Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο ιερός Λόχος και η συμμετοχή των Ποντίων στην Επανάσταση του 1821


Του Νίκου Κωνσταντινίδη
Εκπαιδευτικού-συγγραφέα
Αρχίζω με μια απλή διαπίστωση ότι υπάρχουν πολλές λευκές σελίδες της ιστορίας, που πρέπει να γραφτούν. Πως είχε δίκαιο ο Γεώργιος Κανδηλάπτης - Κάνις, όταν άσκησε αυστηρή κριτική στον ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, λέγοντας ότι, ενώ διέθεσε σελίδες ολόκληρες για τα χωριά της Πελοποννήσου, απαξίωσε να γράψει κάτι για την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντος, που διήρκησε 257 συναπτά έτη.

Είναι επίσης αλήθεια ότι τον απελευθερωτικό αγώνα που ξεκίνησε ο ποντιακής καταγωγής Αλέξανδρος Υψηλάντης στις παραδουνάβιες περιοχές στις 22 Φλεβάρη του 1821, τον τελείωσε ο αδερφός του Δημήτριος Υψηλάντης, στη μάχη της Πέτρας στη Βοιωτία, στις 12 Σεπτέμβρη του 1829.

Είναι αλήθεια, ακόμη, ότι υπήρξαν σημαντικές μορφές με ποντιακή καταγωγή, στα προεπαναστατικά και επαναστατικά χρόνια, που δεν έτυχαν ανάλογης παρουσίασης στις σελίδες της ελληνικής ιστορίας, όπως οι Μουρούζηδες του Φαναρίου, που διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στη διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κι επηρέασαν αποτελεσματικά τις τύχες του ελληνισμού.

Το ότι βεβαίως και οι Μουρούζηδες κατάγονταν από τον Πόντο προκύπτει από ιστορικά ντοκουμέντα και από σχετικές παραδόσεις, με καταγωγή το χωριό Μουρουζάντων. Μια ονομασία που πήραν από έναν πρόγονό τους, που είχε στρογγυλό κεφάλι με σαγόνι κοντό.

Ο αείμνηστος πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Αλέξανδρος Ζαΐμης έλεγε: «Καταγόμεθα βεβαίως από τα Καλάβρυτα εκ πατρός, πάππου και προππάπου. Αλλά να μην λησμονηθεί ότι η μητέρα μου Ελένη ήταν ποντιακής καταγωγής, ως κόρη του Αλέξανδρου Μουρούζη Φαναριώτικης οικογένειας.

Να πούμε πως οι γιοι του Αλέξανδρου Μουρούζη, Κωνσταντίνος και Νικόλας υπήρξαν πρωτομάρτυρες στον αγώνα υπέρ της ελληνικής ανεξαρτησίας. Επιφανέστατος, ωστόσο, όλων υπήρξε ο Δημήτριος, γιος του Κωνσταντίνου, ο οποίος κατακρεουργήθηκε σε ηλικία 44 ετών το έτος 1812.

Ο δευτερότοκος γιος του Αλέξανδρου Μουρούζη, ο Κωνσταντίνος συνέδεσε κι αυτός το όνομά του με τον απελευθερωτικό αγώνα του 1821, καθώς υπήρξε ένας από τους πρωτομάρτυρες της εθνικής παλιγγενεσίας, που σφαγιάστηκε με αποκεφαλισμό κατά την έναρξη της ελληνικής επανάστασης.

Χαρακτηριστικά μένουν τα λόγια που είπε στον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄, όταν εκείνος τον προέτρεψε, λίγες μέρες πριν ο Σουλτάνος αφορίσει το κίνημα του Υψηλάντη, να φύγει από την Κωνσταντινούπολη για να σωθεί, γιατί ήταν νέος: «Προτιμότερο να θυσιαστώ εγώ για να σωθούν οι αθώοι και το γένος», με αποτέλεσμα να πέσει πάνω του ο πέλεκυς του αποκεφαλισμού.

Η θυσία των Πόντιων Μουρούζηδων ανήκει στις περιπτώσεις που δικαιούνται ανάλογο χώρο στον καμβά της ιστορίας. Οι μορφές ηρώων που συνδέονται με τον απελευθερωτικό αγώνα και ανήκουν στα πρώτα του θύματα δικαιούνται τη θέση που αξίζουν στο πάνθεον των μαρτύρων του 1821.

Στις μορφές των Ποντίων του 1821, που ξεχωρίζουν σε ανδρεία και θυσία, συγκαταλέγονται και οι Υψηλάντηδες, από το χωριό Υψήλ’ του Όφεως. Η καταγωγή των Υψηλάντηδων ανάγεται στους υστεροβυζαντινούς χρόνους, από την επιφανή οικογένεια των Ξιφιλίνων Υψηλαντών. Ως μέλη της οικογένειας αναφέρονται δύο πατριάρχες της Πόλης: Ο Ιωάννης Η΄ Ξιφιλίνος Υψηλάντης και ο Γεώργιος ο Β΄ Ξιφιλίνος Υψηλάντης.

Η οικογένεια των Ξιφιλίνων Υψηλαντών έφυγε στην Τραπεζούντα, όταν η Κωνσταντινούπολη καταλήφθηκε από τους Σταυροφόρους το 1204. Από το γάμο του Κωνσταντίνου Ξιφιλίνου Υψηλάντη και της κόρης του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού προέκυψε το γένος των Υψηλαντών Κομνηνών.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ήταν στρατηγός του τσαρικού στρατού και διακρίθηκε στους πολέμους κατά του Ναπολέοντα. Στη μάχη της Δρέσδης, τον Αύγουστο του 1813, έχασε το δεξί του χέρι, σε ηλικία μόλις 21 ετών.

Στην ηλικία 25 ετών ανέλαβε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας και ήταν ο πολιτικός αρχηγός της Επανάστασης. Η ανδρεία που επέδειξε σε πολλές μάχες εναντίον του Ναπολέοντα, είχε ως αποτέλεσμα μετά από εννέα χρόνια να καταφέρει να διακριθεί ως υπασπιστής του τσάρου Αλεξάνδρου Α΄ της Ρωσίας και να λάβει το βαθμό του υποστράτηγου σε ηλικία είκοσι πέντε ετών.

Διαποτισμένος από μεγάλη αγάπη για την πατρίδα, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διέθεσε την προσωπική και οικογενειακή του περιουσία για τη δημιουργία ελεύθερου ελληνικού κράτους. Με τη θυσία του ενσάρκωσε το όραμα της ελευθερίας των Ελλήνων και συνήγειρε τον πολιτισμένο κόσμο της Ευρώπης, υπέρ του υπόδουλου ελληνικού γένους.

Τον Απρίλιο του 1820 αναλαμβάνει τη γενική αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας. Με το σύνθημα «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Στις 22-2-1821 περνάει τον ποταμό Προύθο και υψώνει τη σημαία της Επανάστασης στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, όπου οι τοπικοί άρχοντες ήταν Έλληνες Φαναριώτες.

Στις 26-2-1821 στο ναό των Τριών Ιεραρχών τελέστηκε η δοξολογία και ο μητροπολίτης Βενιαμίν ευλόγησε σημαία με έμβλημα το σταυρό και παρέδωσε το ξίφος στον Υψηλάντη, κατά το βυζαντινό τυπικό. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει ότι η επανάσταση του ‘21 άρχισε νωρίτερα από τις 25 Μαρτίου.

Κατόπιν έγινε έρανος για τη συλλογή ενός εκατομμυρίου γροσίων. Υπογράφηκε στο Κισνόβιο της Μολδαβίας η διακήρυξη προς το Έθνος και ακολούθησε η πρόσκληση εθελοντών. Απ’ όλη την Ευρώπη κατέφθαναν στη Μολδαβία εθελοντές, όπου συγκροτήθηκε ο Ιερός Λόχος, αποτελούμενος από 500 σπουδαστές.

Η κρίσιμη μάχη δόθηκε στο Δραγατσάνι στις 7 Ιουνίου. Η αντίσταση και η θυσία του Ιερού Λόχου με επικεφαλής το Νικόλαο Υψηλάντη ήταν ηρωική. Αρχηγός του ιππικού ήταν ο έμπειρος αξιωματικός του ρωσικού στρατού Βασίλειος Καραβίας. Από τους ιερολοχίτες πολλοί ανήκαν και σ’ άλλες εθνότητες των Βαλκανίων. Περισσότεροι από 200 Ιερολοχίτες έπεσαν στη μάχη, 37 αιχμαλωτίστηκαν, οι οποίοι και αποκεφαλίστηκαν αργότερα στην Κωνσταντινούπολη.

Στην πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης, ευτυχώς, κατέφθασε ο Γεωργάκης Ολύμπιος, που διέσωσε 136 ιερολοχίτες, μεταξύ αυτών το Νικόλαο Υψηλάντη και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ, ο οποίος μετέπειτα κατέβηκε στη Ρούμελη, προκειμένου να συμβάλει στην επανάσταση.

Ο Γεωργάκης Ολύμπιος ανατινάχθηκε μαζί με τους άνδρες του και δυνάμεις του εχθρού, στη μονή Σέκου της Μολδαβίας. Στη μάχη του Δραγατσανίου, από τους ιερολοχίτες που σώθηκαν, αρκετοί κατάγονταν από τον Πόντο και από την Μικρά Ασία, στα ονόματα των οποίων θα αναφερθώ παρακάτω.

Λίγο μετά τη μάχη του Δραγατσανίου συνελήφθη ο Αλέξανδρος Υψηλάντης από Αυστριακούς και κλείστηκε στα ανθυγιεινά κελιά του μεσαιωνικού φρουρίου του Μουγκάτς, στο οποίο παρέμεινε μέχρι το 1827. Εκεί μέσα υπέστη τα πάνδεινα, αφού η σκληρή «μετερνιχική» πολιτική ήταν γνωστή απέναντι σε επαναστάτες. «Στο Μουγκάτς φθάνουν τα πρώτα εμβάσματα από την πονεμένη μητέρα του, καθώς υποχρεούται να πληρώσει τα έξοδα της αιχμαλωσίας του».

Όταν αποφυλακίστηκε, με την παρέμβαση του Τσάρου, στις 24-11-1827, η υγεία του ήταν ήδη βαριά κλονισμένη. Πέθανε εγκαταλειμμένος στη Βιέννη, στις 31-1-1828, σε ηλικία 36 ετών. Η κηδεία του Αλέξανδρου Υψηλάντη έγινε στη Βιέννη. Στην τελευταία του κατοικία τον συνόδευσαν όλοι οι Έλληνες που διέμεναν στην αυστριακή πρωτεύουσα. Στο φέρετρό του ο νεκρός πρίγκιπας έφερε τη στολή του ιερολοχίτη και το ξίφος, με το οποίο τον όρκισε ο μητροπολίτης Βενιαμίν, στην εκκλησία των Τριών Ιεραρχών στο Ιάσιο.

Στο βιβλίο του «Ρήγας, Υψηλάντης, Καποδίστριας», σχετικά με το θάνατο του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο καθηγητής του πανεπιστημίου Βιέννης, Πολυχρόνης Ενεπικίδης επικαλούμενος τα αρχεία του Δήμου Βιέννης αναφέρει: «Εν τω νεκρολογίω του εν Βιέννη νεκροταφείου Sankt Marx και δη του ελληνορθόδοξου τμήματος αυτού, φυλασσομένω σήμερον εν τοις αρχείοις του Δήμου Βιέννης, αναφέρεται σχετικώς προς τον υπ’ αριθμόν 55ο τάφον της δευτέρας θέσεως: Υψηλάντης Αλέξανδρος, πρίγκιψ, κτηματίας. 

Ετάφη την πρώτην Αυγούστου του έτους 1828. Εν τω πρωτοκόλλω των νεκροψιών του έτους 1828, φυλασσομένω εν τοις αυτοίς αρχείοις, αναγράφεται υπό ημερομηνίαν θανάτου 31η Ιανουαρίου 1828: Υψηλάντης Αλέξανδρος, Πρίγκιψ, Άγαμος εκ Κωνσταντινουπόλεως, απέθανεν εν τω πανδoχείω “Το χρυσούν απίδιον” επί της Landstrasse, αρ. 52 εις ηλικίαν 36 ετών, εξ υδρωψίας του στήθους και του καρδιακού θυλακίου (Brust-und Herszbeutelwassersucht)».

Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα της Λουλούς Τυρχάιμ, η καρδιά του Αλέξανδρου Υψηλάντη αποσπάσθηκε από το λείψανό του από το γιατρό Λασσάνη, βαλσαμώθηκε και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα. Σήμερα φυλάσσεται μαζί με την καρδιά του αδελφού του Γεώργιου Υψηλάντη στον ιερό ναό Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ, στην οδό Στησιχόρου, στην Αθήνα.

Ο ναός αυτός κτίστηκε με προσωπική δαπάνη της πριγκίπισσας Μαρίας Υψηλάντη - Μουρούζη στον προαύλιο χώρο του Αμαλιείου Ορφανοτροφείου Θηλέων που ιδρύθηκε το 1855.

Οι βαλσαμωμένες καρδιές των δύο αδερφών φυλάσσονται μέσα σε ειδική προθήκη που βρίσκεται αριστερά του δεσποτικού θρόνου. Σε υψηλό σημείο της προθήκης, μέσα σε επάργυρη λήκυθο βρίσκεται η καρδιά του μεγάλου ηγέτη της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρου Υψηλάντη και στην επίχρυση η καρδιά του αδελφού του Γεωργίου.

Το αίτημα για τη μεταφορά της καρδιάς του Αλέξανδρου Υψηλάντη στην Ελλάδα το υπέβαλε ο Γεώργιος Υψηλάντης το 1843 στο βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα, εκπληρώνοντας έτσι την επιθυμία του αδελφού του. Ο Όθωνας συναίνεσε και στις 3-4-1843 η καρδιά τοποθετήθηκε με επίσημη τελετή στην τότε Μητρόπολη Αγίας Ειρήνης.

Μεταξύ αυτών που βοήθησαν οικονομικά την Επανάσταση του 1821 ήταν οι μεταλλουργοί που Πόντου, που διέθεταν γενναία ποσά για τις ανάγκες του Γένους μας. Ως μια τέτοια χειρονομία μπορεί να αναφερθεί η γενναία δωρεά του αρχιμεταλλουργού Ιάκωβου Γρηγοράντη, στον έρανο που διενεργήθηκε με εντολή του Μητροπολίτη Χαλδίας Σίλβεστρου Β΄ Λαζαρίδη για τις ανάγκες της Φιλικής Εταιρίας. Από τις 12.000 γρόσια που συγκεντρώθηκαν, τα περισσότερα ήταν δικά του. (πηγή: «Ποντιακά ιστορικά ανάλεκτα», Γεωργίου Κανδηλάπτη).

Αρκετοί επιφανείς Πόντιοι, με μεγάλα χρηματικά ποσά, ενίσχυσαν τη Φιλική Εταιρεία. Ο Ηλίας Κανδήλης, ιδρυτής και διδάκτορας του Φροντιστηρίου της Χερσώνας (της ταυρικής χερσονήσου) όπως και η μεγάλη ποντιακή οικογένεια των Μουρούζηδων είναι λίγα από τα παραδείγματα των Ποντίων, που στήριξαν τον απελευθερωτικό αγώνα του ‘21.

Ο ιερός λόχος
Στην επαναστατημένη Ελλάδα και ιδιαίτερα στο Μοριά κατέβηκαν πολλοί εθελοντές και πολλά νέα παλληκάρια, για να πολεμήσουν, και το έπραξαν με ξεχωριστή γενναιότητα. Ο Γεώργιος Κανδηλάπτης (από την πόλη Κάν(ιν), τη γνωστή ως Αργυρούπολη του Πόντου) γράφει: «Ουχ ήττον και πολλοί νέοι Πόντιοι μέσον Ρωσίας και Ρουμανίας κατήλθον εις την Ελλάδα και επολέμησαν γενναίως εν Ηπείρω και Στερεά Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και οι Λαζαίοι, οι δια τας ανδραγαθίας των αναφερόμενοι εις πολλά σημεία της Ιστορίας του Μπουκεβίλλ» («Αρχείον Πόντου», τόμος 33, Αθήνα 1975-1976).

Εκτός από τις περιγραφές και τα ιστορικά γεγονότα που μέχρι σήμερα ξέραμε, δημοσιεύτηκε και η πραγματεία του φιλέλληνα ιστορικού Νικολάι Τοντόρωφ («Η Βαλκανική Διάσταση της Επανάστασης του 1821», έκδοση Gutenberg, Αθήνα 1982), με στοιχεία καταχωρημένα σε φάκελο από το Ρώσο στρατηγό Κισελιώφ, επιτελάρχη της δεύτερης στρατιάς «Κισσινέβ, 14 Ιουλίου, αριθμ. 3465» από τη «Γραμματεία Κυβερνήτου Νοβοροσίσκι και Βεσσαραβίας», που βρίσκεται στο κρατικό αρχείο της Οδησσού (πηγή: «Ποντιακή Εστία», τεύχος 44, έτος 1982, άρθρο του Παναγιώτη Γ. Εφραιμίδη).

Η προαναφερόμενη πραγματεία του Βούλγαρου ελληνιστή Νικολάι Τοντόρωφ, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι στον επαναστατικό στρατό του Αλέξανδρου Υψηλάντη συμμετείχαν και Πόντιοι. Το βιβλίο περιλαμβάνει έναν ονομαστικό κατάλογο 1002 αγωνιστών του Αλέξανδρου Υψηλάντη που, μετά την ήττα στο Δραγατσάνι, στις 7 Ιουνίου 1821, πέρασαν υποχωρώντας πίσω στη Ρωσία.

Από αυτούς τους αγωνιστές οι 503 ήταν Έλληνες από διάφορα μέρη. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται 19 ονόματα που κατάγονταν από τον Πόντο και τις γύρω περιοχές. Οι αγωνιστές αναφέρονται με αύξοντα αριθμό, όπως καταχωρούνται στον κατάλογο είναι οι εξής:

101. Νικόλαος Κυριαζής, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την Ανατολή.

102. Ανδρέας Μιχαήλ, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την πόλη Μήδεια.

103. Δημήτριος Τσερκέσης, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την πόλη Αγκιούρ της Ανατολής.

104. Δημήτριος Τραπουζανλής, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την Τραπεζούντα της Μικράς Ασίας.

105. Νικόλαος Σαλαγάρ, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από το Μπουλαντάν της Μικράς Ασίας.

106. Βασίλειος Τουρκουλέτς, εκχριστιανισμένος Οθωμανός, τουρκικής υπηκοότητας από την πόλη Καισάρεια της Μικράς Ασίας.

107. Θεόδωρος Αναστασίου, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την Τραπεζούντα.

108. Στέφανος Κωνσταντίνου, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την Τραπεζούντα.

109. Γιάννης Δημητρίου, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την Τραπεζούντα.

110. Παναγιώτης Σάββας, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την Τραπεζούντα.

111. Πολυχρόνης Χρήστου, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την πολίχνη Κιμισχανά.

112. Αναστάσιος Ισαάκ, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την Καισάρεια.

113. Γεώργιος Οσλάν Καϊσαρλής, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την πόλη Καισάρεια (Kayseri) της Μικράς Ασίας.

114. Δημήτριος Αντωνίου, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την πόλη Προύσα της Μικράς Ασίας.

115. Γεώργιος Γιακοβάκης, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την πόλη Μουκλάβ της Μικράς Ασίας.

116. Δημήτριος Ιωάννου Προύσαλης, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από την πόλη Προύσα.

117. Γεώργιος Ιωσήφ, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από τη Μικρά Ασία.

118. Ιβάν Βελισσάριος, Έλληνας τουρκικής υπηκοότητας από τη Νικομήδεια.

Όλοι οι παραπάνω, καταγεγραμμένοι στα αρχεία της Οδησσού, είναι όσοι σώθηκαν ή λαβώθηκαν μετά από την άτυχη φονική μάχη του Δραγατσανίου και ήταν κρατούμενοι από τις ρωσικές αρχές της Οδησσού, κατά τον Ιούλιο του 1821.

Ενδεχομένως υπάρχουν και άλλα αρχεία στα οποία καταγράφονται οι Πόντιοι, που ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Δεν γνωρίζουμε κι ίσως να μη μάθουμε ποτέ πόσοι από τους σκοτωμένους είχαν ποντιακή καταγωγή και πόσοι από τους άλλους Έλληνες αγωνιστές, που διασώθηκαν από τον ηττημένο επαναστατικό στρατό του Αλέξανδρου Υψηλάντη, και δεν αναφέρονται στον κατάλογο του βιβλίου, ήταν από τον Πόντο.

Σε άρθρο του Οδυσσέα Λαμψίδη, στο «Αρχείον Πόντου», τόμος 33, διαβάζουμε μεταξύ άλλων: «Ουδαμού μέχρι τούδε ούτε και υπό των ιστορησάντων την ελληνικήν επανάστασιν του ‘21 ανεγράφη Έλλην Πόντιος αγωνιστής των πολεμικών γεγονότων του 1821.

Το γεγονός τούτο είναι φυσικόν να κινή την προσοχήν και την απορίαν. Διό και ανεζήτουν και εσημείουν πάντοτε παν το σχετικόν προς το θέμα τούτο. Τοιουτοτρόπως σήμερον φέρω εις γνώσιν των ιστορικών του νεωτέρου Πόντου θετικά και βέβαια πλέον στοιχεία δια την συμμετοχήν των Ελλήνων Ποντίων εις τους αγώνας του 1821. Ταύτα είναι τα πρώτα, τα οποία παρουσιάζονται, αλλά είμαι βέβαιος ότι περαιτέρω έρευνα και επισταμένη αναδίφησις εις τα αρχεία των επισήμων υπηρεσιών του από του 1821 συσταθέντος ελληνικού κράτους θα φέρη εις φως πολύ περισσότερα και πολύ πε-ρισσότερον διαφωτιστικά.

Ημείς σήμερον αρκούμεθα να αναδημοσιεύσωμεν τα ονόματα των Ποντίων αγωνιστών, ως ταύτα ανεγράφησαν εις μελέτας αναφερούσας Μικρασιάτας αγωνιστάς του 1821, από το βιβλίο του Κ.Μ. Κωνσταντινίδη, “Η συμβολή των Μικρασιατών εις την εθνικήν αναγέννησιν” Μικρασιατικά Χρονικά 2 (1939) 92-109 και Γ.Ι. Αναστασιάδη, “Η συμβολή των Μικρασιατών εις την εθνικήν αναγέννησιν” Μικρασιατικά Χρονικά 3 (1940) 213–232».

Στα «Μικρασιατικά Χρονικά, 2ος τόμος» υπάρχουν τα παρακάτω ονόματα:

Ράδοβιτς Μαυροβουνιώτης. Παναγιώτης Παύλου Τραπεζούντιος. Μιχάλης Γεωργίου Μαυροθαλασσίτης. Ιωάννης Εγλεντέζογλου Τραπεζούντιος. Γιώργης Τζανής Σιναπλής. Δημήτρης Γιακομής Σιναπλής. Ιωάννης Τραπεζανλής. Στεφανής Γ. Μαυροθαλασσίτης. Αθανάσης Μαυροθαλασσίτης. Κωνσταντίνος Μαυροθαλασσίτης. Δημήτρης Κιουμουσχανελής. Μανώλης Στερίου Μαυροθαλασσίτης. Γιώργος Μαλαφάκης Σιναπλής. Δημήτριος Ιακώβου Σιναπλής. Ιωάννης Βασιλείου Κιουμουσχανελής.

Στα «Μικρασιατικά Χρονικά, 3ος τόμος» βρίσκουμε τα εξής ονόματα των αγωνιστών που προτάθηκαν για αριστείο: Ιωάννης Παναγιώτου από Τραπεζούντα. Ιωάννης Μπεχλιβάνης από Μαύρη Θάλασσα.

Αναφέρονται 17 άτομα, από τα οποία 5 από την Τραπεζούντα. Έξι (6) άτομα από τη Μαύρη Θάλασσα. Τέσσερα (4) από τη Σινώπη (το εθνικό τους όνομα είναι Σιναπλής) και 2 από την Αργυρούπολη, η οποία και τότε ονομαζόταν από τους Έλληνες Γκιουμουσχανέ.

Υπάρχει ελλιπής πληροφόρηση σχετικά με τη συνεισφορά του Ποντιακού Ελληνισμού στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821. Ασφαλώς ο ελληνισμός της Μαύρης Θάλασσας αξίζει καλύτερης παρουσίας, στις «λευκές» σελίδες της ιστορίας και τα σχολικά βιβλία.

Αντ’ αυτού, παρατηρούμε να συμβαίνει τελευταία ακριβώς το αντίθετο. Να αφαιρούνται από τη διδακτέα σχολική ύλη σελίδες που αναφέρονται στην ιστορία των Ελλήνων του Πόντου και στη Γενοκτονία, ενισχύοντας την ιστορική λήθη και ακυρώνοντας τη μνήμη.

Την ανάγκη να γνωρίζουμε την ιστορία του ελληνικού έθνους, την επισημαίνει ήδη από την εποχή του ο Γεώργιος Κανδηλάπτης - Κάνις, θεωρώντας ότι η ιστορική άγνοια αποτελεί μέγιστη εθνική ζημιά.

Ταυτόχρονα ο Γεώργιος Κανδηλάπτης ασκεί αυστηρή κριτική στον εθνικό ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, που, ενώ διέθεσε σελίδες ολόκληρες για πέντε ή δέκα φεουδαρχικά χωριά της Πελοποννήσου, απαξίωσε να γράψει για την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντος. Για το λόγο αυτό «παραδίδω ευτόλμως στο κοινό, αν και ατελές, το έργο μου αυτό, με την πεποίθηση ότι θα αποβεί εγκόλπιο για τον κάθε Πόντιο και θα βρει θέση σε μια γωνιά της βιβλιοθήκης του κάθε βιβλιόφιλου», προσθέτει ο Κανδηλάπτης στο βιβλίο του, «Οι Μεγάλοι Κομνηνοί».

Κλείνω τονίζοντας ότι τον απελευθερωτικό αγώνα που ξεκίνησε ο ποντιακής καταγωγής Αλέξανδρος Υψηλάντης στις παραδουνάβιες περιοχές στις 22 Φλεβάρη του 1821, τον τελείωσε ο αδερφός του Δημήτριος Υψηλάντης στη μάχη της Πέτρας στη Βοιωτία, στις 12 Σεπτεμβρίου του 1829. Με Πόντιο άρχισε η Επανάσταση του 1821 και με Πόντιο τελείωσε.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΕύΞΕΙΝΟΣ ΠΟΝΤΟΣ, στο τεύχος 260, Μαρτίου 2019


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.

Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.

Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.