Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2019

Εθνικισμός ή ενιστορισμός της σωτηρίας; (προσυνοδικές εξομολογήσεις)

†Ὁ Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως & Πολυκάστρου Δημήτριος
Πολλές γνώμες και διαγνώμες δημοσιεύθηκαν δημοσίως για το Ουκρανικό. Ήδη έχουμε επανειλημμένες τοποθετήσεις ενόψει της Ιεραρχίας, εν αναμονή συζήτησης και για το ζήτημα αυτό. 

Στηρίζονται είτε στην Εκκλησιολογία και στο Κανονικό Δίκαιο, είτε στα κραυγαλέα ιστορικά δεδομένα και τις Διορθόδοξες αποφάσεις και σχέσεις μέχρι της χθες (!) Ασκούν κριτική άλλοι μεν ευθέως είτε πλαγίως προς το σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο, άλλοι δε ανάλογες κρίσεις για τη Ρωσική Εκκλησία και τις νεότερες Εκκλησίες (που γεννήθηκαν πάντως όλες από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά μερικές λακίζουν και “απολακτίζουν, καίτοι ηγαπημένες”).

Θέλω να βοηθήσω λίγο στον κοινό προβληματισμό με ορισμένα στοιχεία.

Η ιστορία κατέχει το κλειδί της ερμηνείας, όμως η θεολογία και βίωση της θείας οικονομίας ως ευαγγελισμός και ενιστορισμός της εσχατολογίας είναι το μόνο σωστό άνοιγμα της κλειδός. Αυτό κανείς δεν το αμφισβητεί, ούτε οι θεολόγοι ούτε οι κανονολόγοι ούτοι οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί.

Καταρχήν, ως Ορθοδοξία ζούμε έναν τεράστιο πειρασμό στα νεότερα χρόνια: όχι τον ενιστορισμό, αλλά τον εθνικισμό της σωτηρίας (ως βλάσφημο επινόημα και εκκλησιολογική εμβολή). Ο εθνικισμός πέρασε από την ιστορία του κόσμου στην ιστορία της Ορθοδοξίας και στη θεολογία της Ορθοδοξίας. Φαντασιωνόμαστε Αραβική εκκλησία, Ρωσική εκκλησία, Σερβική εκκλησία, Ρουμανική εκκλησία, Γεωργιανή εκκλησία, Βουλγαρική εκκλησία κοκ. 

Η Εκκλησία από εσχατολογική κοινότητα μέσα στην ιστορία να γίνεται θύμα της ιστορίας, θύμα των εθνικισμών; Ατυχώς έτσι συμβαίνει, όσο κι αν οι κορυφαίοι θεολόγοι του 20ου αι. αντιστάθηκαν στη νομιμοποίηση και των κριτηρίων και της ιστορικής πρακτικής αυτών των εκτροπών.

Πάντως, αυτό το καίριο ζήτημα της πρόταξης των περιφερειακών (εθνικών) οφελών αντί των ενοποιών-κοινών πανορθοδόξως οφειλών διατρέχει όλη την πορεία της Εκκλησίας ανά τους αιώνες. Και το βλέπουμε στα Κείμενα των Διορθοδόξων Προπαρασκευαστικών και των Προσυνοδικών Διασκέψεων. Όπισθεν αυτού δεν αποκλείεται να υποκρύπτεται όχι μόνον η “ιδιογνωμοσύνη” μιας των Τοπικών Εκκλησιών, αλλά και η διεκκλησιαστική “ανάθεση μαχητικής εκπροσώπησης” από μερικές άλλες τοπικές Εκκλησίες. Κάποια φαίνεται μαχητικότερη, άλλες δεν φαίνονται, αλλά προωθούν την μαχητικότητά της. 

Αυτό ίσως διασφαλίζει την διεκδίκηση της αποφασιστικής ισονομίας, πολλάκις όμως απασφαλίζει και αποδιοργανώνει την ενότητα. Την αποτύπωση περί το ζήτημα δίνουν τα υφιστάμενα Πρακτικά και μια εύχρηστη εικόνα τους παρέχει πρόσφατη δημοσίευση σε τόμο των σχετικών κειμένων-γνωμών του Σεβ. Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου. Και τούτο δεν απηχείται μόνο στη συναίνεση της διαγνώμης για τα εκάστοτε κρίσιμα Διορθόδοξα θέματα, αλλά στην όλη ευαισθησία διασώσεως της κοινής-ενιαίας-ενοποιού εκκλησιαστικής πιστότητος.

Μια ευτυχής παρένθεση, ένα ευλογημένο παράδειγμα για όλους. Ευτυχώς που ο ελληνικής καταγωγής Αρχιεπίσκοπος της Αλβανίας είναι και βαθειάς θεολογικής παιδείας και προπαντός γνησίου εκκλησιαστικού φρονήματος, ώστε να μην αναδομηθεί κάποια μετέωρη Αλβανική εκκλησία, αλλά μετά την περίοδο του επίσημου αθεϊσμού ανασυγκρότησε δίπλα μας την Εκκλησία της Αλβανίας (δηλ. την Εκκλησία του Χριστού η οποία παροικεί στην Αλβανία). Και εάν αυτό δεν απηχείται ως αρίστη Μητρική γενετική πρωτοβουλία στην πρωτόθρονη Εκκλησία, ενεργούμενη από την άγια Πρόνοια του Θεού μας, τότε σε ποιόν απηχείται;

Τουναντίον. Η Ρωσική Εκκλησία ως θεσμική έκφραση απέβη μια καθαρά εθνικιστική εκκλησία, ως νοοτροπία δηλ. εξετράπη σε ένα θεολογικό και εκκλησιαστικό “λάθος”. Εάν δεν ήταν τέτοιο λάθος, τότε από πολλές δεκαετίες η Ρωσική Εκκλησία θα αγωνιζόταν (με εκκλησιολογικά και όχι επικυριαρχικά μέσα) να συνεργήσει ώστε να βρεθεί μια βιώσιμη λύση στην Ουκρανία και όπου αλλού, κυρίως όμως θα συνεργαζόταν με την κοινή Μητέρα μας Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με μια σοφή και διακριτική θυγατρική ωριμότητα για να προχωρήσει ενοποιός μια σωστή λύση. 

Ωστόσο μας αποδεικνύονται κοντόφθαλμοι και η Μόσχα και οι Ρώσοι επίσκοποι και οι Ρωσόφιλοι ομαδιστές της Ουκρανίας. Βλέπουν και… δεν βλέπουν εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν, αλλά υποσυνείδητα προσβλέπουν στον “εθνικιστικό εκκλησιαστικό” κεντρικό μεγαλοϊδεατισμό τους μόνο. Πέρασε στη γονιδιακή τους συνείδηση και στο θρησκευτικό τους προγραμματισμό η πολιτική νοοτροπία της Μεγάλης Ρωσίας, είτε των τσάρων είτε των σοβιέτ είτε η νεώτερη.

Αυτό δεν το ισχυριζόμαστε εμείς: το αποδεικνύει η ιστορία.

Το γράφει επισταμένως ο επίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος σε σχετικό βιβλίο του (“Η Ορθόδοξη Εκκλησία”, εκδ. “Ακρίτας”, σσ. 188εξ.). Παρουσιάζει (και) τις προσπάθειες των Ρώσων να καταλάβουν το Άγιον Όρος, να αραβοποιήσουν τελείως την Αντιόχεια, να καταλάβουν τα Ιεροσόλυμα. Αλλού το πέτυχαν τελείως (στον εξοβελισμό του ελληνικού στοιχείου, όπου οι αραβόφωνοι Αδελφοί μας συμμετείχαν στη λειτουργική ζωή με την εναλλάξ χρήση της Ελληνικής, γλώσσας των προπατόρων τους· οι ίδιοι θεωρούν ότι έλκουν την καταγωγή τους από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αυτοπροσδιορίζονται ως Αραβόφωνοι· αυτό με δίδαξε η πείρα μου όταν ως ηγούμενος της Μονής Πετράκη τους παραχωρούσα το καθολικό για τη δεύτερη θεία λειτουργία), αλλού εξαναγκάστηκαν να αναρροφήσουν το θράσος (στο Αγιονόρος), αλλού παλεύουν ακόμη και μέχρι σήμερα (στα Ιεροσόλυμα, διο και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων κρατάει λεπτές ισορροπίες).

Αυτή είναι η πρακτική θεολογία των Ρώσων: ο εθνικισμός, ένα ιστορικό έγκλημα κατά της Εκκλησίας.

Και δυστυχώς το περνάνε αυτό και στο διορθόδοξο κόσμο, με ναούς ρωσικού μεγαλείου. Προχθές ήταν παρών ο Σεβ. Βολοκολάμσκ, δίπλα στον Πατριάρχη Αντιοχείας κ.κ. Ιωάννη που θεμελίωνε ναό ρωσικής τεχνοτροπίας στο Λίβανο· ίσως να χρηματοδότησαν αυτόν το ναό, ως σημείο ρωσικής παρουσίας και υπεράσπισης απέναντι στη φανατισμένη μουσουλμανική θεμελιοκρατία έναντι των απ᾽ αιώνος “αντιστασιακών” χριστιανών, Ορθοδόξων και μη, εξ ου και η παρουσία του Μονοφυσίτη Μητροπολίτου στην εν λόγω θεμελίωση. Ως εκεί θεμιτή η συμπαράσταση· η εκμετάλλευσή της συνιστά εκκλησιολογικό λάθος.

Και επ᾽ αυτού δεν τρέφουμε πλέον αμφιβολία.

Μπορούμε σχετικά να μελετήσουμε προσεκτικά τις δύο πρόσφατες ευθαρσείς αποκρίσεις του Σεβ. Νιγηρίας κ. Αλεξάνδρου και του Σεβ. Ζάμπιας κ. Ιωάννου (Ιεραρχών του δευτερόθρονου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας), προς τον Ρώσο Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ κ. Ιλαρίωνα (της πεμπτόθρονης Ρωσικής Εκκλησίας-Πατριαρχείου) για το περιεχόμενο και το ύφος και τον τρόπο της δημοσιευμένης στο διαδίκτυο επιστολιμαίας παρεμβατικότητάς του, ερήμην κάθε εκκλησιολογικής δεοντολογίας.

Μπορούμε επίσης να μελετήσουμε και την δημοσιοποιημένη επιστολή του Σεβ. Γέροντος Πισιδίας κ. Σωτηρίου προς τον Σεβ. Ζάμπιας εξ αφορμής της “ιταμής επιστολής” του Σεβ. Μητροπολίτου Βολοκολολάμσκ. Η επιστολή του αγίου Πισιδίας είναι μια σαφέστατη διαμαρτυρία διεκκλησιαστική, με την παράθεση πλήθους νεότερων ιταμών Ρωσικών επιθέσεων χονδροειδούς αντιεκκλησιαστικού τακτικισμού ανά τον κόσμον όλο.

Ακόμη κι αν δεν προκαλούνταν αυτή η αναστάτωση με τις αποκρίσεις, και μόνη η ανάγνωση της αφορμής του όλου σάλου, τ.ε της επίσης δημοσιευμένης επιστολής του Σεβ. Βολοκολάμσκ προς τον Επίσκοπο Μοζαμβίκης Ιωάννη, επιμαρτυρεί τον Ρωσικό μεγαλοϊδεατισμό. Και διαψεύδει τις δημόσιες δηλώσεις των Ουκρανών Επισκόπων περί αυτονομίας τους από τη Μόσχα. Τουναντίον αποδεικνύει ότι η Μόσχα θέλει να ελέγχει τουλάχιστον εκκλησιαστικά-θρησκευτικά την Ουκρανία, επιστρατεύοντας τους Ιεράρχες σε εντολοδόχους πολιτικής δεοντολογίας.

Έχουμε μιαν αλόγιστη και ασυλλόγιστη υπέρβαση των ορίων της εκκλησιολογικής ευπρέπειας.

Πρέπει να επισημειώσουμε εμφαντικά από την τραγική ιστορία του 20ου αι. μια θλιβερή λεπτομέρεια περί την Ουκρανία και την άμεση εμπλοκή της Ρωσικής Εκκλησίας. Στις ημέρες του Γεωργιανού Στάλιν υποχρεώθηκαν δια της βίας οι Ουνίτες της Ουκρανίας να υπαχθούν στην Εκκλησία της Μόσχας. Επί πολλές δεκαετίες αναμφίβολα οι επιγενόμενοι βίωναν τις ωσμώσεις της συνεπιβίωσης υπό την ενιαία εκκλησιαστική κεντρική ηγεσία και αναφορά. 

Με τη διάσπαση της πρώην ΕΣΣΔ οι Ουκρανοί κυρίως της δυτικής Ουκρανίας, προ του Φιλαρέτου, ζήτησαν την ανεξαρτητοποίησή τους από την κεντρική Ρωσική υπαγωγή, την αυτοκεφαλία τους. Εάν ικανοποιούνταν τότε εκείνο το ιστορικό (και ιεροκανονικό κι εκκλησιολογικό) αίτημα, δεν αποκλείεται οι Ουκρανοί τέως Ουνίτες να παρέμεναν ενωμένοι στον ενιαίο κορμό της Εκκλησίας της Ουκρανίας.

Όμως, οι Ρώσοι έμειναν αποκλεισμένοι στην αποκλειστικότητα της εξουσίας, σε ένα είδος επανασύστασης του Ρωσικού αυτοκρατορισμού, στον εθνικισμό. Οπότε απέρριψαν και το αίτημα εκείνο. Θα μπορούσαν τότε τουλάχιστον να απευθυνθούν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και να συζητήσουν το όλο ζήτημα. Όμως, ήδη από τις μεταπολεμικές δεκαετίες, είχαν επιλέξει πάλι και είχαν στρατευθεί στο θρησκευτικό μεγαλοϊδεατισμό τους σαν ανάσα ζωής, μετά τον αδυσώπητο πνιγμό των φρικτών διωγμών. 

Δεν υποδύθηκαν την Άκρα Ταπείνωση του Κυρίου, την έμπονη θυσία έναντι του λαού, και προτίμησαν το ασυγχώρητο εκκλησιολογικό λάθος του μεγαλομανούς εθνικισμού. Και έγιναν κατά τούτο υπαίτιοι της πολυδιάσπασης του Ουκρανικού λαού και της επανασύστασης της Ουκρανικής Ουνιτικής παράταξης.

Εάν αυτό δεν συνιστά μέγα ιστορικό λάθος και έγκλημα (εκ του “εγκαλώ”) της Ρωσικής Εκκλησίας, τότε τι άλλο μπορεί να είναι; Ακόμη κι αν υπήρχαν παράλληλα ανασταλτικά πολιτικά δεδομένα, θα έπρεπε να τα υπερβούν, να ζητήσουν την αρωγή του πολύθρυπτου πρωτόθρονου Οικουμενικού Πατριαρχείου, της Μητρός μας Εκκλησίας. Ούτε αυτό έπραξαν. Έμειναν αποκλεισμένοι στον εθνικισμό και απέτυχαν.

Προτίμησαν μάλιστα να προκαλέσουν την αθρόα χειροτονία πληθύος Επισκόπων στην Ουκρανία μετά το 1992, υπηρετώντας την ισχυροποίηση της πολιτικής επιρροής της Μόσχας έναντι των Δυτικών παρεμβάσεων δια του τοιούτου “εκκλησιαστικού” εθνικιστικού πρακτικισμού.

Δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από μια νοοτροπία ταυτισμένη με το εθνικό τους γονιδίωμα. Επανελάμβαναν στα τέλη του 20ου αι. στο χώρο της Ουκρανίας ο,τι επιχείρησαν ανάστροφα προ αιώνος με την προώθηση της Βουλγαρικής Εξαρχίας ευθέως εναντίον της Ρωμηοσύνης, ευθέως εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Μια νοοτροπία ευθείας πολιτικοποίησης της Εκκλησίας, απόλυτα εθελοδούλης τω Καίσαρι, υπέρ τον Σωτήρα. Μια “εξωτερική θρησκευτική πολιτική” που ακολουθήθηκε ακλινώς από τους Ρώσους σε όλες τις Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις. Ένας άκρατος εθνικιστικός μεγαλοϊδεατισμός! Διαρπαγή ενός περίεργου εθνικιστικού “πρωτείου”, σε πείσμα των Οικουμενικών Συνόδων και αυτής ταύτης της Εκκλησίας ως μυστηρίου του Χριστού. Ο εθνικός ενιστορισμός να κρίνεται απροκάλυπτα ανώτερος του μυστηρίου της Χάριτος, και αυτό να ονοματίζεται “κανονικό δικαίωμα”, “ιστορική απαίτηση”, “θεολογική εκκλησιολογία”; Εν ονόματι των αριθμών; Αν είναι δυνατόν!

Προσωπικά έχω μιαν ανάλογη τραγική εμπειρική γνώση και την καταθέτω πολύ συνοπτικά. Ένας Αμπχάζιος κληρικός, αριστούχος μεταπτυχιακός της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας και ήδη αριστούχος διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, φιλοξενήθηκε επί 7 χρόνια παρ᾽ ημίν, κατά την διάρκεια εκπόνησης του διδακτορικού του. Μας εκόμισε “λευκό” χειροτονητήριο-απολυτήριο εκ της ρωσικής Επισκοπής Μαϊκόπ & Αδιγέϊα, χωρίς δέσμευση ούτε εκκλησιαστικής προέλευσης ούτε εκκλησιαστικής κατεύθυνσης. Αυτό βεβαίως δεν έστεκε εκκλησιολογικά, όμως παρέπεμπε σε πολλά ανάλογα δικά μας περιστατικά έκρυθμων δεινών ιστορικών περιστάσεων. Επρόκειτο για έναν πανθομολογουμένως ακέραιο και εξαίρετο κληρικό, με σπουδαία εκκλησιολογική και θεολογική μόρφωση και ποιμαντική διάκριση.

Οι Αμπχάζιοι είναι κάτι σαν τους δικούς μας τους ΡωσοΠοντίους (Ελληνοποντίους), μια ξεχωριστή φυλή δίπλα στη Γεωργία, οι αρχαίοι Αβασγοί, η αρχαία Ανακοπία, Πιτυούντα κλπ. Σαν τοπική Εκκλησία, στα Βυζαντινά χρόνια υπήρξε ως Μητρόπολη Αβασγίας/Αμπχαζίας στα συνταγμάτια του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Σαν πολιτικός χώρος, πριν τον Κομμουνισμό ανήκαν στη Ρωσία, ο Γεωργιανός Στάλιν τους ένωσε πολιτικά το 1918/1921 με την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Γεωργία.

Επί Κομμουνισμού το 1937 η Μητρόπολη Αμπχαζίας υποχρεώθηκε καταναγκαστικά να υποταχθεί στη Γεωργία (ο σημερινός Αγιώτατος Πατριάρχης Γεωργίας ήταν προηγουμένως Μητροπολίτης Σοχούμ στην περιοχή ακριβώς αυτήν). Το 1992-93, το 1998, το 2001 και το 2006 έγιναν τέσσερις σκληρότατοι πόλεμοι μεταξύ Γεωργίας και Αμπχαζίας, και το 2008 άλλος αιματηρός πόλεμος στη διπλανή Νότια Οσετία. Η Ρωσική ομοσπονδία, η Βενεζουέλα και μερικά άλλα κράτη ήδη αναγνώρισαν τη Δημοκρατία της Αμπχαζίας. Υποστηρίζεται ότι τους πολέμους αυτούς τους χρηματοδότησε η Ρωσία για λόγους πολιτικής/επεκτατικής επιρροής.

Αυτές τις μέρες το Πατριαρχείο Γεωργίας δια του Δ/ντου του Γραφείου Δημοσίων Σχέσεων εγκαλεί την παρεμβατική εκκλησιαστική πολιτική του Μόσχας για τα πρόσφατα συγχαρητήρια του Αγιωτάτου κ. Κυρίλλου προς το νέο Πρόεδρο της Αμπχαζίας, όπως και τα παλαιότερα προς τον ανάλογο της Ν. Οσετίας (βλ. σχετικό διαδικτυακό σχόλιο του αρχιμ. Ρωμανού Αναστασιάδη, 25.09.2019).

Όμως… Υπάρχει ένα πάρα πολύ λεπτό και σοβαρότατο σημείο. Από το 1937 και μέχρι σήμερα, η Εκκλησία της Γεωργίας ποτέ δεν υποστήριξε τα δίκαια του λαού της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας (ανθρωπίνως δικαιολογείται αυτό και το κατανοούμε: το Πατριαρχείο Γεωργίας λειτουργούσε και λειτουργεί σαν εθνική Γεωργιανή Εκκλησία, δεν γινόταν αλλιώς, δεν γινόταν να υποστηρίζει και τις δυό αιματηρά αντιμαχόμενες μερίδες). Όμως αυτή η στάση, μια στάση εθνική, εθνικιστική, προκάλεσε ένα τεράστιο ποιμαντικό πρόβλημα, την κάθετη απόκλιση των ορθοδόξων χριστιανών (και του λοιπού λαού) της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας από το Πατριαρχείο της Γεωργίας. Η Νότια Οσετία ζήτησε και ενώθηκε σε μια μερίδα Ελλήνων Παλαιοημερολογιτών! Οι Αμπχάζιοι ευτυχώς δεν το θέλησαν.

Ευμέτρητοι Αμπχάζιοι κληρικοί επιζούσαν ήδη από παλιά, χειροτονία Γεωργιανών επισκόπων. Ενώ άλλοι πολλοί Αμπχάζιοι χειροτονήθηκαν από τους αλληλοδιαδόχους Ρώσους επισκόπους της γειτονικής Ρωσικής Επισκοπής (οι Ρώσοι είναι πολύ συχνά μετακινούμενοι Επίσκοποι, κάτι δείχνει κι αυτό!). Λοιπόν. Τους χειροτονούσαν και τους χορηγούσαν “λευκό απολυτήριο”, χωρίς να γράφουν για ποιά Επισκοπή, για ποιά Εκκλησία!

Αυτό μπορεί να φαίνεται σαν πράξη ποιμαντικής ανάγκης, για να μην μένουν οι Αμπχάζιοι χριστιανοί δίχως κληρικούς. Όμως, αυτή η πρακτική (αν δεν ήταν τοιαύτη εξ αρχής) πάντως τελικά μετασχηματίστηκε σε μια πρακτική πολιτικής επέκτασης της Ρωσικής Εκκλησίας στην Αμπχαζία και στη Νότια Οσετία.

Οι Ρώσοι προσπάθησαν να καταλάβουν τον Απρίλιο του 2011 το μεγαλύτερο ιστορικό εκκλησιαστικό κέντρο της ανεπίσκοπηςΑμπχαζίας, το Μοναστήρι του Αγίου Αποστόλου Σίμωνος του Κανανίτου, με διορισμό Ρώσου ηγουμένου από το Βαλαάμ του ρωσικού βορρά που τον απέστειλαν εκ της Μόσχας εκεί στο νότο της Αμπχαζίας, αλλά δεν έγινε δεκτός και αποπέμφθηκε. 

Η Ρωσική παρεμβατικότητα προκάλεσε έναν κάθετο διχασμό στο κληρικολαϊκό πλήρωμα της Αμπχαζίας· άλλοι κληρικοί φιλοδόξησαν να αναλάβουν τη θρησκευτική εξουσία εν ονόματι του Πατριαρχείου της Μόσχας, ενώ επίσημες ευρείες κληρικολαϊκές συνάξεις (15.05.2011) μαζί με τους βουλευτές και εκπροσώπους της Κυβέρνησης και των Κομμάτων παρέμειναν σταθερά προσανατολισμένοι στην προοπτική της εκκλησιαστικής αυτονομίας (ανέδειξαν μια προσωρινή διοίκηση και εκπροσώπηση, η οποία μάλιστα έστειλε γραπτά και άλλα μηνύματα στον Οικουμενικό Πατριάρχη, σε όλους τους Πατριάρχες και Προκαθημένους και στην Πανορθόδοξη Σύνοδο της Κρήτης).

Το τραγικό είναι ότι δύο φορές ο γειτονικός Ρώσος Επίσκοπος/Μητροπολίτης Μαϊκόπ & Αντιγκέγια μου έστειλε επιστολές, και μία φορά μου απέστειλε ο Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ, ωσάν επικυρίαρχοι στον κλήρο (και έμμεσα στο λαό) της Αμπχαζίας. Αναγκάστηκα και απήντησα. Του επεσήμανα στην επιστολή μου (455/20.12.2012) μεταξύ άλλων και τα εξής: «Κάθε παλαιότερη η νεότερη απόπειρα αναμείξεώς Σας στην Αμπχαζία είναι Κανονικό αδίκημα, τόσο καίριο και καταλυτικό, ώστε να Σας καθιστά υποδίκους νοοτροπίας και πρακτικής αντορθόδοξης, αντεκκλησιολογικής, αντικανονικής. Εάν διαμαρτυρόταν ο Γεωργίας για κάτι, θα του αναγνωριζόταν διορθόδοξα τέτοιο δικαίωμα. 

Περί Υμών, των της Ρωσίας, προβληματίζομαι και καταθλίβομαι βαθύτατα, που επιχειρήσατε όλον αυτόν τον ανεπέρειστο θόρυβο, έξω από τα δικαιοδοτικά Σας Κανονικά όρια και μάλιστα με επίμονη παρασιώπηση των καταβοωσών αποσχιστικών παρεμβάσεών Σας σε ξένο Κανονικό έδαφος. Και ενώ ευθύνεσθε ως Πρόεδρος επί των Εξωτερικών Υποθέσεων να απολογηθείτε πλέον διορθόδοξα και πανορθόδοξα γι᾽ αυτές τις απαράδεκτες πράξεις τις εξω-ενοριακές και υπερόριες, τις αντεκκλησιολογικές και αντικανονικές, εμμένετε στην πρακτική και στις διεκδικήσεις της διπλωματίας, στη λογική, στη μεθοδικότητα και στην επιχειρηματολογία της διπλωματίας. Τέτοιες πρακτικές απάδουν στο Μυστήριο της Αληθείας, αποικοδομούν το Μυστήριο της Εκκλησίας, ασεβούν στο Μυστήριο του Χριστού».

Αναγκάστηκα, προσέτι, και ενημέρωσα το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την δική μας Ιερά Σύνοδο με εκτενή τεκμηριωμένα υπομνήματα.

Τι θέλω να πω;

Α) Ότι η Ρωσική Εκκλησία παρεμβαίνει παντού με μια παγιωμένη επεκτατική πολιτική, για να “κατακυριεύει των κλήρων”. Όπως επιμένει απροκάλυπτα στο Διορθόδοξο κόσμο να ασκεί μια κοσμική επεκτατική πολιτική.

Και η αντίδρασή της στο ζήτημα της Ουκρανίας οφείλεται σε αυτήν την επεκτατική εθνικιστική λογική της (τα έχουν ήδη αναλύσει ο άγιος Ναυπάκτου, ο άγιος Αρκαλοχωρίου, ο σημερινός Αυστραλίας, Καθηγητές Πανεπιστημίου, ο Αριστείδης Πανώτης και άλλοι αναλυτές). Είναι πολλά τα τεκμήρια αυτής της κοσμικής κυριαρχικής λογικής και πρακτικής της Ρωσικής Εκκλησίας. Δυστυχώς η διοίκηση της Ρωσικής Εκκλησίας έχει μετατραπεί σε “παράρτημα” του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας και διαπνέεται από καθαρά εθνικιστική και κοσμική λογική και πρακτική.

Β) Υπάρχει και ένας άλλος βαθύτερος λόγος. Η Ρωσική Εκκλησία δεν το ομολογεί, αλλά φοβάται την παρούσα και την προϊούσα συρρίκνωση του εκκλησιάσματός της! Είναι όμως λυπηρό, αντί να ασχολούνται με την απομείωση του εκκλησιάσματος στη Μόσχα (όπου εκκλησιάζεται μόλις το 1%) και γενικότερα, αντί να ενδιαφέρονται για τη δημογραφική/θρησκευτική ορατή άλωση του Ρωσικού χώρου από το μουσουλμανισμό, εκείνοι να ασχολούνται με την προσπάθεια θρησκευτικής ανασύστασης της αίγλης της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. 

Επειδή λοιπόν στην Ουκρανία (λόγω των εσωτερικών συγκρούσεων) η ανατολική Ουκρανία έχει αυξημένο ποσοστό εκκλησιάσματος (εκεί υπάρχει και το μεγάλο προσκυνηματικό κέντρο με τον άγιο σπηλαιωτικό μοναχισμό του Κιέβου), προσβλέπουσα σ᾽ αυτό το δεδομένο με τα τόσο υψηλά ποσοστά παραδοσιακής θρησκευτικότητος, η Μόσχα θέλει να επηρεάζει απόλυτα αυτό το έτοιμο και διατηρούμενο παραδοσιακό εκκλησίασμα με εξαρτημένους Επισκόπους, που εξωτερικά δεν φαίνονται εξαρτημένοι, όμως ελέγχονται ουσιαστικά από τη Μόσχα. Και επικαλείται παλαιά Πατριαρχικά κείμενα με δικές της ερμηνείες, παραμερίζοντας την αληθινή σημασία των παραχωρηθέντων, παραμερίζοντας και την μείζονα Σταυρική ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου που ωστόσο κράτησε ακέραιη την Πανορθόδοξη εκκλησιαστική ταυτότητα και ιστορική Πανορθόδοξη αίγλη. Από αυτά τα δεδομένα θέλει να καρπωθεί ωφέλη η ρωσική εκκλησιαστική πολιτική.

Ασκείται δηλαδή από τη Ρωσική Εκκλησία μια διευρυμένη θρησκευτική πολιτική “αγωνίας” πάνω σε έτοιμο ανθρώπινο υλικό, αντί να προγραμματίζεται και να εφαρμόζεται μια καθαρή ποιμαντική πρακτική στο χώρο της κυρίως Ρωσικής Ομοσπονδίας, που τον “χάνει” σταδιακά σε πολύ γρήγορους ρυθμούς.

Και προτιμούν μιαν επικοινωνιακή θρησκευτική διπλοπροσωπία. Σε Δελτία Τύπου κατηγορούν επί “ουνιτισμώ” τη νέα Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας και τους προηγούμενους πολιτικούς υποστηρικτές της, αλλά οι ίδιοι οι Μοσχοβίτες έχουν διαρκώς ανοιχτές σχέσεις με το Βατικανό (έχουν αγοράσει κτίρια δίπλα στο Βατικανό, εκτός από την κραυγαλέα “ηγεμονίστικη” συνάντηση του 2016 στην Αβάνα).

Γ) Επιπλέον, με αφορμή το Ουκρανικό εφαρμόζεται επικοινωνιακά και διπλωματικά μια περαιτέρω σκληρή πολιτική επεκτατισμού και διορθόδοξης επιρροής. Το Ουκρανικό δεν είναι η αιτία, είναι μια εξαιρετικά βολική αφορμή!

Εκμεταλλεύονται την προκληθείσα πολλαπλώς εξαιτίας τους διεκκλησιαστική κρίση, για να προβούν σε νέες επιδείξεις και επιβολές αρχηγισμού. Ασέβησαν ακόμη και προς το εκκλησιαστικό μυστήριο της θείας χάριτος, με μια νοοτροπία διαρπαγής “πρωτείου” επιβάλλοντας αποχωρισμό από τη Μητέρα Εκκλησία! Και απειλούν αναλόγως κάθε Πατριαρχείο η Εκκλησία, προσχηματικά εν ονόματι της τοιαύτης αυθαιρεσίας τους, κατά βάθος όμως για να υποκλέπτουν ολοένα αρχηγικά δικαιώματα.

Ασεβώντας όμως προς αυτό τούτο το μυστήριο της κοινωνίας του ζώντος Θεού, οι εθνικιστές τολμητίες χωρίζονται κατά Θεόν αυτοί καθ᾽ εαυτούς από τον Διορθόδοξο κορμό.

Καταλόγισαν ωσάν νέος παπισμός αποκοπή από την ενεργούσα θεία Χάρη του εκκλησιαστικού μυστηρίου του ιερουργουμένου από τον Οικουμενικό Πατριάρχη· όμως αυτό καταλογίζεται κατά Θεόν ειδικά στους ιδίους τους επινοητές/τολμητίες.

Αυτανακηρύχθηκαν ωσανεί μία εθνικιστική αυτόνομη και αυθαίρετη και αντορθόδοξη “προεδρία” διεκκλησιαστικής αυτοσυνόδου με τέτοιου είδους διακηρύξεις που ούτε τα παλαίφατα Πατριαρχεία της Ανατολής δεν αποτόλμησαν στις μεταξύ τους τελευταίες εντάσεις! Μιλούμε δηλαδή για μια θρησκευτική πολιτική εξουσίας, κάτι διαφορετικό προς το εκκλησιαστικό φρόνημα.

Προς τούτο έχουν υποχειρίους τους Επισκόπους της δικής τους Ουκρανικής Εκκλησίας, τους επί τούτω χειροτονημένους εντατικά την πρόσφατη εικοσιπενταετία. Όμως, ο Ουκρανικός λαός (εν ονόματι του οποίου υποτίθεται πως ενδιαφέρονται παρεμβατικά) είναι απογοητευμένος από την επεκτατικότητα του Κρεμλίνου (στην Κριμαία και ευρύτερα). Έστω και αν δυστυχώς πολλοί διεθνείς πολιτικοί παράγοντες ασκούν επιρροή στην περιοχή, για να περιορίσουν τη Μόσχα με αιματηρές συγκρούσεις (όπως η Αμερική, το ΝΑΤΟ, η Ευρωπαϊκή Ένωση).

Συμπερασματικά: το Ουκρανικό κατάντησε ένα πολύπλοκο ζήτημα, αποκλειστικά και μόνο λόγω της πολιτικής εμπλοκής και θρησκευτικής γραμμής της Εκκλησίας της Μόσχας.

Η Μόσχα από αιώνες εγκαυχάται για την τσαρική της χριστιανοσύνη, κάτι σαν νέα “μητρική (μητρυιακή) αυτοκρατορία της Ορθοδοξίας”. Η Ρωσική Εκκλησία από πολλές δεκαετίες θέλει να γίνει “πρωτεύουσα εκκλησία”, ενώ είναι μόνον κλάδος από την αποστολική καλιέλαιο της Κωνσταντινούπολης. Αποκομμένος ο κλάδος δεν ζωογονείται, έστω κι αν περιβάλλεται από τους γύρω κλάδους των θυγατρικών Εκκλησιών και τους ομοφυείς κορμούς των παλαιφάτων Πατριαρχείων. Η Μόσχα έλαβε “μόσχευμα ζωής και καρποφορίας εκκλησιαστικής” από την Κωνσταντινούπολη. Αλλά δεν θέλει να το αναγνωρίζει. 

Επίσημοι και “ανεπίσημοι” Ρώσοι ιεράρχες σε κείμενά τους στο διαδίκτυο αποσιωπούν σκοπίμως και τον τίτλο “Οικουμενικός” και την προτεραιότητα-προεδρία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ομιλούν για αριθμούς πιστών στην Πόλη, ομιλούν για αριθμητική μεγιστοποίηση της Ρωσίας, ομιλούν για βιβλική προτεραιότητα των Ιεροσολύμων (ίσως γι᾽ αυτό από παλιά θέλουν να διαρπάσουν τα Ιεροσόλυμα). Και αποσιωπούν τον θεσμό της πενταρχίας και μετά το σχίσμα της τετραρχίας και της Κύπρου, με το επακόλουθο σύστημα των θυγατρικών της Κωνσταντινουπόλεως Εκκλησιών. Δηλαδή καταφρονούν την εκκλησιαστική λογική, την εκκλησιολογική πραγματικότητα, κατ᾽ ουσίαν τη θεολογία της σωτηρίας και την ιστορία της Εκκλησίας. Μιλούν μόνο με κοσμικά και πολιτικά κριτήρια.

Μερικοί Ιεράρχες δικοί μας, αξιοσέβαστοι, μέσα στην αγωνιστικότητά τους, καταλογίζουν “ανατροπές” στην κίνηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Όμως, η δικαιοδοτική παρέμβαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ουκρανία δεν είναι “πολιτικός εμβολισμός”· είναι ένας τοπικός και ευρύς ενδορθόδοξος λυτρωτικός “εμβολιασμός”. Για την ματαίωση μιας βαθειάς αντεκκλησιολογικής επιδημίας, των επεκτατικών ανατροπών που θρασύνονται και επιχειρούν διαρκώς οι εκκοσμικευμένοι Ρώσοι αδελφοί μας σε πείσμα της ιστορίας της σωτηρίας και της σωτηρίας της εκκλησιαστικής ιστορίας.

Όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε, τόσο καλύτερα για μας. Και για κείνους. Για όλους μας και για όλον τον κόσμο, που προσμένει να δει σε όλους μας τους Ορθοδόξους ήθος ενότητος, νουν Χριστού, εκκλησιασμό κοινωνίας, οιονεί μια καρδιά που να αναλίσκεται για την εγκοσμίκευση της απολυτρώσεως. Όχι για την ελευθεριότητα της θρησκευτικής εκκοσμικεύσεως. Οι καιροί ου μενετοί.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.

Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.

Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.