Σάββατο 22 Μαΐου 2021

Μια μικρή μεγάλη ιστορία...


Του Νικηφόρου Χριστοφορίδη
Η νύχτα ήταν κρύα και είχε ξαστεριά. Το καράβι έπλεε αργά και σταθερά προς την Κωνσταντινούπολη Ο μικρός Γιωργάκης χώθηκε στην αγκαλιά του παππού του, του διάσημου Γκοργκόρ Τσαούς. Ο παππούς του, τον αγκάλιασε τρυφερά και αφού έβαλε πάνω του το σακάκι του, κοιμήθηκαν αγκαλιά. Τίποτε δεν θύμιζε την παλιά τους ζωή.

Ήταν το 1915 όταν ο Γκοργκόρ Τσαούς τοποθετούσε τα τελευταία εμπορεύματα πάνω στα άλογα για να παραδοθούν στις οικογένειες της Τραπεζούντας. Ο Γκοργκόρ, κατά κόσμον Γρηγόρης Κυριακίδης, ήταν ένας ευφυέστατος έμπορος και ταυτόχρονα λοχίας του τούρκικου στρατού πού ζούσε στην Τραπεζούντα του Πόντου. 

Του είχε αποδοθεί και το παρατσούκλι "Κίρτογλης" πού σημαίνει ο γιος του Κρητικού. Ο πατέρας του, έμπορος στο επάγγελμα, ερχόμενος από την Κρήτη είχε γνωρίσει και ερωτευτεί την μητέρα του σε ένα ταξίδι του και αποφάσισε να μείνει στην Τραπεζούντα. 

Ο πατέρας του επίσης του είχε εμφυσήσει από πολύ μικρό την αγάπη για την πατρίδα, την Ελλάδα. Νέος καθώς ήτανε, το είχε σκάσει από την οικογένειά του και κατατάχθηκε στα ελληνικά μακεδονικά στρατεύματα, δίπλα στον καπετάν Άγρα. Είχε λάβει μέρος σε πολλές μάχες και είχε διαπρέψει. 

Όταν γύρισε στην Τραπεζούντα, παντρεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του, την Σοφία, και έκαναν τρία παιδιά, τον Χαράλαμπο τον Γιάννη και τον Χρήστο.

Η ζωή τους ήταν ήρεμη και ευτυχισμένη. Όπως όλες οι οικογένειες της Τραπεζούντας, η οικογένεια του Γκοργκόρ, ήταν εύπορη και κατοικούσε σε μία όμορφη και καταπράσινη μεγάλη φάρμα. Στην διάθεσή τους είχαν αρκετούς τούρκους υπηρέτες ενώ η ζωή τους κυλούσε αρμονικά. 

Ο Γκοργκόρ μάλιστα, διατελούσε και χρέη ιερέα καθώς όλοι οι Έλληνες κάτοικοι της Τραπεζούντας ήταν κρυπτοχριστιανοί. Κάτω από το μεγάλο και όμορφο σπιτικό τους, υπήρχε μία υπόγεια εκκλησία στην οποία έβρισκα παρηγοριά κάθε μέρα.

Όλα όμως άλλαξαν το 1915 όταν ξεκίνησαν τα επεισόδια με τούρκικες συμμορίες οι οποίες σκότωναν, έκλεβαν και βασάνιζαν ελληνικές οικογένειες. Εκείνη την μέρα ο Γκοργκόρ ήταν αδιάθετος. Αφού τελείωσαν το φόρτωμα των εμπορευμάτων στα άλογα, τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του, ο Χαράλαμπος και ο Γιάννης 20 και 19 ετών αντίστοιχα, αποφάσισαν να παραδώσουν τα εμπορεύματα και να πληρωθούν με την βοήθεια των Τούρκων υπηρετών που διέθεταν. 

Αφού παρέδωσαν τα εμπορεύματα και μάζεψαν τις εισπράξεις, πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Περνώντας από ένα λιβάδι καθίσαν να ξεκουραστούν. Οι Τούρκοι υπηρέτες, έχοντας συνεννοηθεί μεταξύ τους, επιτέθηκαν στα άοπλα παιδιά και αφού τα κατακρεούργησαν, εξαφανίστηκαν με τις εισπράξεις.

Ένας Έλληνας αγροφύλακας ο οποίος περνούσε τυχαία από το λιβάδι, είδε δύο άλογα και δίπλα τους πολλά όρνια. Παραξενεύτηκε και πήγε κοντά αλλά το θέαμα που αντίκρισε ήταν τρομακτικό. Ο αγροφύλακας αναγνώρισε τα δύο άτυχα παιδιά και αφού φόρτωσε τα πτώματά τους στα άλογα παρέδωσε στην οικογένεια του Γκοργκόρ.

Η θλίψη ήταν ανείπωτη. Την στιγμή που ο αγροφύλακας περνούσε την είσοδο της φάρμας, δύο λευκά περιστέρια κάθισαν πάνω στην άτυχη μάνα και πατέρα. Ο Γκοργκόρ κατόπιν, παραιτήθηκε από το αξίωμα του και μέχρι το τέλος της ζωής του δεν κουρεύτηκε ούτε ξυρίστηκε ξανά.

Δεν ήταν όμως τα μόνα άσχημα μαντάτα που δέχτηκαν. Οι θηριωδίες είχαν ξεκινήσει και η οικογένεια του Γκοργκόρ επτά χρόνια αργότερα, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπιτικό τους μαζί με άλλες οικογένειες της Τραπεζούντας και γενικότερα του Πόντου.

Ο Χαράλαμπος πριν φύγει από τη ζωή, είχε παντρευτεί και είχε απόκτηση έναν γιο, τον Γιωργάκη ο οποίος ήταν μόνο τριών μηνών όταν έγινε το κακό.

Το επόμενο πρωί μόλις ανέτειλε ο ήλιος, ο μικρός Γιωργάκης αντίκρισε την Κωνσταντινούπολη. Ο παππούς του και ο θείος του, το είχαν πει πολλές ιστορίες από το ένδοξο παρελθόν του Πόντου. Του είχαν επίσης εντρυφήσει την αγάπη προς την Ελλάδα και τον χριστιανισμό. Όταν έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, οι Τούρκοι ανάγκασαν όλους τους ενήλικες να τεθούν σε καραντίνα λόγω της ευλογιάς.

Ο μικρός Γιωργάκης και η ξαδέρφη του η Αθηνά έμειναν στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης τριγυρνώντας μόνοι τους και αναζητώντας τροφή και στέγη. Η Αθηνά η οποία μόλις είχε κλείσει τα 9 έβρισκε εύκολα φαγητό καθώς ήταν τετραπέρατη. Ο Γιωργάκης όμως, ο οποίος ήταν και ιδιαίτερα συνεσταλμένος, αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες. 

Μία μέρα δύο Έλληνες της Κωνσταντινούπολης αντίκρισαν τα παιδιά αυτά και θέλησαν να τα βοηθήσουν. Ο μεγαλύτερος από τους δύο κυρίους, έβγαλε από την τσέπη του μερικά χρήματα και τα έδωσε στον εξαθλιωμένο από τις κακουχίες Γιωργάκη.

Ο Γιωργάκης, ο οποίος είχε ανατραφεί σε ένα περιβάλλον το οποίο έδειχνε ιδιαίτερη έμφαση στην τιμή και την αξιοπρέπεια, έβαλε τα κλάματα και του απάντησε "σας παρακαλώ κύριε, δεν είμαι ζητιάνος". Ο κύριος, κατάλαβε ότι το μικρό εξαθλιωμένο ελληνόπουλο που είχε μπροστά του ήταν από καλή οικογένεια και παρόλο που ήταν πεινασμένο, προσβλήθηκε.

Τότε του απάντησε "όχι καλό μου παιδί, σου έδωσα αυτά τα χρήματα για να με βοηθήσεις. Είμαι γέρος και θέλω να πάρεις αυτοί τη στάμνα που έχω μαζί μου και να πας σε εκείνο το πηγάδι λίγο πιο κάτω, να την γεμίσεις νερό και να μου τη φέρεις πίσω γιατί διψάω".

Ο Γιωργάκης παρότι ήταν πολύ κουρασμένος πήρε τη στάμνα την γέμισε νερό και του την έφερε. Ο κύριος τον ευχαρίστησε και του εξήγησε ότι έπρεπε να κρατήσει τα χρήματα ως ανταμοιβή. Μάλιστα προσφέρθηκε να βοηθήσει τα παιδιά και αξιοποιώντας τις διασυνδέσεις του κατάφερε να επανενώσει την οικογένεια.

Όταν όμως τα παιδιά αντίκρισαν την οικογένειά τους, είδαν ότι έλειπε ο Γκοργκόρ αλλά και ο μικρός του γιος, ο Χρήστος. Η μοίρα είχε παίξει άσχημο παιχνίδι Για ακόμη μία φορά. Ο Χρήστος, ο μικρός γιος του Γκοργκόρ και της Σοφίας, είχε πεθάνει από ευλογιά. Ο Γκοργκόρ ήταν απαρηγόρητος και ανακοίνωσε σε όλους ότι δεν θα φύγει στην Ελλάδα, γιατί όλοι οι γιοι του ήταν θαμμένοι εκεί. Πράγματι λίγες μέρες πριν την ανταλλαγή, ο Γκοργκόρ πέθανε από ανακοπή και θάφτηκε στην Κωνσταντινούπολη δίπλα στον γιό του.

Ο μικρός Γιωργάκης και η υπόλοιπη οικογένεια ταξίδεψαν με πλοίο έως τη Θεσσαλονίκη και κατέληξαν τελικά στην Καβάλα όπου έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους. Πάντα όμως μέσα στην καρδιά τους υπήρχε η Τραπεζούντα και η χαμένη πατρίδα τους την οποία δεν αντίκρυσαν ξανά έως το τέλος της ζωής τους

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.

Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.

Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.