Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Η ένταξη των αλλοδαπών μαθητών στο ελληνικό σχολείο

Γράφει η Συμεωνίδου – Τσιβρεμετζή Κωνσταντία
Διευθύντρια ΓΕΛ Αξιούπολης

Η μετανάστευση είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, το οποίο επηρεάζει τόσο τα εκατομμύρια των ίδιων των μεταναστών, όσο και τις κοινωνίες που τους υποδέχονται, καθώς και οι δυο πλευρές καλούνται να αντεπεξέλθουν σε σημαντικές προκλήσεις. Οι μεν μετανάστες έχουν να διαπραγματευτούν πολλαπλά πολιτισμικά πλαίσια και ταυτότητες, οι δε χώρες υποδοχής καλούνται να προσαρμοστούν σε μια νέα πολυπολιτισμική πραγματικότητα. Ειδικότερα οι μετανάστες έφηβοι έχουν να αντιμετωπίσουν τόσο τις στρεσογόνες μεταβολές στη ζωή τους, οι οποίες συνδέονται με την πολιτισμική μετάβαση, όσο και τις φυσιολογικές αναπτυξιακές αλλαγές της ηλικίας τους.

Η νέα αυτή πραγματικότητα αντανακλάται και στο ελληνικό  
δημόσιο σχολείο, καθώς τα σημερινά στοιχεία του Ινστιτούτου Παιδείας  Ομογενών και Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης (ΙΠΟΔΕ) δείχνουν ότι ο αριθμός των αλλοδαπών και παλιννοστούντων μαθητών αγγίζει σήμερα τις 140.000 μαθητές, δηλαδή το 9.5% του συνολικού μαθητικού πληθυσμού. Σειρά προβλημάτων και δυσκολιών εξάλλου αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί στα ελληνικά σχολεία αναφορικά με το χειρισμό των αλλοδαπών μαθητών. 

Σε σχετική έκθεση της UNICEF, οι Έλληνες εκπαιδευτικοί αναφέρονται σε γλωσσικά - μαθησιακά προβλήματα ( 33,3%), προβλήματα επιθετικότητας -βίας (30,0%), απειθαρχία- κακή συμπεριφορά ( 21,7%), δυσκολίες προσαρμογής - ένταξης (12,5%), κλοπές (6,7%), καθαριότητα - υγιεινή (1,7%). 

Επιπρόσθετα οι εκπαιδευτικοί αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες αναφορικά με τους γονείς των αλλοδαπών μαθητών, οι οποίοι συχνά δε γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα αλλά και εργάζονται σκληρά, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η επικοινωνία από άποψη γλώσσας αλλά και διαθέσιμου χρόνου.

Προβλήματα διγλωσσίας – Ο ρόλος του εκπαιδευτικού
Οι μαζικές μετακινήσεις των πληθυσμών , η μαζική είσοδος μέρους αυτών στην Ελλάδα, αλλά και η πολυάριθμη, διαπολιτισμική –
διγλωσσική ελληνική διασπορά καθιστούν τα ζητήματα της διγλωσσίας και της γλωσσικής εκπαίδευσης επίκαιρα όσο ποτέ στην Ελλάδα. Εν τούτοις η σχετική ελληνόγλωσση βιβλιογραφία, η εγχώρια εμπειρία, η γνώση και γενικά ο σχετικός επιστημονικός λόγος υστερούν σημαντικά. 

Στο σημείο αυτό χρήσιμο για τη θεωρητική προσέγγιση του όρου «διγλωσσία» είναι να λάβουμε υπόψη τις τέσσερις διαστάσεις της γλώσσας: την ακρόαση, την ομιλία, την ανάγνωση και τη γραφή. Η κατηγοριοποίηση αυτή μπορεί να παρασταθεί ως εξής:

Προφορικός λόγος

Γραπτός λόγος

Δεξιότητες πρόσληψης

Ακρόαση

Ανάγνωση

Δεξιότητες παραγωγής

Ομιλία

Γραφή


Φυσικά, μια πέμπτη γλωσσική ικανότητα είναι η σκέψη που εκφράζει τον εσωτερικό λόγο στη συγκεκριμένη γλώσσα. Ωστόσο, στην κατηγοριοποίηση αυτή μπορούμε να προσθέσουμε και άλλες δευτερεύουσες δεξιότητες.

Σημασία έχει πάντως ο εκπαιδευτικός να τονίζει τις ικανότητες των μαθητών και όχι τη φαινομενική τους «ένδεια», προσπαθώντας να ενθαρρύνει τη γνωστική τους ανάπτυξη. O ρόλος λοιπόν του εκπαιδευτικού στην εκπαίδευση των δίγλωσσων είναι καθοριστικός, καθώς καλείται να επιστρατεύσει την ευελιξία του και να συμβάλλει με όλες του τις δυνάμεις στη στήριξη και τη γνωστική ανάπτυξη των μαθητών που προέρχονται από διαφορετικά γλωσσικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα μέσα από την ανάπτυξη εποικοδομητικών και αποτελεσματικών στρατηγικών.

 Προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να βοηθήσει και η διαθεματική προσέγγιση της γνώσης μέσα από τους συσχετισμούς , τους παραλληλισμούς και την συνεξέταση ζητημάτων σε ποικίλους τομείς της γνώσης. Ειδικότερα όσον αφορά την απόκτηση της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας πρέπει ακόμη να λάβουμε υπόψη ότι:

• Οι μαθητές και οι μαθήτριες που μαθαίνουν τα ελληνικά ως δεύτερη  
γλώσσα χρειάζονται ένα οργανωμένο πρόγραμμα υποστήριξης αρκετών ετών. 

• Οι αρχάριοι στη δεύτερη γλώσσα χρειάζονται επίσης ευκαιρίες για τη
συμμετοχή στο κυρίως πρόγραμμα του σχολείου. 

• Οι πρώτες γλώσσες των παιδιών συνεχίζουν να είναι σημαντικές στη  
γλωσσική, κοινωνική και γνωστική τους ανάπτυξη, γι’ αυτό καλό να  προωθείται η διατήρησή τους και η συνεχής επαφή με αυτές. 


Η διαχείριση της πολιτισμικής ετερότητας στο χώρο του σχολείου- ο ρόλος του εκπαιδευτικού. 
Η ανομοιογένεια του πληθυσμού ως προς τη γλώσσα, τη θρησκεία, ή την εθνική καταγωγή αποτελεί τις τελευταίες δεκαετίες ένα αδιαμφισβήτητο δεδομένο για τις δυτικές χώρες. Η ανομοιογένεια αυτή σχετίζεται άμεσα με την είσοδο και την προσωρινή ή μόνιμη εγκατάσταση στο έδαφός τους μεταναστών από τρίτες χώρες. Οι πληθυσμιακά ομογενείς χώρες, ιδιαίτερα στο δυτικό κόσμο είναι ένα περασμένο, απώτερο παρελθόν. 

Η σημερινή διεθνής πραγματικότητα θεωρεί δεδομένη την παρουσία «άλλων» πολιτισμών, καθώς όλο και περισσότερο άτομα αναγκάζονται να μετοικίσουν σε άλλους τόπους από τη χώρα προέλευσής τους. Η εθνοπολιτισμική ποικιλία δημιουργεί εντάσεις - σε άλλους τομείς μεγαλύτερες και σε άλλους μικρότερες - που δυναμιτίζουν όλο και περισσότερο την ιδέα μιας εθνοπολιτισμικής πραγματικότητας στην οποία θα υπάρχει θέση για όλους. 

Αυτή είναι και η πρόκληση κάθε αναπτυγμένης κοινωνίας, καθώς κάθε σύγχρονος πολιτισμός καλείται να διαχειριστεί την εθνοπολιτισμική ετερογένεια των κοινωνιών και να εντάξει στους κόλπους της τους διαφορετικούς πληθυσμούς εξασφαλίζοντας τις προϋποθέσεις μιας επιτυχούς κοινωνικής ένταξης.

Ειδικότερα, στο χώρο της εκπαίδευσης, τα εκπαιδευτικά συστήματα των δυτικών χωρών καλούνται να διαχειριστούν την ετερογένεια του μαθητικού πληθυσμού ως προς τη γλώσσα, τη θρησκεία, την εθνότητα. Επιπλέον, η ετερογένεια αυτή συνδέεται και με υψηλά ποσοστά σχολικής αποτυχίας στα παιδιά μεταναστών και παλιννοστούντων. 

Στις μέρες μας, διατυπώνεται όλο και συχνότερα η προσδοκία ότι η εκπαίδευση μπορεί να συμβάλλει στην απάλειψη πολιτισμικών και κοινωνικών συγκρούσεων. Φαίνεται δηλαδή, ότι η διαχείριση της ετερογένειας σε εκπαιδευτικό επίπεδο δεν είναι ζήτημα που τίθεται περιστασιακά ,αλλά είναι ζήτημα που αποτελεί προβληματισμό γενικότερης εκπαιδευτικής πολιτικής.

Σε αυτή την πραγματικότητα της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης ο εκπαιδευτικός καλείται να παίξει πρωτεύοντα ρόλο, καθώς το έργο του και το αποτέλεσμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας σχετίζεται άμεσα με την δεξιότητά του να διαχειριστεί την πολιτισμική ανομοιομορφία της σχολικής τάξης. 

Ο εκπαιδευτικός καλείται να εντοπίσει και να αναλύσει τα πολλαπλά επίπεδα που δημιουργούν αυτό καθεαυτό το πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας και να αναδιαμορφώσει το δικό του ρόλο μέσα στη νέα πραγματικότητα. Έναν ρόλο που απαιτεί κριτική, δημιουργική σκέψη καθώς και ικανότητα αντιμετώπισης των σύγχρονων αιτημάτων και προβλημάτων που θέτει το νέο πολυσύνθετο πλέον σκηνικό του σχολείου. 

Καλείται να αναλάβει καινούρια καθήκοντα και ειδικότερα να ενδυναμώσει τις δεξιότητες καλής επικοινωνίας και συνεργασίας των αλλοδαπών μαθητών με τους συμμαθητές τους, να ενθαρρύνει την ανάδυση της πολιτισμικής τους ταυτότητας, να προωθήσει τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης και της δημιουργίας καλών «έξεων».

Η νέα πραγματικότητα της σχολικής τάξης επιβάλλει την εγρήγορση του εκπαιδευτικού, ώστε αυτός να μπορεί ανά πάσα στιγμή να αναγνωρίζει τις ιδιαιτερότητες του πλαισίου μέσα στο οποίο καλείται να δράσει ,αλλά και την ευαισθησία του στη διαχείριση των ποικίλων ζητημάτων που ενδέχεται να προκύψουν από εθνοτικές, θρησκευτικές και πολιτισμικές εμμονές . Μόνο τότε θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για ουσιαστική ανθρωποκεντρική παιδεία μέσα από ένα σχολείο «ανοιχτό» σε όλους για μια ζωή…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.

Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.

Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.