................του λέει ο Δοβρόμηρος:
-Ταγματάρχα...
-Μάλιστα, στρατηγέ μου...
-Νομίζω πως αλλιώς φαινόταν τα πράματα κι αλλιώς είναι...
-Τι θέλετε να πείτε;
-Μπορεί να είμαστε μπλεγμένοι σε μια ιστορία που δεν καταλαβαίνουμε, που την παίζουνε, κατά βάθος άλλοι, ανάποδα...
-Γιατί το λέτε;
-Αλλά και οι ερυθροί και οι... δεν ξέρω ποιοι, μπορεί να υπηρετούνε κάτι που τους ξεπερνάει, ή που δε φαντάζονται, και κανείς μας δεν ξέρει τι γίνεται, σε τι πράμα είμαστε χωμένοι.
-Δε σας καταλαβαίνω.
-Ούτε εγώ μπορώ να το εξηγήσω, να πω κάτι με σιγουριά, αλλά έχω μιαν αίσθηση ότι υπάρχει μια άλλη εκδοχή, μια ερμηνεία, μπορεί και πολλές άλλες από κάτω, σκοτεινές, κανείς...(1)
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει με βεβαιότητα, αν η Ιστορία δεν οδηγεί στο εγκώμιο του εγκλήματος:
Στην ιστορία υπάρχει ένα είδος βασκανίας. Η ιστορία αναταράζει τους ανθρώπους, τους βάζει σε πειρασμό τους δημιουργεί την εντύπωση ότι βαδίζουν σύμφωνα με το νόημα της, και ξαφνικά, η ιστορία εκτροχιάζεται και το γεγονός αλλάζει αποδείχνοντας ότι ήταν και κάτι άλλο δυνατό. Οι άνθρωποι που εγκαταλείφθηκαν έτσι από την ιστορία ενώ πίστευαν ότι είναι συνένοχοι της, ξαφνικά βρίσκονται να είναι οι αυτουργοί του εγκλήματος που η ίδια η ιστορία τους ενέπνευσε. Και δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε να απαλλαγούν από ένα μέρος της ευθύνης. (2)
Αυτή η ιστορική ευθύνη είναι πέρα απ' το κατηγόρημα της φιλελεύθερης σκέψης. Το άτομο υποκαθίσταται από ένα ρόλο ή από ένα φάντασμα. Κι αυτό το φάντασμα είναι ο,τι υπήρξε αυτό το άτομο για τα θύματά του.... Και σήμερα τα θύματά του έχουν δίκιο (3) : Από όπου και αν έρχεται η ετυμηγορία του ιστορικού γίγνεσθαι : Απ' τον Ελληνικό Εμφύλιο ή τις Δίκες της Μόσχας, απ' τη συνολική γεγονοτολογία της Ιστορίας ή τον ιστορικό ερμαφροδιτισμό του προσωπικού, την επαμφοτερίζουσα σκιά της μνήμης:
Η Λίλη πίνει καφέ. Ο τοίχος, απέναντι, της φαίνεται ατσάλινος. Ξαφνικά νοσταλγεί τη μάνα της, τη γειτονιά της – τη φτώχεια. Σκέφτεται : η αθωότητα. Και μετά: μπα, εκεί χειρότερα ήταν. Απλώς δεν το ΄βλεπά. Δεν είχα μάτια. Έβλεπα μόνο τις παράγκες και τα αυθαίρετα πιο κάτω απ΄ το σπίτι. Τις φιλενάδες. Το χωματόδρομο. Να πηγαίνω και να έρχομαι με τη μεγάλη σχολική τσάντα – κι ο μπαμπάς πάντα απόμακρος, σε έναν εντελώς δικό του κόσμο. Τον βλέπει πάλι να σηκώνεται κάθε πρωί, νωρίς, και να βγαίνει, χειμώνα καλοκαίρι, με το κασκορσέ, και να πλένεται ρουθουνίζοντας στο βρυσάκι της αυλής, πολλή ώρα, επίμονα. Του είχε μείνει συνήθεια απ' την εξορία να πλένεται μισόγυμνος έξω, και να είναι κλειστός πάντα, αμίλητος, στην δική του, θαρρείς, προσωπική Μακρόνησο – χειρότερη απ' την ΄άλλην. Τον βλέπει τώρα μπροστά της καθισμένο στο μικρό μιντέρι της κουζίνας να καπνίζει με τούφες, σιωπηλός, και να σκέφτεται κοιτώντας το φανάρι με το ψωμί, να διαβάζει κρυφά, ευλαβικά, τον Ριζοσπάστη. Να τον ξεκοκαλίζει όλον, επί ώρες, επί μέρες - να μην αφήνει λέξη αδιάβαστη. Κι όταν τελείωνε τον Ρίζο, τον έκαιγε, βάζοντάς τον φωτιά με το τσακμάκι. Διέλυε και τις στάχτες. Δεν εμπιστευόταν κανέναν, φίλο, συγγενή, ή γείτονα. Δύσπιστος στα πολιτικά, δεν έδινε πρόσωπο ούτε στη γυναίκα του. Δε μιλούσε με άνθρωπο – πέρα απ' τα τυπικά. Και δεν ήθελε αυτό το γάμο, με τον Δοβρόμηρο, <<την μαύρη αντίδραση>> - όπως τον έλεγε. Ήθελε να τη σπουδάσει τη Λίλη, άλλα η μάνα της επέμενε πολύ για το γάμο. Έκανε σαν τρελή, έβριζε τον πατέρα της ανεπρόκοπο με τη βραχνή, φοβερή φωνή της, κάπνιζε συνέχεια, πιο πολύ από κείνον, και του 'λεγε << εσύ δεν καταλαβαίνεις>>, κι έκλαιγε, τσίριζε. (4)
Ψάχνουμε με αγωνία να αποδώσουμε κάπου το ιστορικό ανάθεμα. Ο Μπουχάριν ανάμεσα στην ιστορική ευθύνη και την προσωπική εντιμότητα θα προτιμήσει την ειρωνεία. (5) Εδώ με την αναλογία της μεταφοράς του Γιώργου Σκαμπαρδώνη – η ειρωνεία θα εξορκίσει τα ιστορικά συμβεβηκότα ο υποδόριος ιστορικισμός του μυθιστορήματος στοχεύει και γίνεται η λύτρωση, γιατί η μη-θέση έχει προεικονίσει την αθωότητά μας πολλά χρόνια μετά. Για όσους ξεχάστηκαν, συντελείται η πιθανή αγιοσύνη. Ο Σκαμπαρδώνης , όπως ο Μπουχάριν, στις Δίκες της Μόσχας, διηγείται μια ιστορία που διαδραματίστηκε στα όρια ενός συστήματος ιδεών κάποιας εποχής.
Η μετά-μαρξιστική ανάγνωση δεν αποσκοπεί τόσο στην εδραίωση ενός πλάνου όσο στην εξακρίβωση στο εσωτερικό των δυνάμεων που βρίσκονταν σε δράση. (6)
Η πρόσφατη ελληνική ιστορία έχει να κάνει με μια παραδοξότητα, όποιο και να είναι το στίγμα της: Η βίαιη “κολλεκτιβοποίηση” των ιδεολογιών στη δεκαετία του '60 και οι απολυταρχίες των ηγεσιών σε κάθε επίπεδο, που προετοιμάζουν την μελλοντική υποταγή σ' αυτές με τρόπο υποδειγματικό. Όμως “Η μοίρα είναι η πολιτική” (7) κι εξισώνεται με το προμηθεϊκό δράμα της Ιστορίας. Η αληθινή της τραγικότητα και ευλογία βρίσκεται στην ενδεχομενικότητα, στην αδυναμία που έχουμε να αντικειμενοποιήσουμε το ιστορικό factum ως υπέρβαση στην αναγκαιότητα του πικρού διχασμού της: Να την εντάξουμε στο μετά-μαρξιστικό φιλοσόφημα, σαν αποδόμηση
-Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου.
Ο Βεδουίνος ενώ χάσκει, φθονερά, θαρρείς, προς το ταβάνι, με μηχανικές κινήσεις, αθόρυβα, ανάβει τσιγάρο. Το βάζει στο στόμα με το αριστερό χέρι, ανασηκώνει το δεξί,ορθώνει τον αντίχειρα και τεντώνει τον δείκτη προς τα μπροστά, σαν πιστόλι, και σημαδεύει ψηλά, προσεκτικά, σταθερά, το παγόνι στο στήθος και κάνει τον διπλό πυροβολισμό με το στόμα:
- Γαβ γουβ! (8)
Η ρήξη με την ιστορικότητα δεν είναι κατ' ανάγκη ρήξη με την Ιστορία. Η απαλλοτρίωση του αφέντη από τον δούλο του πρέπει να οριστεί στα πλαίσια μιας ιστορικής αθανασίας, όπου τίποτα δεν είναι προϋπόθεση. Ο ανθρωπισμός παραμένει το μεγάλο, μοναδικό, συλλογικό ζητούμενο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Γ. Σκαμπαρδώνης, ο.π. Σελ. 360-361
2. Maurice Merleau-Ponti, Ανθρωπισμός και τρομοκρατία, Εξάντας 1988, σελ. 88
3. ο.π. Σελ 92
4. Γ.Σκαμπαρδώνης, ο.α σελ 362-363
5. Maurice Merleau-Ponty, ο.π σελ. 96
6. ο.π σελ 102
7. ο.π σελ. 114, M. Merleau-Ponty, Αριστοτέλης
8. Γ.Σκαμπαρδώνης, ο.π σελ 411
Έξοχη προσέγγιση!
ΑπάντησηΔιαγραφή