Τρίτη 26 Μαΐου 2015

Οι όψιμοι απολογητές των «γερμανοτσολιάδων»…

Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης*
[Το κείμενο αυτό συντάχθηκε το Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2011. Δεν ενθυμούμε τους λόγους για τους οποίους δε δημοσιοποιήθηκε, ούτε και αν το προόριζα για το Διαδίκτυο ή άλλο μέσο, αλλά η αφιέρωση στους τρείς φίλους, έφερε στη μνήμη μου τη συζήτηση κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου στην παραλία της Θεσσαλονίκης, αναφορικά με τις αθλιότητες ενός ακροδεξιού βουλευτή της πόλης για το «κατέβασμα» της χιτλερικής σημαίας από τον βράχο της Ακρόπολης στην Αθήνα] 
Στον Γιάννη, τον Κοσμά και τον Σωτήρη
… και κάποια στιγμή προέκυψε το θέμα της χιτλερογερμανικής σημαίας στην Ακρόπολη και το «κατέβασμά» της από τον κόντο του Ιερού Βράχου από τον Λάκη Σάντα και το Μανόλη Γλέζο.

Η συζήτηση, το γνωστό αποσπασματικό και ταχύτατο πέρασμα, από το ένα θέμα στο άλλο και τη διατύπωση διαφόρων γνωμών, περιστράφηκε στην παρουσία στο Διαδίκτυο του «επιχειρήματος» γνωστού ακροδεξιού βουλευτού για το ιστορικό γεγονός.

Σύμφωνα με το ιστορικό της «αποκαθήλωσης» των συμβόλων της Εθνικής Αντίστασης, πρώτα διατυπώθηκε ο «λογικός ισχυρισμός», ότι δεν ήταν δυνατόν να κατέβασαν τη σημαία, εφόσον οι σημαίες υποστέλλονται από τους στρατούς κατά τη διάρκεια της νύχτας, αλλά το «επιχείρημα» αυτό αποσύρθηκε, διότι τα τεκμήρια του «κατεβάσματος» της σημαίας ήσαν αδιάψευστα. Και όπως είναι γνωστό οι ακροδεξιοί, σε όλες τους τις εκδοχές δεν λένε ποτέ μόνο ψέματα, αλλά και μισές ή κακοποιημένες «αλήθειες»: απόσυραν το επιχείρημά τους, αλλά επανήλθαν με ένα άλλο ακόμη πιο χυδαίο. 

Αποδέχτηκαν την πράξη των αντιστασιακών ως υπαρκτό ιστορικό γεγονός, αλλά πρόσθεσαν σε αυτήν ένα ακόμη «στοιχείο». Η αποδοχή της πράξεως συνοδευόταν με το «επιχείρημα», ότι οι δύο νέοι οι οποίοι «κατέβασαν» τη σημαία συνοδευόταν από μια νεαρή συντρόφισσά τους: αυτή παραδόθηκε βορά στις σεξουαλικές ορέξεις των Γερμανών στρατιωτών, οι οποίοι αμέλησαν για αυτό τη φύλαξη της σημαίας κα άφησαν το πεδίο ελεύθερο στους δύο νεαρούς Έλληνες αντιστασιακούς. Το ιστορικό γεγονός ενδύθηκε έτσι με πορνογραφικά στοιχεία για να απαξιωθεί η σημασία της αντιστασιακής πράξεως.

Οι νεο-ακροδεξιοί επικαλούνται τα πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων και τις αναφορές ενός συνεργάτη των Γερμανών, για να πιστοποιήσουν την «αλήθεια» των ισχυρισμών τους.

Η πρώτη συκοφάντηση των πάλαι ποτέ νεαρών έγινε για πρώτη φορά στο πλαίσιο του αντικομουνισμού της μετεμφυλιακής περιόδου από έναν συνεργάτη των κατοχικών δυνάμεων, ο οποίος «απαλλάχθηκε» μέσα στην αντικομουνιστική υστερία της περιόδου από την αντεθνική του δράση κατά την περίοδο της Κατοχής. Θέλοντας να μειώσει τη σημασία της αντιστασιακής πράξης των νεαρών Ελλήνων, σε μια περίοδο κατά την οποία ο ίδιος συνεργαζόταν με τους κατακτητές, προσπάθησε να συκοφαντήσει την πράξη, εκχυδαΐζοντας πλήρως τις συνθήκες πραγματοποίησής της. Επέλεξε ένα «επιχείρημα» το οποίο άγγιζε το συντηρητικό θυμικό των Ελλήνων και Ελληνίδων της εποχής εκείνης. Η αντιστασιακή πράξη επιχειρήθηκε να αμαυρωθεί εξάπτοντας τις καταπιεσμένες σεξουαλικές φαντασιώσεις των συντηρητικών της εποχής. Το ιστορικό γεγονός επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί ως πορνογραφικό δεδομένο.

Δε γνωρίζουμε κατά πόσο η προσπάθεια τούτη βρήκε ανταπόκριση στη συντηρητική ελληνική κοινωνία εκείνης της περιόδου. Η προπαγανδιστική αθλιότητα, ωστόσο, δείχνει το ποιόν του ατόμου το οποίο την εκστόμισε μέσα στη Βουλή των Ελλήνων. Είναι προφανές ότι οι συνεργάτες των Γερμανών είχαν κάθε λόγο να απωθούν διαρκώς τις αντεθνικές πράξεις, τις οποίες διέπραξαν κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους με τις δυνάμεις κατοχής. Οι ίδιοι γνώριζαν ότι ήταν αυτό το οποίο καταλόγιζαν στο πλαίσιο του αντικομουνισμού στους πολιτικούς τους αντιπάλους, κομμουνιστές, κεντρώους, αστούς και εργατικούς: ότι δηλαδή ήσαν προδότες. Οι πραγματικοί προδότες είχαν κάθε λόγο να αποδίδουν στους πολιτικούς τους αντιπάλους αυτό το οποίο ήσαν οι ίδιοι.

Σήμερα ένας βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου με άγνωστη επιστημονική κατάρτιση επαναφέρει τον άθλιο ισχυρισμό: για να αμαυρώσει το ιστορικό παρελθόν της χώρας. Διότι το ξεκρέμασμα της γερμανικής σημαίας από τον Ιερό Βράχο δεν είναι σήμερα ένα σύμβολο μιας πολιτικής παράταξης, δεν είναι συμβολίζει καν απλώς την αντίσταση του ελληνικού λαού απέναντι στη νατσιστική βία, αλλά την αντίσταση των λαών της Ευρώπης κατά της βαρβαρότητας την οποία ευαγγελιζόταν το Τρίτο Ράιχ.

Σήμερα όταν ένας βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου επικαλείται την αθλιότητα ενός συνεργάτη των Γερμανών, βουλευτή του ελληνικού κοινοβουλίου σε σκοτεινές πολιτικές περιόδους της σύγχρονης μας ιστορίας, τοποθετεί αυτομάτως τον εαυτό του σε μια συγκεκριμένη πολιτική γενεαλογία. Σε εκείνη τη γενεαλογία που αφορά στη συνεργασία με τον Κατακτητή και την προσπάθεια σβησίματος των ιχνών της αντίστασης του ελληνικού και των ευρωπαϊκών λαών. Υπό μια πιο ευρεία έννοια πρόκειται για μια ex post συνεργασία σε συμβολικό επίπεδο με τις δυνάμεις Κατοχής.

Η αιτιολογία ότι το «επιχείρημα» ακούσθηκε μέσα στη Βουλή των Ελλήνων, δε σημαίνει ότι αυτό έχει και επιστημονική ισχύ, μπορεί να γίνεται αποδεκτό και να παρουσιάζεται, μάλιστα, ως «ιστορική αλήθεια». Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι τα κοινοβούλια όλων των χωρών φιλοξενούν, κατά καιρούς και περιστάσεις, διάφορα «καθάρματα». Αλλά το μεγαλείο ενός δημοκρατικού πολιτεύματος ευρίσκεται και στο γεγονός ότι παρέχει δυνατότητα λόγου και διατύπωσης θέσεων και στα «καθάρματα»: αν υπάρχει αντίστοιχη βούληση και διάθεση του εκλογικού σώματος. Πολλά «καθάρματα», υπό τον Αδόλφο Χίτλερ, είχαν εκλεγεί με την ψήφο του γερμανικού λαού. Ένα τέτοιο «κάθαρμα», προδότης και συνεργάτης των δυνάμεων της τριπλής κατοχής, εξελέγη στο ελληνικό κοινοβούλιο και θέλησε να ρίξει σκιές στη μεγαλειώδη πράξη δύο νέων Ελλήνων κατά την περίοδο της τριπλής Κατοχής. Είναι προφανές ότι ένας πρώην συνεργάτης των Γερμανών είχε κάθε λόγο να αμαυρώσει την πράξη αντίστασης.

Όταν αναφερόταν στην πράξη των νεαρών Ελλήνων, το «κάθαρμα» μιλούσε με την «φερεγγυότητα» εκείνου που ήταν «μέσα στα πράγματα» την περίοδο της Κατοχής. Ήταν ένας άνθρωπος που υποτίθεται «γνώριζε» λεπτομέρειες και σκοτεινά «μυστικά» των Γερμανών. Ένα τέτοιο «μυστικό» υποτίθεται αποκάλυπτε και στη Βουλή των Ελλήνων.

Είναι η πανομοιότυπη πρακτική των φασιστών παγκοσμίως. Μια πρακτική η οποία αναδύεται και στις αποκαλύψεις για την «πραγματική αλήθεια» - οι φασίστες πάντοτε μιλούν για «πραγματικές αλήθειες», σαν να υπάρχουν και «ψεύτικες αλήθειες» - των διαφόρων σύγχρονων φασιστών: η γνωστή νοοτροπία και προπαγανδιστική τακτική συκοφάντησης.

Η συκοφάντηση της πράξης του «κατεβάσματος» της σημαίας με τον αγκυλωτό σταυρό, το γαμάδιο, ανήκει στην ίδια ιστορική ιδεολογική κατηγορία με εκείνη της συνεργασίας με τους κατακτητές και των προσπαθειών κατασυκοφάντησης της Εθνικής Αντίστασης. Δεν έχει καμία σχέση με τις επιστημονικές αντιπαραθέσεις για τα χαρακτηριστικά και τις θετικές ή αρνητικές πτυχές της Εθνικής Αντίστασης.

Οι σύγχρονοι φασίστες γεννούν τους γεννήτορές τους και αυτοί δεν είναι άλλοι από εκείνους που πρόδωσαν τη χώρα στις δύσκολες στιγμές του παρελθόντος. «Ο καθένας γεννά τον πατέρα του»: ο καθένας δηλαδή έχει την ελευθερία να επιλέξει υπό ποίου την πνευματική σκέπη θα ταχθεί, σε ποια παράδοση του λαού μας θα ενταχθεί – έχει δυστυχώς και ο φασισμός τις δικές του στιγμές και παραδόσεις στην ιστορία ενός λαού. Οι σημερινοί φασίστες με τη στάση τους απέναντι στο μεγαλείο μιας πράξης – εκείνης της απανάρτησης της σημαίας με τη χιτλερική σβάστικα - τάσσονται συμβολικά και ηθικά στο πλευρό εκείνων των Ελλήνων που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς κατακτητές: αποκαλύπτουν με αυτόν τον τρόπο ποιόν πολιτικό πατέρα επιλέγουν να (ανα)γεννήσουν.

Η συνέχεια της πολιτικής παράδοσης από το φασισμό του Μεσοπολέμου, τη συνεργασία με τις δυνάμεις Κατοχής, την κάλυψη πίσω από την εθνικοφροσύνη, τη συμμετοχή και υποστήριξη της στρατιωτικής δικτατορίας καταγράφεται και με τους σημερινούς Ακροδεξιούς και όσα λέγουν και πράττουν: παρά το γεγονός ότι προσπαθούν να φορέσουν δημοκρατική προσωπίδα, αυτή η αντιδημοκρατική φασιστική παράδοση είναι ευδιάκριτη ακόμη και στη στάση τους απέναντι σε απλά συμβολικά γεγονότα της ελληνικής ιστορίας.

Η πιο προσφιλής τακτική των φασιστών στην προσπάθεια απαξίωσης των πολιτικών τους αντιπάλων αφορούσε την ηθική και πολιτική υπόσταση τους: σύμφωνα με την ιδιόλεκτο των ακροδεξιών καθαρμάτων όλοι οι υπόλοιποι είναι «προδότες» - οπότε οι πράξεις τους είτε έχουν ποταπά κίνητρα, είτε εκτελούνται με ανήθικους τρόπους.

Επειδή πολύς λόγος γίνεται για τη διάκριση υπερσυντηρητικών, ακροδεξιών, φασιστών, νεονατσιστών κλπ., υπάρχει ένα ασφαλές κριτήριο, το οποίο οριοθετεί τον συντηρητικό δεξιό από τον ακροδεξιό αντιδημοκράτη: είναι το κομβικό εκείνο σημείο από το οποίο αρχίζει κανείς να ταυτοποιεί όλους τους πολιτικούς του αντιπάλους ως προδότες - όποιος ορίζει τον πολιτικό του αντίπαλο ως «προδότη», κινείται πλέον – συνειδητά ή ασυνείδητα - στα ιδεολογικά χωράφια του «φασισμού», μετατρέπεται σε «φασίστα». Τα υπόλοιπα αφορούν τις λεπτές διαφορές στον ακροδεξιό πολιτικό χώρο, οι οποίες για τους δημοκράτες δεν πρέπει να έχουν καμία σημασία.

Αλλά στην ιστορία του ελληνικού «φασισμού» απαντάμε διάφορες μορφές προδοσίας. Ο φασίστας είναι ο προδότης par excellance: αυτό φαίνεται από τη στάση των φασιστών κατά τη διάρκεια της τριπλής κατοχής – στην Θεσσαλονίκη τα πάλαι ποτέ φασιστικά Τρία Έψιλον («Εθνική Ένωσης Ελλάς») δήλωσαν τη συνεργασία τους με τους κατακτητές από τις πρώτες ημέρες της εισόδου των χιτλερικών στην πόλη (υπάρχει μια πολύ κατατοπιστική ανακοίνωσή της οργάνωσης στην εφημερίδα «Νέα Ευρώπη», την οποία εξέδιδαν οι γερμανικές υπηρεσίες κατοχής σε συνεργασία με «δοτούς» Έλληνες δημοσιογράφους).

Σήμερα οι επίγονοι τους προσπαθούν να σώσουν τη τιμή και υπόληψη των ιδεολογικών τους προπατόρων προσπαθώντας να μειώσουν την αντιστασιακή δράση των αντιπάλων τους. Αλλά η αθλιότητα της συνεργασίας με τους κατακτητές δεν παραγράφεται. Όποιος σήμερα επικαλείται τους συνεργάτες του κατακτητή για να αμαυρώσει μια πράξη αντίστασης των Ελλήνων, μπαίνει στην ίδια σειρά με τους συνεργάτες των κατακτητών: ex post μετατρέπεται συμβολικώς σε «γερμανοτσολιά».

* Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της «Σοσιαλιστικής Προοπτικής»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.

Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.

Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.