Τρίτη 25 Μαΐου 2021

Μια μέρα πριν τη μεταμόρφωση



Του Φώτη Μισόπουλου
Κάπου κάπου, μερικές στείρες πολυτελείς συγκινήσεις ασκούν κάποια γοητεία επάνω μας
ΟSCAR WILDE [1]

.......δεν μπορούσε να προσδιορίσει πότε ακριβώς τον δάγκωσε ο φόβος πότε έμπηξε τα νύχια του τα δόντια του πάνω του μέσα του και τον παρέλυσε ούτε ήταν το πράσινο ή τ' οξυγόνο τα φύλλα που ανασαίνουν όταν πέφτουν το φθινόπωρο στους δρόμους ή τους υποθετικούς μας κήπους Έβρεχε/Χιόνιζε Βρισκόμουν απέναντι στο παρακάτω δίλημμα : να συνεχίσω προχωρώντας στηριζόμενος στην ομπρέλα και να γίνω μούσκεμα ή να σταματήσω, - να στεγαστώ κάτω απ' το ανοιχτό υπόστεγο προσωρινά : κάποιο είδος μυστικισμού με την υπέροχη δύναμή του καθώς κάνει να βλέπουμε τα απλά πράγματα παράφορα είτε αλλόκοτα Πρέπει να ήταν κάπου εκεί μετά το ''Καφέ Π.'' το χρονικό σημείο Χ που καρφώθηκε η υποψία, πως του είχανε στήσει παγίδα. Μηχανή.
Πρόκειται για ένα μόνο δέντρο, μια λεύκα φουντωμένη και υψηλή με φύλλα που θροίζουν ασημένια ενώ εμείς καθισμένοι κάτω απ' αυτήν στο τραπέζι τού καφενείου τη θωρούμε σιωπηλοί με την πλάτη κολλημένη στο ερεισίνωτο της καρέκλας
Ήταν λοιπόν ψευτοδίλημμα όπως τόσα διλήμματα γιατί απ' το θόλο της ομπρέλας δεν είχαν μείνει παρά μερικά κουρέλια - σάλευαν γύρω στις βέργες - και αναγκαζόμουν να προχωρώ πολύ σιγά : Ο μυστηριώδης αντινομισμός που συνοδεύει τα πράγματα, συγκινούσε,- όπως η εποχή που σύγκλινε ο υλισμός στο δαρβινικό κίνημα της Ευρώπης
Τώρα πήρα είδηση τι νόημα έχει αυτή η βόλτα στην πόλη - Να δώσει - την ευκαιρία - δήθεν - να ξεφύγει - να εξάψει την επιθυμία, να κάνει αυτό το σκάρτο, να δώσει έτσι ο ίδιος στην Ειδική Υπηρεσία τα στοιχεία - το κρίσιμο στοιχείο - που δεν υπήρχε στα χέρια τους Θα πρόδιδε από μόνος την απόδειξη ενοχής του, ένα είδος ιδιαίτερης μαρτυρίας εναντίον του εαυτού του. Κλασσική υπόθεση αυτόφωρου.
Δεν είμαστε σιωπηλοί Συχνά τα λέμε : μνήμες από ταξίδια περασμένα και φίλους αγνοημένους στη βαθιά λήθη, έννοιες από τρέχουσες καταστάσεις - ερχόμαστε τα θερμά τούτα βράδια κάτω απ' τη Λεύκα - έτσι τη νοιώθουμε, δική μας - και βυθίζουμε το βλέμμα στα κλαδιά. Η ομπρέλα, όχι πλέον στήριγμα, μα καταφύγιο-στέγη Είχα τόσο πολύ συνηθίσει από τη μια μεριά να με προστατεύει απ' τη βροχή θαυμάσια, από την άλλη να μην μπορώ να περπατάω χωρίς αυτήν, να στηρίζομαι - το δίλημμα έμενε ακέραιο
Ενθουσίαζε η ιδέα της απόλυτης εξάρτησης από σωματικές ιδεοληψίες νοσηρές, φυσιολογικές ή όχι Είχαμε πλήρη επίγνωση πόσο άγονος είναι ο διαλογισμός όταν αποχωρίζεσαι την πράξη και το πείραμα. Βέβαια, θα είχανε λάβει τα δέοντα μέτρα να μην μπορέσει να τους ξεφύγει Θα τον αφήνανε να κάνει το πρώτο βήμα να παρασυρθεί και να τολμήσει - και τότε θα τον γραπώνανε έχοντας το ατού που τους έλειπε. ''Είναι σαν θάλασσα'', μου είπε κάποια μέρα, ''κυματίζει'' - από τότε δεν έπαυσα κι εγώ να εξερευνώ τις επιφάνειές της να ταξιδεύω στα κύματα που ήταν δικά της - μια Λεύκα τρίσβαθα ριζωμένη στον Καιρό - απέραντη - το κάθε φύλλο μεταφέρει σε άλλο κλώνους αντικλώνους το θρόισμα προμηνύει ανέμους αναπνοές εκπνοές - θα μπορούσα να φτιάξω φυσικά ένα ραβδί και να συνεχίσω το προχώρημα μ' όλο που έβρεχε/ χιόνιζε ακουμπώντας σ' αυτό και την ομπρέλα ανοιχτή από πάνω - ασάλευτος - βρεγμένος - και μόνο η γλώσσα στεγνή η μυτερή άκρη της ομπρέλας λες και ήταν δάχτυλό μου ή άφηνα στάμπα στο πρόσωπο μια χαρακτηριστική χειρονομία. Δικιά μου Ήξερα ότι οι αισθήσεις πόσο μάλλον η ψυχή έχουν τα δικά τους μυστήρια ν 'αποκαλύψουν αναρωτήθηκα τι υπήρχε στις βιολέτες που ξυπνούσαν τη θύμηση πεθαμένων ερώτων ή το μόσχο που θόλωνε το νου. Και τη σαμπάκα [2] που κατέστρεφε τη φαντασία
Από τη στιγμή που κυριάρχησε ο φόβος ότι του είχαν στημένη μηχανή τα γόνατά του λύθηκαν
''Η πόλη χάλασε, σου λέω, μ' ενοχλεί'' Αυτό το τελευταίο δεν έπρεπε να το ξεστομίσω - η επιβίωση φαινόταν από καιρό σαν θαύμα. Ερώτημα : ας μην αναλύουμε ολότελα τα πράγματα, ας βλέπουμε τα θαύματα ως θαύματα.....Οι καλύτερες ιδέες έρχονταν σε αυτές τις στάσεις ήταν πια βέβαιο πως η βροχή κτλ. δεν θα σταματούσε όλη την ημέρα ή όλη νύχτα, τότε λογικευόμουν κι έφτιαχνα το πραγματικό καταφύγιο Μα δεν μου αρέσανε τα πραγματικά καταφύγια καμωμένα από κλαριά Γιατί σε λίγο τα δέντρα δεν θα είχαν πια φύλλα μα μονάχα τις βελόνες που κουβαλάνε τα πευκόδεντρα Μια άλλη φορά αφοσιώθηκα με όλο μου το είναι στη μουσική - έβλεπε κανείς μανιασμένες τσιγγάνες που έβγαζαν άγριους ήχους από σαντούρια και νέγρους που χτυπούσαν μονότονα χάλκινα τύμπανα - τον είχε ναρκωμένο ο φόβος αυτό ακριβώς επιδίωκαν οι άνθρωποι της Ειδικής Υπηρεσίας Συλλογίστηκε και κάτι άλλο : ίσως υπήρχε κι ένας τρίτος που τους παρακολουθεί για να επέμβει σε περίπτωση που πήγαινε να ξεφύγει Όχι, δεν είχε αντιληφθεί κανέναν να τους ακολουθεί Ωστόσο του είχε καρφωθεί κι αυτή η υποψία Αμφιβάλλοντας όπως πάντα ήρθαμε στη γειτονιά αυτή - δεν ξέρω κι εγώ γιατί : Μπορείς να περπατάς τουλάχιστο - ''Η Αθήνα μοιάζει αποκλεισμένη πόλη'' μα δε βρισκόταν εδώ η πραγματική αιτία που δεν αγαπούσα τα αληθινά καταφύγια, όχι - εκεί μέσα σκεφτόμουν αδιάκοπα το πανωφόρι του γιού μου το έβλεπα στην κυριολεξία [το πανωφόρι], δεν έβλεπα παρά αυτόν που γέμιζε όλον τον τόπο ΝΤΟΡΙΑΝ ΓΚΡΈΙ : .....η Σύμπιλ μπορεί να αισθάνεται να καταλαβαίνει ή ν' ακούει - Ω, Χάρι πόσο πολύ την αγάπησα κάποτε [3] Μη θίγεις τα ιερά και τα όσια -/ Προτιμούσα το καταφύγιο της αχώριστης ομπρέλας ή ενός δέντρου ενός φράχτη ενός χαμόδεντρου ένα ερείπιο
Δεν ωφελεί που μένει στο 717 του Gran National μπροστά στο κλειστό παράθυρο προσπαθώντας να λύσει το σταυρόλεξο τι ωφελεί που κάθεται και μηρυκάζει όσα συνέβησαν περιμένοντας, έριχνε κυκλικές αδιάκριτες ματιές επισημαίνοντας ενίοτε κάποιον βραχυκυκλώνοντας λιγάκι ένα τραπέζι με θαμώνες που προφανώς τους έβλεπε για πρώτη φορά Απόφευγα λοιπόν όσο ήταν μπορετό να καταφεύγω σε πραγματικά καταφύγια θα γυρίσω στο σπίτι με τα δεκαπέντε νομίσματα ανέγγιχτα Όχι ξόδεψα δυο σε κάποια περίσταση Ήταν ένα βράδυ Καρτερούσα με την ησυχία μου ν' ανοίξει ο καιρός πάντα κάτω απ' την ομπρέλα μου - τι ν' αμφισβητήσεις άλλωστε και τι να πεις οι διαφημίσεις ασφαλώς θα επιβιώσουν και του ιδιοκτήτη και όλων αυτών που περίμεναν στο ρεστοράν και συζητούσαν -
Α : .....λες να την ανακαλύψουν οι άλλοι;
Β : ......γιατί όχι ;
Α : ........και όμως αμφιβάλλω
Α : ......τι είμαστε εμείς
Β: ....τίποτε συμφωνώ
Α : .....δηλαδή θέλω να πω αν βλέπουν
Β : ........ασφαλώς θα βλέπουν άλλα πράγματα, άλλα φαντάσματα
Είναι πολύ αργά τώρα η ευκαιρία πέρασε ανεπιστρεπτί δεν έκανε το παραμικρό να εξαφανισθεί μ' επιτυχία στη διάρκεια της βόλτας Πολύ αργά! 2.27 Σε δυόμιση ώρες ίσως και νωρίτερα ο μάνατζερ θα χτυπήσει την πόρτα. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Δεν μπορεί πια να σκεφτεί τίποτα. ''Η πόλη χάλασε σου λέω μ' ενοχλεί'' Το πιο φανερό έγκλημα.

ΤΕΛΟΣ

ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΦΩΤΟ
[1] βλ. σημ. [2] & [3]
[2] σαμπάκα, είδος τροπικού φυτού που γίνεται θυμίαμα [βλ. Όσκαρ Ουάιλντ, Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ]
[3] Όσκαρ Ουάιλντ ο.π.

 https://live.staticflickr.com/8355/8291630381_cc4871c6e8_b.jpg

1 σχόλιο:

Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.

Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.

Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.