης Βαφειάδης: Έγινα κιόλας τριάντα χρονών... επί δύο μείον ένα

Του Θανάση Βαφειάδη
Ημέρα των γενεθλίων μου σήμερα και δε μπορώ να ισχυρισθώ ότι πετάω από τη χαρά μου. Μάλλον το «α! ρε χρόνε αλήτη» μου ‘ρχεται να σιγοτραγουδάω και να βρίζω ασυστόλως, όχι τα θεία ή την θεία, αλλά αυτόν τον αλητήριο το χρόνο που καταπίνει τα χρόνια μου σαν στραγάλια. Και δεν αισθάνομαι ευτυχής διότι δεν πιστεύω επ’ ουδενί ότι ο πενηνταεννιάρης είναι ένας νέος της εποχής, ότι κυκλοφοράει σαν εικοσάρης και ότι είναι ωραίος σαν εραστής, πράγματα που δεν ισχύουν ούτε και για τον πενηντάρη, παρά τα γραφόμενα του Μάνου Ελευθερίου στο γνωστό τραγούδι που ερμήνευσε ο Γιώργος Ζαμπέτας προ πενήντα ετών.

Δεν ζούμε βέβαια στον 19ο αιώνα όπου ο «παρά έν εξηκοντούτης την ηλικίαν» παρουσιάζεται ως γέρων ή πρεσβύτης ή τέλος πάντων «εν παρακμαζούση ηλικία». Αλλά τι να πιστέψω; Ότι εξακολουθώ να είμαι «ανήλικος», όπως με θεωρεί ο φίλος μου ο Δημήτρης Νικοπολιτίδης που έφθασε αισίως τα 97 ή ότι είμαι ακόμη ακμαίος και ικανός για εργασία, όπως με θεωρεί το κράτος που ως προς την ηλικία συνταξιοδότησης χρησιμοποιεί ασαφή σχήματα του τύπου τι εξήντα, τι εβδομήντα, τι ογδόντα; 

Θα μου πείτε ο Κάρολος, ο γνωστός υιός της εκλιπούσης Λίλιμπετ έπιασε πρώτη φορά δουλειά στα 73 του ενώ εσύ, που είσαι και νεότερος μεμψιμοιρείς γιατί θα συνεχίσεις να δουλεύεις περπατώντας στα βουνά και στα λαγκάδια, έχοντας στον ώμο, που δεν είναι πλέον στιβαρός, τον γεωδαιτικό σταθμό ή κρατώντας στα χέρια τις βαλίτσες των GPS που είναι ασήκωτες;

Δε θέλω να φανώ εντελώς απαισιόδοξος, που στην πραγματικότητα είμαι, αλλά μπαίνοντας στα εξήντα επιβεβαιώνονται όλοι οι φόβοι μου για το πώς θα ζήσω το υπόλοιπο του βίου μου, το οποίο δε γνωρίζω πόσο ακριβώς θα είναι, αλλά δε νομίζω να ξεπερνάει κατά πολύ το χρονικό όριο που θέτει η ευχή που συνοδεύει την τούρτα των γενεθλίων. Πιο συγκεκριμένα:

ΠΡΩΤΟΝ: Θεωρώ απίθανο να εμφανιστεί κάποιος Μεφιστοφελής όπως στον Φάουστ του Γκαίτε και να με επαναφέρει στη νεότητά του με αντάλλαγμα τη ψυχή μου. Πιο πιθανό είναι να μου ζητήσουν σαν αντάλλαγμα τη ψυχή μαζί και τα νεφρά μου για μερικές κιλοβατώρες ηλεκτρικού ρεύματος.

ΔΕΥΤΕΡΟΝ: Έχω βάσιμες αμφιβολίες για την ισχύ της θεωρίας της σχετικότητας του χρόνου, ειδικά για τη συσχέτιση της ταχύτητας του χρόνου με την ψυχική κατάσταση, που με απλά λόγια σημαίνει ότι όταν περνάς καλά ο χρόνος τρέχει γρήγορα και όταν βρίσκεσαι σε δυσάρεστη θέση ο χρόνος κυλά απελπιστικά αργά. 

Ο Αϊνστάιν μάλιστα φέρνει ως παράδειγμα τους ερωτευμένους που κάθονται σε ένα παγκάκι για ώρες και έχουν την αίσθηση ότι δεν έχει περάσει ούτε ένα λεπτό και στον αντίποδα κάποιον που ακουμπά κατά λάθος την πυρακτωμένη επιφάνεια μιας σόμπας για δέκατα του δευτερολέπτου και έχει την αίσθηση ότι η δυσάρεστη αυτή εμπειρία διήρκεσε για ώρες. Με βάση τα παραπάνω θα έπρεπε η μίζερη ζωή που μας έχουν καταδικάσει να κυλά σαν τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου, αλλά όλως παραδόξως ο χρόνος τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

ΤΡΙΤΟΝ: Το σεξιστικό ανέκδοτο που λέει ότι το μόνο κοινό που έχει ο εξηντάρης με τον κακό λύκο είναι ότι και ο δυο κυνηγάνε την Κοκκινοσκουφίτσα αλλά στο τέλος τρώνε τη γιαγιά δεν έχει κόκκο αλήθειας, γιατί στη σημερινή εποχή οι γυναίκες δεν γερνάνε πλέον και δεν μοιάζουν με τις γιαγιάδες μας με τα άσπρα μαλλιά και τις χαραγμένες ρυτίδες στο πρόσωπο. Έχω μάλιστα παρατηρήσει ότι όλες οι συμμαθήτριες μου δείχνουν κατά δέκα χρόνια νεότερες! 

Πώς γίνεται η σημερινή Ελληνίς που έχει περάσει τα –ήντα να εμφανίζεται ως «Δεσποινίς ετών 39», όπως στην ταινία του 1954 με τον Λογοθετίδη και τη Λιβυκού, δεν το γνωρίζω. Γνωρίζω, όμως, γιατί οι Γαλλίδες του 18ου αιώνα δεν εμφανίζονταν μεγαλύτερες των 29 ετών.

 Ανατρέχω, λοιπόν στον αγαπημένο μου Ροΐδη και στα «Αθησαύριστα κείμενα» του ΡΑΜΠΑΓΑ (1882-1885) που δημοσίευσε ο σπουδαίος συμπατριώτης μας Παναγιώτης Μουλλάς και στο σχετικό κείμενο που αναφέρει: «Ανέγνων που ποτε ότι επί Λουδοβίκου XV αι κυρίαι της υψηλής αριστοκρατικής τάξεως είχον εισαγάγει τον συρμόν να ηνιοχώσι δια των ιδίων τρυφερών αυτών χειρών τα πολύ τότε εν χρήσει cabriolets. Εκ της αδεξιότητος όμως αυτών τοσαύτα καθ’ εκάστην δυστυχήματα συνέβαινον, ώστε ο Βασιλεύς ηναγκάσθη να διατάξη τον διευθυντήν της Αστυνομίας ίνα θέση τέλος τέρμα εις την τοιαύτην κατάστασιν.
-Εντός δύω ημερών, Μεγαλειότατε, απήντησεν ούτος, ουδεμία κυρία θα ηνιοχή πλέον.

Την επιούσαν αληθώς αστυνομική διαταγή επέτρεπε την ηνιοχείαν εις μόνας τας εχούσας ηλικίαν τριάκοντα ετών και παρεχούσας επομένως εχέγγυα ωριμότητος και φρονήσεως. Μάτην έκτοτε, εφ’ όσον ίσχυε η διαταγή, περιέμενε τις να ίδη cabriolet διευθυνόμενον υπό κυρίας! Ουδεμία εν Γαλλία γυνή ευρέθη πλειοτέρα των εικοσιεννέα επί των ώμων της φέρουσα έτη!»


Η Γνώμη αντί ευχών αφιερώνει στο φίλο Θανάση αυτό το Video

1 σχόλιο:

  1. Αγαπητέ Θανάση, σού εύχομαι μέσα από την καρδιά μου ''χρόνια πολλά'', χρόνια τα οποία είμαι σίγουρος ότι θα συνεχίσουν να είναι ποιοτικά και δημιουργικά. Απολαυστικό όπως πάντα το κείμενό σου. Να είσαι πάντα καλά και να μας χαρίζεις τους καρπούς της συγγραφικής σου δουλειάς.
    Υ. Γ. Με το θάρρος που απορρέει από την εκτίμηση στο πρόσωπό σου, θα μου επιτρέψεις μια μικρή διόρθωση. Στο τραγούδι ''Ο πενηντάρης'' του Ζαμπέτα, τους στίχους δεν τους έγραψε ο μεγάλος μας ποιητής και στιχουργός Μάνος Ελευθερίου αλλά ο θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος Ναπολέων Ελευθερίου.
    Με εκτίμηση πάντα
    Μάκης Ιωσηφίδης

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.

Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.

Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.