Παρασκευή 22 Ιουλίου 2022

Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η επίδρασή του στην Ευρώπη

Γράφει ο Νίκος Νίτσας
Όταν κάπου εκεί στις αρχές του 2022, η Ρωσική Στρατιωτική μηχανή είχε αρχίσει να προθερμαίνεται, στα Ευρωπαϊκά μας στέκια υπήρχε ένας εφησυχασμός και μια αισιοδοξία, η οποία θεωρητικά τουλάχιστον, είχε και βάσεις αλλά και επιχειρήματα.

Είχε επικρατήσει η άποψη ότι στο τέλος θα επικρατήσει η λογική και εν πάση περιπτώσει ότι η Ρωσία έχει υπερεκτιμήσει τις δυνατότητες της και έστω και την ύστατη στιγμή θα αντιλαμβανόταν ότι δεν ευρίσκετο σε θέση ισχύος και θα ανέκρουε πρύμναν αναφορικά με τα τύμπανα του πολέμου τα οποία έκανε να ηχούν δυνατά.

Η συνέχεια των εξελίξεων έδειξε ότι όχι μόνον ο Ρωσικός γίγας ήταν αποφασισμένος και πάρα πολύ καλά οργανωμένος σε επίπεδο οικονομικής ανάλυσης καθώς και στρατηγικής, αναφορικά με τα πολυεπίπεδα στοιχήματα διπλωματίας και στρατιωτικών επιχειρήσεων που μπαίνουν όταν σήμερα εκτελούνται.

Το τακτικό και στρατιωτικό τμήμα του πολέμου δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, ούτε και τα συμπεράσματα που προέκυψαν η θα προκύψουν αναφορικά με αυτό, δεδομένου του ότι ο τρόπος που οι Ρωσικές Στρατιωτικές Δυνάμεις στο Μέτωπο της Ουκρανίας εξακολουθεί να είναι ίδιος με το παλιό Σοβιετικό τρόπο, έναν τρόπο που ναι μεν στο παρελθόν απέβη νικηφόρος απέναντι στους Γερμανούς, αλλά και αναχρονιστικός είναι και σαρκοβόρος είναι. Σε σχέση πάντα με τους "εξελιγμένους" σύγχρονους δυτικούς στρατούς.

Ήταν και ένας από τους λόγους που με την έναρξη των επιχειρήσεων καλλιεργήθηκε εντονότερα η αισιοδοξία στίς τάξεις των ειδικών, ότι ο πόλεμος του Πούτιν θα αποτύχει καθότι τα πρώτα στοχεία έδειξαν ότι ο Ρωσσικός Στρατός είχε πολλά ελλείμματα οργάνωσης και εκτέλεσης επιχειρήσεων αστικού περιβάλλοντος και εν γένη σύγχρονης μορφής επιχειρήσεων όπως αυτές εννοούνται απο τους δυτικούς στρατιωτικούς αναλυτές.

Έτσι λοιπόν η Δύση άρχισε να πιστεύει ότι θα ξεμπερδέψει μια και καλή με το Τσαρικό δόγμα διπλωματίας, που αργότερα έγινε Σοβιετικό και αργότερα έγινε "ΠΟΥΤΙΝΙΚΟ".

Υπό την "επήρεια" αυτής της άποψης η δύση αποφάσισε να λάβει μετρά που αφορούν τον λεγόμενο οικονομικό πόλεμο, πιστεύοντας ότι θα στραγγαλίσει την ρωσική αρκούδα και θα την αναγκάσει να σταματήσει να πολεμά, υποχωρώντας πίσω στα εδάφη της με την ουρά στα σκέλια.

Όπως φάνηκε όμως από την συνέχεια, η ρωσική στρατηγική έχει και προσανατολισμό, και σχέδιο αντιμέτρων αναφορικά με το οικονομικό σκέλος του πολέμου. Εις ότι αφορά το στρατιωτικό σκέλος, φαίνεται ότι δεν δείχνει και δεν ξέρουμε ότι θα δείξει διάθεση αλλαγής στρατηγικής δεδομένου του ότι αρκείται σε ένα πεπαλαιωμένο τρόπο επιχειρήσεων που στηρίζεται ακόμη σε αυτό που διεθνώς έχει ονομασθεί ως πόλεμος φθοράς.

Για να είμαστε ακριβέστεροι η ίδια λογική φαίνεται ότι επικρατεί και στα πεδία του οικονομικού πολέμου, ο οποίος είναι παράλληλος μεν αλλά εξίσου ζωτικής σημασίας ειδικότερα για την Δύση .

Έτσι λοιπόν ποντάροντας στις ανεπάρκειες και καιροσκοπικές προσεγγίσεις της ίδιας της Δύσης στο παρελθόν (βλέπε πολιτική της Ε.Ε. και κυρίως της ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ στο ενεργειακό κομμάτι) κατάφερε να πληγώσει ολόκληρη την οικονομία της ΕΥΡΩΠΗΣ αλλά και του κόσμου θα έλεγα, εκτινάσσοντας το κόστος της ενέργειας τμήματος της αγοράς που εντέχνως όλα αυτά τα χρόνια και εκμεταλλευόμενη όπως προείπα τις κοντόφθαλμες πολιτικές μείωσης των ελλειμμάτων της Ε.Ε., έφτασε σήμερα, το σύνολο των οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ηπείρου να στενάζει υπό το βαρος της εξωπραγματικής αύξησης του κόστους της ενέργειας να προσπαθούν να επιβάλλουν κυρώσεις και μέτρ
α που θα σταματήσουν τον ρωσικό μηχανισμό που για τα καλά έχει πάρει μπρος.

Τα αποτελέσματα για την ώρα όπως όλοι αντιλαμβανόμαστε δεν είναι ενθαρρυντικά για καμία από τις δύο πλευρές. Και αυτό είναι ίσως το μόνο παρήγορο. Το γεγονός δηλαδή ότι και οι δύο πλευρές πληρώνουν το τίμημα των επιλογών τους.
Θεωρητικά αυτό ίσως στο μέλλον επιβάλει την απαραίτητη σωφροσύνη, ώστε επιτέλους να βρεθεί μια χρήση τομή που θα οδηγήσει στην πολυπόθητη κατάπαυση του πυρός και στην έναρξη των ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΩΝ συνομιλιών.

Μέσα στον ορυμαγδό αυτών των εξελίξεων και η χώρα μας
, η οποία βρισκόμενη σε δυσχερή διαπραγματευτική θέση (μνημόνια κ.λπ.) προσπαθεί να επιβιώσει τηρουμένων πάντα των αναλογιών.

Όντας εξαρτημένη στον μέγιστο βαθμό απο τα ξένα κεφάλαια (τα οποία ως γνωστόν η προέλευση τους είναι συγκεκριμένη και που δεν είναι απαραίτητα κακό) προσπαθεί με κάθε τρόπο να βρει λύσεις διπλωματικές και μη
, ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις πραγματικά δύσκολες οικονομικές εξελίξεις.

Εξελίξεις που προκαλούν αφόρητες πιέσεις στην δημοσιονομική πολιτική που ακολουθεί απο τον καιρό των μνημονίων και εντεύθεν. Μην ξεχνάμε ότι όσα υπογράψαμε είχαν και τις σκοτεινές πλευρές τους, ανεξάρτητα με το αν εμείς οι τελικοί αποδέκτες των αναληφθέντων ενεργειών δεν το μάθαμε ποτέ( αξίζει τον κόπο να θυμηθούμε πολιτικούς που δεν "πρόλαβαν" να διαβάσουν τα μνημόνια).

Κατά συνέπεια αυτήν την δεδομένη χρονική στιγμή, δεν είμαστε σε θέση να διαπραγματευθούμε οτιδήποτε για το απλούστατο και λογικό επιχείρημα της εξάρτησης μας , της οικονομικής μα εξάρτησης εννοώ.

Κάτι που και αυτό έφτασε πλέον να ακούγεται λογικό, μιας και που ότι συμφωνήσαμε πριν αρκετά χρόνια απεσώβησε τον κίνδυνο της χρεωκοπίας με ότι αυτό θα συνεπάγετο για την χώρα. Όπως όμως προείπα αυτό στα σίγουρα θα είχε και το αντίκρισμα του. Και στην παρούσα φάση το έλλειμμα διαπραγματευτικής ισχύος είναι ένα απο αυτά.

Είμαστε δηλαδή αναγκασμένοι να λειτουργούμε ως ουραγοί και όχι ως πρωτοπόροι στην διεθνή διπλωματικοί σκακιέρα.

Οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι γίνονται προσπάθειες να εξευρεθούν λύσεις, όμως προς ώρας δεν φαίνεται να είναι αποτελεσματικές.

Σε όλα αυτά υπάρχουν και θέματα τα οποί ασυγκρινόμενα με τους αντικειμενικούς σκοπούς των λοιπών χωρών είναι μοναδικά για εμάς και είναι ένα γεγονός που καθιστά δυσκολότερο το έργο των κυβερνώντων σήμερα.

Κυνικά θα σχολιάσω πώς το μόνο μέσο που η κυβέρνηση μπορεί να αξιοποιήσει και που φαίνεται ότι ενεργεί προς την σωστή κατεύθυνση είναι η κούρσα των εξοπλισμών που έχει ξεκινήσει, κάτι που ανάγεται σε αυτό που διεθνώς έχει αναγνωρισθεί ως πρακτική αυτό της ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ ΤΩΝ ΕΞΟΠΛΙΣΜΩΝ.
Γίνεται δηλαδή μια προσπάθεια εξευμενισμού των πιστωτών μας ώστε να μπορέσουμε να έχουμε αποτέλεσμα στον τομέα της οικονομίας. Πέραν φυσικά αυτόν της ασφάλειας μας ως κράτος.

Μιας ασφάλειας που φαινομενικά απειλείται από την γείτονα προς ανατολάς χώρα.
Πριν δύο χρόνια φαινομενικά πάντα η χώρα μας απειλήθηκε απο την γείτονα Τουρκία.

Ως όφειλε η ΕΛΛΑΣ επέδειξε αποφασιστικότητα και ενεργοποίηση του μηχανισμού των Ενόπλων Δυνάμεων. Το αποτέλεσμα ήταν θετικό. Όμως η ξέφρενη κούρσα των εξοπλισμών που ακολούθησε καταδεικνύει ότι η κατάσταση από πλευράς υλικού των ενόπλων δυνάμεων δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή και ο εκσυγχρονισμός σε υλικά ήταν και απαραίτητος και επιβεβλημένος.
Χρησιμοποιείται ο όρος "φαινομενικά" όχι τυχαία . 

Τέτοιες μέρες το 1974 πραγματοποιήθηκε μια πολεμική σύρραξη ολίγων ημερών στην Κύπρο. Από τότε και μετά η απειλή πολέμου πάντα υπήρχε και ανασυρόταν από το συρτάρι των φίλων μας Τούρκων διπλωματών σε καίριες χρονικές στιγμές . Φτάσαμε δυο φορές, το 1987 και το 1996 στα πρόθυρα πολέμου που ποτέ τελικά δεν έγινε. Αντ’ αυτού πάντα μα πάντα ακολουθούσε μεγάλη αγορά όπλων απο συγκεκριμένες χώρες προμηθευτές. Είναι κάτι που αναμφισβήτητα πρέπει να μας απασχολήσει τόσο ως επιλογή όσο και ως πάγια διπλωματική επιλογή .
Για το δεύτερο θα πω πως μάλλον απαραίτητη είναι.

Για το πρώτο θα έλεγα ότι θα πρέπει να αναθεωρηθεί ο τρόπος. Θέλω να πώ πως δεν αρκεί να αγοράζουμε έτοιμα όπλα που απο τις καταστάσεις φαίνεται να είναι απαραίτητα. Θα έπρεπε και θα πρέπει να επιβάλουμε τόσο στους παραγωγικούς φορείς του τόπου αλλά και στους προμηθευτές την συμμετοχή στην παραγωγή τους. Προς ώρας δεν είναι ξεκάθαρο πόσο εμείς ως χώρα επιθυμούμε να συμμετέχουμε σε ένα τέτοιο εγχείρημα δεδομένου του ότι αντιμετωπίζουμε επιφυλακτικά το όλο θέμα.

Η λογική της διπλωματίας των εξοπλισμών στηρίζεται ξεκάθαρα στην δημιουργία εστιών συμφερόντων για τις χώρες προμηθευτές στον τόπο μας. Αν εμείς θέλουμε να παράγουμε πραγματικά οικονομικό και διπλωματικό έργο για την πατρίδα θα πρέπει να ασχοληθούμε σοβαρότερα με τον κομμάτι της συμπαραγωγής των οπλικών συστημάτων των οποίων αγοράζουμε. 

Είναι μια πρακτική που μακροπρόθεσμα μόνο οφέλη θα επιφέρει στην πατρίδα μας.
Και είναι κάτι που οι εξελίξεις δείχνουν ότι έχει ωφελήσει την γείτονα χώρα, στον μέγιστο βαθμό σε όλους τους τομείς. Η επικαιρότητα άλλωστε το επιβεβαιώνει στον μέγιστο βαθμό. Βλέποντας δηλαδή την Τουρκία να είναι ομοτράπεζη στα διπλωματικά φόρα και στις οικονομικές δοσοληψίες του πολέμου σε τέτοιο βαθμό ώστε να λογίζεται ως συμπαίκτης σε κάθε μορφής οικονομικές και διπλωματικές συμφωνίες που αφορούν τον Πόλεμο στην Ουκρανία, και να καρπώνεται οικονομικά τεράστια ποσά από τις πωλήσεις ενός μέσου που αρχικά συμπαρήγαγαν και στην συνέχεια εξέλιξαν σε βαθμό τέτοιο που να κρίνεται άκρως αποτελεσματικό και απαραίτητο για αρκετές χώρες.

Απέναντι σε αυτήν την πρακτική λοιπόν εμείς αντιπαρατάσσουμε μεγάλες αγορές και για ορισμένους αλόγιστες αγορές χωρίς αυτό που ονομάζεται αντισταθμιστικά οφέλη. Το δίχως άλλο τόσο η παρούσα κυβέρνηση όσο και οι επόμενες κυβερνήσεις θα πρέπει να ασχοληθούν σοβαρότερα και πιεστικότερα αν θέλουμε να έχουμε ένα απτό αποτέλεσμα και μια ανταποδοτικότητα στα χρήματα που τώρα ξοδεύονται
.

Να μην ξεχνάμε ότι όλα τα ποσά που σήμερα ξοδεύουμε για οπλικά συστήματα δεν είναι τίποτε άλλο από ομόλογα που υπογράφονται με την εγγύηση των προμηθευτών που τυγχάνει να είναι και οι δανειστές μας και πως κάποια ημέρα θα αρχίσει και η αποπληρωμή τους.

Κλείνοντας θα πρέπει όλοι μας να αναλογισθούμε τι ακριβώς θέλουμε απο τις κυβερνήσεις που μας κυβερνούν. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε όμως ποτέ ότι χρωστάμε .Δεν είναι μόνο τα χρήματα που χρωστάμε. Χρωστάμε κι αυτήν ακόμη την δυνατότητα που έχουμε στην προσβασιμότητα υλικών αγαθών τα οποία ενδεχομένως να μην την είχαμε εάν δεν είχαμε δανειστές.

Χρεοκοπώντας ας πούμε.

Απο την στιγμή λοιπόν που συνομολογήσαμε και συνομολογούμε ότι δανειστήκαμε ΞΑΝΑ για να μην χρεοκοπήσουμε τότε θα πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας ότι δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα.

Αυτό βέβαια δεν θα πρέπει να δίνει άλλοθι σε κάποια κέντρα αποφάσεων, και να τους δίνει το δικαίωμα να λειτουργούν αλόγιστα και επιπόλαια.

Μιας και που αναφερθήκαμε στα οπλικά συστήματα θα πρέπει να σκεφθούμε και κάτι ακόμη. Τα οπλικά συστήματα απαιτούν ανθρώπους που ως στελέχη είναι και εκπαιδευμένα και επαρκώς απο κάθε άποψη υποστηριγμένα.

Το τελευταίο φαίνεται ότι δεν ισχύει. Απο το 2010 και μετά, τα στελέχη που λειτουργούν συστήματα δισεκατομμυρίων ευρώ, χρημάτων που εμείς όλοι πληρώσαμε και θα πληρώνουμε απο τους φόρους σε κάθε πτυχή της οικονομικής μας δραστηριότητας καταβάλλουμε, ζούν σε κατάσταση απαξίωσης και ενίοτε οικονομικής ένδειας. Σε ορισμένους τομείς δεν λαμβάνουν καν τα συμφωνημένα και άλλοτε επιδικασθέντα έσοδα που θα έπρεπε να έχουν. 

Τους ζητάμε να βρίσκονται παντού, αποζημιώνοντας τους με χρήματα που μάλλον με χαρτζιλίκι εννιάχρονου μοιάζουν παρά με αμοιβή ανθρώπου που έχει μια τόσο ευαίσθητη και σοβαρή αποστολή (αποζημίωση αργίας 8 ευρω την στιγμή που άλλοι υπάλληλοι άλλων υπουργείων πληρώνονται εικοσαπλάσια ποσά ανα αργία).
Αν ξεκινήσω να απαριθμώ δεδομένα για τέτοιου είδους άδικες συμπεριφορές δεν πρόκειται να τελειώσω ούτε σε ένα μήνα τον μακρόσυρτο κατάλογο .
Δεν είναι οι αδικίες που θέλω τονίσω. 

Είναι το έλλειμμα προσανατολισμού που υφίσταται. Σε Μια εποχή που οι ένοπλες δυνάμεις της πατρίδας κρίνονται τόσο απαραίτητες, σε μια στιγμή που η εύρυθμη λειτουργίας τους είναι απαραίτητη τόσο για την δική μας εικόνα ως χώρας , όσο και για την εικόνα μας ως διαπραγματεύτριας χώρας στο πεδίο της διπλωματίας των εξοπλισμών είναι τόσο σημαντική, η εικόνα ενός ελλιπούς σε προσωπικό στρατού, η εικόνα ενός στρατού που με πασαλείμματα προσπαθεί να βελτιώσει την εικόνα του δεν βοηθά κανέναν.

Ας ξανασκεφθούμε όλοι μας τι ακριβώς θέλουμε και ας τα βάλουμε σε μια σειρά .
Ευχαριστώ για τον χρόνο σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.

Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.

Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.