Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

Πανηγυρικός λόγος Τάσου Αμανατίδη κατά τη Δοξολογία της 21ης Ιουνίου 2014

"Κυρίες και κύριοι
Πρέπει εξ αρχής να πω και να ξεκαθαρίσω, ότι ο λόγος μου, η ομιλία μου σήμερα, δεν θα έχει αντιβουλγαρικό χαρακτήρα. Αντιβουλγαρικό χαρακτήρα έχουν τα ίδια τα γεγονότα, που δείχνουν τους βόρειους γείτονές και σημερινούς εταίρους μας στην Ε. Ε., πως έδρασαν την εποχή εκείνη.

Αλλά θα πω ότι δεν πρέπει να θυσιάζουμε την ιστορική αλήθεια σε καμιά σκοπιμότητα.

Δε λέγω, όπως έγραφε και Ποντιο - Τενεδός αρθρογράφος Δημήτριος Ψαθάς στον πρόλογο του μνημειώδους έργου του ‘’ΓΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ’, ότι δεν πρέπει να ξεχάσουμε, αλλά λέγω, ότι πρέπει να ξέρουμε!

Να ξέρουν και οι Βούλγαροι, τι έπραξαν οι πατεράδες τους, για να αποφύγουν, από δω και πέρα, τα όσα καταμαρτυρούνται εις βάρος τους.

Μόνον έτσι, ξέροντας εμείς αυτούς και αυτοί εμάς, μπορεί να χαράξουμε μια ελληνοβουλγαρική φιλία πάνω σε στέρεες βάσεις, στα πλαίσια της καλής γειτονίας, της αμοιβαίας κατανόησης και σύμφωνα με το πνεύμα και τις επιταγές της Ε. Ε.

Γι’ αυτό θα παραθέσω κάποια ιστορικά στοιχεία αρχικά, για ευνόητους λόγους. Κυρίως να απαντηθεί στους αγνοούντες και αμαθείς γιατί πολεμήσαμε τον Ιούνιο του1913, γιατί δοξολογούμε και εορτάζουμε!

Κυρία αιτία του πολέμου στον οποίο αναφερόμαστε, ήταν το θέμα της διανομής των νεοαποκτηθέντων από τον Α’ βαλκανικό πόλεμο, πρώην υπό Οθωμανική κατοχή, εδαφών. Σε ότι αφορά την Ελλάδα δεν υπήρχε καμία συμφωνία διανομής εκ των προτέρων με τα λοιπά βαλκανικά κράτη, γεγονός που εκμεταλλεύτηκε η Βουλγαρία, διήγειρε την βουλιμία της και επιδίωξε την έξωση των Ελλήνων από τα εδάφη της Μακεδονίας, προκειμένου να ιδρύσει την προβλεπόμενη από την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου του 1878, Μεγάλη Βουλγαρία!

Είναι γνωστό ότι στην κατοχή των Ελλήνων περιήλθαν από τον Α΄βαλκανικό, πλην της Θεσσαλονίκης και περιοχή της Μακεδονίας μέχρι δυτικά του Αξιού, Αξιούπολη, Γουμένισσα, ενώ το Κιλκίς και η επαρχία του μέχρι τις σημερινές Μάνδρες, τον Μικρόκαμπο και το Πολύκαστρο, στην αριστερή όχθη του Αξιού, περιήλθαν αμαχητί στους Βουλγάρους, τότε που ασθμαίνοντες έσπευδαν να καταλάβουν από βορρά την Θεσσαλονίκη, την 26η Οκτωβρίου 1912.

Δεν είναι της παρούσης να αναλυθεί, πως το Κιλκίς και η επαρχία του απογυμνώθηκε από τον ελληνικό πληθυσμό τις τελευταίες προ των πολέμων δεκαετίες, παρ’ όλο που οι μεγάλες εκτάσεις (τσιφλίκια) του Γιάννες (Μεταλλικό) και Κιλιντίρ (Καλίνδρια) μέχρι την Δοϊράνη ανήκαν σε ελληνικά χέρια, ενώ ευημερούσαν πολυάνθρωπες ελληνικές παροικίες στην Δοϊράνη, (όπου και η επισκοπή Πολυανής) και Στρώμνιτσα βορειότερα.

Κατά την οκτάμηνη κατοχή της περιοχής του Κιλκίς οι βούλγαροι παραστρατιωτικοί προέβησαν σε φρικτές βαρβαρότητες σε βάρος του μουσουλμανικού πληθυσμού, περνώντας τον δια πυρός και σιδήρου, στην Τέρπυλλο (Κιουρκιούτ0, Φύσκα (Πλάνιτσα), Βάθη (Ραγιάν), Παρόχθιο (Χότσια Μαχαλά) κ.α.

Στο ίδιο διάστημα οχυρώθηκαν, οι κατά τα άλλα σύμμαχοι, με πολύ καλά με ορύγματα αρκετών χιλιομέτρων και πολυβολεία πέριξ του Κιλκίς και του Λαχανά. Αυτά και άλλα γεγονότα που συνέβησαν σε διπλωματικό επίπεδο, έδειχναν ότι οδηγούμασταν σε πόλεμο, με σαφή πρόθεση των Βουλγάρων την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.

Ο Έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, προκειμένου να αποφευχθεί η σύγκρουση για την διανομή των κεκτημένων εδαφών από τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο, αναζητούσε τρόπους ειρηνικής διευθέτησης με τους Βουλγάρους, πολιτική, που την εκλάμβαναν οι τελευταίοι ως αδυναμία. Ο Έλληνας πρωθυπουργός ακολουθούσε αυτή την πολιτική, κυρίως γιατί ήθελε να αποτρέψει την εχθρότητα της Ρωσίας αλλά και της Αυστρίας, που ήταν υπέρ της Βουλγαρίας. 

Λέγεται μάλιστα πως έφθασε μέχρι το σημείο να προτείνει την παραχώρηση στους μέχρι τότε συμμάχους Βουλγάρους όλη την περιοχή της σημερινής επαρχίας Κιλκίς, από τον Αξιό μέχρι τις Μάνδρες και τα υψώματα του Λαγκαδά και εκείθεν μέχρι την Νιγρίτα, προκειμένου να κρατήσει για την Ελλάδα μόνον τη Θεσσαλονίκη, αρκεί να αποφευχθεί ο πόλεμος.

‘’Έπραξα ότι ήτο ανθρωπίνως δυνατόν δια να φθάσω εις ειρηνικόν και επιεική διακανονισμόν των ζητημάτων μετά της Βουλγαρίας για να αποτρέψω την σύγκρουση’’, έλεγε σε στενούς του συνεργάτες. Αλλά προσέκρουσε στην αλαζονεία των αποκαλουμένων Πρώσων της Βαλκανικής Βουλγάρων. Αυτή η αλλού προκλητική συμπεριφορά των υποτίθεται συμμάχων και αλλού υποκριτική, τον ανάγκασε να πάρει τα μέτρα του, πάντα σε στενή συνεργασία με την στρατιωτική ηγεσία, της οποίας ηγείτο ο νέος βασιλιάς Κωνσταντίνος.

( Θα ανοίξω μια παρένθεση για να πω, ότι μέσα σε αυτό το κλίμα εντάσσονται και οι κινήσεις των ηγεσιών των βαλκανικών κρατών, άλλοτε ειλικρινείς και άλλοτε υποκριτικές. Στις 15 Μαΐου 1913, ο διαλλακτικός Βενιζέλος παρίσταται άδολα στις εορταστικές εκδηλώσεις των ονομαστηρίων του βασιλιά Φερδινάνδου της Βουλγαρίας. Στις 17 Μαΐου οι μεγάλες δυνάμεις επικυρώνουν τα αποτελέσματα του πρώτου βαλκανικού πολέμου, εις βάρος της Τουρκίας, αλλά αφήνουν την διανομή στην διακριτική ευχέρεια των κυβερνήσεων των ‘’συμμάχων’’ βαλκανικών κρατών.

Ως κίνηση εντυπωσιασμού και υποκρισίας θεωρείται η παρουσία με επίσημη περιβολή των ανώτερων Βουλγάρων αξιωματικών, που στρατωνίζονταν στη Θεσσαλονίκη, για την ονομαστική εορτή του Έλληνα βασιλιά Κωνσταντίνου στον Άγιο Μηνά της Θεσσαλονίκης την 21 Μαΐου, ένα μήνα πριν την μεγάλη μάχη! Και ενώ συνέβαιναν αυτά, στις 19 Μαΐου υπογράφεται μυστική αμυντική συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας, στην οποία συνομολογήθηκε κάτι που έχει σχέση με το Κιλκίς, ότι σε περίπτωση πολέμου με την Βουλγαρία, που ήταν ορατός, και νίκης επί αυτής, η Φλώρινα θα περιερχόταν στην Ελλάδα και η Γευγελή στη Σερβία. 

Εκεί θα ήταν και τα σύνορα των δύο κρατών. Ήταν δηλαδή προκαθορισμένο ότι η Δοϊράνη και η Στρώμνιτσα θα έμεναν εκτός των ορίων της Ελλάδας, μια συμφωνία που έγινε σεβαστή και στη συνθήκη του Βουκουρεστίου τρείς μήνες αργότερα, μετά τον νικηφόρο, για Έλληνες και Σέρβους, πόλεμο ).

Και όταν οι Βούλγαροι προσέβαλαν πρώτοι και αναίτια τις ελληνικές προφυλακές στη Νιγρίτα και το Πολύκαστρο - Γευγελή, η Ελλάδα προετοιμασμένη ψυχολογικά, αντέδρασε άμεσα και αποφασιστικά. Βρέθηκε έτοιμη με υψηλό εθνικό φρόνημα, ενώ διέθετε και πολιτική τόλμη.

Παρέταξε όσον στρατό διέθετε σε ένα τόξο 90 χιλιομέτρων από την Αξιούπολη μέχρι τις εκβολές του Στρυμόνα. Και όταν προκλήθηκε με τις αιφνιδιαστικές επιθέσεις των θεωρουμένων ‘’συμμάχων’’ εναντίον των προφυλακών μας στην Νιγρίτα, όπως παραπάνω είπαμε, επιτέθηκε με όλες της τις δυνάμεις, εναντίον των οχυρωμένων και καλά εξοπλισμένων Βουλγάρων, σε αλλεπάλληλες γραμμές του Κιλκίς και Λαχανά, αφού προηγουμένως εξεκένωσε δια της βίας τους Βουλγάρους από την Θεσσαλονίκη.

Μέσα στο επόμενο τριήμερο, οι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες ακάλυπτοι, κάτω από καυτό ήλιο και μέσα σε καιόμενα στάχια, διαρκώς αποδεκατιζόμενοι από το εχθρικό πυροβολικό και τα πυρά των πολυβόλων, φθάνουν, όσοι απέμειναν, στη γραμμή των ορυγμάτων, υπακούοντας στη διαταγή του Αρχιστρατήγου Βασιλιά:

Απαιτώ κατάληψη του Κιλκίς!

Η τελευταία φάση, που έκρινε και την νικηφόρα έκβαση του αγώνα, δόθηκε κυριολεκτικά σώμα με σώμα δια των λογχών. Όπως ακριβώς συνέβη στον Μαραθώνα και τις Πλαταιές πριν 2500 χρόνια! ‘’Ο ελληνικός στρατός δια των λογχών επετέλεσε θαύματα ανδρείας’’ γράφει ο εθνικός ιστορικός Παύλος Καρολίδης, στην ιστορία του Ελληνικού έθνους.

Όμως το τίμημα ήταν ιδιαιτέρως βαρύ. Τα θύματα σε νεκρούς και τραυματίες, σε αξιωματικούς και οπλίτες ήταν σε δυσανάλογα μεγάλο αριθμό. Τόσες απώλειες σε τόσες λίγες ημέρες κρίνονται από όλους υπερβολικές. Το αποτυπώνουν με τον τρόπο τους δύο κορυφαίοι ξένοι στρατιωτικοί, που ανάλωσαν τη ζωή τους σε πολλά πεδία μαχών.

Ο Βούλγαρος Ιβανώφ στρατηγός της αναμέτρησης του Κιλκίς – Λαχανά, έγραψε στα απομνημονεύματά του, δικαιολογώντας την ήττα τους:

"Όλα τα είχαμε μελετήσει, όλα τα είχαμε προβλέψει, εκτός από την Ελληνική τρέλα’’ …

Και ο μεγάλος Γάλλος στρατηγός του 1ου ΠΠ Δεβενεΐ, που επισκέφθηκε τον ίδιο χρόνο 1913 το πεδίο μάχης του Κιλκίς δήλωνε έκπληκτος:

’’ Η τακτική που ακολούθησε ο ελληνικός στρατός, σε μία γραμμή, χωρίς εφεδρείες πίσω, με οκτώ μεραρχίες σε τόσο μικρό πεδίο, χωρίς δυνατότητα εκτέλεσης οιουδήποτε ελιγμού, δεν ήταν ούτε Γαλλική ούτε Γερμανική… Ήταν τακτική καθαρά Ελληνική’’…

Η σπουδαιότητα της μάχης Κιλκίς – Λαχανά είναι μεγάλη. Επέτρεψε την ένταξη στον εθνικό κορμό των Ελλήνων της Μακεδονίας και καθόρισε τα βόρεια σύνορα της σημερινής Ελλάδας, σύμφωνα με την συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 30 Ιουλίου 1913.

Σε τούτα, λοιπόν, τα άγια χώματα της ιερής γης της Μακεδονίας, έθνος και λαός, εν ομονοία και ομοψυχία διατελούντες, έστησαν στις 21 Ιουνίου του 1913 τρόπαιο δόξας, θυσιαστήρι εθνικό και φάρο φωτεινό, που φωτίζει από τότε το δρόμο του χρέους.

Κύριε Υπουργέ και κύριοι βουλευτές

Τις δεκαετίες που ακολούθησαν, ο τόπος αυτός υποδέχτηκε πληθυσμούς του Ελληνισμού, που ξεριζώθηκαν από τις πατρογονικές εστίες τους της Στρώμνιτσας, της Θράκης, του Πόντου, του Καυκάσου, της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας και που ρίζωσαν σ΄ αυτόν, δίνοντάς του οντότητα με όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κιβωτού των κοινωνικών, θρησκευτικών και πολιτιστικών παραδόσεων, που διαφύλαξαν ως κόρη οφθαλμού και μετέφεραν με ευλάβεια στο νέο τόπο εγκατάστασης και διαμονής τους.

Αυτός, λοιπόν, ο υπέροχος, φιλότιμος, φίλεργος και φιλοπρόοδος λαός του Κιλκίς έδωσε από τότε βροντερό το παρών σε όλα τα προσκλητήρια της Πατρίδας, είτε σε καιρό πολέμου είτε σε καιρό ειρήνης.

Δυστυχώς, τόσο τα αντικειμενικά δεδομένα πολλών δεκαετιών όσο και η «γλώσσα» της στατιστικής ή των αριθμών, όπως συνηθίζεται να λέγεται, καταμαρτυρούν ηθική και υλική απολαβή καθώς και μεταχείριση αυτού του λαού αντιστρόφως ανάλογη με το μέγεθος της προσφοράς του στην υπόθεση της συνολικής ανάπτυξης της Πατρίδας μας.

Οι λόγοι, η αιτίες, όπως και ο καταμερισμός ευθυνών, δεν είναι φυσικά του παρόντος ν΄ αναφερθούν και αναλυθούν.

Όμως, σε σχέση με την αντικειμενική αναγκαιότητα, και μετά από τις κοσμογονικές μεταβολές, που συντελέστηκαν και συντελούνται στον πλανήτη μας τα τελευταία χρόνια και παρά τις οδυνηρές οικονομικές περιπέτειες στις οποίες ενεπλάκη η χώρα μας στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα και υπό τη σκέπη της Δόξας του 1913 η αναφορά που ακολουθεί δεν επιδέχεται αμφισβήτησης:

ΤΟΥΤΟΣ Ο ΛΑΟΣ ΑΞΙΖΕΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ, ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΕΝ ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΔΥΣΜΕΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΥΓΚΥΡΙΩΝ ΠΟΥ ΔΙΕΡΧΩΜΕΘΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΠΩ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΝΟΜΟΙΑΚΗ, ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΑΜΕΣΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΒΟΡΕΙΟΥΣ ΓΕΙΤΟΝΕΣ ΜΕ ΟΤΙ ΑΥΤΟ ΣΥΝΕΠΑΓΕΤΑΙ ΣΕ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ ΕΠΙΠΕΠΕΔΟ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ ΙΣΟΤΙΜΗΣ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ.

Και για να μη φαίνονται και ακούγονται όλα αυτά, ως κορώνες δεκάρικου πανηγυρικού λόγου, αναφερόμαστε στην συγκράτηση του πληθυσμού και ιδιαίτερα των νέων στην ύπαιθρο, μέσω της αναβάθμισης της ποιότητας ζωής, με την αξιοποίηση της γειτονίας μας με το μεγάλο αστικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, με την επίσπευση της ένταξής μας στο ευρύτερο ρυθμιστικό σχέδιο αυτής, τη μέριμνα για την ανεργία των νέων, τα μέτρα για την τόνωση της τοπικής αγοράς, την αναβάθμιση των παρεχόμενων κοινωνικών υπηρεσιών, την ενίσχυση των επιδοτήσεων των καλλιεργειών και της κτηνοτροφίας κλπ.

Ό,τι δηλαδή, χρειάζεται να ανασάνει τούτος ο τόπος για να γίνει ‘αιχμή του δόρατος στην ‘επίθεση’ στη συνέχεια, ειρήνης, φιλίας και καλής γειτονίας στο βαλκανικό περίγυρο, ένα ρόλο που επιδιώκει άλλωστε να παίξει και η χώρα μας.

Αυτό θα είναι το καλύτερο μνημόσυνο για τους ένδοξους μαχητές του 1913.Διότι οι ψυχές τους εκεί στον τόπον αναψύξεως των δικαίων, θα αγάλλονται, θωρώντας ότι η θυσία τους όχι μόνο να μην έχει πάει χαμένη, αλλά και να έχει συμβάλλει στο ουσιαστικό αντίκρισμα όλων εκείνων των αξιών, αρχών και ιδανικών για τα οποία πολέμησαν και πρόσφεραν τη ζωή τους.

Δόξα και τιμή σ’ αυτούς τους ηρωικούς μαχητές της εποποιίας του Κιλκίς – Λαχανά.

Ζήτω το Κιλκίς.
Ζήτω η Ελλάδα μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.

Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.

Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.